Το 1974, ενώ βρισκόταν με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Smithsonian στην Ουάσιγκτον, ο Marc H. Miller έστησε ένα περίπτερο σε μια έκθεση χειροτεχνίας. Η πινακίδα έγραφε: «Conceptual καλλιτέχνης αναζητά συμμετέχοντες». Μια νεαρή φοιτήτρια καλλιτεχνικής θεραπείας από το Άμστερνταμ ονόματι Bettie Ringma (1944–2018) δήλωσε συμμετοχή. «Ήταν φωτογράφος και μόλις είχε χωρίσει από τον σύζυγό της, έναν Ολλανδό διπλωμάτη», λέει ο Marc, ο οποίος τράβηξε την πρώτη του φωτογραφία της Bettie λίγα λεπτά μετά τη συνάντησή τους.
Σύντομα άρχισαν να συνεργάζονται. Το 1975, ο Marc και η Bettie ξεκίνησαν τη σειρά «Paparazzi Self-Portraits». Χρησιμοποιώντας τη νέα instamatic Polaroid SX-70 κάμερα, η Bettie πόζαρε δίπλα σε διασημότητες όπως η Angela Davis, η Susan Sontag και ο William S. Burroughs, με τον Marc στον ρόλο του φωτογράφου. Το 1976, το πρότζεκτ τους κατέληξε στον θρυλικό μουσικό χώρο CBGB της Νέας Υόρκης. Ήταν η χρυσή εποχή του πανκ και η Bettie πόζαρε δίπλα στην Patti Smith, τους Ramones, τους Talking Heads και τον Richard Hell.
«Η Bettie ήταν εξαιρετική στην επικοινωνία. Μπορούσε κυριολεκτικά να μιλήσει με οποιονδήποτε αφού μιλούσε πέντε γλώσσες», λέει ο Marc. «Ήταν ένα ανοιχτό άτομο που του άρεσαν οι άνθρωποι. Δεν ένιωθε ότι κανένας ήταν κατώτερός της. Όλοι είχαν ενθουσιαστεί μαζί της, κατά κάποιον τρόπο. Ήταν πολύ ελκυστική και είχε πολύ «φιλικά» μπλε μάτια. Ήταν καλή ακροάτρια και όλοι ένιωθαν άνετα να μιλούν μαζί της. Αλλά δεν φοβόταν την απόρριψη. Δεν έβλεπε κανέναν σαν ανώτερό της».
Ο Marc και η Bettie συνέχισαν να χτίζουν και να επεκτείνουν τη συλλογή τους. Σε κάποια φάση αποφάσισαν να φωτογραφίσουν πολιτικούς στην Ουάσινγτον. «Χρειαζόταν ένα στοιχείο εμπιστοσύνης από την πλευρά του κόσμου, ειδικά όσοι ήταν δημόσια πρόσωπα», λέει ο Marc. Το 1979, η Bettie είχε επιστρέψει στο Άμστερνταμ για να οριστικοποιήσει το διαζύγιό της και ο Marc την είχε συνοδέψει στο ταξίδι. Μετά τον διακανονισμό, η Bettie αγόρασε ένα πλωτό σπίτι, μια βαρκα αγκυροβολημένη απέναντι από το σπίτι της Άννας Φρανκ. Το 1978, ο Marc έφερε μια μικρότερη εκδοχή της έκθεσης στην Ολλανδία και πυροδότησε μια καταιγίδα αντιδράσεων, όταν είπε στον Τύπο ότι στο Άμστερνταμ δεν υπάρχει το πανκ. «Μέσα σε περίπου ένα μήνα από την άφιξή μας, ήμασταν πρωτοσέλιδο», λέει ο Marc. «Φυσικά, είπαμε όλα τα λάθος πράγματα και όλοι μας μισούσαν».
Αλλά αυτό δεν εμπόδισε το δυναμικό δίδυμο από το να γράψει ιστορία στο Άμστερνταμ. Ψάχνοντας τρόπους να συντηρηθούν σε μια νέα πόλη, ο Marc και η Bettie άντλησαν έμπνευση από τη ζωή της Νέας Υόρκης. Εμπνευσμένοι από έναν φωτογράφο που δημοσίευε polaroid στιγμιότυπα στο Coney Island, αποφασίζουν να πάνε στο περίφημο Red Light District για φωτορεπορτάζ. Τέσσερις ή πέντε νύχτες την εβδομάδα, έκαναν τον γύρο της περιοχής, φωτογραφίζοντας κάθε νύχτα περίπου 30-100 άτομα σε ποδοσφαιρικές ταβέρνες, γκέι μπαρ, ντίσκο, κλαμπς, τούρκικα καφέ, old school μπιστρό και τουριστικά μαγαζιά.
Όλες αυτές οι φωτογραφίες υπάρχουν στο λεύκωμα «Selling Polaroids in the Bars of Amsterdam, 1980», που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα. Ο Marc αναφέρει ότι το αρχείο αυτό παρέχει μια σημαντική γέφυρα μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος. Ως περιπλανώμενοι φωτογράφοι, η Bettie και ο Marc έκαναν τακτικά τον γύρο της πόλης, δημιουργώντας ένα κανονικό ρόστερ εργαζομένων και θαμώνων. Έπαιρναν άδεια από τους ιδιοκτήτες των μπαρ για να πραγματοποιήσουν τις φωτογραφίσεις και πουλούσαν τις polaroids για 6 φιορίνια (περίπου 3 ευρώ) τη μία.
«Είναι ένας συγκεκριμένος τύπος προσωπικότητας που θέλει να αγοράσει τη φωτογραφία τους», λέει ο Marc. Οι δύο δημιουργεί χρησιμοποίησαν έναν σημαντικό πολιτιστικό θεμέλιο λίθο: τη μακρόχρονη παράδοση των πορτρέτων σε ολλανδικές ταβέρνες ταβέρνων, η οποία χρονολογείται από τα έργα ζωγράφων του 17ου αιώνα όπως ο Adriaen Brouwer και ο Jan Steen. Ως λαϊκη τέχνη, αυτές οι τρελές σκηνές ζωντανής απόλαυσης -στιγμιότυπα μιας εποχής που έχει πια παρέλθει- αμφισβήτησαν την επικρατούσα ηθική, απαθανατίζοντας ταυτόχρονα ιδιόρρυθμους χαρακτήρες που εμπλέκονταν σε λάγνες δραστηριότητες.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το Άμστερνταμ βρισκόταν σε ένα μεταβατικό στάδιο, όπως αντικατοπτρίζεται στις φωτογραφίες των κοριτσιών των μπαρ, των θαμώνων και των εργαζομένων. «Μια αλλαγή λάμβανε χώρα στο Άμστερνταμ», λέει ο Marc. «Στα άτομα από τις εναπομείνασες αποικίες της Ολλανδίας, όπως το Σουρινάμ, προσφέρθηκε η ολλανδική υπηκοότητα και υπήρξε μεγάλη εισροή ανθρώπων στην πόλη. Ταυτόχρονα, ήταν [η εποχή] της απελευθέρωσης των ομοφυλοφίλων, των γκέι μπαρ και των μαγαζιών με γυναίκες ιδιοκτήτριες. Καταλήξαμε με μια πολύ πλήρη εικόνα – απλά γιατί οι άνθρωποι αυτοί ήθελαν μια φωτογραφία».
Τότε ήρθε η έμπνευση. «Γνωρίζαμε ότι η Polaroid υποστήριζε συχνά καλλιτέχνες, γι’ αυτό τους είπαμε για την έκθεση και μας έδωσαν ένα φιλμ με 500 πλάνα για να μπορέσουμε να τραβήξουμε δεύτερες λήψεις για την έκθεση», λέει ο Marc. Το 1980, το εβδομαδιαίο περιοδικό Nieuwe Revu δημοσίευσε τις φωτογραφίες σε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα. «Λέγαμε τότε ότι η φάση του περιοδικού ήταν σεξ, μπάλα και σοσιαλισμός. Αυτό το άρθρο άλλαξε τα πάντα για εμάς», θυμάται ο Marc. «Μερικοί άνθρωποι μας ακολουθούσαν, φωνάζοντας τα ονόματά μας σαν να ήμασταν διάσημοι. Στο άρθρο, ανακοινώσαμε επίσης ότι θα επιστρέψουμε στη Νέα Υόρκη, και τότε άρχισαν να εμφανίζονται μερικοί φωτογράφοι που τραβούσαν polaroids. Σήμερα στο Άμστερνταμ, υπάρχουν ακόμα polaroid φωτογράφοι που «χτενίζουν» τα μπαρ και τα εστιατόρια -και εμείς ήμασταν οι πρώτοι».