Σπάνια η φράση «πολίτης του κόσμου» έχει αποδοθεί πιο εύστοχα από ό,τι στον πατριάρχη της φωτογραφίας  δρόμου, Henri Cartier-Bresson, ο οποίος αποτελεί το αντικείμενο μιας όμορφης αναδρομικής έκθεσης που εγκαινιάζεται την Τετάρτη, 3 Ιουλίου στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα και θα διαρκέσει έως τις 27 Οκτωβρίου 2024.

Στο μεγαλύτερο μέρος της μακράς καριέρας του ως φωτορεπόρτερ, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1930 και τελείωσε επίσημα τρεις δεκαετίες πριν από το θάνατό του το 2004, ο Cartier-Bresson βρισκόταν μανιωδώς σε κίνηση. Με αεροπλάνο, τρένο, λεωφορείο, αυτοκίνητο, ποδήλατο, δίτροχο ρίκσο, άλογο και με τα πόδια, κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος πέντε ηπείρων σε μια μπερδεμένη, γεμάτη διασταυρώσεις και περιπέτειες διαδρομή.

Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του σύναπτε και πολλές γνωριμίες. Όμορφος, αστός, επαναστάτης, τέκνο των προνομίων της γαλλικής μεγαλοαστικής τάξης, συνδεόταν αβίαστα με τους ανθρώπους και όπως ήταν επόμενο, αποκτούσε εύκολη πρόσβαση και φιλίες με την πολιτική και πολιτιστική αφρόκρεμα της εποχής του.

Ο Nehru, ο Matisse, η Jacqueline Kennedy, ο T.S. Eliot, ο Truman Capote, ο George Balanchine, η Coco Chanel και ο Alberto Giacometti, όλοι τους στήθηκαν για ένα πορτρέτο. Και φιλοτέχνησε τις κλασικές απεικονίσεις τους: ο ηλικιωμένος Matisse σε ένα ατελιέ- περιστερώνα- ο γερασμένος Giacometti που πιάστηκε στα πράσα στη μέση του δρόμου όπως και τα γλυπτά του- ο Capote με το νωχελικό βλέμμα του- η Chanel σαν μουμιοποιημένη από το πέρας της ηλικίας, φορώντας ένα κοστούμι σχεδιασμένο από την ίδια.

Στα 24 του, έχοντας εγκαταλείψει τις σπουδές του στη ζωγραφική και μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στην Αφρική πέφτει στα χέρια του μία από τις πρώτες Leica. Όπως λέει ο ίδιος «έγινε η προέκταση του ματιού μου και έκτοτε δεν με εγκατέλειψε ποτέ». Ήταν μια Leica χειρός, καθαρή και κομψή σαν πιστόλι. Είτε ταξίδευε ως δημοσιογράφος με μάτι επί πληρωμή είτε περιπλανιόταν στο Παρίσι κάποιο απόγευμα, η φωτογραφική μηχανή ήταν πάντα μαζί του. Τράβηξε χιλιάδες και χιλιάδες ρολά φιλμ με 36 λήψεις ανά ρολό, αριθμώντας σχολαστικά κάθε ρολό πριν το στείλει για εμφάνιση, διαδικασία για την οποία δεν είχε κανένα ενδιαφέρον από τα περιοδικά ή τα φωτογραφικά πρακτορεία.

Henri Cartier-Bresson

Ο Cartier-Bresson σπάνια έβλεπε τη δουλειά του παρά μόνο όταν αυτή είχε ήδη τυπωθεί, και κατόπιν ενίοτε έφριττε. Αρκεί να πούμε ότι η αποτύπωση του σύγχρονου, με ασπρόμαυρες εκτυπώσεις -μισούσε το έγχρωμο φιλμ-, κορνιζαρισμένες και κρεμασμένες σε παρθένους λευκούς και γκρίζους τοίχους, απέχει πολύ από τις παραφορτωμένες και βιαστικές διατάξεις των περιοδικών στις οποίες πρωτοεμφανίστηκαν πολλές από αυτές τις φωτογραφίες.

Η μέθοδος εργασίας του Cartier-Bresson, εστιασμένη τόσο στη στιγμή του κλείστρου, αποτέλεσε πρότυπο για το σύγχρονο φωτορεπορτάζ, έναν κλάδο που ουσιαστικά ο ίδιος εφηύρε. Εξίσου σημαντικός ήταν και ο τρόπος με τον οποίο προσέγγιζε αυτή τη στιγμή: με έναν συνδυασμό ζεν εγρήγορσης και υπομονής που του επέτρεπε να απορροφάται από τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν, καθώς αυτά τον απορροφούσαν.

Κατά τη διάρκεια των αποστολών του για περιοδικά όπως το Holiday και το Harper’s Bazaar, ο Henri Cartier-Bresson εξερεύνησε τις πόλεις, τις γειτονιές και τις κωμοπόλεις της Ιταλίας, αποκαλύπτοντας τη μοναδική γοητεία της χώρας στο αναγνωστικό κοινό των συγκεκριμένων εντύπων. Για το Harper’s Bazaar, ο Cartier-Bresson ταξίδεψε στη Ρώμη το φθινόπωρο του 1951 και αργότερα την ίδια χρονιά στο Σκάννο, στην περιοχή του Αμπρούτσο για να απαθανατίσει την πόλη κατά την περίοδο των Χριστουγέννων. Το 1953, ο Cartier-Bresson ανέλαβε μια αποστολή για το Holiday. Η βασική λογική του περιοδικού κατά την τριακονταετή του πορεία, από το 1946 έως το 1977, ήταν να στέλνει στο εξωτερικό ντουέτα συγγραφέων και φωτογράφων για να παράγουν δυναμικά και συναρπαστικά ρεπορτάζ χωρίς τους περιορισμούς ενός υπαγορευμένου ύφους, προϋπολογισμού ή αριθμού σελίδων.

Έχοντας αυτή τη δημιουργική ελευθερία στα χέρια του, ο Cartier-Bresson ταξίδεψε εκτενώς στην Ιταλία και σε όλη την Ευρώπη με την πρώτη του σύζυγο Ratna Mohini και τη συγγραφέα Inge Morata, αποτυπώνοντας εικόνες όπως το Torcello στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας. Ταξίδια όπως αυτό αποκάλυψαν όχι μόνο το φυσικό τοπίο της Ιταλίας, αλλά και το κοινωνικό τοπίο της χώρας, και η μοναδική ικανότητα του Cartier-Bresson να αποτυπώνει την τυχαιότητα και το χιούμορ ενός τόπου τον οδήγησαν σε στιγμιότυπα όπως ένα παιδί που τρέχει χαρούμενο προς μια ακτίνα φωτός και ένας άνδρας που παρατηρεί επιφυλακτικά έξω από τη βιτρίνα του καταστήματός του, τα οποία και τα δύο απαθανατίστηκαν στη Ρώμη.

Το 1933, μόλις τρία χρόνια πριν από την έναρξη του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, ο Cartier-Bresson ταξίδεψε στην Ισπανία με τη νεοαποκτηθείσα φωτογραφική μηχανή Leica και δημιούργησε εικόνες που αποδείχθηκαν ισχυρές και διαχρονικές καταγραφές της εποχής. Πειραματιζόμενος με φορμαλιστικά στοιχεία από τον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό, ο Cartier-Bresson συνδύασε αριστοτεχνικά την καλλιτεχνική έκφραση με τις ανθρωπιστικές ιδέες για να εμπλουτίσει με ενσυναίσθηση και ζωντάνια τις εικόνες του από τις συγκρούσεις στην Ισπανία. Ο Cartier-Bresson συνέχισε να ταξιδεύει στην Ισπανία τα επόμενα χρόνια και το 1937 επέστρεψε για να σκηνοθετήσει το ντοκιμαντέρ Victorie de la vie (Επιστροφή στη ζωή), το οποίο δημιουργήθηκε για να υποστηρίξει το πρόγραμμα ιατρικής ανακούφισης των Ρεπουμπλικανών. Ο Cartier-Bresson γύρισε δύο επιπλέον ντοκιμαντέρ κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου: «Με την ταξιαρχία του Αβραάμ Λίνκολν στην Ισπανία», το 1937, και το «Η Ισπανία θα ζήσει», το 1938.

Ταξιδεύοντας σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία για λογαριασμό διαφόρων ρεπορτάζ, ο Henri Cartier-Bresson γέμισε εκατοντάδες φιλμ με εικόνες που αποτύπωναν τόσο τις αποχρώσεις της κοινωνίας όσο και τις σημαντικές στιγμές της εποχής, όπως η στέψη του βασιλιά Γεωργίου ΣΤ’ το 1937. Η καταγραφή της στέψης ήταν η πρώτη αποστολή του Cartier-Bresson για την Ce Soir, μια κομμουνιστική καθημερινή εφημερίδα, στο πλαίσιο της οποίας του ανατέθηκε να γεμίσει τις σελίδες της Regards, μιας εικονογραφημένης εβδομαδιαίας εφημερίδας. Οι εικόνες που παρήγαγε σηματοδοτούν μια κομβική στιγμή της βρετανικής ιστορίας: την παραίτηση του βασιλιά Εδουάρδου Η’, την ενθρόνιση του μικρότερου αδελφού του και την απειλή του πολέμου στον ορίζοντα.

 

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας αποστολής για το τεύχος Σεπτεμβρίου 1952 του Harper’s Bazaar, ο Cartier-Bresson ταξίδεψε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας για να φωτογραφίσει έναν πλειστηριασμό αλόγων στον περίφημο ιππόδρομο Curragh. Αυτό το ταξίδι στην περιοχή πραγματοποιήθηκε μόλις πέντε χρόνια μετά τη δημιουργία του Magnum και μόλις επτά χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δέκα εικόνες που συμπεριλήφθηκαν στο περιοδικό εκθείαζαν τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επέστρεψαν στις απλές απολαύσεις της ζωής. Και στις δύο αυτές αποστολές, που απέχουν μεταξύ τους πάνω από μια δεκαετία, ο Cartier-Bresson απαθανάτισε τους θεατές και όχι το θέαμα.

Ο Henri Cartier-Bresson ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ινδία τον Δεκέμβριο του 1947, κάνοντας ένα υπερωκεάνιο ταξίδι 6.888 ναυτικών μιλίων που ξεκίνησε από την Αγγλία. Κατά την άφιξή του, συνάντησε ένα νέο ανεξάρτητο έθνος, ο λαός του οποίου βίωνε αυξανόμενες εντάσεις λόγω του θρησκευτικού διαχωρισμού της Ινδίας και του Πακιστάν. Εν μέσω αυτής της σύγκρουσης, ο Cartier-Bresson κατέγραψε μία από τις πιο διάσημες εικόνες του, την εικόνα Srinagar, Kashmir, 1948, η οποία απεικονίζει μουσουλμάνες γυναίκες να προσεύχονται στον λόφο Hari Parbal καθώς ο ανατέλλων ήλιος φωτίζει τα Ιμαλάια.

Πιο συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 1948, ο Cartier-Bresson συναντήθηκε με τον Mahatma Gandhi και κατέγραψε το τελετουργικό διάλειμμα μιας εξαήμερης νηστείας που ξεκίνησε ο Gandhi ως έκκληση για την αποκατάσταση της ειρήνης. Μόλις ενενήντα λεπτά μετά τη συνάντησή τους, στις 30 Ιανουαρίου, ο Gandhi δολοφονήθηκε, και ο Cartier-Bresson, με τη φωτογραφική μηχανή Leica, έγινε μάρτυρας της ιστορίας, απαθανατίζοντας την απόλυτη θλίψη και τις μετέπειτα διαδικασίες για την αποτέφρωση του Gandhi και τη διασπορά της τέφρας του. Το εθνικό πένθος αποτυπώνεται με τρόπο συγκλονιστικό στην απεικόνιση της νεκρώσιμης πυράς του Gandhi. Αυτή η κάλυψη των τελευταίων ημερών του Gandhi ανέδειξε τον Cartier-Bresson ως κορυφαίο φωτορεπόρτερ, αυξάνοντας τη ζήτηση για τις φωτογραφίες του από κορυφαία έντυπα όπως το LIFE, το Harper’s Bazaar, το Now και το New York Times Magazine. Κατά τη διάρκεια των επόμενων 40 ετών, ο Cartier-Bresson συνέχισε να επιστρέφει στην Ινδία, ταξιδεύοντας εκεί έξι φορές μέχρι το 1987.

Ο Henri Cartier-Bresson ταξίδεψε στην Κίνα για το περιοδικό LIFE δύο φορές, το 1948 και το 1958, αποτυπώνοντας κάθε φορά με ανθρωπιστική ματιά τη χώρα σε μια εποχή πολιτικών και οικονομικών αλλαγών. Στο πρώτο του ταξίδι, το οποίο έλαβε χώρα στα τέλη του 1948 με αρχές του 1949, ο Cartier-Bresson έγινε μάρτυρας και κατέγραψε την ολοκλήρωση του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Εθνικιστικού Κόμματος της Κίνας (γνωστού και ως Κουομιντάνγκ) και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας υπό την ηγεσία του Μάο Τσετούνγκ. Δέκα χρόνια αργότερα, στο δεύτερο ταξίδι του το 1958, ολοκλήρωσε μια μεγάλη περιοδεία τεσσάρων μηνών και 7.000 μιλίων στη χώρα κατά την έναρξη της κομμουνιστικής εκστρατείας «Το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός». Βασισμένη στο Πενταετές Σχέδιο της ΕΣΣΔ, αυτή η οικονομική και κοινωνική ατζέντα περιελάμβανε την αγροτική κολεκτιβοποίηση και την ταχεία εκβιομηχάνιση για τον αγροτικό, σε μεγάλο βαθμό, πληθυσμό της. «Με την οξυδέρκεια για την οποία είναι φημισμένος», δήλωσε το LIFE, «ο Cartier-Bresson απέδειξε πώς οι Κινέζοι αντιδρούν ατομικά και ζουν οι καθένας ξεχωριστά εντός της καταπιεστικής καταστολής που τους επιβλήθηκε». Πράγματι, καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του Cartier-Bresson η ένθερμη προσωπική του οπτική είναι αυτή που διαποτίζει τις φωτογραφίες του με σεβασμό για όλη την ανθρωπότητα.

Έχοντας λάβει κυβερνητική άδεια για να επισκεφθεί την ΕΣΣΔ, ο Henri Cartier-Bresson, ο οποίος συμπεριέλαβε ένα αντίγραφο του βιβλίου «Η αποφασιστική στιγμή» στην αίτησή του για βίζα, ταξίδεψε στη Μόσχα με τη σύζυγό του Ratna Mohini το καλοκαίρι του 1954.

Καθώς δεν μιλούσαν σχεδόν καθόλου ρωσικά, συνοδεύονταν από έναν μεταφραστή που τους παρείχε το κράτος και ο οποίος χρησίμευε και ως ξεναγός τους. Οι φωτογραφίες του Cartier-Bresson από το ταξίδι αποτύπωσαν την καθημερινότητα: μέσα σε σχολεία, εργοστάσια, γήπεδα και αίθουσες συναυλιών, αποτελώντας τη βάση του βιβλίου του «Μόσχα», το οποίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Delpire, το 1954, και «Οι άνθρωποι της Μόσχας», από τις εκδόσεις Simon & Schuster, το 1955. Στη συνέχεια, ο Cartier-Bresson επέστρεψε το 1973 δηλώνοντας: «Μετά από δεκαεννέα χρόνια από το πρώτο ταξίδι, λαχταρούσα να επιστρέψω και να επισκεφθώ ξανά τη Ρωσία. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αποκαλυπτικό από το να συγκρίνεις μια χώρα με τον ίδιο της τον εαυτό, συλλαμβάνοντας τις διαφορές της και προσπαθώντας να ανακαλύψεις το νήμα της συνέχειάς της».

Ο Henri Cartier-Bresson φωτογράφισε τις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότερο από σχεδόν οποιοδήποτε άλλο έθνος. Στρέφοντας το φακό του στο αχανές τοπίο και τον ποικιλόμορφο πληθυσμό των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Cartier-Bresson διέσχισε τη χώρα το 1947 και ξανά το 1960. Παράλληλα με το οδοιπορικό του 1947, ο Cartier-Bresson φωτογράφισε πορτρέτα καλλιτεχνών και συγγραφέων για το Harper’s Bazaar, συμπεριλαμβανομένου του William Faulkner. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, τραβήχτηκαν πολλές από τις εξαιρετικές αλλά ελάχιστα γνωστές φωτογραφίες από μέρη όπως το Natchez του Μισισιπή, το San Antonio του Τέξας και το Taos του Νέου Μεξικό.

Ο Cartier-Bresson επισκεπτόταν επίσης συχνά τη Νέα Υόρκη και οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από τις γειτονιές του Lower East Side μέχρι το Χάρλεμ και το Μπρούκλιν, δείχνουν μια βαθιά οικειότητα με την πόλη. Η αμερικανική κουλτούρα ήρθε στο προσκήνιο στα μέσα του αιώνα και το ενδιαφέρον για το πώς ζούσαν και εργάζονταν οι Αμερικανοί έφερε τις φωτογραφίες του Cartier-Bresson από τις Ηνωμένες Πολιτείες στις σελίδες των Paris Match, Réalités, Jours de France, Queen και άλλων διεθνών περιοδικών.

Ο Henri Cartier-Bresson ταξίδεψε στο Μεξικό στις αρχές της καριέρας του, αφού είχε εγγραφεί ως φωτογράφος στην αποστολή του 1935 για τη χαρτογράφηση της Παναμερικανικής Οδού. Ενώ το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε, ο Cartier-Bresson επέλεξε να μείνει στην Πόλη του Μεξικού, συνάπτοντας φιλίες και ζώντας με τον σπουδαίο συγγραφέα Langston Hughes στη γειτονιά La Candelaria, όπου τραβήχτηκαν πολλές από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες του στο Μεξικό.

Το Μεξικό αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για πολλούς καλλιτέχνες εκείνη την εποχή, συμπεριλαμβανομένου του Manuel Álvarez Bravo , με τον οποίο ο Cartier-Bresson μοιράστηκε μια κοινή έκθεση στο Palacio de Bellas Artes της Πόλης του Μεξικού το 1935.

Ο Cartier-Bresson επισκέφτηκε την Ελλάδα αρκετές φορές αλλά έχουμε δει φωτογραφίες του κυρίως από 3 ταξίδια του. Αυτό του 1937, του 1953 και του 1961. Μέσω της αδερφικής φιλίας που τον συνέδεε με την γάλλο εκδότη και συλλέκτη έργων τέχνης Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ, ανάμεσα σε άλλους γνώρισε και τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Οδυσσέα  Ελύτη και τον Χατζηκυριάκο Γκίκα. Οι πιο γνωστές του φωτογραφίες είναι φυσικά αυτή που τράβηξε στην Αθήνα το στην οδό ασωμάτων με τις δύο γιαγιάδες και το νεοκλασικό με τις Καρυάτιδες της οδού Ασωμάτων, αλλά και το κοριτσάκι που τρέχει στα σκαλοπάτια στο Κάστρο στη Σίφνο.

 

Μέσα από τις φωτογραφίες ο φωτογράφος ταξιδεύει τον θεατή στην Αθήνα, στις Κυκλάδες, στους σημαντικότερους ελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους, καθώς και στις πιο απόμακρες πλευρές της Πελοποννήσου, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου των δεκαετιών του ’30, του ’50 και του ‘60.

Φέτος το καλοκαίρι, το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή με τη συμβολή του Ιδρύματος Henri Cartier-Bresson θα αποτίσει φόρο τιμής στο μοναδικό ζευγάρι καλλιτεχνών Henri Cartier-Bresson (1908-2004) και Martine Franck (1938-2012), με ένα διπλό φωτογραφικό αφιέρωμα που θα παρουσιάζεται παράλληλα και στα δυο του μουσεία, στην Αθήνα και στην Άνδρο, από τις 3 Ιουλίου έως τις 27 Οκτωβρίου 2024.

ΙΝΦΟ

Γενικός συντονισμός εκθέσεων: Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, Υπεύθυνη Συλλογής Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή

Επιμέλεια εκθέσεων: Martine Franck. Κοιτάζοντας τους άλλους Clément Chéroux, Διευθυντής Ιδρύματος Henri Cartier-Bresson, Παρίσι

Henri Cartier-Bresson. Η αποφασιστική στιγμή Aude Raimbault, Υπεύθυνη Συλλογών Ιδρύματος Henri Cartier-Bresson, Παρίσι

Henri Cartier-Bresson. Ελλάδα Μαρία Κουτσομάλλη-Moreau, Υπεύθυνη Συλλογής Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή

Διάρκεια εκθέσεων: 3 Ιουλίου-27 Οκτωβρίου 2024

Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή Ερατοσθένους 13, Αθήνα 11635 Τ: 210 725 2895 [email protected], goulandris.gr

Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη, Πέμπτη, Σάββατο & Κυριακή 10.00-18.00 Παρασκευή 10.00-20.00 Τρίτη κλειστά

Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Χώρα, Άνδρος 84500
Τ: 22820 22444 [email protected]
Ώρες λειτουργίας: Καθημερινά 11.00-15.00 & 18.00-21.00, Δευτέρα 11.00-15.00 Δευτέρα απόγευμα & Τρίτη κλειστά.

Δείτε επίσης:  Σίντι Σέρμαν: Μια χαμαιλέων της φωτογραφίας