Ο ποιητής Allen Ginsberg τον χαρακτήριζε «αόρατο» φωτογράφο. Ο μυθιστοριογράφος Ian MacEwan είχε γράψει σε άρθρο του ότι «τραβούσε φωτογραφίες με την ίδια ευκολία που ανάσαινε». Και με τις εικόνες του που κατέγραψαν τους ενοίκους του περίφημου “beat hotel” στην γεμάτη ζωή αριστερή όχθη του Σηκουάνα τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο Ηarold Chapman κέρδισε μια θέση στην ιστορία.

Όλα ξεκίνησαν από μια τυχαία συνάντηση με τον John Deakin, φωτογράφο της καλλιτεχνικής σκηνής του Σόχο και φίλο του Francis Bacon. H δουλειά του επηρέασε τον Chapman, και οι εμπειρίες που του διηγήθηκε από το Παρίσι τον παρότρυναν να μετακομίσει εκεί.

Το 1965, ο Chapman φτάνει στην γαλλική πρωτεύουσα και πιάνει δωμάτιο σε ένα φτηνό ξενοδοχείο που δεν είχε όνομα, στο νούμερο 9 της Rue Gît-le-Cœur. Με γείτονες στα διπλανά δωμάτια τον William S. Burroughs, τον ποιητή Gregory Corso, τον συγγραφέα Harold Norse και την ποιήτρια και ζωγράφο Kay “Kaja” Johnson, το ξενοδοχείο ήταν μια φωλιά ελεύθερης έκφρασης και υπερβατικότητας για την Beat Generation.

Κατά την διάρκεια της παραμονής του εκεί– ήταν ο τελευταίος που έφυγε όταν το ξενοδοχείο έκλεισε το 1963 – ο Chapman κατέγραψε τόσο τα πρόσωπα όσο και τη ζωή στους δρόμους του Παρισιού. Kαι η αγαπημένη φωτογραφία του από εκείνη την εποχή ήταν εκείνη του Allen Ginsberg και του ποιητή, ηθοποιού και εραστή του Peter Orlovsky, πλάτη με πλάτη σε ένα παγκάκι, στην καλλιτεχνική συνοικία Saint-Germain-des-Pres.

Ο William S. Burroughs στο Beat Hotel. 1956

Τη δεκαετία του ’60, ο Chapman μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα σε Παρίσι και Λονδίνο – στο τελευταίο συνεργαζόταν με όλες τις διάσημες εφημερίδες της Fleet Street, καταγράφοντας την «πόλη που ταλαντεύεται», όπως περιέγραψε το περιοδικό Time το Λονδίνο, το 1966. Aπό το Swinging London ως τις υπαίθριες αγορές αντίκας, ο Chapman είχε την ικανότητα να αιχμαλωτίζει τα θέματά του στον φακό χωρίς να σκηνοθετεί. Περπατούσε στις πόλεις και φωτογράφιζε: ανθρώπους που έβγαιναν από τις πόρτες των σπιτιών τους και τα ταξί ή χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον έξω από τα καταστήματα. Του άρεσε να φωτογραφίζει το συνηθισμένο και το ασήμαντο. «Δεν υπάρχει ανάγκη για επινοημένη λήψη», είχε πει ο Chapman σε μια συνέντευξη ,το 1968. «Γιατί λοιπόν να στήσετε μια φωτογραφία όταν η φυσική είναι απείρως καλύτερη;»

Το 1984 εκδόθηκε το βιβλίο “The Beat Hotel”, με περισσότερες από 200 φωτογραφίες του Chapman και πρόλογο από τον Βurroughs, ο οποίος είχε ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του «Γυμνό Γεύμα» σ’ εκείνο το ξενοδοχείο. «Ήταν ένα μαγικό διάλειμμα και, όπως όλα αυτά τα ιντερμέδια, πολύ σύντομο», έγραφε στον πρόλογο, για την περίοδο εκείνη. Το 2012, κυκλοφόρησε το ντοκιμαντέρ του Alan Govenar “The Beat Hotel” που εστιάζει στις αναμνήσεις του Chapman από εκείνη την εποχή∙ περιγράφει το ξενοδοχείο «πάντα διασκεδαστικό… πάντα σουρεαλιστικό».

Δωμάτιο 41. Η Thelma Shumsky και ο Σουηδή φίλη της Gun, οι οποίες βοηθούσαν στην πώληση των Polaroid του Chapman στις καφετέριες. Το κρεβάτι χρησίμευε ως καναπές κατά τη διάρκεια της ημέρας. Περίπου 1956.

Το 2016, η έκθεση “Beat Generation” στο Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι συμπεριέλαβε πολλές από τις φωτογραφίες του Chapman που είχαν τραβηχτεί με μια παλιά κάμερα Contax. Ένα χρόνο μετά, μια άλλη έκθεση στην γκαλερί Linden Hall Studiο, στην παραλιακή κωμόπολη Ντιλ του Κεντ -όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε- παρουσίασε το εκτεταμένο φάσμα του έργου του: με τίτλο “Not Only the Beat Hotel”, συγκέντρωνε όλες τις σπουδαίες φωτογραφίες του, από στιγμιότυπα από την ιστορική αγορά Les Halles στο Παρίσι ως τα μεγαλιθικά μνημεία του Languedoc-Rousillon στη Γαλλία και το street fashion στο Λονδίνο του ‘60.

Ο Gregory Corso στη σοφίτα του δωμάτιου 41. Πίσω του, στους τοίχους τους υπάρχουν αναπαραγωγές παλαιών δασκάλων της φωτογραφίας. Εδώ έγραψε το ποίημα “Βόμβα”, το οποίο τυπώθηκε σε σχήμα μανιταριού. Περίπου το 1956

Ο Ηarold Chapman γεννήθηκε το 1927. Δύο γεγονότα σημάδεψαν την παιδική ηλικία του και διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και το πνεύμα του. Πρώτα, η αυτοκτονία του πατέρα του που τον μύησε στη φωτογραφία, όταν ο Harold ήταν 9 ετών. Ύστερα, μια βόμβα που έπεσε στην πόλη του, κατά την διάρκεια του πολέμου. «Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι ήμουν νεκρός και ο χρόνος και όλα έμοιαζαν να έχουν παγώσει σε μια απόλυτη σιωπή. Σκέφτηκα ότι καθώς ήμουν πλέον νεκρός, μπορούσα να κάνω τα πάντα», εξομολογήθηκε πολλά χρόνια μετά.

Μετά από μια ζωή γεμάτη ταξίδια, φωτογραφία και πολλές εκδόσεις βιβλίων, ο Chapman επέστρεψε στο Ντιλ το 1993, μαζί με την τρίτη σύζυγό του, Claire. Ένας “κατάσκοπος στο όνομα της τέχνης”, όπως ήταν ο τίτλος του άρθρου του ΜacEwan, που συνέχισε να φωτογραφίζει και να εκδίδει βιβλία ως τα ενενήντα του.

❈ Mε πληροφορίες από Τhe Guardian.

Beat Times… Ζευγάρι που χορεύει στο Maxim Suarez Jazz Club, Παρίσι, Γαλλία, 1956.
O Allen Ginsberg μπροστά από ένα πορτρέτο του Arthur Rimbaud.
H Lee Forest, αμερικανίδα, μοντέλο μόδας μπροστά στην προ-γοτθική εκκλησία του St. Germain-des-Pres του 11ου αιώνα, την παλαιότερη εκκλησία του Παρισιού, 1956.