Η ιστορία του Daidο Moriyama εκτυλίσσεται με φόντο τους δρόμους της Ιαπωνίας που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρισκόταν ακόμα υπό αμερικανική κατοχή, ενώ η κάμερα σχολιάζει με ριζοσπαστική ματιά μια πραγματικότητα που ταλαντώνεται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Όπου σε μια παραδοσιακή, ιεραρχική και πολλές φορές βαθιά σεξουαλικοποιημένη κοινωνία προστίθεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και γίνεται ένα κράμα αντιφάσεων καθώς δεν έχει απολέσει τα προγενέστερα χαρακτηριστικά της.
Οι ιερόδουλες που στέκονται στα πεζοδρόμια του Τόκιο καθώς οι οίκοι ανοχής αφθονούν, οι εξαθλιωμένοι, οι τζογαδόροι και οι αλήτες, οι εγκληματίες και οι κάθε λογής χαμένες ψυχές, πάντα πεινασμένες αποτυπώνονται σε κοκκώδεις, θολές, εκτός εστίασης και αντισυμβατικές φωτογραφίες, στοιχεία που ενώνονται για να εκθέσουν μια πιο σκοτεινή και βρώμικη πλευρά της πλούσιας κοινωνίας της Ασιατικής χώρας.
Ο Daidο Moriyama βρίσκεται πίσω από μερικές από τις πιο εμβληματικές και επιδραστικές φωτογραφίες των τελευταίων 50 ετών – από κοντινά πλάνα δικτυωτών καλσόν, μέχρι πορτρέτα αδέσποτων σκύλων θεωρούνται λυρικές, συμβολικές εκφράσεις της μεταπολεμικής εποχής της Ιαπωνίάς. Στις διάφορες ενσαρκώσεις τους, με επαναλαμβανόμενες εικόνες που ισοδυναμούν με ένα είδος νευρωτισμού, οι φωτογραφίες έχουν έναν αδυσώπητο ρυθμό, σαν μια γροθιά στο στομάχι.
Ωστόσο, ο Ιάπωνας φωτογράφος έχει κάνει πολύ περισσότερα από το να τραβάει φωτογραφίες. Έχει ωθήσει τη φόρμα στα όριά της, διερευνώντας τη φύση της φωτογραφίας, το πώς βιώνεται, την ηθική και την επίδρασή της, αμφισβητώντας πάντα τις συμβατικότητες του μέσου. Ο Moriyama αμφισβητεί τη φωτογραφία ως μια μορφή που έχει τις ρίζες της σε μια στιγμή ή έναν τόπο. Οι φωτογραφίες του εκφράζουν κάτι άλλο, πάλλονται από μυστήριο – τη μεγάλη ανεξήγητη ουσία της ζωής.
«Πέρα από τον φωτογράφο, το έργο επιστρέφει στην κοινωνία – και αυτή είναι η πιο ισχυρή δύναμη της φωτογραφίας».
Γεννήθηκε το 1938 στην Οσάκα της Ιαπωνίας. «Μεγάλωσα με έναν πολύ φυσιολογικό τρόπο. Ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος γραφείου και η μητέρα μου νοικοκυρά», είχε πεί στο παρελθόν. Η παιδική του ηλικία δεν ήταν εύκολη. Με φόντο την αμερικανική κατοχή και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ζωή στο σπίτι σημαδεύτηκε από απώλειες. Ο δίδυμος αδελφός του πέθανε όταν ο Moriyama ήταν δύο ετών. Η οικογένεια μετακόμιζε συχνά λόγω της δουλειάς του πατέρα του, πριν από τον πρόωρο θάνατο του.
«Δεν χωρούσα στο σχολείο. Έχασα τον πατέρα μου όταν ήμουν μικρός. Αλλά πάντα μου άρεσε να ζωγραφίζω και έτσι έγινα σχεδιαστής μέσω ενός γνωστού μου». Μαθήτευσε σε ένα στούντιο γραφιστικής. Οι πρώτες του φωτογραφίες, θυμάται, ήταν του σκύλου της οικογένειας. Σε μια μεταγενέστερη σειρά με τίτλο «Αναμνήσεις ενός σκύλου», ο Moriyama επέστρεψε σε μέρη της παιδικής του ηλικίας, για να φωτογραφίσει τις αναμνήσεις του.
Το όραμα ενός φωτορεπόρτερ
Το 1961 μετακόμισε στο Τόκιο για να κυνηγήσει το όνειρό του να γίνει φωτορεπόρτερ, όπως ο δάσκαλός του, ο Shomei Tomatsu – ο κορυφαίος μεταπολεμικός φωτογράφος της Ιαπωνίας. «Έγινα φωτογράφος επειδή έβρισκα τους φωτογράφους με τους οποίους συνεργαζόμουν πολύ αθλητικούς και άνετους – και υποθέτω ότι δεν ήμουν ποτέ φτιαγμένος για δουλειά γραφείου», λέει ειρωνικά ο Moriyama.
Οι πρώτες του φωτογραφίες ήταν στατικές, ντοκιμαντερίστικες, δημοσιογραφικού τύπου εικόνες, που τραβήχτηκαν κυρίως στην αμερικανική βάση της Γιοκοσούκα. Εκείνη την εποχή παρατηρούσε και διερευνούσε τη σύγκρουση της ιαπωνικής παράδοσης με την δυτικοποίηση μέσω της αμερικανικής στρατιωτικής κατοχής της Ιαπωνίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ταυτόχρονα όμως, ο Moriyama επηρεαζόταν από Αμερικανούς καλλιτέχνες όπως ο William Klein και ο Andy Warhol. Η προσέγγιση του ωστόσο εξελίχθηκε γρήγορα σε ένα εκφραστικό, πιο αισθαντικό ύφος, το οποίο αναπαρήγαγε τη δική του εμπειρία του κόσμου. Ο Takuma Nakahira, φωτογράφος και κριτικός, ο οποίος πέθανε το 2015, τον κάλεσε να συμμετάσχει στο Provoke – μια κολεκτίβα νέων φωτογράφων αποφασισμένων να φέρουν επανάσταση στη φωτογραφία. «Ο Takuma Nakahira ήταν τότε, και εξακολουθεί να είναι, ο μοναδικός μου φίλος και ο μοναδικός μου αντίπαλος», λέει σε μια συνέντευξή του ο Moriyama. Η δουλειά του άρχισε να δημοσιεύεται σε περιοδικά όπως το Camera Mainichi, το Asahi Camera και το Provoke και γρήγορα κέρδισε μεγάλη αναγνώριση.
Η γενιά του καταπιανόταν κυρίως με ζητήματα που συνδέονταν με τη μεταπολεμική Ιαπωνία και ακολουθούσε κατά κύριο λόγο τους κανόνες και την αισθητική του φωτορεπορτάζ. Ωστόσο ο Moriyama σταδιακά άρχισε να απομακρύνεται από αυτό και άρχισε να θέτει όλο και πιο βαθιά ερωτήματα γύρω από τη φύση και τη γλώσσα της φωτογραφίας. Έτσι, παρήγαγε εντυπωσιακά πρωτότυπες φωτογραφίες, ερευνούσε παράλληλα το ίδιο το μέσο της φωτογραφίας με έναν συγκεκριμένο τρόπο, χρησιμοποιώντας την κάμερά του για να θέσει έναν παιδαγωγικό και ταυτόχρονα εννοιολογικό, προβληματισμό γύρω από τη φύση της φωτογραφίας.
Αψηφώντας τους κανόνες
Το Provoke δημοσίευσε μόλις τρία τεύχη ενός οπτικού μανιφέστου μεταξύ 1968 και 1969, αλλά άφησε ως παρακαταθήκη το ανατρεπτικό στίγμα του. Οι Ιάπωνες κριτικοί χλεύασαν την έλλειψη τεχνικών δεξιοτήτων της ομάδας ως «are, bure, boke» (κοκκώδης, θολή, εκτός εστίασης). Αυτοί οι όροι χρησιμοποιήθηκαν αργότερα για να περιγράψουν το ύφος στο οποίο πρωτοστάτησε ο Moriyama. Αλλά, όπως λέει ο ίδιος, «ποτέ δεν τράβηξα συνειδητά με αυτόν τον τρόπο, ούτε με ενδιέφερε».
Η φωτογραφία ήταν γι’ αυτόν μια προσπάθεια καταγραφής «της προσωπικής μου σύντομης και ασήμαντης ιστορίας». Στο δοκίμιο “Από το τεκμήριο στη μνήμη“, που δημοσίευσε το 1973, ισχυρίζεται ότι τα θέματα των φωτογραφιών του «αποτυπώνονται αποκλειστικά ως κομμάτια της δικής μου πραγματικότητας». Εξερευνώντας τους ετυμολογικούς δεσμούς μεταξύ kiroku (ντοκουμέντο ή αρχείο), kioku (μνήμη) και kinen (ανάμνηση), ο Moriyama περιπλέκει αυτή την αντίληψη του έργου που θυμίζει απομνημονεύματα, επιμένοντας ότι η φωτογραφία, νοούμενη ως μνήμη/ανάμνηση/ντοκουμέντο δεν έχει καμία σχέση με την έκφραση/αισθητική.
Ακόμα και όταν υποδηλώνει ότι το έργο του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δική του πραγματικότητα, ο Moriyama υποστηρίζει έτσι επίσης ότι «η φωτογραφία, κατά την διαδικασία της δημιουργίας της, ουσιαστικά μπλοκάρει τη φαντασία και τα συναισθήματα του φωτογράφου». Αντί για μια δημιουργική έκφραση της εμπλοκής του καλλιτέχνη με τον κόσμο, ο Moriyama αντιλαμβάνεται το έργο του ως μέρος της ύπαρξής του:
«οι φωτογραφίες που βγάζω από ένα ταξίδι είναι η ανάμνηση του γεγονότος ότι υπήρξα σε εκείνο το μέρος ή ότι έτυχε να δω κάτι εκεί – δεν είναι η ανάμνηση της επίσκεψής μου».
Ταυτόχρονα, οι φωτογραφίες αυτές δεν είναι απλώς καταγραφές συγκεκριμένων στιγμών της ύπαρξης του φωτογράφου -αντίθετα, προσφέρονται ως αποδεικτικά στοιχεία πραγματικοτήτων τόσο πριν όσο και μετά από αυτήν που αποτυπώνονται στην ίδια τη φωτογραφία:
«Έχω ταυτόχρονα δύο συγκρουόμενες επιθυμίες- την επιθυμία να επιστρέψω στην αφετηρία και την επιθυμία να πάω πέρα από το τέλος. Για να το θέσω λίγο προκλητικά, αυτό που με κάνει να πατήσω το κλείστρο είναι οι καταστάσεις που επιτρέπουν στα κύτταρά μου να αισθανθούν αυτά τα ακραία σημεία».
Στο “Αναμνήσεις ενός Σκύλου” του 1984, ο Moriyama ξεκαθαρίζει ότι αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι «η δύναμη της μνήμης που διαθέτουν οι φωτογραφίες». Μελετώντας μια παλιά φωτογραφία, «ξεθωριασμένη από τον ήλιο και φθαρμένη σαν απολίθωμα», ενός χωριού στο νησί Hokkaido, ο Moriyama παρατηρεί:
«το περιεχόμενο αυτής της φωτογραφίας δεν απευθύνεται στο συναίσθημα, δεν μιλάει στα συναισθήματα και επιπλέον απορρίπτει όλες τις λέξεις και τα συναισθήματα και μερικές φορές ακόμη και τη φαντασία. Είναι απλά κατακόκκινη, ποτισμένη από αμέτρητες αχτίδες φωτός».
Ο ίδιος ο Moriyama παραδέχεται ότι έχει κάτι σαν φετίχ για τις εικόνες μηχανών, πραγμάτων και ζώων. Άλλα φετίχ που θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε στο έργο του περιλαμβάνουν σκηνές στους δρόμους της πόλης -συχνά με γυναίκες που περνούν φευγαλέα- αντιπαραθέσεις βιομηχανίας και φύσης, σκοτεινά αστικά τοπία, και αυτοπορτρέτα σε καθρέφτες και σκιές. Και ενώ στη συλλογή του συγκαταλέγονται και κάποια έγχρωμα έργα, ο Moriyama πάντα προτιμούσε την ασπρόμαυρη φωτογραφία, καθώς έχει ισχυρότερα στοιχεία αφαίρεσης και συμβολισμού, που του επέτρεπαν να απαθανατίζει θολά, ονειρικά οράματα του εσωτερικού του κόσμου. Σύμφωνα με τον ίδιο φωτογράφο:
Το ασπρόμαυρο είναι πλούσιο σε αντίθεση, σκληρό και αντανακλά πλήρως τη μοναχική μου φύση. Το χρώμα είναι ευγενικό και απαλό, αλλά κατευθύνομαι προς τον άλλο κόσμο.
Αυτό που ουσιαστικά αποκαλύπτουν, οι εκατοντάδες εικόνες λεπτομερειών που καταγράφονται με αγάπη, άλλοτε θολά και άλλοτε με έντονη εστίαση- είναι η πολλαπλότητα και η πολυπλοκότητα της σύγχρονης ζωής, έτσι όπως τη ζει ο ίδιος ο φωτογράφος.
Αυτός ο ιστός της αράχνης, αυτά τα κοράκια, το σήμα της τροχαίας, οι δρόμοι, όλα αυτά που αποτελούν τα φωτογραφικά αντικείμενα του έργου του, αποτελούν τεκμήρια ότι ο φωτογράφος υπήρξε σε αυτόν τον χώρο. Μέσα από την πολυσχιδή ιδιαιτερότητά τους, οι φωτογραφίες μνημονεύουν τον ίδιο τον φωτογράφο. Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι καμία μεμονωμένη φωτογραφία δεν μπορεί να αποτυπώσει αυτό που κάνει ο Moriyama: μόνο μέσα από την αντιπαράθεση των εκατοντάδων εικόνων του μπορούμε να αντιληφθούμε το φωτογραφικό του έργο. Με διακριτικές αλλά έντονες και γρήγορες λήψεις, πάντα σε αρμονία με τον ρυθμό, τις κινήσεις της πόλης και τις επιθυμίες των κατοίκων της, η ουσία της έβρισκε τη θέση της και έλαμπε σαν αυτή ενός πραγματικού αστικού φωτογράφου. Ο Moriyama δεν αναζητά την τέλεια εικόνα στην καταλυτική στιγμή, αντιθέτως, παρασύρεται από την πραγματικότητα και της επιτρέπει να αφήσει το αναμνηστικό της αποτύπωμα.
Με μια φωτογραφική κι ένα τσιγάρο
Ο ίδιος ο Moriyama περιγράφει τη φυσική του σχέση με την πράξη της φωτογράφησης με μια σειρά από ζωικά ανάλογα: ένα πουλί, μια κατσαρίδα, μια μύγα, μια κάμπια και ένα έντομο. Η πιο εμβληματική από όλες τις εικόνες του Moriyama -Ένας Αδέσποτος Σκύλος του 1971- κάνει μια cameo εμφάνιση στο βιβλίο του Record 30, που είναι αφιερωμένο στην πόλη του Μαρακές, και ο φωτογράφος δεν διστάζει να την περιγράψει ως το «δάγκωμα του κόσμου»:
«Θεωρώ ότι το ύφος των δικών μου “στιγμιότυπων” του δρόμου είναι κάτι σαν αρπαγή όλων των ειδών των απόψεων, ανθρώπων και ζώων και των σκηνών που συναντώ στο δρόμο. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου αποτυπώνω τα πάντα από τον κόσμο. Είναι σχεδόν το ίδιο με την κλοπή».
Η σωματικότητα της δουλειάς του Moriyama αντανακλάται στη διαρκώς μεταβαλλόμενη προοπτική από την οποία λαμβάνονται οι φωτογραφίες: σχεδόν ποτέ στο ύψος των ανθρώπινων ματιών, η κάμερα του φωτογράφου τις περισσότερες φορές κοιτάζει προς τα πάνω ή προς τα κάτω, συχνά υπό γωνία. Μια από τις πιο συναρπαστικές πτυχές της θέασης του Daido Moriyama είναι στην πραγματικότητα. Η ιλιγγιώδης και σχεδόν συνεχής αλλαγή των σημείων θέασης.
«Αν μου ζητούσατε να ορίσω μια φωτογραφία με λίγα λόγια, θα έλεγα ότι είναι «ένα απολίθωμα φωτός και χρόνου»
Ο Moriyama ξεκίνησε να φωτογραφίζει τον κόσμο όχι όπως ήταν, αλλά όπως τον έβλεπε – μια συγκεχυμένη, χαοτική και κατακερματισμένη πραγματικότητα. Υπάρχει μια γεμάτη ένταση επιτακτικότητα στις φωτογραφίες που τράβηξε μεταξύ 1968 και 1972:
Ασπρόμαυρες φωτογραφίες των πάντων και του τίποτα. Γυναίκες με κιμονό που κατευθύνονταν στους σιντοϊστικούς ναούς, αγόρια λεωφορείων που κάπνιζαν στα διαλείμματά τους, αδέσποτα σκυλιά, παχουλά παιδιά με ποδήλατα, ηθοποιοί του underground καμπούκι και ερωτικές σκηνές. Τραβούσε επίσης φωτογραφίες φωτογραφιών, καθώς και οθόνες τηλεοράσεων και πρωτοσέλιδα εφημερίδων -που αποτέλεσαν τους προάγγελους των screenshots και των reels. «Εμπνεύστηκα έντονα από τα βιβλία του William Klein για τη Νέα Υόρκη, τη Μόσχα, τη Ρώμη, το Τόκιο, που εκδόθηκαν όταν ήταν ακόμη νέος. Ήταν κάτι συγκεκριμένο που έβλεπα στις φωτογραφίες του που έμοιαζε να με συνδέει με τη δική μου φωτογραφία» ομολογεί ο φωτογράφος σε μια συνέντευξή του στην Guardian.
Όμως, η τόσο βαθιά αμφισβήτηση του σκοπού της φωτογραφίας οδήγησε τον Moriyama σε έναν σκοτεινό δρόμο.
Οι φωτογραφίες του Moriyama αποτελούν τεκμήρια μιας ταραγμένης εποχής της Ιαπωνίας, μεταφέροντας την αίσθηση της ζοφερής και βρώμικης πραγματικότητας του υποκόσμου της πόλης μέσα από κοκκώδεις εικόνες. «Μπορούσα να αντιληφθώ την κοινωνική ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής, αλλά προσωπικά δεν με ενδιέφερε η πολιτική», λέει ο φωτογράφος. Πολλές από αυτές τις εικόνες τραβήχτηκαν αρχικά ως φωτογραφικά ντοκουμέντα για περιοδικά – ήταν η χρυσή εποχή της εκδοτικής βιομηχανίας του Τόκιο, και τα περιοδικά αποτελούσαν μουσεία για τη φωτογραφία, καθώς εξελισσόταν σε μια νέα καλλιτεχνική μορφή. Οι εικόνες εκτυπώθηκαν αργότερα ξανά, μερικές φορές σε διαφορετικά μεγέθη, ταξινομήθηκαν εκ νέου και συγκεντρώθηκαν στα φωτογραφικά βιβλία για τα οποία είναι διάσημος ο Moriyama -όπως το περίφημο έργο του “A Hunter”, που τραβήχτηκε από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου καθώς ο Moriyama έκανε οτοστόπ σε όλη την Ιαπωνία.
«Όταν προχωρώ στο δρόμο, πατώντας το κλείστρο καθώς διαβάζω κάθε στιγμή, γίνομαι κατά καιρούς ποιητής, επιστήμονας, κριτικός, φιλόσοφος, εργάτης ή πολιτικός»
Όμως, η τόσο βαθιά αμφισβήτηση του σκοπού της φωτογραφίας τον οδήγησε σε έναν σκοτεινό δρόμο. Το 1972 ο Moriyama δημοσίευσε το “Farewell Photography”, ένα κύκνειο άσμα για το μέσο που είχε επιλέξει, ένα συνονθύλευμα από παλιά αρνητικά, αποκόμματα και εκτυπώσεις που μάζεψε από τα αρχεία του και τα συγκέντρωσε. Η φωτογραφία, συνειδητοποίησε ο Moriyama, δεν επρόκειτο να αλλάξει τον κόσμο, όπως πίστευε κάποτε.
Υπέφερε από κατάθλιψη και εθίστηκε στα υπνωτικά χάπια. Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία προτού ξαναπιάσει τη φωτογραφική μηχανή, όταν του το ανέθεσαν δύο φίλοι του συντάκτες που ανησυχούσαν για αυτόν. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η φωτογραφική μηχανή τον είχε βυθίσει στο υπαρξιακό κενό, έτσι ακριβώς τον τράβηξε από το χείλος της αυτοκαταστροφής.
Ο Moriyama πέρασε τη ζωή του θέτοντας ένα βασικό, θεμελιώδες ερώτημα: «Τι είναι η φωτογραφία;». Ποτέ δεν απάντησε σε αυτό το ερώτημα, αλλά το έργο της ζωής του είναι μια συνεχής και ειλικρινής απάντηση σε αυτό.
Μέχρι και σήμερα, στα 85 του χρόνια, ο Daido Moriyama συνεχίζει να αψηφεί τους κανόνες της παραδοσιακής φωτογραφίας και βγαίνει στους δρόμους με τη φωτογραφική του μηχανή, και ένα τσιγάρο. Όπως ο ίδιος λέει στην Guardian, «Αν και έχω κάποιους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης της υγείας μου, θέλω να τραβάω όσο το δυνατόν περισσότερες φωτογραφίες κάθε μέρα».
Δείτε επίσης: Ο Masahisa Fukase φωτογράφιζε με πάθος τη γυναίκα του, τα κοράκια στα λιβάδια και τις γάτες της πόλης
Η ιστορία του Daidο Moriyama εκτυλίσσεται με φόντο τους δρόμους της Ιαπωνίας που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρισκόταν ακόμα υπό αμερικανική κατοχή, ενώ η κάμερα σχολιάζει με ριζοσπαστική ματιά μια πραγματικότητα που ταλαντώνεται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Όπου σε μια παραδοσιακή, ιεραρχική και πολλές φορές βαθιά σεξουαλικοποιημένη κοινωνία προστίθεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και γίνεται ένα κράμα αντιφάσεων καθώς δεν έχει απολέσει τα προγενέστερα χαρακτηριστικά της.
Οι ιερόδουλες που στέκονται στα πεζοδρόμια του Τόκιο καθώς οι οίκοι ανοχής αφθονούν, οι εξαθλιωμένοι, οι τζογαδόροι και οι αλήτες, οι εγκληματίες και οι κάθε λογής χαμένες ψυχές, πάντα πεινασμένες αποτυπώνονται σε κοκκώδεις, θολές, εκτός εστίασης και αντισυμβατικές φωτογραφίες, στοιχεία που ενώνονται για να εκθέσουν μια πιο σκοτεινή και βρώμικη πλευρά της πλούσιας κοινωνίας της Ασιατικής χώρας.
Ο Daidο Moriyama βρίσκεται πίσω από μερικές από τις πιο εμβληματικές και επιδραστικές φωτογραφίες των τελευταίων 50 ετών – από κοντινά πλάνα δικτυωτών καλσόν, μέχρι πορτρέτα αδέσποτων σκύλων θεωρούνται λυρικές, συμβολικές εκφράσεις της μεταπολεμικής εποχής της Ιαπωνίάς. Στις διάφορες ενσαρκώσεις τους, με επαναλαμβανόμενες εικόνες που ισοδυναμούν με ένα είδος νευρωτισμού, οι φωτογραφίες έχουν έναν αδυσώπητο ρυθμό, σαν μια γροθιά στο στομάχι.
Ωστόσο, ο Ιάπωνας φωτογράφος έχει κάνει πολύ περισσότερα από το να τραβάει φωτογραφίες. Έχει ωθήσει τη φόρμα στα όριά της, διερευνώντας τη φύση της φωτογραφίας, το πώς βιώνεται, την ηθική και την επίδρασή της, αμφισβητώντας πάντα τις συμβατικότητες του μέσου. Ο Moriyama αμφισβητεί τη φωτογραφία ως μια μορφή που έχει τις ρίζες της σε μια στιγμή ή έναν τόπο. Οι φωτογραφίες του εκφράζουν κάτι άλλο, πάλλονται από μυστήριο – τη μεγάλη ανεξήγητη ουσία της ζωής.
«Πέρα από τον φωτογράφο, το έργο επιστρέφει στην κοινωνία – και αυτή είναι η πιο ισχυρή δύναμη της φωτογραφίας».
Γεννήθηκε το 1938 στην Οσάκα της Ιαπωνίας. «Μεγάλωσα με έναν πολύ φυσιολογικό τρόπο. Ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος γραφείου και η μητέρα μου νοικοκυρά», είχε πεί στο παρελθόν. Η παιδική του ηλικία δεν ήταν εύκολη. Με φόντο την αμερικανική κατοχή και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ζωή στο σπίτι σημαδεύτηκε από απώλειες. Ο δίδυμος αδελφός του πέθανε όταν ο Moriyama ήταν δύο ετών. Η οικογένεια μετακόμιζε συχνά λόγω της δουλειάς του πατέρα του, πριν από τον πρόωρο θάνατο του.
«Δεν χωρούσα στο σχολείο. Έχασα τον πατέρα μου όταν ήμουν μικρός. Αλλά πάντα μου άρεσε να ζωγραφίζω και έτσι έγινα σχεδιαστής μέσω ενός γνωστού μου». Μαθήτευσε σε ένα στούντιο γραφιστικής. Οι πρώτες του φωτογραφίες, θυμάται, ήταν του σκύλου της οικογένειας. Σε μια μεταγενέστερη σειρά με τίτλο «Αναμνήσεις ενός σκύλου», ο Moriyama επέστρεψε σε μέρη της παιδικής του ηλικίας, για να φωτογραφίσει τις αναμνήσεις του.
Το όραμα ενός φωτορεπόρτερ
Το 1961 μετακόμισε στο Τόκιο για να κυνηγήσει το όνειρό του να γίνει φωτορεπόρτερ, όπως ο δάσκαλός του, ο Shomei Tomatsu – ο κορυφαίος μεταπολεμικός φωτογράφος της Ιαπωνίας. «Έγινα φωτογράφος επειδή έβρισκα τους φωτογράφους με τους οποίους συνεργαζόμουν πολύ αθλητικούς και άνετους – και υποθέτω ότι δεν ήμουν ποτέ φτιαγμένος για δουλειά γραφείου», λέει ειρωνικά ο Moriyama.
Οι πρώτες του φωτογραφίες ήταν στατικές, ντοκιμαντερίστικες, δημοσιογραφικού τύπου εικόνες, που τραβήχτηκαν κυρίως στην αμερικανική βάση της Γιοκοσούκα. Εκείνη την εποχή παρατηρούσε και διερευνούσε τη σύγκρουση της ιαπωνικής παράδοσης με την δυτικοποίηση μέσω της αμερικανικής στρατιωτικής κατοχής της Ιαπωνίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ταυτόχρονα όμως, ο Moriyama επηρεαζόταν από Αμερικανούς καλλιτέχνες όπως ο William Klein και ο Andy Warhol. Η προσέγγιση του ωστόσο εξελίχθηκε γρήγορα σε ένα εκφραστικό, πιο αισθαντικό ύφος, το οποίο αναπαρήγαγε τη δική του εμπειρία του κόσμου. Ο Takuma Nakahira, φωτογράφος και κριτικός, ο οποίος πέθανε το 2015, τον κάλεσε να συμμετάσχει στο Provoke – μια κολεκτίβα νέων φωτογράφων αποφασισμένων να φέρουν επανάσταση στη φωτογραφία. «Ο Takuma Nakahira ήταν τότε, και εξακολουθεί να είναι, ο μοναδικός μου φίλος και ο μοναδικός μου αντίπαλος», λέει σε μια συνέντευξή του ο Moriyama. Η δουλειά του άρχισε να δημοσιεύεται σε περιοδικά όπως το Camera Mainichi, το Asahi Camera και το Provoke και γρήγορα κέρδισε μεγάλη αναγνώριση.
Η γενιά του καταπιανόταν κυρίως με ζητήματα που συνδέονταν με τη μεταπολεμική Ιαπωνία και ακολουθούσε κατά κύριο λόγο τους κανόνες και την αισθητική του φωτορεπορτάζ. Ωστόσο ο Moriyama σταδιακά άρχισε να απομακρύνεται από αυτό και άρχισε να θέτει όλο και πιο βαθιά ερωτήματα γύρω από τη φύση και τη γλώσσα της φωτογραφίας. Έτσι, παρήγαγε εντυπωσιακά πρωτότυπες φωτογραφίες, ερευνούσε παράλληλα το ίδιο το μέσο της φωτογραφίας με έναν συγκεκριμένο τρόπο, χρησιμοποιώντας την κάμερά του για να θέσει έναν παιδαγωγικό και ταυτόχρονα εννοιολογικό, προβληματισμό γύρω από τη φύση της φωτογραφίας.
Αψηφώντας τους κανόνες
Το Provoke δημοσίευσε μόλις τρία τεύχη ενός οπτικού μανιφέστου μεταξύ 1968 και 1969, αλλά άφησε ως παρακαταθήκη το ανατρεπτικό στίγμα του. Οι Ιάπωνες κριτικοί χλεύασαν την έλλειψη τεχνικών δεξιοτήτων της ομάδας ως «are, bure, boke» (κοκκώδης, θολή, εκτός εστίασης). Αυτοί οι όροι χρησιμοποιήθηκαν αργότερα για να περιγράψουν το ύφος στο οποίο πρωτοστάτησε ο Moriyama. Αλλά, όπως λέει ο ίδιος, «ποτέ δεν τράβηξα συνειδητά με αυτόν τον τρόπο, ούτε με ενδιέφερε».
Η φωτογραφία ήταν γι’ αυτόν μια προσπάθεια καταγραφής «της προσωπικής μου σύντομης και ασήμαντης ιστορίας». Στο δοκίμιο “Από το τεκμήριο στη μνήμη“, που δημοσίευσε το 1973, ισχυρίζεται ότι τα θέματα των φωτογραφιών του «αποτυπώνονται αποκλειστικά ως κομμάτια της δικής μου πραγματικότητας». Εξερευνώντας τους ετυμολογικούς δεσμούς μεταξύ kiroku (ντοκουμέντο ή αρχείο), kioku (μνήμη) και kinen (ανάμνηση), ο Moriyama περιπλέκει αυτή την αντίληψη του έργου που θυμίζει απομνημονεύματα, επιμένοντας ότι η φωτογραφία, νοούμενη ως μνήμη/ανάμνηση/ντοκουμέντο δεν έχει καμία σχέση με την έκφραση/αισθητική.
Ακόμα και όταν υποδηλώνει ότι το έργο του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δική του πραγματικότητα, ο Moriyama υποστηρίζει έτσι επίσης ότι «η φωτογραφία, κατά την διαδικασία της δημιουργίας της, ουσιαστικά μπλοκάρει τη φαντασία και τα συναισθήματα του φωτογράφου». Αντί για μια δημιουργική έκφραση της εμπλοκής του καλλιτέχνη με τον κόσμο, ο Moriyama αντιλαμβάνεται το έργο του ως μέρος της ύπαρξής του:
«οι φωτογραφίες που βγάζω από ένα ταξίδι είναι η ανάμνηση του γεγονότος ότι υπήρξα σε εκείνο το μέρος ή ότι έτυχε να δω κάτι εκεί – δεν είναι η ανάμνηση της επίσκεψής μου».
Ταυτόχρονα, οι φωτογραφίες αυτές δεν είναι απλώς καταγραφές συγκεκριμένων στιγμών της ύπαρξης του φωτογράφου -αντίθετα, προσφέρονται ως αποδεικτικά στοιχεία πραγματικοτήτων τόσο πριν όσο και μετά από αυτήν που αποτυπώνονται στην ίδια τη φωτογραφία:
«Έχω ταυτόχρονα δύο συγκρουόμενες επιθυμίες- την επιθυμία να επιστρέψω στην αφετηρία και την επιθυμία να πάω πέρα από το τέλος. Για να το θέσω λίγο προκλητικά, αυτό που με κάνει να πατήσω το κλείστρο είναι οι καταστάσεις που επιτρέπουν στα κύτταρά μου να αισθανθούν αυτά τα ακραία σημεία».
Στο “Αναμνήσεις ενός Σκύλου” του 1984, ο Moriyama ξεκαθαρίζει ότι αυτό που διακυβεύεται εδώ είναι «η δύναμη της μνήμης που διαθέτουν οι φωτογραφίες». Μελετώντας μια παλιά φωτογραφία, «ξεθωριασμένη από τον ήλιο και φθαρμένη σαν απολίθωμα», ενός χωριού στο νησί Hokkaido, ο Moriyama παρατηρεί:
«το περιεχόμενο αυτής της φωτογραφίας δεν απευθύνεται στο συναίσθημα, δεν μιλάει στα συναισθήματα και επιπλέον απορρίπτει όλες τις λέξεις και τα συναισθήματα και μερικές φορές ακόμη και τη φαντασία. Είναι απλά κατακόκκινη, ποτισμένη από αμέτρητες αχτίδες φωτός».
Ο ίδιος ο Moriyama παραδέχεται ότι έχει κάτι σαν φετίχ για τις εικόνες μηχανών, πραγμάτων και ζώων. Άλλα φετίχ που θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε στο έργο του περιλαμβάνουν σκηνές στους δρόμους της πόλης -συχνά με γυναίκες που περνούν φευγαλέα- αντιπαραθέσεις βιομηχανίας και φύσης, σκοτεινά αστικά τοπία, και αυτοπορτρέτα σε καθρέφτες και σκιές. Και ενώ στη συλλογή του συγκαταλέγονται και κάποια έγχρωμα έργα, ο Moriyama πάντα προτιμούσε την ασπρόμαυρη φωτογραφία, καθώς έχει ισχυρότερα στοιχεία αφαίρεσης και συμβολισμού, που του επέτρεπαν να απαθανατίζει θολά, ονειρικά οράματα του εσωτερικού του κόσμου. Σύμφωνα με τον ίδιο φωτογράφο:
Το ασπρόμαυρο είναι πλούσιο σε αντίθεση, σκληρό και αντανακλά πλήρως τη μοναχική μου φύση. Το χρώμα είναι ευγενικό και απαλό, αλλά κατευθύνομαι προς τον άλλο κόσμο.
Αυτό που ουσιαστικά αποκαλύπτουν, οι εκατοντάδες εικόνες λεπτομερειών που καταγράφονται με αγάπη, άλλοτε θολά και άλλοτε με έντονη εστίαση- είναι η πολλαπλότητα και η πολυπλοκότητα της σύγχρονης ζωής, έτσι όπως τη ζει ο ίδιος ο φωτογράφος.
Αυτός ο ιστός της αράχνης, αυτά τα κοράκια, το σήμα της τροχαίας, οι δρόμοι, όλα αυτά που αποτελούν τα φωτογραφικά αντικείμενα του έργου του, αποτελούν τεκμήρια ότι ο φωτογράφος υπήρξε σε αυτόν τον χώρο. Μέσα από την πολυσχιδή ιδιαιτερότητά τους, οι φωτογραφίες μνημονεύουν τον ίδιο τον φωτογράφο. Αυτό σημαίνει, φυσικά, ότι καμία μεμονωμένη φωτογραφία δεν μπορεί να αποτυπώσει αυτό που κάνει ο Moriyama: μόνο μέσα από την αντιπαράθεση των εκατοντάδων εικόνων του μπορούμε να αντιληφθούμε το φωτογραφικό του έργο. Με διακριτικές αλλά έντονες και γρήγορες λήψεις, πάντα σε αρμονία με τον ρυθμό, τις κινήσεις της πόλης και τις επιθυμίες των κατοίκων της, η ουσία της έβρισκε τη θέση της και έλαμπε σαν αυτή ενός πραγματικού αστικού φωτογράφου. Ο Moriyama δεν αναζητά την τέλεια εικόνα στην καταλυτική στιγμή, αντιθέτως, παρασύρεται από την πραγματικότητα και της επιτρέπει να αφήσει το αναμνηστικό της αποτύπωμα.
Με μια φωτογραφική κι ένα τσιγάρο
Ο ίδιος ο Moriyama περιγράφει τη φυσική του σχέση με την πράξη της φωτογράφησης με μια σειρά από ζωικά ανάλογα: ένα πουλί, μια κατσαρίδα, μια μύγα, μια κάμπια και ένα έντομο. Η πιο εμβληματική από όλες τις εικόνες του Moriyama -Ένας Αδέσποτος Σκύλος του 1971- κάνει μια cameo εμφάνιση στο βιβλίο του Record 30, που είναι αφιερωμένο στην πόλη του Μαρακές, και ο φωτογράφος δεν διστάζει να την περιγράψει ως το «δάγκωμα του κόσμου»:
«Θεωρώ ότι το ύφος των δικών μου “στιγμιότυπων” του δρόμου είναι κάτι σαν αρπαγή όλων των ειδών των απόψεων, ανθρώπων και ζώων και των σκηνών που συναντώ στο δρόμο. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου αποτυπώνω τα πάντα από τον κόσμο. Είναι σχεδόν το ίδιο με την κλοπή».
Η σωματικότητα της δουλειάς του Moriyama αντανακλάται στη διαρκώς μεταβαλλόμενη προοπτική από την οποία λαμβάνονται οι φωτογραφίες: σχεδόν ποτέ στο ύψος των ανθρώπινων ματιών, η κάμερα του φωτογράφου τις περισσότερες φορές κοιτάζει προς τα πάνω ή προς τα κάτω, συχνά υπό γωνία. Μια από τις πιο συναρπαστικές πτυχές της θέασης του Daido Moriyama είναι στην πραγματικότητα. Η ιλιγγιώδης και σχεδόν συνεχής αλλαγή των σημείων θέασης.
«Αν μου ζητούσατε να ορίσω μια φωτογραφία με λίγα λόγια, θα έλεγα ότι είναι «ένα απολίθωμα φωτός και χρόνου»
Ο Moriyama ξεκίνησε να φωτογραφίζει τον κόσμο όχι όπως ήταν, αλλά όπως τον έβλεπε – μια συγκεχυμένη, χαοτική και κατακερματισμένη πραγματικότητα. Υπάρχει μια γεμάτη ένταση επιτακτικότητα στις φωτογραφίες που τράβηξε μεταξύ 1968 και 1972:
Ασπρόμαυρες φωτογραφίες των πάντων και του τίποτα. Γυναίκες με κιμονό που κατευθύνονταν στους σιντοϊστικούς ναούς, αγόρια λεωφορείων που κάπνιζαν στα διαλείμματά τους, αδέσποτα σκυλιά, παχουλά παιδιά με ποδήλατα, ηθοποιοί του underground καμπούκι και ερωτικές σκηνές. Τραβούσε επίσης φωτογραφίες φωτογραφιών, καθώς και οθόνες τηλεοράσεων και πρωτοσέλιδα εφημερίδων -που αποτέλεσαν τους προάγγελους των screenshots και των reels. «Εμπνεύστηκα έντονα από τα βιβλία του William Klein για τη Νέα Υόρκη, τη Μόσχα, τη Ρώμη, το Τόκιο, που εκδόθηκαν όταν ήταν ακόμη νέος. Ήταν κάτι συγκεκριμένο που έβλεπα στις φωτογραφίες του που έμοιαζε να με συνδέει με τη δική μου φωτογραφία» ομολογεί ο φωτογράφος σε μια συνέντευξή του στην Guardian.
Όμως, η τόσο βαθιά αμφισβήτηση του σκοπού της φωτογραφίας οδήγησε τον Moriyama σε έναν σκοτεινό δρόμο.
Οι φωτογραφίες του Moriyama αποτελούν τεκμήρια μιας ταραγμένης εποχής της Ιαπωνίας, μεταφέροντας την αίσθηση της ζοφερής και βρώμικης πραγματικότητας του υποκόσμου της πόλης μέσα από κοκκώδεις εικόνες. «Μπορούσα να αντιληφθώ την κοινωνική ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής, αλλά προσωπικά δεν με ενδιέφερε η πολιτική», λέει ο φωτογράφος. Πολλές από αυτές τις εικόνες τραβήχτηκαν αρχικά ως φωτογραφικά ντοκουμέντα για περιοδικά – ήταν η χρυσή εποχή της εκδοτικής βιομηχανίας του Τόκιο, και τα περιοδικά αποτελούσαν μουσεία για τη φωτογραφία, καθώς εξελισσόταν σε μια νέα καλλιτεχνική μορφή. Οι εικόνες εκτυπώθηκαν αργότερα ξανά, μερικές φορές σε διαφορετικά μεγέθη, ταξινομήθηκαν εκ νέου και συγκεντρώθηκαν στα φωτογραφικά βιβλία για τα οποία είναι διάσημος ο Moriyama -όπως το περίφημο έργο του “A Hunter”, που τραβήχτηκε από το παράθυρο ενός αυτοκινήτου καθώς ο Moriyama έκανε οτοστόπ σε όλη την Ιαπωνία.
«Όταν προχωρώ στο δρόμο, πατώντας το κλείστρο καθώς διαβάζω κάθε στιγμή, γίνομαι κατά καιρούς ποιητής, επιστήμονας, κριτικός, φιλόσοφος, εργάτης ή πολιτικός»
Όμως, η τόσο βαθιά αμφισβήτηση του σκοπού της φωτογραφίας τον οδήγησε σε έναν σκοτεινό δρόμο. Το 1972 ο Moriyama δημοσίευσε το “Farewell Photography”, ένα κύκνειο άσμα για το μέσο που είχε επιλέξει, ένα συνονθύλευμα από παλιά αρνητικά, αποκόμματα και εκτυπώσεις που μάζεψε από τα αρχεία του και τα συγκέντρωσε. Η φωτογραφία, συνειδητοποίησε ο Moriyama, δεν επρόκειτο να αλλάξει τον κόσμο, όπως πίστευε κάποτε.
Υπέφερε από κατάθλιψη και εθίστηκε στα υπνωτικά χάπια. Πέρασε σχεδόν μια δεκαετία προτού ξαναπιάσει τη φωτογραφική μηχανή, όταν του το ανέθεσαν δύο φίλοι του συντάκτες που ανησυχούσαν για αυτόν. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η φωτογραφική μηχανή τον είχε βυθίσει στο υπαρξιακό κενό, έτσι ακριβώς τον τράβηξε από το χείλος της αυτοκαταστροφής.
Ο Moriyama πέρασε τη ζωή του θέτοντας ένα βασικό, θεμελιώδες ερώτημα: «Τι είναι η φωτογραφία;». Ποτέ δεν απάντησε σε αυτό το ερώτημα, αλλά το έργο της ζωής του είναι μια συνεχής και ειλικρινής απάντηση σε αυτό.
Μέχρι και σήμερα, στα 85 του χρόνια, ο Daido Moriyama συνεχίζει να αψηφεί τους κανόνες της παραδοσιακής φωτογραφίας και βγαίνει στους δρόμους με τη φωτογραφική του μηχανή, και ένα τσιγάρο. Όπως ο ίδιος λέει στην Guardian, «Αν και έχω κάποιους περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένης της υγείας μου, θέλω να τραβάω όσο το δυνατόν περισσότερες φωτογραφίες κάθε μέρα».
Δείτε επίσης: Ο Masahisa Fukase φωτογράφιζε με πάθος τη γυναίκα του, τα κοράκια στα λιβάδια και τις γάτες της πόλης