Το έργο του Πάμπλο Νερούδα, δεκαετίες μετά τον θάνατο του, συνεχίζει να ασκεί την ίδια αδιάλειπτη γοητεία.Τα ποιήματα του εξέφρασαν τον έρωτα και την μοναξιά. Ο Herman Layola δήλωνε πως το εργο του έχει ένα διαφορετικό μήνυμα για κάθε αναγνώστη του ανάλογα με την ανάγκη του:αντικατοπτρίζει όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Η πένα του όμως καταπιάστηκε και με την ανθρώπινη χειραφέτηση: το όραμα του 20 αιώνα. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Adam Feinstein, ο Νερούδα σε αντίθεση με τον Σάρτρ, ο οποίο μας καλούσε για την αναζήτηση της ατομικής ελευθερίας σε ένα μάταιο κόσμο, ο Χιλιανός ποιητής εξέφρασε την αγάπη για τη ζωή και την ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη ως έννοιες αλληλένδετες.
Ο ποιητής ερχόταν στη ζωή σε μια χώρα εξαθλιωμένη οικονομικά και με ακραίες ταξικές ανισότητες να τέμνουν την επικράτεια της. Δεν γνώρισε ποτέ τη μητέρα του καθώς αυτή πέθανε μόλις ένα μήνα μετά τη γέννηση του. Με τον πατέρα του βρισκόταν σε μια μόνιμη συγκρουσιακή σχέση για την αγάπη που έδειχνε απο πολύ μικρή ηλικιά για τη συγγραφή ποίησης. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο «Νεφταλί» ασπάστηκε, λίγα χρόνια μετά, το ψευδώνυμο,βασιζόμενο στον ποιητή Γιαν Νερούδα, που θα γραφόταν στην ιστορία: Πάμπλο Νερούδα.
Ερχόμενος το 1921 στo Σαντιάγο για σπουδές πάνω στη γαλλική φιλολογία θα ανέπτυσσε απο πολύ νωρίς το ποιητικό του ταλέντο το οποίο εκφράστηκε σε δυο συλλογές που τον έκαναν άμεσα διάσημο: τα «Crepusculario» και τα «Είκοσι ποιήματα αγάπης και ένα τραγούδι απελπισμένο». Ο Ilya Ehrenburg σχολίαζε πως πριν την εμφάνιση του Νερούδα η ποίηση της Χιλής βρισκόταν στη σκιά του Ruben Dario και σε αδυναμία ανανέωσης του παρελθόντος. Ο Νερούδα αφουγκράστηκε τόσο τη παράδοση της χώρας όσο και το ρεύμα της εποχής του: αγάπησε ισόποσα τον Ρεμπό και τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του Μαγιακόφσκι.
Η θέση του στο διπλωματικό σώμα τον έφερε σε διάφορες χώρες της Ασίας και τελικά τον οδήγησε στην Ισπανία το 1934. Εκεί, θα συναντούσε τον φίλο του Λόρκα ο οποίος έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό για το πρόσωπο του: O Νερούδα είναι τοποθετημένος «πιο κοντά στο θάνατο παρά στη φιλοσοφία, πιο κοντά στον πόνο παρά στη διανόηση, πιο κοντά στο αίμα παρά στο μελάνι. Παραμένει απέναντι στον κόσμο γεμάτος ειλικρινή έκπληξη και του λείπουν τα δύο εκείνα στοιχεία με τα οποία έχουν ζήσει τόσοι και τόσοι ψευδοποιητές: το μίσος και η ειρωνεία.»
Ο Νερούδα μέχρι την άφιξη του και την παραμονή του στην Ισπανία δεν ασχολείτο ιδιαιτέρως με τη πολιτική προτάσσοντας ενα αναρχικό αέρα μπροστά σε κάθε είδους δεσμεύσεις. Τα γεγονότα στη χώρα θα άλλαζαν άρδην το ποιητή και τη κοσμοθεωρία του η οποία αποτυπώθηκε και στο μετέπειτα έργο του. Ο εμφύλιος: η σύγκρουση των υπερασπιστών της Δημοκρατίας και των φασιστικών δυνάμεων του Φράνκο ενστάλαξε μέσα το σπόρο της πολιτικής. Στη δραματική αναμετρηση είδε την υποχρέωση να πάρει θέση υπερασπιζόμενος την ελευθερία και τα κατορθώματα της, τους ανθρώπους όπως ο Λόρκα, οι οποίοι ενσάρκωναν τον αναγεννημένο πολιτισμό της Ισπανίας. Ο θάνατος του φίλου του (ο Λόρκα δολοφονείται στις 18 Αυγούστου του 1936), ήταν ένα συντριπτικό σοκ που τον ώθησε να παραιτηθεί απο το διπλωματικό θώκο τασσόμενος με τα υψηλόφρονα ιδανικά της απώθησης του φασισμού όντας πλέον κομμουνιστής.
Το βλέμμα του για το κόσμο αλλάζει αποτυπώνοντας την διάθεση να αφουγκραστεί το πόνο και τους αγώνες των ανθρώπων της βιοπάλης. Η γραφή του ήθελε πλέον να απευθυνθεί στους εργάτες, στους «ξεχασμένους ανθρώπους» και όχι στο κόσμο της διανόησης. Το υφός του εγκατέλειπε τη πολυπλοκότητα και το δυσνόητο χαρακτήρα για να αγκαλιάσει την απλότητα ως μοχλό για να αγγίξει ολοένα και περισσότερους που θα μπορούσαν να συναισθανθούν τους στίχους του. Ο νέος του ρόλος ήταν να αποκαλύπτει τη καταπίεση και τις αδικίες που σοβούν ανα το κόσμο.
Η κορύφωση των πολιτικών και κοινωνικών του ανησυχιών του εκφράστηκε στο κολοσσιαίο «Canto General» (αποτελούμενο από 231 ποιήματα) για το οποίο βραβεύτηκε -μετά από χρόνια και ενάντια σε προκαταλήψεις για την ιδεολογικές του προτιμήσεις- με το Νόμπελ Λογοτεχνείας. Το έργο το μελοποίησε ο σπουδαίος Μίκης Θεοδωράκης καθιστώντας το γνωστό στο Ελληνικό κοινό την δεκαετία του ‘70. Καθοριστικό ρόλο στη συγγραφή του διαδραμάτισε το ταξίδι του στο Μεξικό. Η παραμονή του στη χώρα τον ωρίμασε τόσο ως άνθρωπο που επέκτεινε τους ορίζοντες του όσο και ως ποιητή καθώς βουτούσε με μεγαλύτερη σπουδή στην κομμουνιστική ιδεολογία. Κυρίως όμως επηρεάστηκε απο τη τοπική κουλτούρα και τους ιθαγενεις της , τη φυση και τα σημαδια της πολιτισμικής αποικιοκρατιας. Η επίσκεψη του επίσης στο Μάτσου Πιτσου ήταν ένα ταξίδι προς τις κοινές ρίζες που ενώνουν την Λατινική Αμερική, τα ερείπια που αναζητούν μια συγκοτημένη αφήγηση προς ένα μέλλον διαφορετικό από αυτό. Το Canto General είναι η ανατομίας της ηπείρου: μια ιστορική αναδρομή που ψάχνει την ιστορικής της δικαίωση που εγγραφόταν στη πίστη στην Ουτοπία.
Η συνεχής του πολιτική του εγρήγορση τον φέρνει στο πλευρό του κομμουνιστικού κόμματος της Χιλής με το οποίο εξελέγη γερουσιαστής το 1943 . Η εντεινόμενη όμως αυταρχοποίηση των συνθηκών που επέβαλλαν εν τέλει την απαγόρευση του κομμουνιστικού κόμματος από τη κυβέρνηση Γκονζάλες Βιδέλα και η άρνηση του να συμμορφωθεί με τις επιταγές της τον έφεραν στο δρόμο της εξορίας προς την Ευρώπη. Με την ανάκληση του εντάλματος εναντίον του το 1952 μπόρεσε να γυρίσει στη πατρίδα συνεχίζοντας όπως έκανε και στο εξωτερικό, το φλογερό του λόγο για κοινωνική δικαιοσύνη. Η προσμονή του για την επίτευξη αυτής τον έφερε στον αγώνα υπερ του Σαλβαντόρ Αλιέντε.
Στο πρόσωπο του είδε την ευκαιρία για προοδευτική ανάταση της Χιλής και ταυτόχρονα για την αποτίναξη των Αμερικανικών δεσμών πανταχού παρόντων στην Λατίνική Αμερική. Το όνειρο του διαψεύστηκε με το αποτρόπαιο πραξικόπημα του Πινοσέτ το οποίο εξώθησε τη χώρα σε μια πολύετη δικτατορία και την απώλεια του φίλου του Αλιέντε. Λίγες μέρες μετά, στις 23 Σεπτέμβρη του 1973, θα έφευγε και ο ίδιος από τη ζωή νικημένος από το καρκίνο ή θύμα δηλητηριασμού από ενεργούμενα του δικτάτορα; Η κηδεία ήταν μια παλλαϊκό ποτάμι που αποχαιρετούσε τον ποιητή αναμένοντας την υπόσχεση ελευθερίας που του δώρισε.
Στο «Γραμμένο το έτος 2000» εκφράζει το πόθο του να ζήσει μέσω των γραπτών του:
«Ο σκελετός μου ήταν φτιαγμένος από λέξεις σκληρές σαν κόκκαλα εκτεθειμένα στον αέρα και στην βροχή, και είμαι ικανός να γιορτάζω για αυτά που άφησα πίσω,όχι ένα τραγούδι ή μια διαθήκη,αλλά έναν άκαμπτο σκελετό λέξεων…»
Το έργο του Πάμπλο Νερούδα, δεκαετίες μετά τον θάνατο του, συνεχίζει να ασκεί την ίδια αδιάλειπτη γοητεία.Τα ποιήματα του εξέφρασαν τον έρωτα και την μοναξιά. Ο Herman Layola δήλωνε πως το εργο του έχει ένα διαφορετικό μήνυμα για κάθε αναγνώστη του ανάλογα με την ανάγκη του:αντικατοπτρίζει όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Η πένα του όμως καταπιάστηκε και με την ανθρώπινη χειραφέτηση: το όραμα του 20 αιώνα. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Adam Feinstein, ο Νερούδα σε αντίθεση με τον Σάρτρ, ο οποίο μας καλούσε για την αναζήτηση της ατομικής ελευθερίας σε ένα μάταιο κόσμο, ο Χιλιανός ποιητής εξέφρασε την αγάπη για τη ζωή και την ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη ως έννοιες αλληλένδετες.
Ο ποιητής ερχόταν στη ζωή σε μια χώρα εξαθλιωμένη οικονομικά και με ακραίες ταξικές ανισότητες να τέμνουν την επικράτεια της. Δεν γνώρισε ποτέ τη μητέρα του καθώς αυτή πέθανε μόλις ένα μήνα μετά τη γέννηση του. Με τον πατέρα του βρισκόταν σε μια μόνιμη συγκρουσιακή σχέση για την αγάπη που έδειχνε απο πολύ μικρή ηλικιά για τη συγγραφή ποίησης. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο «Νεφταλί» ασπάστηκε, λίγα χρόνια μετά, το ψευδώνυμο,βασιζόμενο στον ποιητή Γιαν Νερούδα, που θα γραφόταν στην ιστορία: Πάμπλο Νερούδα.
Ερχόμενος το 1921 στo Σαντιάγο για σπουδές πάνω στη γαλλική φιλολογία θα ανέπτυσσε απο πολύ νωρίς το ποιητικό του ταλέντο το οποίο εκφράστηκε σε δυο συλλογές που τον έκαναν άμεσα διάσημο: τα «Crepusculario» και τα «Είκοσι ποιήματα αγάπης και ένα τραγούδι απελπισμένο». Ο Ilya Ehrenburg σχολίαζε πως πριν την εμφάνιση του Νερούδα η ποίηση της Χιλής βρισκόταν στη σκιά του Ruben Dario και σε αδυναμία ανανέωσης του παρελθόντος. Ο Νερούδα αφουγκράστηκε τόσο τη παράδοση της χώρας όσο και το ρεύμα της εποχής του: αγάπησε ισόποσα τον Ρεμπό και τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του Μαγιακόφσκι.
Η θέση του στο διπλωματικό σώμα τον έφερε σε διάφορες χώρες της Ασίας και τελικά τον οδήγησε στην Ισπανία το 1934. Εκεί, θα συναντούσε τον φίλο του Λόρκα ο οποίος έτρεφε απεριόριστο θαυμασμό για το πρόσωπο του: O Νερούδα είναι τοποθετημένος «πιο κοντά στο θάνατο παρά στη φιλοσοφία, πιο κοντά στον πόνο παρά στη διανόηση, πιο κοντά στο αίμα παρά στο μελάνι. Παραμένει απέναντι στον κόσμο γεμάτος ειλικρινή έκπληξη και του λείπουν τα δύο εκείνα στοιχεία με τα οποία έχουν ζήσει τόσοι και τόσοι ψευδοποιητές: το μίσος και η ειρωνεία.»
Ο Νερούδα μέχρι την άφιξη του και την παραμονή του στην Ισπανία δεν ασχολείτο ιδιαιτέρως με τη πολιτική προτάσσοντας ενα αναρχικό αέρα μπροστά σε κάθε είδους δεσμεύσεις. Τα γεγονότα στη χώρα θα άλλαζαν άρδην το ποιητή και τη κοσμοθεωρία του η οποία αποτυπώθηκε και στο μετέπειτα έργο του. Ο εμφύλιος: η σύγκρουση των υπερασπιστών της Δημοκρατίας και των φασιστικών δυνάμεων του Φράνκο ενστάλαξε μέσα το σπόρο της πολιτικής. Στη δραματική αναμετρηση είδε την υποχρέωση να πάρει θέση υπερασπιζόμενος την ελευθερία και τα κατορθώματα της, τους ανθρώπους όπως ο Λόρκα, οι οποίοι ενσάρκωναν τον αναγεννημένο πολιτισμό της Ισπανίας. Ο θάνατος του φίλου του (ο Λόρκα δολοφονείται στις 18 Αυγούστου του 1936), ήταν ένα συντριπτικό σοκ που τον ώθησε να παραιτηθεί απο το διπλωματικό θώκο τασσόμενος με τα υψηλόφρονα ιδανικά της απώθησης του φασισμού όντας πλέον κομμουνιστής.
Το βλέμμα του για το κόσμο αλλάζει αποτυπώνοντας την διάθεση να αφουγκραστεί το πόνο και τους αγώνες των ανθρώπων της βιοπάλης. Η γραφή του ήθελε πλέον να απευθυνθεί στους εργάτες, στους «ξεχασμένους ανθρώπους» και όχι στο κόσμο της διανόησης. Το υφός του εγκατέλειπε τη πολυπλοκότητα και το δυσνόητο χαρακτήρα για να αγκαλιάσει την απλότητα ως μοχλό για να αγγίξει ολοένα και περισσότερους που θα μπορούσαν να συναισθανθούν τους στίχους του. Ο νέος του ρόλος ήταν να αποκαλύπτει τη καταπίεση και τις αδικίες που σοβούν ανα το κόσμο.
Η κορύφωση των πολιτικών και κοινωνικών του ανησυχιών του εκφράστηκε στο κολοσσιαίο «Canto General» (αποτελούμενο από 231 ποιήματα) για το οποίο βραβεύτηκε -μετά από χρόνια και ενάντια σε προκαταλήψεις για την ιδεολογικές του προτιμήσεις- με το Νόμπελ Λογοτεχνείας. Το έργο το μελοποίησε ο σπουδαίος Μίκης Θεοδωράκης καθιστώντας το γνωστό στο Ελληνικό κοινό την δεκαετία του ‘70. Καθοριστικό ρόλο στη συγγραφή του διαδραμάτισε το ταξίδι του στο Μεξικό. Η παραμονή του στη χώρα τον ωρίμασε τόσο ως άνθρωπο που επέκτεινε τους ορίζοντες του όσο και ως ποιητή καθώς βουτούσε με μεγαλύτερη σπουδή στην κομμουνιστική ιδεολογία. Κυρίως όμως επηρεάστηκε απο τη τοπική κουλτούρα και τους ιθαγενεις της , τη φυση και τα σημαδια της πολιτισμικής αποικιοκρατιας. Η επίσκεψη του επίσης στο Μάτσου Πιτσου ήταν ένα ταξίδι προς τις κοινές ρίζες που ενώνουν την Λατινική Αμερική, τα ερείπια που αναζητούν μια συγκοτημένη αφήγηση προς ένα μέλλον διαφορετικό από αυτό. Το Canto General είναι η ανατομίας της ηπείρου: μια ιστορική αναδρομή που ψάχνει την ιστορικής της δικαίωση που εγγραφόταν στη πίστη στην Ουτοπία.
Η συνεχής του πολιτική του εγρήγορση τον φέρνει στο πλευρό του κομμουνιστικού κόμματος της Χιλής με το οποίο εξελέγη γερουσιαστής το 1943 . Η εντεινόμενη όμως αυταρχοποίηση των συνθηκών που επέβαλλαν εν τέλει την απαγόρευση του κομμουνιστικού κόμματος από τη κυβέρνηση Γκονζάλες Βιδέλα και η άρνηση του να συμμορφωθεί με τις επιταγές της τον έφεραν στο δρόμο της εξορίας προς την Ευρώπη. Με την ανάκληση του εντάλματος εναντίον του το 1952 μπόρεσε να γυρίσει στη πατρίδα συνεχίζοντας όπως έκανε και στο εξωτερικό, το φλογερό του λόγο για κοινωνική δικαιοσύνη. Η προσμονή του για την επίτευξη αυτής τον έφερε στον αγώνα υπερ του Σαλβαντόρ Αλιέντε.
Στο πρόσωπο του είδε την ευκαιρία για προοδευτική ανάταση της Χιλής και ταυτόχρονα για την αποτίναξη των Αμερικανικών δεσμών πανταχού παρόντων στην Λατίνική Αμερική. Το όνειρο του διαψεύστηκε με το αποτρόπαιο πραξικόπημα του Πινοσέτ το οποίο εξώθησε τη χώρα σε μια πολύετη δικτατορία και την απώλεια του φίλου του Αλιέντε. Λίγες μέρες μετά, στις 23 Σεπτέμβρη του 1973, θα έφευγε και ο ίδιος από τη ζωή νικημένος από το καρκίνο ή θύμα δηλητηριασμού από ενεργούμενα του δικτάτορα; Η κηδεία ήταν μια παλλαϊκό ποτάμι που αποχαιρετούσε τον ποιητή αναμένοντας την υπόσχεση ελευθερίας που του δώρισε.
Στο «Γραμμένο το έτος 2000» εκφράζει το πόθο του να ζήσει μέσω των γραπτών του:
«Ο σκελετός μου ήταν φτιαγμένος από λέξεις σκληρές σαν κόκκαλα εκτεθειμένα στον αέρα και στην βροχή, και είμαι ικανός να γιορτάζω για αυτά που άφησα πίσω,όχι ένα τραγούδι ή μια διαθήκη,αλλά έναν άκαμπτο σκελετό λέξεων…»