«Ο [εθνικιστής βρετανός πολιτικός] Enoch Powell έχει δίκιο. Πρέπει να φύγουν οι ξένοι, να τους στείλουμε όλους πίσω. Η Αγγλία ανήκει σε λευκούς ανθρώπους. Είμαστε μια χώρα λευκών. Μην επιτρέψετε στην Μ. Βρετανία να γίνει μαύρη αποικία. Η Βρετανία είναι υπερφορτωμένη και αυτό ο Enoch θα το σταματήσει και θα τους στείλει όλους πίσω. Πρέπει να ψηφίσουμε τον Enoch Powell, είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος και λέει την αλήθεια. Ψηφίστε τον Enoch, είναι ο άνθρωπος μας, στέκεται στο πλευρό μας, θα φροντίσει για εμάς. Θέλω όλοι μας εδώ μέσα να ψηφίσουμε τον Enoch, να τον υποστηρίξουμε, αυτός είναι στο πλάι μας. Ο Enoch για Πρωθυπουργός! Πετάξτε έξω τους αραπάδες! Κρατήστε τη Βρετανία λευκή».

Και κάπως έτσι, ο Eric Clapton, κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας του στο Birmingham, στις 5 Αυγούστου 1976, είχε υποστηρίξει ανοικτά τον ακροδεξιό πολιτικό Enoch Powell, προειδοποιώντας πως η Βρετανία μετατρέπεται σε «μια αποικία αράπηδων».

Ήταν μια περίεργη εποχή το 1976 για την Βρετανία.

Η ακροδεξιά και το κόμμα του Εθνικού Μετώπου ανέβαινε διαρκώς στις προθέσεις ψήφου των πολιτών, ενώ λίγους μήνες πριν την εμπρηστική αυτή δήλωση του Κλάπτον, τον Απρίλιο του 1976, στον λονδρέζικο σιδηροδρομικό σταθμό Victoria, πάνω σε μία ανοιχτή Μερσεντές, ο David Bowie χαιρετάει το κοινό που έχει έρθει να τον υποδεχθεί στο σταθμό.

Μόνο που στην επίμαχη φωτογραφία που δημοσιεύεται την επόμενη ημέρα στη μουσική εφημερίδα New Musical Express, φαίνεται ότι ο χαιρετισμός ήταν φασιστικός.

Το φλερτ του Μπάουι με τον ναζισμό και τον ολοκληρωτισμό φυσικά ήταν βραχύβιο. Ξεκίνησε το 1970 διαβάζοντας τα άπαντα του Νίτσε, κατόπιν υιοθέτησε κάποιες από τις θεωρίες της Άριας φυλής και του Υπεράνθρωπου του γερμανού φιλοσόφου και γύρω στο 1975-1976 άρχισε να ντύνεται με ρούχα της δεκαετίας του ’30 που θύμιζαν Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

«Ο Χίτλερ ήταν ο πρώτος μεγάλος ροκ σταρ», λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του μερικές εβδομάδες μετά.

O Bowie και ο επίμαχος ναζιστικός (;) χαιρετισμός του

«Η Βρετανία είναι έτοιμη για έναν φασίστα ηγέτη. Πιστεύω ότι ένας φασίστας ηγέτης θα ωφελήσει τη Βρετανία. Πιστεύω πολύ στον φασισμό, ανέκαθεν οι άνθρωποι λειτουργούσαν πολύ αποτελεσματικά κάτω από μια στρατιωτική ηγεσία», τονίζει ο Μπάουι τον Σεπτέμβριο του 1976, σε συνέντευξη που παραχωρεί στο περιοδικό Playboy και στον δημοσιογράφο και μελλοντικό σκηνοθέτη Cameron Crowe.

Που να ήξερε ο Κλάπτον και ο Μπάουι (ειδικά ο πρώτος) ότι άθελά τους θα ξεκινούσαν ένα σχεδόν αυθόρμητο πολιτιστικό και μουσικό κίνημα, το Rock Against Racism, που πολέμησε ανοικτά και με νύχια και με δόντια τον ρατσισμό και τον φασισμό στη Βρετανία.

Στις 29 Αυγούστου του 1976 τα Τζαμαϊκάνια του Λονδίνου συγκρούονται με τους μπάτσους στο Νότινγκ Χιλ. Ο φωτογράφος Rocco Macauley είναι εκεί και απαθανατίζει τις ιστορικές στιγμές.

Οι Clash χρησιμοποιούν μια φωτογραφία του Μακόλεϊ (αυτή με τους μπάτσους να τρέχουν) στο οπισθόφυλλο του πρώτου τους άλμπουμ.

Ενώ μια δεύτερη, με τον Ντον Λετς μπροστά στις συστοιχίες των μπάτσων, χρησιμοποιήθηκε ως εξώφυλλο του άλμπουμ «Black Market Clash».

Kαι λίγες μέρες μετά τα έκτροπα στο Νότινγκ Χιλ, στις 11 Σεπτέμβρη, μια ομάδα ακτιβιστών κατά του ρατσισμού, μεταξύ των οποίων και ο φωτογράφος Red Saunders, έγραψε μια επιστολή στο NME κατακεραυνώνοντας τον Eric Clapton.

«Όταν διάβασα ότι στη συναυλία του στο Birmingham ο Eric Clapton παρακίνησε [τον κόσμο] να υποστηρίξει τον Enoch Powell, μου ήρθε να ξεράσω. Τι τρέχει Eric; Μήπως έπαθες μια ελαφρά εγκεφαλική βλάβη; Ώστε θα κατέβεις για βουλευτής και νομίζεις ότι γινόμαστε αποικία των μαύρων; Έλα τώρα, επηρεάζεσαι πολύ από την Daily Express και ξέρεις ότι δεν μπορείς να το χειριστείς. Παραδέξου το. Η μισή μουσική σου είναι μαύρη. Είσαι ο μεγαλύτερος “αποικιοκράτης” της rock μουσικής. Είσαι καλός μουσικός, αλλά που θα βρισκόσουν χωρίς το blues και το R&B; Πρέπει να πολεμήσεις το ρατσιστικό δηλητήριο, ειδάλλως θα καταλήξεις στο βόθρο μαζί με τα ποντίκια και τους λεφτάδες που ξέσκισαν τη rock κουλτούρα με μπλοκάκια επιταγών και με τις πλαστικές τους μαλακίες. Το rock ήταν και ακόμα μπορεί να είναι μια πραγματικά προοδευτική κουλτούρα. Θέλουμε να οργανώσουμε ένα κίνημα βάσης ενάντια στο ρατσιστικό δηλητήριο στη rock μουσική. Ζητάμε συμπαράσταση. Όποιος ενδιαφέρεται ας γράψει στη διεύθυνση: ROCK AGAINST RACISM, Box M, 8 Cotton Gardens, London E2 8DN».

Ο Paul Simonon από τους Clash στη συναυλία του Rock Against Racism “Carnival Against the Nazis”, 1978.

Αυτή είναι η ληξιαρχική πράξη γέννησης του κινήματος. Μια πράξη την οποία δέχονται να «συνυπογράψουν» μέσα στις επόμενες ώρες πάνω από 1.000 άτομα, μουσικούς και ακτιβιστές, που πνέουν στο ίδιο μήκος κύματος: πατάξτε την Ακροδεξιά, σκοτώστε τον ρατσισμό, πετάξτε στα σκουπίδια τον φασισμό.

Οι Clash γράφουν το τραγούδι White Riot, ένα κάλεσμα στους βρετανούς λευκούς «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» να σηκωθούν από τους καναπέδες τους και να κατέβουν στους δρόμους μαζί με τον μαύρο πληθυσμό και να διαμαρτυρηθούν – το White Riot είναι ο ανεπίσημος «ύμνος» του κινήματος, το οποίο από τα τέλη του ’76 μέχρι τις αρχές του 1978 έχει εξαπλωθεί σε πολλές περιοχές της Αγγλίας.

Περισσότερες από 200 ομάδες των (για συντομογραφία) RAR συγκροτούνται σε Leeds, Birmingham, Manchester, Newcastle, Sheffield, Bristol, Belfast, με την συμμετοχή μπαντών όπως οι Gang of Four, οι Mekons, οι Fall, οι Buzzcocks, οι Steele Pulse, οι Au Pairs και οι Tom Robinson Band

«Έπρεπε να πούμε στο ίδιο μας το κοινό ότι θα τους πολεμούσαμε», θυμάται σήμερα ο Mykaell Riley, ένα από τα ιδρυτικά μέλη του βρετανικού reggae συγκροτήματος Steel Pulse. «Ο κόσμος είχε πληρώσει για να έρθει και να σας δείρει. Οπότε το ξεκαθαρίζαμε: αν ανέβεις στη σκηνή, θα σε πλακώσουμε στο ξύλο».

Ο Riley μπορεί να γελάει με το πώς ακούγεται αυτό τώρα, αλλά πίσω στη δεκαετία του 1970, όταν το Εθνικό Μέτωπο έκανε πορείες στους δρόμους, το να παίζεις ζωντανή μουσική δεν ήταν κάτι απλό για τους μαύρους μουσικούς.

Η Βρετανία βρέθηκε σε ένα σταυροδρόμι: θα δεχόταν αυτό που φαινόταν να είναι μια φασιστική απειλή ή θα την έστελνε μια και καλή στο χρονοντούλαπο της ιστορίας;

Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στο Rock Against Racism επέλεξαν το δεύτερο, και το RAR έγινε, μέχρι το 1982, ένα από τα σημαντικότερα «κινήματα βάσης» στη βρετανική ποπ ιστορία.

«Οι καιροί ήταν ρευστοί χωρίς ισχυρό [πολιτικό] κέντρο», έλεγε προ μερικών ετών ο Tom Robinson, ο οποίος στήριξε το Rock Against Racism σε τέτοιο βαθμό ώστε το ντεμπούτο άλμπουμ του συγκροτήματός του να φέρει έως και το λογότυπο, τη διεύθυνση και το μανιφέστο του RAR στο εξώφυλλο.

«Θα μπορούσε να γίνει ακόμη και πραξικόπημα. Δεν είχαμε ιδέα τι επρόκειτο να συμβεί – όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα».

Η αποστολή του RAR ήταν να καταπολεμήσει τον φασισμό μέσω της ζωντανής μουσικής: να βάλει μαύρα και λευκά συγκροτήματα μαζί στις ίδιες σκηνές σε όλη τη χώρα για να φέρει τις κοινότητες κοντά, να ενισχύσει την αλληλεγγύη και να αποτρέψει τα παιδιά που είναι… περίεργα για τον φασισμό και την ακροδεξιά να παρασυρθούν προς την κατεύθυνση του Εθνικού Μετώπου του Powell.

«Το Μέτωπο ήταν τόσο ισχυρό εκείνες τις μέρες, που κυριολεκτικά έδερνε κόσμο στους δρόμους, και έτσι υπήρχε πραγματικά ανάγκη για δράση εναντίον τους», λέει η Debbie Golt, η οποία διοργάνωνε και έκανε DJ σε εκδηλώσεις του RAR στο Μάντσεστερ.

Το μανιφέστο του κινήματος, γραμμένο από τον David Widgery το 1976, ήταν ενδεικτικό του κλίματος και των επιδιώξεών του: «Θέλουμε επαναστατική μουσική, μουσική του δρόμου. Μουσική που καταρρίπτει τον φόβο των ανθρώπων μεταξύ τους. Μουσική της κρίσης. Μουσική του τώρα. Μουσική που ξέρει ποιος είναι ο πραγματικός εχθρός. Ροκ ενάντια στο ρατσισμό. LOVE MUSIC HATE RACISM».

Ο Pete Townshend των Who βάζει φωτιές στους Marshall ενισχυτές για να προωθήσει το μήνυμα σε μια συναυλία Rock Against Racism στο Λονδίνο το 1979.

Tα αιχμηρά συνθήματα του Rock Against Racism

Η RAR είχε αιχμηρά συνθήματα – το «Love music, hate racism» προήλθε από εκεί – καθώς και εντυπωσιακά εικαστικά και μια αίσθηση της χαράς της ζωής αλλά και της μουσικής φυσικά.

Το να προσπαθήσουν, ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι να στήσουν ένα αντιφασιστικό κίνημα σε όλη τη χώρα ήταν μια τεράστια δουλειά, αλλά, ευτυχώς, εμπιστεύτηκαν όλους τους ομοϊδεάτες οπαδούς τους να κάνουν αυτοί το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς.

Αντί να προσπαθήσουν να οργανώσουν ένα πολύπλοκο δίκτυο συναυλιών από ένα κεντρικό γραφείο στο Λονδίνο, οι άνθρωποι που ήθελαν να συνδράμουν στο κίνημα απλά λάμβαναν το υλικό που θα έδινε τη δυνατότητα στις τοπικές ομάδες RAR να οργανώσουν τις δικές τους ζωντανές εκδηλώσεις: οδηγίες για το πώς να φτιάξουν ένα ηχοσύστημα, κονκάρδες και αφίσες για την προώθηση των συναυλιών, οδηγούς για το τι πρέπει να κάνουν αν εμφανιστούν τα… καλόπαιδα του Εθνικού Μετώπου, το οποίο το 1978 έχει ήδη 120.000 ψήφους στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου -αριθμός ρεκόρ για την ιστορία των βρετανών φασιστών.

rock against racism

Η εναρκτήρια συναυλία του RAR πραγματοποιήθηκε το 1976, με τη συμμετοχή του καταξιωμένου βρετανικού συγκροτήματος reggae Matumbi μαζί με την τραγουδίστρια των blues Carol Grimes.

Κιθαρίστας των Matumbi ήταν ο γεννημένος στα Μπαρμπέιντος Dennis Bovell, ένας θρυλικός πλέον καλλιτέχνης, συγγραφέας, παραγωγός και DJ, στο ενεργητικό του οποίου περιλαμβάνονται συνεργασίες με τους Janet Kay, The Slits, Linton Kwesi Johnson, The Pop Group, Orange Juice, Viola Wills και Madness.

Ο Bovell θυμάται πώς ο Saunders τον πλησίασε σε μια παμπ του νότιου Λονδίνου και του εξήγησε το σχέδιο: να συγκεντρώσει συγκροτήματα υπό την αιγίδα του Rock Against Racism:

«Σκεφτήκαμε ότι κάτι τέτοιο έπρεπε να γίνει: μια συνάντηση μουσικών από διαφορετικά είδη που ήταν πραγματικά κατά του ρατσισμού. Έτσι ενταχθήκαμε στο κίνημα και κάναμε πολλές συναυλίες σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Πήγαμε σε περιοδεία με τον Ian Dury και τους Blockheads, με την περιοδεία Sex and Drugs and Rock ‘n’ Roll».

Ίσως η κορυφαία στιγμή της RAR ήρθε το 1978, όταν στις 30 Απριλίου το Rock Against Racism και η Αντιναζιστική Ένωση οργανώνουν μια πορεία από την πλατεία Τραφάλγκαρ, με αφορμή την δολοφονία του 10χρονου Kenneth Singh.

Τότε ήταν που ανακοινώθηκε ένα τεράστιο φεστιβάλ στο Victoria Park του Λονδίνου με τη συμμετοχή των Clash, Steel Pulse, X-Ray-Spex, Tom Robinson Band και άλλων.

Η ιδέα ήταν ότι ο κόσμος θα συγκεντρωνόταν στην πλατεία Τραφάλγκαρ πριν διαδηλώσει στη συναυλία.

«Υπολογίζαμε ότι θα υπήρχαν 10.000 άνθρωποι εκεί. Αποδείχθηκε ότι ήταν 100.000!», λένε σήμερα οι διοργανωτές του event.

«Κανονικά», λέει ο Robinson, «για μια συναυλία 80-100.000 ατόμων, θα περίμενε κανείς έναν χώρο στα παρασκήνια με καμαρίνια και έναν χώρο VIP. Δεν υπήρχε τίποτα – ο χώρος ήταν χτισμένος με σκαλωσιές και σανίδες! Οι γεννήτριες δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στην απαιτούμενη ισχύ, οπότε η τάση έπεσε. Λίγοι το πρόσεξαν. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος του πλήθους μόλις και μετά βίας άκουγε οτιδήποτε, επειδή το ηχητικό σύστημα ήταν μόνο για 20.000 άτομα. Το τι έβγαινε από τα ηχεία δεν το ήξερε κανείς, αλλά δεν είχε σημασία.Το θέμα ήταν να είσαι εκεί».

Είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς σήμερα, αλλά τα βρετανικά ΜΜΕ ουσιαστικά αγνόησαν το όλο θέμα.

Ένα συνεργείο του ITN εμφανίστηκε για να τραβήξει δύο λεπτά υλικού, το μόνο mainstream ντοκουμέντο της ημέρας.

Όσο για τον Robinson, λέει ότι η συμμετοχή του στο RAR εξακολουθεί να είναι το πράγμα για το οποίο είναι πιο περήφανος στην καριέρα του: «Σε μια εποχή που έμοιαζε με το τέλος του κόσμου, έδειξε τη φοβερή δύναμη της εναλλακτικής κουλτούρας».

Μεταξύ του 1976 και του 1982, η RAR αξιοποίησε τη δημιουργική ενέργεια και την ποικιλόμορφη νεανική κουλτούρα, οργάνωσε ζωντανές περιοδείες, δημοσίευσε ένα φανζίν με μεγάλη επιρροή, το Temporary Hoardings, κυκλοφόρησε μουσική και αναμφισβήτητα αποδείχθηκε καθοριστική για την ανατροπή της λαίκής υποστήριξης του Εθνικού Μετώπου, στην κάλπη και όχι μόνο.

Σημαντική ήταν η συμβολή από τους πολυάριθμους βασικούς συντελεστές του RAR: ο φωτογράφος, ακτιβιστής και καλλιτέχνης του agitprop θεάτρου Red Saunders, ο συνιδρυτής Roger Huddle, οι Syd Sheldon και Ruth Gregory (των οποίων οι ζωντανές φωτογραφίες και ο σχεδιασμός έδωσαν στο Temporary Hoardings την αιχμηρή του εμφάνιση), η Kate Webb (γνωστή και ως Irate Kate) που διηύθυνε το γραφείο του RAR και ταχυδρόμησε κονκάρδες, αυτοκόλλητα και εκδόσεις καθώς και συγγραφείς όπως η Lucy Toothpaste (γνωστή και ως Lucy Whitman, τα άρθρα της οποίας στα φανζίν έδωσαν επίσης βήμα σε θέματα όπως ο φεμινισμός και η LGBT+ ισότητα).

Το τέλος και η νέα (αμερικανική) αρχή του RAR

Μέσα στο 1978 και στα επόμενα έτη διοργανώνονται παρόμοια event και συναυλίες μαζικής φύσεως και αποδοχής. Στα μέσα Ιουλίου του 1978 διοργανώνεται στο Μάντσεστερ, αντίστοιχη πορεία και συναυλία στο Alexandra Park.

Οι διαδηλώσεις μεταφέρονται στο Λονδίνο στις 24 Σεπτεμβρίου στο Brockwell Park του Brixton και σειρά έχουν το Cardiff, το Εδιμβούργο και το Southampton: περίπου 300 συναυλίες διοργανώνονται μόνο μέσα στο 1978 σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Νησιού.

Το 1979 η Μάργκαρετ Θάτσερ ανεβαίνει στην εξουσία και το Rock Against Racism μεταμορφώνεται άιφνης σε… Rock Against Thatcher και συγκροτήματα όπως οι Gang of Four, οι Ruts, οι Stiff Little Fingers, οι Alex Harvey Band, οι Generation X, οι Sham 69, οι Tom Robinson Band, ο John Cooper Clarke και άλλοι διαμαρτύρονται έμπρακτα για τις καινούργιες νεο-φιλελεύθερες πολιτικές που αρχίζει να εφαρμόζει η «Σιδηρά Κυρία».

Από το 1980 και μετά στο αντιφασιστικό παιχνίδι μπαίνει και η δισκογραφική εταιρεία 2 Tone, η οποία προωθεί την ανερχόμενη ska σκηνή της Βρετανίας με τους Specials, τους Madness και τους Selecter να ανεβαίνουν και αυτοί στο… άρμα της RAR, μέχρι που η εκλογή, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, του Ρόναλντ Ρέιγκαν, μετατοπίζει το κέντρο βάρους του κινήματος και στις ΗΠΑ, σε πόλεις με σπουδαίο αντιφασιστικό μουσικό κοινό, όπως Νέα Υόρκη, Σικάγο, Βοστώνη, Ουάσιγκτον, Σαν Φρανσίσκο, Λος Άντζελες, Μινεάπολη.

Οι Bad Brains είναι οι πρωτεργάτες της όλης φάσης στις ΗΠΑ, προχωρώντας χέρι-χέρι με τους Dead Kennedys, Black Flag, Agnostic Front, Corrosion of Conformity και πολλών ακόμη.

Ωστόσο, το αμερικανικό πανκ και hardcore είναι ένα άλλο, ξεχωριστό κεφάλαιο του παγκόσμιου μουσικού αντιφασιστικού κινήματος με το οποίο θα ασχοληθούμε σε ένα άλλο άρθρο.

*Για περαιτέρω ανάγνωση επί του συγκεκριμένου θέματος, προτείνουμε το εξαιρετικό βιβλίο «Crisis music: The cultural politics of Rock Against Racism».