Η ιστορία είναι γνωστή: όταν ο Ντέιβιντ Μπάουι έγραφε το τραγούδι «”Heroes”», βγήκε να καπνίσει σε ένα παράθυρο των στούντιο της Hansa στο Βερολίνο και εκεί είδε ένα ζευγάρι από κάτω να φιλιέται δίπλα στο Τείχος.

Το ζευγάρι ήταν ο (τότε παντρεμένος με την Μέρι Χόπκιν) παραγωγός του, Τόνι Βισκόντι και μια γερμανίδα τραγουδίστρια που έκανε δεύτερα φωνητικά στο άλμπουμ «Heroes», ονόματι Antonia Maass.

Μετά από αυτήν την εικόνα που είδε, ο Μπάουι πήγε και έγραψε τους στίχους του τραγουδιού, φανταζόμενος δυο ανθρώπους που προσπαθούν να έρθουν κοντά ο ένας στον άλλον και να επικοινωνήσουν, παρα τα προφανή προσκόμματα και εμπόδια που υπάρχουν μπροστά τους.

Και όπως έγραψε και ο μελετητής του έργου του Μπάουι, ο David Buckley, «το συγκεκριμένο τραγούδι αποτελεί το τελειότερο δείγμα της ποπ μουσικής σχετικά με το πώς το ανθρώπινο πνεύμα μπορεί να θριαμβεύσει έναντι κάθε πιθανούς αντιξοότητας» [«pop’s definitive statement of the potential triumph of the human spirit over adversity»].

Και ο Βισκόντι και η Maass ήταν, στα μάτια του Μπάουι, δυο ήρωες. Που παλεύουν με τα διάφορα άσχημα συναισθήματα μέσα τους (αυτά της απιστίας και της προδοσίας απέναντι σε συντρόφους και γυναίκες και συζύγους), αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούν να καταπολεμήσουν το ανώτατο συναίσθημα όλων: αυτό του Έρωτα, που νικάει τα πάντα. Ηρωικός και αυτός και όσοι τον αποζητούν και τον αναζητούν. Παρόλες τις όποιες αντιξοότητες. Αυτό δηλαδή που λένε και οι στίχοι:

«Ακόμη και αν δεν μπορούμε να είμαστε μαζί, μπορούμε να τους νικήσουμε για πάντα.
Μπορούμε να γίνουμε ήρωες, μόνο για μία ημέρα».

Ο Masayoshi Sukita βρήκε την τέλεια μούσα του στο πρόσωπο του David Bowie. Ο φωτογράφος συνεργάστηκε με το ποπ είδωλο για περισσότερα από 40 χρόνια, φωτογραφίζοντας τον Bowie σε όλες τις καλλιτεχνικές του εποχές -και τις προσωπικότητές του. Το 1977, ο Sukita τράβηξε αυτό που θα γινόταν μια εμβληματική εικόνα του Bowie: το εξώφυλλο του άλμπουμ του “Heroes”.

Ο ίδιος ο Μπάουι τότε ένιωθε υπερηρωικά μέσα του: βρισκόταν στο Βερολίνο, με τον τότε κολλητό του φίλο, τον Ίγκι Ποπ και έκαναν κάθε μέρα βόλτες στην πόλη. Και το βράδυ πάρταραν μέχρι να τους βρει το ξημέρωμα.

Ο Μπάουι ένιωθε ηρωικά μέσα του γιατί τότε είχε καταφέρει να αποτινάξει από πάνω του τον εφιάλτη της κόκας, που κόντεψε να τορπιλίσει την καριέρα του μεταξύ 1974-1976, δηλαδή τα τρία χειρότερα χρόνια της ζωής του, όπως παραδέχτηκε κατόπιν.

Βέβαια, η λέξη «τορπιλίσει» είναι λίγο υπερβολική, όταν κατά την διάρκεια των τριών αυτών ετών έχεις κυκλοφορήσει ένα από τα 2-3 σπουδαιότερα άλμπουμ σου και σίγουρα το (ομώνυμο του άλμπουμ και) πιο φιλόδοξο τραγούδι της καριέρας σου: το «Station to Station».

Φωτ.: Masayoshi Sukita

Σε σημείο που λέμε ότι «πάλι καλά που ο Μπάουι είχε πέσει με τα μούτρα στην «κόκα, τις πιπεριές και το γάλα», όταν ηχογραφούσε το παραπάνω άλμπουμ.

Το 1977, ωστόσο, ο Μπάουι ήταν «καθαρός» από ναρκωτικά. Εκανε που και που κανά μπάφο, αλλά ως εκεί. Με μαριχουάνα και αλκοόλ προέκυψε η «Βερολινέζικη Τριλογία» του, με το «Heroes» να είναι το μεσαίο της άλμπουμ.

Και όταν το άλμπουμ κυκλοφόρησε, σαν σήμερα πριν ακριβώς 45 χρόνια, η τότε δισκογραφική εταιρεία του RCA το διαφήμιζε στους δρόμους του Λονδίνου σε γιγαντοαφίσες με το γνωστό πλέον μότο «There’s Old Wave. There’s New Wave. And there’s David Bowie» (Υπάρχει το παλαιό κύμα. Υπάρχει το νέο κύμα. Και υπάρχει και ο Ντέιβιντ Μπάουι).

Αλήθεια ήταν αυτό. Ήταν η νέα, υπερηρωική αλήθεια της μουσικής του Μπάουι. Επηρεασμένης όσο τίποτα από το γερμανικό kraut rock και την ηλεκτρονική ρυθμολογία των Kraftwerk.

Το ομώνυμο τραγούδι, ένα από τα καλύτερα της καριέρας του Μπάουι, έχει την δική του μουσική ιστορία: γραμμένο από κοινού με τον Brian Eno, πήρε το ήμισυ του τίτλου του από το «Hero» των Neu!, που τότε ήταν η αγαπημένη μπάντα του Μπάουι. Το κιθαριστικό ριφάκι, αυτό με τις τέσσερις νότες, ήταν μεν επινόηση του κιθαρίστα του, του σπουδαίου Carlos Alomar, ωστόσο όταν το έπαιζε ο ίδιος δεν ακουγόταν όπως το ήθελε ο Μπάουι.

Τελικά, αυτός που κατάφερε να βρει τον ακριβή drone-ίζοντα ήχο της κιθάρας που επιθυμούσε ο Μπάουι ήταν ο μεγάλος κιθαρίστας των King Crimson, ο Robert Fripp, ο οποίος και το πιστώθηκε εντέλει.

Γενικά, υπάρχει μια αφιερωματική χροιά να διαπερνάει όλο το άλμπουμ, στα πρότυπα του άλμπουμ «Hunky Dory» (που και εκεί ο Μπάουι είχε αφιερώσει αρκετά τραγούδια στον Λου Ριντ, τον Αντι Γουόρχολ και τον Μπομπ Ντίλαν).

Κάπως έτσι, το «V-2 Schneider» αποτελεί ένα άτυπο μουσικό tribute στον Florian Schneider των Kraftwerk [το δεύτερο αγαπημένο συγκρότημα του Μπάουι εκείνη την εποχή].

Το ορχηστρικό «Neuköln» [μια από τις βερολινέζικες γειτονιές που επισκεπτόταν συχνά ο ίδιος με τον Ιγκι] είναι μια έμμεση αναφορά στον Edgar Froese των Tangerine Dream, ο οποίος διέμενε εκεί και συχνά καλούσε τον Μπάουι στο σπίτι του, για όσο διάστημα ο βρετανός μουσικός παρέμενε μόνιμος κάτοικος Βερολίνου.

Το proto-industrial «Blackout» γράφτηκε όντως μετά από ένα ολικό μπλακάουτ ρεύματος, είτε στη Νέα Υόρκη, είτε στο Βερολίνο. Ο Μπάουι ο ίδιος δεν θυμάται το πού ήταν ακριβώς, αλλά ισχυρίζεται ότι έγραψε το τραγούδι αυτό υπό καθεστώς απόλυτου σκότους. Ενδεχομένως και λόγω ενός λιποθυμικού επεισοδίου που είχε, ενόσω έμενε στο Βερολίνο.

Στο «Sons of the Silent Age», ο Μπάουι ξαναθυμάται το φλερτ του με τον φασισμό και τον ολοκληρωτισμό διαμέσου του Φρίντριχ Νίτσε, όπως αυτός εκφράστηκε στο προ επταετίας τραγούδι του «The Supermen» από το άλμπουμ «The Man Who Sold the World».

Στο «Beauty and The Beast», ο Μπάουι φέρνει στο νου του όλες τις άσχημες εκείνες ημέρες του 1975 και 1976, όταν η κόκα του είχε φρακάρει τα ρουθούνια και δεν μπορούσε να αναπνεύσει -μεταφορικά και κυριολεκτικά, ενώ το «Joe the Lion» είναι και αυτό αφιερωμένο στον performance artist Chris Burden, ο οποίος το 1974 «σταυρώθηκε» πάνω σε έναν «Σκαραβαίο» Volkswagen in 1974 (εξού και ο στίχος «Nail me to my car and I’ll tell you who you are»).

Και ναι, το «Heroes» ξεκαθαρίζει και ταυτόχρονα υπογραμμίζει εμφατικά το γνωστό μότο: Υπάρχει το παλαιό κύμα. Υπάρχει το νέο κύμα. Και υπάρχει και ο Ντέιβιντ Μπάουι.

Εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν.