Η μουσική είναι μια καθολική ανθρώπινη εμπειρία. Από την κοινότυπη μουσική των ασανσέρ και των σουπερμάρκετ, μέχρι τις συμφωνίες που συγκλονίζουν τη ψυχή μας, η μουσική υπάρχει παντού και πάντα. Επομένως, δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι φιλόσοφοι είχαν κάτι να πουν γι’ αυτήν – αν και μερικές από τις ιδέες τους ήταν λίγο παράξενες. Ας εξετάσουμε τρεις από αυτές.

Ο Πλάτωνας πίστευε ότι ορισμένα είδη μουσικής θα έπρεπε να απαγορεύονται  

Ο Πλάτων ήταν μαθητής του Σωκράτη. Ενώ πολλές από τις ιδέες του χρησιμεύουν ως θεμέλια της δυτικής φιλοσοφίας, οι απόψεις του για τη μουσική ήταν αρκετά περίεργες. Ο φιλόσοφος πίστευε ότι η μουσική είναι πολύτιμη επειδή μιμείται τα συναισθήματά μας. Υποστήριξε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και της ηθικής της κοινωνίας. Αλλά, σαν γερογκρινιάρης, κατηγόρησε επίσης τις μεταβαλλόμενες μουσικές προτιμήσεις για την αποδυνάμωση της εξουσίας και τις επακόλουθες ταραχές που ακολούθησαν τον Περσικό Πόλεμο.

Αυτό ίσως εξηγεί γιατί στη Δημοκρατία όπως υποστηρίζει, το ποια μουσική θα μπορεί να ακούγεται, θα πρέπει να ορίζεται αυστηρά από τους φιλοσόφους-βασιλιάδες. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι μουσικοί τρόποι θα πρέπει να απαγορευτούν. Αν ο Πλάτωνας έκανε ό,τι ήθελε, θα έμεναν μόνο ο δωρικός και ο φρυγικός τρόπος, οι οποίοι υποτίθεται ότι ταιριάζουν σε πολεμιστές και σε άνδρες που εργάζονται σε καιρό ειρήνης, αντίστοιχα. Άλλοι τρόποι, όπως ο Λυδικός, υποτίθεται ότι έκαναν τους ανθρώπους τεμπέληδες. Ως αναλογία, αυτό θα ήταν σαν να κατηγορούμε για όλα τα δεινά της κοινωνίας τα τραγούδια που γράφτηκαν σε Μι μείζονα. Προς τιμήν του Πλάτωνα, αυτό είναι ένα καινοτόμο επιχείρημα.

Ο Σοπενχάουερ τοποθετεί τη μουσική στην υψηλότερη κορυφή της αισθητικής του θεωρίας

Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ ήταν Γερμανός φιλόσοφος που έδρασε τον 19ο αιώνα. Είναι περισσότερο γνωστός για την απαισιόδοξη κοσμοθεωρία του, την εισαγωγή βουδιστικών και ινδουιστικών ιδεών στη γερμανική φιλοσοφία, αλλά και για την αγάπη του για τη μουσική.

Για να κατανοήσετε την άποψή του για τη μουσική, πρέπει να καταλάβετε πώς ο Σοπενχάουερ έβλεπε τον κόσμο. Έγραψε ότι υπάρχει μόνο ένα πράγμα που μπορούμε να κατανοήσουμε, το σώμα μας. Τα σώματά μας καθοδηγούνται από τη «Θέληση» ή «τη θέληση για ζωή», την οποία αισθανόμαστε ως προσπάθεια και επιθυμία. Υποστηρίζει ότι αυτό μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι όλα τα άλλα είναι, σε μεταφυσικό επίπεδο, Θέληση. Ο κόσμος με τον οποίο αλληλεπιδρούμε είναι η αναπαράσταση αυτής της Θέλησης. Εφόσον η Θέληση είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί, ο κόσμος χαρακτηρίζεται από πόνο. Μόνο σε στιγμές που αναιρούμε τη Θέληση μπορούμε να βρούμε τη γαλήνη. Ορισμένα πράγματα, όπως τα έργα τέχνης, μας επιτρέπουν να έχουμε μια παρόμοια εμπειρία.

Ο Σοπενχάουερ τοποθετεί τη μουσική στην υψηλότερη κορυφή της αισθητικής του θεωρίας. Διευρύνει, μάλιστα, το συλλογισμό του υποστηρίζοντας ότι η μουσική δεν βρίσκεται εντός της ιεραρχίας των τεχνών, αλλά την υπερβαίνει. Η ιδιαίτερη υπεροχή που προσδίδει στη μουσική τέχνη οφείλεται στη μεγάλη επίδραση που ασκεί, η οποία είναι πολύ πιο ισχυρή και διεισδυτική από εκείνη των άλλων τεχνών. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι η μουσική δεν λειτουργεί μιμητικά όπως οι υπόλοιπες τέχνες, καθώς δεν αντιγράφει ούτε επαναλαμβάνει το φαινομενικό κόσμο. Το γεγονός ότι δεν προβαίνει στην αντιγραφή ή επανάληψη κάποιας ιδέας της εσωτερικής φύσης του κόσμου συνεπάγεται ότι ξεπερνά τον κόσμο της ίδιας της αντίληψης.

Στη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ, η μουσική, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες τέχνες, θεωρείται πως είναι η μόνη ικανή για άμεση αλληλεπίδραση με τη βούληση. Οι άλλες τέχνες απαρτίζουν ιδέες που μπορεί να αντικειμενοποιούν τη βούληση έμμεσα. Η μουσική, εν αντιθέσει, υπάρχει πέρα από την ανθρωπότητα και τον κόσμο της. Είναι αρχέγονη.

Από την άλλη, ο Σοπενχάουερ ήταν ένας κακόβουλος ηλικιωμένος που πίστευε η ζωή είναι ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ πόνου και απελπισίας. Κάποτε έσπρωξε μια γυναίκα από τα σκαλιά επειδή μιλούσε πολύ δυνατά κοντά στην πόρτα του και όταν αυτή πέθανε μερικά χρόνια αργότερα, αυτός ένιωσε ανακούφιση, καθώς έτσι έληξε η αποζημίωση που της έστελνε. Η μουσική ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που απολάμβανε.

Ο Αντόρνο πίστευε ότι η ποπ μουσική οδηγούσε στο φασισμό

Ο Τέοντορ Αντόρνο ήταν μαρξιστής φιλόσοφος που συμμετείχε  στη Σχολή της Φρανκφούρτης. Τον απασχολούσε πολύ ο τρόπος με τον οποίο η μουσική αλληλεπιδρά με την κοινωνιολογία και την πολιτική. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους φιλοσόφους που αναφέραμε, ο Αντόρνο είχε κλασική μουσική εκπαίδευση και ήταν γνώστης της σύγχρονης μουσικής θεωρίας. Ωστόσο, αυτό δεν τον εμπόδισε από το να διαμορφώσει μια πολύ ιδιαίτερη άποψη για τη ποπ μουσική.

Ο φιλόσοφος υποστήριζε ότι, στην καλύτερη περίπτωση, η μουσική μπορεί να αναδείξει τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν στην κοινωνία που την παρήγαγε, χωρίς ωστόσο να αποτελεί το κύριο σημείο της. Για παράδειγμα, επαίνεσε τον συνθέτη Άρνολντ Σένμπεργκ και την ατονική μουσική του επειδή το σύστημά του απελευθερώθηκε από τους υπάρχοντες περιορισμούς, ακολούθησε μια νέα λογική αντί για τις κυρίαρχες τάσεις και απαιτούσε υψηλή συγκέντρωση ώστε να μπορεί κάποιος να την απολαύσει. Εν αντιθέσει, θεωρούσε ότι η ποπ μουσική ήταν ένα προϊόν της «πολιτιστικής βιομηχανίας». Αντιπαθούσε τη ποπ μουσική επειδή ήταν ένα εμπόρευμα με περιορισμένη καλλιτεχνική αξία καθώς και για ο γεγονός ότι οδηγούσε τις μάζες προς την ομοιογένεια και τον φασισμό.

Αν κάποιος που δεν είχε ακούσει ποτέ τζαζ προσπαθούσε να καταλάβει τι είναι η μουσική αυτή διαβάζοντας το κείμενο του Αντόρνο «Τζαζ η αιώνια μόδα» θα σχημάτιζε την εντύπωση πως πρόκειται ίσως για το πιο σατανικό εμπορικό προϊόν που κατασκεύασε ποτέ η βιομηχανία της αποχαύνωσης. Ο Αντόρνο είναι γνωστός για τη σύνδεση της τζαζ με τις αντιλήψεις του για τη «λαϊκή μουσική». Απορρίπτει τόσο το είδος όσο και τους υπερασπιστές του. Για παράδειγμα, υποστήριξε ότι ενώ η τζαζ είναι φαινομενικά απελευθερωτική, ενθαρρύνοντας τον αυτοσχεδιασμό και τα υψηλά επίπεδα συγχρονισμού, η όποια πρωτοτυπία της δεν είναι τίποτε περισσότερο από λίγες «βρώμικες» νότες με φόντο μερικές τρίφωνες συγχορδίες. Σε ένα από τα πιο αυθόρμητα ρεύματα της ιστορίας της μουσικής ο Αντόρνο δε βλέπει ίχνος αυθορμητισμού! Θεωρεί ότι το κεντρί των πρώτων μουσικών από την Νέα Ορλεάνη είναι πλέον ακίνδυνο καθώς κάθε νέα τάση στη τζαζ εξυπηρετεί απλώς τη βιομηχανία της κουλτούρας.  Μάλιστα γι’ αυτό δεν ευθύνεται καν η βιομηχανία, αλλά η ίδια η τζαζ! Είναι η ενσωμάτωσή της σε ένα άκαμπτο σχήμα και μια σαδομαζοχιστική υποταγή σε κάποιον αρχηγό-πατέρα την οποία αξιώνει από τους μουσικούς της, οι οποίες ευθύνονται για τον «εκφαυλισμό» της. Φαινόταν να είναι ένα τολμηρό νέο πράγμα, ενώ εξακολουθούσε να είναι κάτι που μπορούσε να παραχθεί μαζικά και να πωληθεί στους πελάτες. Υποστήριξε ακόμα ότι οι πολυφυλετικές πτυχές της τζαζ στη δεκαετία του 1930 είχαν επίσης ενσωματωθεί ακριβώς για λόγους μάρκετινγκ.

Η άποψή του έχει δεχθεί επιθέσεις ως ρατσιστική, ευρωκεντρική και ότι παραπληροφορεί. Ο μαρξιστής ιστορικός και μουσικοκριτικός Έρικ Χόμπσμπομ αποκάλεσε τα γραπτά του «μερικές από τις πιο ανόητες σελίδες που έχουν γραφτεί ποτέ για την τζαζ». Ο φοιτητής του και κιθαρίστας της τζαζ Βόλκερ Κρίγκελ ανέφερε ότι ο Αντόρνο δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Τζον Κολτρέιν ή ο Τσάρλι Πάρκερ. Οι υποστηρικτές του Αντόρνο πρότειναν ότι επιτέθηκε στην τζαζ ως εμπόρευμα που υπήρχε στη Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Εκείνη την εποχή, όντως είχε στοιχεία που αργότερα θα επέκρινε ευρύτερα. Την εποχή που γράφεται το επίμαχο κείμενο, το νέο τότε είδος της τζαζ, το bebop, έχει ήδη εμφανιστεί και ο Αντόρνο το γνωρίζει.

Σε κάθε περίπτωση, συνέχισε να περιφρονεί το είδος στα γραπτά του για πολιτιστικά ζητήματα μέχρι τον θάνατό του το 1969. Αυτό συνέβη πολύ καιρό αφότου η τζαζ είχε διαχωριστεί από την ποπ μουσική. Βρήκε επίσης χρόνο να αντιπαθήσει την ποπ μουσική της δεκαετίας του 1960 και τους Beatles.

Διαβάστε επίσης: To “carpe diem”, o Κλεόβουλος και ο στωικισμός ως φιλοσοφία ζωής