Πράκτορες της CIA και του FBI, «νονοί» της νεοϋορκέζικης μαφίας, ένας τυχοδιώκτης μάνατζερ και μερικοί παρατρεχάμενοι ντίλερ ναρκωτικών. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα κομμάτια του παζλ-αινίγματος-άλυτου γρίφου που συνέθεσαν τις τελευταίες στιγμές, ημέρες και μήνες του Jimi Hendrix, κατά το μακρινό 1970.
Τότε που είχε εκμυστηρευτεί στην κολλητή του φίλη (και πρώην φιλενάδα του) Κολέτ Μίμραν ότι «δεν είμαι σίγουρος ότι θα ζήσω μέχρι τα 28 μου». Είτε από προαίσθημα είτε επειδή ζούσε όντως «γρήγορα» (με την ημερήσιά του κατανάλωση αμφεταμινών, σπιντ, κάνναβης και LSD να υπερβαίνουν κατά πολύ αυτό που μπορεί να αντέξει ο οργανισμός ενός φυσιολογικού νέου), είτε επειδή γνώριζε πράγματα και καταστάσεις που αφορούσαν στο περιβάλλον του, ο «μεγαλύτερος κιθαρίστας του κόσμου» έπεσε τραγικά μέσα στην πρόβλεψη του. Πριν από 54 χρόνια, την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 1970, πέθαινε σε ηλικία μόλις 27 χρόνων.
Ωστόσο, δεν ήταν ο θάνατός του αυτός καθαυτός που συγκλόνισε τον μουσικό (και μη) κόσμο, αλλά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε νεκρός – και οι περιρρέουσες θεωρίες συνωμοσίας που ακολουθούν μέχρι σήμερα το τραγικό αυτό γεγονός. Μπρούμυτα, στο κρεβάτι του δωματίου του λονδρέζικου ξενοδοχείου Samarkand, με τα μάτια του ανοιχτά και τον εμετό του έξω από το στόμα του, πάνω στο μαξιλάρι και τα σκεπάσματα. Τελικά τι έπαθε ο Τζίμι Χέντριξ; Αυτοκτόνησε, δολοφονήθηκε ή έπαθε αναρρόφηση, λόγω μεγάλης ποσότητας κόκκινου κρασιού και εννέα υπνωτικών χαπιών Vesperax;
Αρχικά, ας πάμε μερικές ώρες πριν τον θάνατό του και ας ξετυλίξουμε το κουβάρι της τελευταίας του ημέρας πάνω στον πλανήτη αυτό, όπως το διηγήθηκε η 25χρονη γερμανίδα αθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ Μόνικα Ντάνεμαν, η οποία έτυχε να περάσει μαζί του τις τελευταίες του ώρες. Ντάνεμαν και Χέντριξ λίγο πριν τον θάνατό του. Την Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου, αφού πρώτα πάει μαζί της για ψώνια, στη συνέχεια καταλήγουν στο νοικιασμένο δωμάτιο του Samarkand. Στις 8.30 μ.μ. η Mόνικα φτιάχνει φαγητό, τρώνε, πίνουν αρκετό κόκκινο κρασί και ακούν μουσική μέχρι τη 1.45 τα ξημερώματα της Παρασκευής όταν ο Τζίμι τής λέει ότι θα βγει να δει κάποιους φίλους. Η Mόνικα, που διαθέτει αυτοκίνητο, προσφέρεται να τον πάει και να τον φέρει πίσω στις 3 π.μ. Όπως και γίνεται.
Στην επιστροφή τους στο διαμέρισμα του Samarkand, του φτιάχνει σάντουιτς με τόνο και αμέσως μετά ξαπλώνουν και μιλάνε, συνοδεία κόκκινου κρασιού, μέχρι τις 7.15 τα ξημερώματα, οπότε η 25χρονη παίρνει ένα υπνωτικό χάπι Vesperax και κοιμάται. Λίγο αργότερα, ο κιθαρίστας παίρνει τα υπόλοιπα εννέα χάπια που είχαν μείνει πάνω στην καρτέλα. Η Γερμανίδα ξυπνάει στις 10.20 και παρατηρεί εμετό στο πρόσωπό του. Προσπαθεί να τον ξυπνήσει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Τηλεφωνεί στον φίλο του, Ερικ Μπέρντον (των Animals και των War) και καλεί ασθενοφόρο, που στις 11.27 τον μεταφέρει αναίσθητο στο νεκροτομείο St. Mary Abbots στο Κένσινγκτον, όπου ο αυστραλός γιατρός Τζον Μπάνιστερ προσπάθησε επί μισή ώρα να του κάνει καρδιοανάνηψη, μήπως και τον επαναφέρει στη ζωή.
Ο Μπάνιστερ ανέφερε στην αυτοψία: «Δεν είχε σφυγμό, ούτε καρδιακούς παλμούς. Πέθανε από ασφυξία, από τον εμετό που είχε γεμίσει τους αεραγωγούς του, ενώ οι πνεύμονες και το στομάχι του ήταν γεμάτα κρασί. Στο αίμα του ανιχνεύτηκε ελάχιστο αλκοόλ. Τα μαλλιά του και το στήθος του ήταν καλυμμένα από μάζες εμετού και κρασιού». Από την πλευρά του, ο Μπέρντον θυμάται ότι «Η Μόνικα μου τηλεφώνησε φοβισμένη γιατί ο Τζίμι δεν έδειχνε καλά. Της είπα να τον χαστουκίσει στο πρόσωπο και να του δώσει λίγο καφέ, αλλά λίγο αργότερα της τηλεφώνησα και της είπα να καλέσει ασθενοφόρο. Εκείνη δεν ήθελε, διότι στο διαμέρισμα υπήρχαν ναρκωτικά. “Κάλεσε ασθενοφόρο”, της είπα, “δεν με νοιάζει τι στο διάολο υπάρχει στο διαμέρισμα”. Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά».
Λίγα 24ωρα μετά, η Ντάνεμαν θα εκμυστηρευτεί στην φίλη της, δημοσιογράφο Σάρον Λόρενς ότι «απολαύσαμε ένα ωραίο δείπνο. Ημασταν ευδιάθετοι. Ηπιαμε κρασί, όχι πολύ. Αυτός παρέμεινε στο τραπέζι και όλο έγραφε. Εγώ πήγα στο κρεβάτι. Τον βρήκα το πρωί. Ήταν ξαπλωμένος πάνω στους εμετούς. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Είχε πάρει εννέα Vesperax. Φοβήθηκα τι θα έλεγαν οι δημοσιογράφοι, γι’ αυτό τηλεφώνησα στον Μπέρντον».
Η ουσία φυσικά ήταν μία: ο Χέντριξ ήταν νεκρός, θύμα της ίδιας της αυτοεκπληρούμενης προφητείας του. Μήπως λοιπόν ο Τζίμι αυτοκτόνησε; Η αλήθεια είναι ότι κατά το 1970 τίποτα δεν του πήγαινε καλά: μετά την εμφάνισή του, στα τέλη Αυγούστου, στο φεστιβάλ του Isle of White και μια μικρή, σχεδόν καταστροφική περιοδεία στην Ευρώπη, επέστρεψε στο Λονδίνο για μια σειρά από οικονομικά θέματα που τον απασχολούσαν λόγω της τεράστιας εκμετάλλευσης από μάνατζερ, δικηγόρους και διαχειριστές. Ο δικηγόρος του είχε κάνει αγωγές εναντίον των δισκογραφικών εταιρειών Track και Polydor, που κυκλοφορούσαν δίσκους του προηγούμενου γκρουπ του, των Jimi Hendrix Experience, στη Βρετανία και θα εκδικάζονταν σε λίγες μέρες.
Ο νέος του μάνατζερ, Μάικ Τζέφερι (πρώην μέλος της βρετανικής μυστικής υπηρεσίας ΜΙ5), αδιαφορούσε για την υπόθεση, εκνευρίζοντας τον κιθαρίστα. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στα μέσα Αυγούστου, στη Νέα Υόρκη, ο Χέντριξ, μιλώντας σε φίλους του, είχε πει: «Η Νέα Υόρκη με σκοτώνει αυτή τη στιγμή». Η Νέα Υόρκη τον «σκότωνε» επειδή ο Χέντριξ είχε βρεθεί στη μέση της διαμάχης του Τζέφερι που είχε σχέσεις με τη ιταλική Μαφία και των σωματοφυλάκων του που ανήκαν στους «Μαύρους Πάνθηρες».
Ήθελε να απαλλαγεί από τον μάνατζερ του – και ο Τζέφερι το είχε καταλάβει αυτό, οπότε έψαχνε τρόπο να μην χάσει από τα χέρια του την… κότα που του έκανε τα χρυσά αυγά. Κάποιοι άλλοι συνωμοσιολόγοι θεωρούν λοιπόν ότι ο Τζίμι έπεσε θύμα δολοφονίας από τον Τζέφερι. Την ήδη μπερδεμένη κατάσταση περιπλέκει ακόμη περισσότερο μια δήλωση του ίδιου του Τζέφερι. Ο μάνατζερ, το 1972, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, είπε σε έναν υπάλληλό του, τον Τζέιμς «Τάπι» Ράιτ ότι: «[Το βράδυ του θανάτου του Χέντριξ] Μαζί με μερικούς φίλους πήγαμε όλοι μαζί στο δωμάτιο της Mόνικα. Επιασα μια χούφτα χάπια και τα έριξα στο στόμα του. Μετά άδειασα και μερικά μπουκάλια κόκκινο κρασί στην τραχεία του. Αυτός ο βρωμιάρης θα με άφηνε, και αν τον έχανα θα έχανα τα πάντα. Επρεπε να το κάνω, Tάπι. Το καταλαβαίνεις, έτσι; Ο Τζίμι άξιζε για μένα περισσότερο νεκρός, παρά ζωντανός».
Ο Τζέφερι σκοτώθηκε λίγους μήνες μετά, τον Μάρτιο του 1973, όταν ένα DC-9 της Iberia Airlines έπεσε στη Ναντ της Γαλλίας. Η σορός του δεν εντοπίστηκε ποτέ. Ο Μπέρντον και ο μπασίστας των Experience, Νόελ Ρέντινγκ, εικάζουν ότι ο πρώην συνεργάτης των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών έβαλε τις αποσκευές του στο αεροσκάφος, αλλά ποτέ δεν επιβιβάστηκε ο ίδιος και είναι κάπου ζωντανός, έχοντας σκηνοθετήσει τον θάνατό του, με σκοπό προφανώς να αποφύγει τον… κανονικό του θάνατο από μια σφαίρα της Μαφίας ή των «Μαύρων Πανθήρων».
Η ποσότητα κρασιού στους πνεύμονές του πάντως είναι ύποπτες. «Η ποσότητα του κρασιού που [είχαν μέσα οι πνεύμονες] ήταν απίστευτη», ανέφερε ο Μπάνιστερ στους The Times το 2009. «Ηταν σαν να πνίγηκε πραγματικά σε μια τεράστια ποσότητα κόκκινου κρασιού», συνόψιζε τότε. Η εκδοχή της δολοφονίας του Χέντριξ από τον Τζέφερι δεν στέκει πάντως, σύμφωνα με τον τότε αμερικανό μάνατζερ του μουσικού, Μπομπ Λεβίν.
Το 2011, ο Λεβίν είπε στο musicradar.com ότι ο Ράιτ είχε παραδεχτεί στον ίδιο ότι είχε εφεύρει την όλη ιστορία προκειμένου να πουλήσει το βιβλίο του για τον Χέντριξ, το οποίο είχε κυκλοφορήσει το 2009. «Ο Τζίμι Χέντριξ δεν δολοφονήθηκε», είπε στον Λεβίν, «το όλο θέμα είναι ένα τεράστιο ψέμα». «Και τότε γιατί το έκανες;» του αντίτεινε ο μάνατζερ. «Και ποιος θα με αμφισβητήσει; Όλοι τους είναι νεκροί, ο Τζίμι, ο Μιτς Μίτσελ [ο ντράμερ των Jimi Hendrix Experience], ο Ρέντινγκ. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτό που γράφω», του είχε απαντήσει ο Ράιτ.
Και αν εντέλει δολοφονήθηκε από άλλους ανθρώπους, τους σκιώδεις πράκτορες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών; «Σύμφωνα με τον αδερφό του Χέντριξ [ο Τζίμι ήταν] σε μια λίστα καταζητούμενων και υπόπτων, στο ίδιο επίπεδο με τον Oσάμα μπιν Λάντεν μετά την 9/11», λέει σήμερα ο Φίλιπ Νόρμαν, συγγραφέας ενός νέου βιβλίου για τον κιθαρίστα με τίτλο «Hendrix, Wild Thing: The Short, Spellbinding Life of Jimi Hendrix». «Υπήρχαν όντως σοβαροί λόγοι για να σκεφτεί ότι μπορεί να δολοφονήθηκε από την αμερικανική κυβέρνηση ως “απειλή”, σε μια εποχή ακραίας παράνοιας. [Ο Τζίμι] Είχε αρχίσει να συσχετίζεται με μαύρες ριζοσπαστικές ομάδες όπως οι Μαύροι Πάνθηρες και αυτό θα προκαλούσε φρίκη στην κυβέρνηση ή τη CIA ή το FBI επειδή είχε τέτοια επιρροή και στο λευκό κοινό».
Οπως σημειώνει ο Νόρμαν, «υπήρχαν σίγουρα άνθρωποι και οργανώσεις με κίνητρα [να τον δολοφονήσουν]. Και όντως, η επιχείρηση Cointelpro (Counter-Intelligence Program) του FBI, ειδικά σχεδιασμένη για την εξουδετέρωση των πλέον σημαντικών μαύρων φιγούρων της εποχής εκείνης, είχε έναν τεράστιο φάκελο στο όνομα του Χέντριξ, ενώ το όνομά του βρισκόταν μεταξύ των πιο ανατρεπτικών ατόμων των ΗΠΑ από τη CIA -γι’ αυτό και ο ίδιος ο Τζίμι παρακολουθούταν στενά ως μέρος ενός προγράμματος παρακολούθησης που ονομάζεται MHCHAOS».
Οπως φαίνεται, η ζωή και ακόμη περισσότερο ο θάνατος του Χέντριξ θα συνεχίσει να γοητεύει, να (προσ)ελκύει και να πονοκεφαλιάζει δεκάδες ανθρώπους, μουσικόφιλους και μη, σε όλη την υφήλιο.
Ποιος ήταν ο Jimi Hendrix
Γεννήθηκε ως Τζόνι Αλεν Χέντριξ στο Σιάτλ στις 27 Νοεμβρίου 1942. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο πατέρας του, Αλ Χέντριξ, αλλάζει το όνομα του γιου του σε «Τζέιμς Μάρσαλ». Στα εννιά του χρόνια, οι γονείς του χωρίζουν και ο νεαρός Τζίμι ζει για μεγάλο διάστημα με τη γιαγιά του. Στα 14 χρόνια του αποκτά την πρώτη του κιθάρα -μια που βρίσκει πεταμένη στα σκουπίδια και έχει μόνο μία χορδή.
Ο νεαρός Χέντριξ θαυμάζει τον Έλβις Πρίσλεϊ, τον Λιτλ Ρίτσαρντ, τον Μάντι Γουότερς και τον Λάιτνινγκ Χόπκινς. Στα 16 του χρόνια, ο πατέρας του τού αγοράζει μια ηλεκτρική κιθάρα. Ο Τζίμι συμμετέχει σε πολλά τοπικά γκρουπ και τραβά αμέσως την προσοχή με το φανταχτερό και συχνά επιδειξιμανές του στυλ, αλλά και για το γεγονός ότι ως αριστερόχειρας παίζει… με δεξιόχειρη κιθάρα!
Τo 1966 σχηματίζει το δικό του γκρουπ, τους «Jimmy James and the Blues Flames» με έδρα τη Νέα Υόρκη. Την εποχή εκείνη γνωρίζει τον Φρανκ Ζάπα, ο οποίος του μιλά για το κιθαριστικό «πεταλάκι» wah-wah, που μόλις είχε ανακαλυφθεί -εκτός από κιθαριστικό, το εν λόγω πεταλάκι αποδεικνύεται και καθοριστικό για την συνέχεια της καριέρας του. Ο Χέντριξ το ενσωματώνει στον ήχο του, μαζί με την «παραμόρφωση» και το feedback και το κοινό μαγεύεται από τα ηχητικά του κόλπα.
Κάπου εκεί, τον ανακαλύπτει ο Τσας Τσάντλερ, ο πρώην μπασίστας των Animals, που ακολουθεί καριέρα παραγωγού. Τον πείθει να εγκαταλείψει την Αμερική και να εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Γίνεται ο μάνατζέρ του και τον βοηθά να σχηματίσει το γκρουπ «The Jimi Hendrix Experience», με τον Νόελ Ρέντινγκ στο μπάσο και τον Μιτς Μίτσελ στα ντραμς.
Στις 12 Μαΐου 1967 ο Χέντριξ κυκλοφορεί το πρώτο του άλμπουμ, με τίτλο «Are Υou Εxperienced», που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία.Το καλοκαίρι του 1967 επισκέπτεται το περίφημο Φεστιβάλ του Μοντερέι, εκεί όπου ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Πενεμπέικερ τον απαθανάτισε στο θρυλικά τελετουργικό σπάσιμο και κάψιμο της κιθάρας στο φινάλε της παράστασής του, στην ταινία του «Monterey Pop».
Μετά από δυο ακόμη άλμπουμ με τους Experience, και τραγούδια-σταθμούς όπως το «Voodoo Child» και η εκπληκτική διασκευή στο «All along the Watchtower» του Μπομπ Ντίλαν, το 1968 ο μπασίστας Νόελ Ρέντιγκ αποχωρεί από το συγκρότημα, επειδή ήθελε να αφοσιωθεί στην κιθάρα. Αμέσως μετά σχηματίζει τους Gypsy Sun and Rainbows.
Στις 3 Μαΐου του 1969 ο Χέντριξ συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο του Τορόντο για κατοχή ναρκωτικών καθώς στις αποσκευές του βρέθηκαν μικροποσότητες ηρωίνης και χασίς και λίγες εβδομάδες μετά εμφανίστηκε ως πρώτο όνομα στο Φεστιβάλ του Γούντστοκ, τον Αύγουστο, κλέβοντας την παράσταση με την εικονοκλαστική διασκευή του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ, το «Star Spangled Banner».
Οι Gypsy Sun and Rainbows διαλύονται μετά το Γούντστοκ και ο Χέντριξ σχηματίζει ένα νέο τρίο, τους Band of Gypsys, με τον ίδιο στην κιθάρα, τον Μπίλι Κοξ στο μπάσο και τον Μπάντι Μάιλς στα ντραμς. Το γκρουπ κυκλοφόρησε ένα ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ το 1970 με τίτλο το όνομά τους, ωστόσο η αντίστροφη μέτρηση για τον Χέντριξ είχε ήδη αρχίσει…