Κατέφθασα στις πύλες της Πλατείας Νερού ακριβώς πάνω στην αγαπημένη μου φεστιβαλική ώρα, το σούρουπο που ο ήλιος μαλακώνει, κι εκπέμπει πορτοκαλοκόκκινους ιριδισμούς που πλέκονται με τα ουράνια σώματα. Ο κόσμος συνέρρεε από νωρίς και όσο περνούσαν τα λεπτά πύκνωνε, φανερώνοντας πως οι Fontaines DC δεν είναι μια απλή μπάντα που απλά ανοίγει ένα φεστιβάλ, αλλά μια μπάντα με το δικό της κοινό, που πιστεύει σε αυτούς. Από την τελευταία φορά που τους είχα πρωτοδεί στο Death Disco πολλά έχουν αλλάξει, καθώς μεσολάβησαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια και καμπόσες καραντίνες. Αυτό που παρέμεινε σταθερό και απαράλλαχτο, ήταν οι εμμονικές μπρος-πίσω σπασμωδικές διαδρομές του Grian Chatten σαν μια πιο badass εκδοχή του Ian Curtis. Ωμοί και καταιγιστικοί, ξεκίνησαν με το In «In ár gCroíthe go deo» από τον τελευταίο τους δίσκο Skinty Fia, τραγουδώντας «gone is the day, gone is the night», ένα ατμοσφαιρικό κομμάτι που σε οδηγούσε αργά και αποφασιστικά στον θρίαμβο της καταιγίδας που θα ακολουθούσε.

Από το In ár gCroíthe go deo, ακολούθησαν κομμάτια κι από τα τρία άλμπουμ τους. Αφού ξεκίνησαν με τα A Lucid dream και Sha sha sha, συνέχισαν με τα I don’t belong, Televised mind, και συνέχισαν με τα κομμάτια με τα οποία τους γνωρίσαμε και τους αγαπήσαμε, Too real, A hero’s death και το εμβληματικό Boys in the better land, κλείνοντας με το υπέροχο, I Love You.

Η μπάντα έχει μια δυναμική παρουσία που δεν μοιάζει με άλλα σύγχρονα ροκ σχήματα. Κάθε φορά που ο Chatten φώναζε άναρθρα και κοπανούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του, άλλοτε το ντέφι του, κι άλλοτε το μικρόφωνο, κάνοντας χειρονομίες, παρασύροντας το κοινό σε μια αυθάδη χαρά, εκείνο ανταποκρινόταν δεόντως, αποδεικνύοντας ότι η μπάντα έχει πραγματικά εκτιμηθεί στη χώρα μας. Οι Ιρλανδοί αν και στυλιστικά δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, σίγουρα θύμιζαν συμμορία, εμφωλεύοντας το «εδώ και το τώρα» της σκηνής, καθώς πιστεύω ότι αποτελούν ό,τι πιο καινούργιο παίζει στο χώρο. Με την ατίθαση φρεσκάδα τους, μπορούμε ομόφωνα να βροντοφωνάξουμε ότι οι Fontaines DC είναι το Πανκ της εποχής μας.

Με 25 χρόνια, 10 στούντιο άλμπουμ και αμέτρητα EP και κινηματογραφικές δουλειές στο ενεργητικό τους, δεν ήμουν ακριβώς σίγουρη ποια εκδοχή των Mogwai θα βλέπαμε χθες. Ωστόσο, ένα πράγμα είναι σίγουρο για τους Σκωτσέζους post-rockers: όταν μια μπάντα με τόσο εκτεταμένη καριέρα και εντυπωσιακή δισκογραφία έρχεται στην πόλη, η εμπειρία θα είναι σίγουρα συγκλονιστική.

Ήρθαν την κατάλληλη ώρα που η ουράνια διαστροφή πλεκόταν με τα σκοτεινά και εμβατηριακά post-rock ξόρκια τους που έμοιαζαν να αντηχούν κατευθείαν από τις εβένινες σκωτσέζικες λίμνες. To the Bin my Friend, tonight we vacate earth, το εναρκτήριο κομμάτι από το τελευταίο τους άλμπουμ «As the love continues» του 2021 ήταν μια εξωγήινη εμπειρία που σε πετούσε απροειδοποίητα από τη γαλήνη της αρμονίας σε έναν διαγαλαξιακό παγωμένο θόρυβο. Αν και ο τελευταίος τους δίσκος είχε την πρωτοκαθεδρία στην εμφάνισή τους, το συγκρότημα φρόντισε να δώσει στο κοινό και μια γεύση κι από παλιά τους κομμάτια, όπως το «After the flood» που μας κράτησε αποσβολωμένους στη σκηνή.

Σίγουρα οι Mogwai ξέρουν να δίνουν καλά λάιβ, και όποιος πει το αντίθετο είναι απλά προκατειλημμένος με το είδος που παίζουν, ή ίσως απλά δεν μπορεί να αντέξει την απουσία των lyrics. Τα κομμάτια τους κυμαίνονταν μεταξύ πέντε και επτά λεπτών, και σιγά-σιγά χτίζονταν και πύκνωναν ανεβάζοντας το κοινό σε μια άλλη πραγματικότητα, προτού το επαναφέρουν σε σταθερό έδαφος. Αν και δεν είναι ένα συγκρότημα που έχει την τάση να «μιλάει» και πολύ, σχεδόν μετά από κάθε τραγούδι ακολουθούσαν τα εκτεταμένα «ευχαριστώ» του Stuart Braithwaite. Παρόλ’αυτά, οι Mogwai στο φετινό Release απέδειξαν ότι νοιάζονται για τη μουσική περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Το να παρακολουθείς το ταλέντο του Braithwaite καθώς μεταπηδούσε απρόσκοπτα από το μπάσο στην ηλεκτρική κιθάρα – και του πολυοργανίστα Barry Burns να ταλαντεύεται ανάμεσα στα πλήκτρα και στην Gibson – ήταν ένα θέαμα μοναδικό.

Στη συνέχεια ακολούθησε ένας ξέφρενος καταιγισμός κομματιών και η δομή του καθεστηκότος ήχου άρχισε σιγά-σιγά να σβήνει και να επικρατεί ένα θορυβώδες χάος μέσα στον πυκνό καπνό και τα strobο lights που αναβόσβηναν, αποτελώντας έναν θεαματικό τρόπο για να κλείσει μια πραγματικά μαγική εμφάνιση. Ο ήλιος είχε δύσει για τα καλά, αλλά σίγουρα όχι για τους Mogwai στα μουσικά πράγματα, που 25 χρόνια μετά εξακολουθούν να προκαλούν αυτό το ταμπονάρισμα στην καρδιά που συγχρονίζεται με τον βόμβο της δυσοίωνης μουσικής τους, σαν ένα χαρμόλυπο καταφύγιο.

Καθώς νύχτωσε για τα καλά, ο Nick Cave εισέβαλε με φόρα στη σκηνή, σα να ξεχύθηκε από κάποιο σεντούκι από το οποία περίμενε χρόνια να δραπετεύσει. Και μάλλον αυτό ήταν το σεντούκι της καραντίνας. Ευθύς εξαρχής πηδούσε από τη μια μεριά της σκηνής στην άλλη σαν ακρίδα με κοστούμι και παπούτσια Gucci, κάλτσες με χρυσαφί ίνες, κορακί μαλλί χειρουργικά κομμένο, (που όπως πληροφορηθήκαμε του το περιποιήθηκε Έλληνας κομμωτής λίγο πριν το λάιβ). Λικνιζόταν, πόζαρε σε στάσεις σταύρωσης και εξυμνούσε τη δύναμη και τα μυστήρια της αγάπης σαν δαιμονισμένος. Έπιανε σφιχτά τα χέρια του κοινού και μας καλούσε να υποταχτούμε σε μια συλλογική έκσταση.

Ο Αυστραλός συνοδευόταν από τον Waren Ellis – βιολιστή των Dirty Three και βασικό μέλος των Bad Seeds, που σαν μεσαιωνική φιγούρα με τη γενειάδα του Δρυίδη,  κοστούμι και μπότες, καθόταν ακίνητος, καθώς παράλληλα τα χέρια του στριφογυρνούσαν σαν ανεμοστρόβιλοι, άλλοτε στο βιολί, άλλοτε στην κιθάρα κι άλλοτε στα ηλεκτρονικά. Μαζί τους ο Γάλλος πολυοργανίστας Luis Almau. Βέβαια, η απουσία του Blixa ήταν ήταν τόσο εμφανής, που ώθησε κάποιον από το κοινό να φωνάξει: «Where is Blixa?», με τον Cave να απαντά: «ναι, κι εμένα μου λείπει». H αλήθεια είναι ότι και σε μας λείπει πολύ-πολύ.

Ακούσαμε κλασικά τραγούδια όπως τα Tupelo, The Mercy Seat, Red Right Hand, Into My Arms, Jubilee street, αλλά και τραγούδια που προέρχονται από το από το Ghosteen του 2019, αλλά και το Carnage, που ο Cave δημιούργησε μαζί με τον Ellis κατά τη διάρκεια της καραντίνας – στο οποίο ο Cave επιστρέφει -αποσπασματικά ίσως- στον παλιό του εαυτό, περιγράφοντας με έναν γλυκό τρόπο την ανθρώπινη κτηνωδία. Ένας δίσκος μέσα από τον οποίο ο τραγουδιστής σαν μεγάλος τελετάρχης, κομψός μα και σκοτεινός, μας αφηγήθηκε μοναδικές ιστορίες για τον έρωτα, την απώλεια, την μεταφυσική της θλίψης αλλά και την πίστη στην αγάπη. Η σκηνή μεταμορφώθηκε σε μια σπαρακτική κολυμβήθρα μέσα από την οποία ανάβλυζαν τρυφερά και μανιασμένα και, ταυτόχρονα, ανυψωτικά και λυτρωτικά συναισθήματα. Ειδικά καθώς τον παρακολουθούσαμε να εξαγνίζεται ψέλνοντας:  «I’m transforming, I’m vibrating, I’m glowing, I’m flying, Look at me now, I’m flying, Look at me now» στο Jubilee street, με το βιολί του Ellis να πάλλεται υπνωτικά. Ακολούθησε ένα κομμάτι που αφιέρωσε στον εικαστικό φίλο του Στέφανο Ρόκο, το «I need you», που το έπαιξε καθισμένος στο πιάνο τραγουδώντας ότι «τίποτα δεν έχει πραγματικά σημασία όταν αυτός που αγαπάς έχει φύγει». Μετά από αυτό, οι λέξεις «Children», «Cry» και «Breathe», επαναλαμβάνονταν άτακτα, απρόσμενα και μοιραία εμβόλιμα κατά τη διάρκεια της δίωρης τους εμφάνισης, λες και διέτρεχαν τη συναυλία σαν μια αδιόρατη θεματική από την αρχή μέχρι το τέλος της.

Καθώς η εμφάνιση όδευε προς το τέλος της, οι τραγουδιστές που έκαναν τις δεύτερες φωνές, ντυμένοι με πολύχρωμες κελεμπίες προσήλθαν στο μπροστινό μέρος της σκηνής προσθέτοντας ωκεάνιους αναστεναγμούς ενός υπερβατικού γκόσπελ στο «City of refuge», αγκαλιά με τους μαυροντυμένους Cave και Ellis. Όλα συναρμολογούσαν μια ενσάρκωση του Cave ως έναν μέγα θεραπευτή της ψυχής που κήρυσσε την επαναμάγευση του κόσμου, και στο τέλος της συναυλίας, τα μάγια του έπιασαν τόπο. Σου προκαλούσε ρίγος να βλέπεις ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων που αποτελούνταν από μια γενιά, ίσως δύο ή και τρεις σε έναν λυρικό στροβιλισμό να τραγουδάει: «You better run to the city of refuge», κι η συλλογικοποίηση της θλίψης, σίγουρα προκαλούσε μεγάλη χαρά.