Αν γκουγκλάρετε την λέξη «Hallelujah» ή αν την βάλετε στην αναζήτηση του Youtube, το πρώτο αποτέλεσμα που θα σας δώσει δεν θα είναι η εκτέλεσε ή η βερσιόν του συνθέτη του τραγουδιού, του Λέοναρντ Κοέν. Θα είναι εκείνη του Τζεφ Μπάκλεϊ, του (αδικοχαμένου απο πνιγμό) γιου του (επίσης αδικοχαμένου από ηρωίνη) Τιμ Μπάκλεϊ, μια πανέμορφη διασκευή του κομματιού από το 1994, δηλαδή ακριβώς μια δεκαετία μετά την αρχική του σύλληψη.

Το γεγονός αυτό προστίθεται στην, ήδη περίεργη, ιστορία ενός τραγουδιού το οποίο κουβαλάει πάνω του αρκετά παράδοξα μέχρι το σημείο που βρίσκεται σήμερα: να είναι δηλαδή ένα από τα 2-3 πιο αναγνωρίσιμα της μουσικής παρακαταθήκης του καναδού τραγουδοποιού.

Ισως αυτός είναι και ο λόγος που ο μουσικολόγος και συγγραφέας Αλαν Λάιτ έγραψε ένα βιβλίο αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στο συγκεκριμένο τραγούδι. Πάνω στο «The Holy Or the Broken: Leonard Cohen, Jeff Buckley and The Unlikely Ascent of Hallelujah» – το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 2012 – βασίστηκε το νέο ντοκιμαντέρ «Hallelujah: Leonard Cohen, A Journey, A Song» σε σκηνοθεσία και παραγωγή των Ντέινα Γκόλντφιν και Νταν Γκέλερ, που έκανε πρόσφατα την πρεμιέρα του στο φεστιβάλ ταινιών της Tribeca.

«Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο τραγούδι με παρόμοια πορεία σαν αυτή που είχε το “Hallelujah”. Υπάρχουν τραγούδια-ύμνοι, όπως το “Imagine” ή το “Bridge Over Troubled Water”, τραγούδια που έγιναν επιτυχίες αμέσως. Δεν συνέβη όμως έτσι και με το θρυλικό τραγούδι του Κοέν, το οποίο όταν πρωτοκυκλοφόρησε απορρίφθηκε», είπε ο ίδιος ο Λάιτ στην Guardian, όπως αναφέρεται σε εκτενές της κείμενο, το οποίο αναδημοσιεύουν οι Irish Times – το Δουβλίνο ήταν, ανέκαθεν, ένα από τα αγαπημένα μέρη του καναδού τραγουδοποιού.

Είναι ακριβές αυτό που ισχυρίζεται ο Λάιτ. Οταν το συγκεκριμένο τραγούδι γράφτηκε, αγνοήθηκε τελείως -και από όλους. Λες και κανείς να κανείς δεν το «έπιασε». Η δισκογραφική εταιρεία του καλλιτέχνη -και μία άλλη ακόμη, πολύ μετά – το απέρριψαν και ο Κοέν το έπαιζε μόνο περιστασιακά σε συναυλίες.

«Ο Λέοναρντ Κοέν ήταν ένας προφήτης», είπε η Γκόλντφιν, η οποία, μαζί με τον Γκέλερ έχουν χτίσει την καριέρα τους σκηνοθετώντας μεγάλα ντοκιμαντέρ που εστιάζουν στη μουσική -συμπεριλαμβανομένου και αυτού για το Ballets Russes, την πλανόδια ομάδα μπαλέτου που ξεκίνησε να εμφανίζεται στο Παρίσι και γύρισε με περιοδείες όλη την Ευρώπη, τη Βόρεια και Νότια Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα.

«Ο Λέοναρντ ήταν γνωστός για τη γραφή που αντέχει στον χρόνο, αλλά και τον ποιητικό του λόγο που στέκει σε κάθε εποχή», είπε η παραγωγός στον Guardian, προσθέτοντας εμφατικά ότι «ο Κοέν αντιμετώπισε τις βαθύτερες ανθρώπινες ανησυχίες σχετικά με τη λαχτάρα για σύνδεση και τη λαχτάρα για κάποιο είδος ελπίδας και υπέρβασης των δυσκολιών της ζωής».

Και όλα αυτά για ένα τραγούδι που «μπορεί να ακούγεται σαν να έρχεται από τις απαρχές του κόσμου, σαν αρχαίος ύμνος που διασώθηκε στο πέρασμα των αιώνων, γράφτηκε, όμως, το 1983 σε ένα άθλιο, μισοχαλασμένο ηλεκτρικό πιάνο Casio», αναφέρει το ρεπορτάζ.

«Δεν υπάρχει άλλος τραγουδοποιός σαν τον Κοέν», είπε ο Λάιτ, σχετικά με τον Καναδό, επισημαίνοντας με νόημα ότι «η δουλειά του [στην σύνθεση τραγουδιών] δεν μοιάζει με τη δουλειά κανενός άλλου. Και ακούγονται τα τραγούδια του σαν να είναι ριζωμένα στην ποίηση και τη λογοτεχνία -ίσως επειδή σπούδασε πρώτα ποίηση και λογοτεχνία».

Πράγματι, ο Κοέν για το Hallelujah έγραψε αρχικά 180 στίχους –ήταν σαν να γράφει μυθιστόρημα. Και το τραγούδι, με το πέρασμα των ημερών και των μηνών, κάθε φορά που ηχογραφούταν από τον ίδιο τον Κοέν, γινόταν όλο και καλύτερο ερμηνευτικά γιατί η φωνή του, από το πολύ κάπνισμα, γινόταν βαθιά και βραχνή δίνοντας στο άσμα άλλη χροιά, πιο απόκοσμη.

Και το τραγούδι, αυτό καθαυτό, πέρασε μέσα από… χίλια μύρια κύματα μέχρι τελικά να κυκλοφορήσει: αρχικά η Columbia Records και μετά η Decca Records (η δεύτερη ήταν αυτή που κάποτε είχε απορρίψει και το νεοσύστατο συγκρότημα των Beatles) αποφάσισαν ότι το “Hallelujah και το άλμπουμ “Various Positions”, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν, δεν θα είχαν εμπορική επιτυχία και έριξαν «πόρτα» στον Κοέν.Σε ποιον, στον Κοέν. Ας είμαστε σοβαροί, δηλαδή.

«Το τραγούδι κυκλοφόρησε μετά από πολύ καιρό, από μια ανεξάρτητη εταιρεία. Οταν έγινε επιτυχία, ο Κοέν είδε με έκπληξη ότι το δημιούργημά του, που είχε απορριφθεί πολλάκις, έγινε το τραγούδι που αποτέλεσε, στο τέλος, το απόλυτο σήμα κατατεθέν του. Και τότε ήταν που μίλησε αρκετές φορές για το αίσθημα της εκδίκησης ή της δικαίωσης για το πώς αργότερα αναγνωρίστηκε», είπαν στην βρετανική εφημερίδα οι παραγωγοί του ντοκιμαντέρ.

Η έκδοση του Κοέν, πάντως δεν ανέβηκε στα charts του Billboard μέχρι τον θάνατό του το Νοέμβριο του 2016, στα 82 του χρόνια. Και κατόπιν απέκτησε και μια δεύτερη, ακόμη πιο επιτυχημένη ζωή, οφειλόμενη, εν πολλοίς στην διασκευή του Μπάκλεϊ.

Το τραγούδι ακούστηκε και στην ταινία κινουμένων σχεδίων “Shrek”, κατόπιν αμέτρητες φορές στην τηλεόραση και σε ταινίες ενώ το έχουν τραγουδήσει όλοι, από τον Μπομπ Ντίλαν και τον Μπόνο, μέχρι τον Μπον Τζόβι, τον Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, έχουμε επίσης την φοβερή εκτέλεση του Τζον Κέιλ, ενώ πέρσι η γκόσπελ τραγουδίστρια, ηθοποιός και παρουσιάστρια Γιολάντα Ανταμς το επέλεξε για να το τραγουδήσει την Εθνική Ημέρα Μνήμης της Covid στο Lincoln Memorial.

«Το “Hallelujah” έχει χριστιανικά στοιχεία, παρά το γεγονός ότι ο Κοέν ήταν Εβραίος. Η λέξη “Αλληλούια”, που είναι και ο τίτλος του, εμφανίζεται σε πολλές θρησκείες. Ο καθένας που το ακούει μπορεί να το ερμηνεύσει συναισθηματικά, όπως θέλει και έχει ανάγκη. Οι άνθρωποι παίρνουν αυτό που χρειάζονται γι’ αυτό και παίζεται παντού, από γάμους μέχρι κηδείες και γεννήσεις», σημειώνει εμφατικά το δημοσίευμα, καταλήγοντας με νόημα:

«Γιατί “Hallelujah” το είναι κάτι περισσότερο από ένα τραγούδι. Είναι ένα ταξίδι. Και το ντοκιμαντέρ αφορά το δικό του κέντρο, τον δικό του ρόλο και τη θέση του στη ζωή».