Τους «Δυτικογερμανούς» Monks δεν τους γνωρίζει πολύς κόσμος. Αρκετοί μουσικόφιλοι στο άκουσμα του ονόματος νομίζουν ότι πρόκειται για μια βρετανική new wave/pop punk μπάντα του 1979. Ωστόσο, οι Δυτικογερμανοί «Μοναχοί» υπήρξαν δεκαεννέα χρόνια πριν τους Βρετανούς. Ήταν στη πραγματικότητα μια «σαλεμένη» σύμπραξη πέντε νεαρών Αμερικάνων από μια αεροπορική βάση της Δυτικής Γερμανίας που υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στο Γκελνχάουζεν της Φρανκφούρτης.
Σχηματίστηκαν το 1963, αρχικά σαν Τhe Five Torquays, παίζοντας, μάλλον με μετριότητα διασκευές γνωστών fifties rock’ n’ roll κομματιών της εποχής και μερικά δικά τους σε πιο pop ύφος, σε διάφορα μπαρ της περιοχής όπου σύχναζαν αμερικανοί στρατιώτες και γερμανοί νεολαίοι.
Το 1964, με το όνομα Five Torquays, κυκλοφόρησαν μόνοι τους σε 500 κόπιες ένα επτάιντσο με τα κομμάτια “There She Walks” και “Boys Are Boys“. Κάπου εκεί, τελειώνοντας τη θητεία τους, ένας «μάνατζερ ταλέντων» -είδος αεριτζήδων εκμεταλλευτών νέων μουσικών που ευδοκιμούσε εκείνη την εποχή- ονόματι Hans Reich τους “ψήνει” να μείνουν στη Δυτική Γερμανία μετακομίζοντας στη πόλη της Φρανκφούρτης και να συνεχίσουν να παίζουν για τα προς το ζην σε διάφορα «american bars».
Την μπάντα αποτελούσαν οι Gary Burger (σόλο κιθάρα, φωνή), Larry Clark (πλήκτρα), Eddie Shaw (μπάσο) και Dave Day (ρυθμική κιθάρα), ενώ αρχικά τύμπανα έπαιζε ένας Δυτικογερμανός ονόματι Hans. Αργότερα στα ντραμς κάθισε ο Bob Rose, ενώ και πέρασε για λίγο σαν τραγουδιστής ο Zack Zachariah, αμφότεροι στρατιώτες σε αμερικάνικη βάση.
Το 1965 υπογράφουν συμβόλαιο για μια περίοδο εμφανίσεων στο Rio Bar της Στουτγάρδης. Εκεί αρχίζουν να αλλάζουν το στυλ της μουσικής τους και να πειραματίζονται σε ένα περισσότερο avant-garde ύφος, διευρύνοντας τα όρια της μουσικής τους, χρησιμοποιώντας feedback και υψηλής έντασης παραμορφώσεις και χτίζοντας έναν ήχο πιο «πρωτόγονο» και πιο ακατέργαστο.
Η τύχη τους αλλάζει όταν σε μία από αυτές τις εμφανίσεις τους βλέπει μία ομάδα ανοιχτόμυαλων φοιτητών-μάνατζερ, την οποία αποτελούν οι Carl Remy, Walter Niemann, Gunther και Kiki Neumann. Τους προτείνουν να αλλάξουν το στυλ τους εμφανισιακά. Τους ντύνουν όλους στα μαύρα με ένα κορδόνι στο λαιμό αντί για γραβάτα και τους ξυρίζουν το κρανίο κατά την συνήθεια των καπουτσίνων μοναχών της καθολικής εκκλησίας, αλλάζοντας το όνομά τους σε Monks. Αλλά, το κυριότερο, τους αλλάζουν τη μουσική.
Αντί για τα rock’ n’ roll χιτάκια που έπαιζαν οι Five Torquays, από δω και πέρα οι Monks θα έπαιζαν κομμάτια δικής τους πρωτόγνωρης ιδιοσυγκρασίας και αισθητικής, αγγίζοντας τα όρια του Dada. Η μουσική τους έγινε σκληρή, ρυθμική και μονότονη. Η νεολαία ξετρελάθηκε. Με παρότρυνση των νέων φίλων τους οι Monks πειραματίζονται ακόμα περισσότερο με τον ήχο τους, με νέα όργανα και ηχητικό εξοπλισμό, χρησιμοποιώντας ένα Maestro fuzz box και ένα wah-wah pedal στη κιθάρα, ένα floor tom και ένα six-string banjo, ενώ το μπάσο έπαιζε έχοντας σαν βάση μονότονους country ρυθμούς.
Τον Σεπτέμβριο του 1965 υπέγραψαν συμβόλαιο με τη Polydor Records προκειμένου να παίξουν στο Top Ten, ένα κλαμπ του Αμβούργου όπου τρία χρόνια νωρίτερα είχαν εμφανιστεί οι Beatles. Η επιτυχία λόγω της μουσικής αλλά και λόγω της αντισυμβατικής -στα όρια του punk, όπως το γνωρίσαμε αργότερα- εικόνας τους είναι άμεση.
Η ιστορική μουσική αξία των Monks έγκειται στο ότι κυκλοφόρησαν έναν και μοναδικό δίσκο, ο οποίος υπήρξε πρωτοποριακός για την εποχή του. Τον Μάιο του 1966 ηχογραφούν και κυκλοφορούν στην Polydor το “Black Monk Time“. Ο δίσκος αυτός αποτελεί ένα από τα τρομακτικότερα ηλεκτρισμένα freak-out άλμπουμ στην ιστορία του rock’ n’ roll. Έχει τις ρίζες του στις αρχές της δεκαετίας του ’60, με αλλόκοτα φωνητικά που θυμίζουν την Doris Day ή τους Four Seasons και με αρχαϊκούς τίτλους όπως “Drunken Maria”, “Higgle-Dy-Piggle-Dy” και “Blast Off!”.
Αλλά οι τίτλοι αυτοί, μέσα στην κοινοτοπία τους, προσκρούουν στην αληθινά underground διαστροφή των συνθέσεων. Στο “I Hate You”, υψίσυχνες φάλτσες στριγκλιές τραγουδούν για την χαμένη αγάπη, δεύτερα φωνητικά υπερ-σίγουρων κολεγιόπαιδων ψέγουν τον τραγουδιστή για την αδυναμία του, ενώ από πίσω ακούγεται μια ηχητική συνοδεία τόσο παρανοϊκή και έντονη, που όμοιά της δε θα μπορούσε να βρεθεί σε κανένα αγγλικό συγκρότημα. Μόνο κάποια b-sides αμερικάνικων garage συγκροτημάτων από τα μέσα του ’60 θα μπορούσαν να συγκριθούν με τον ήχο των Monks, αλλά ακόμα κι αυτά έπρεπε πρώτα απ’ όλα να σκεφτούν την εμπορική τους απήχηση. Κανένας απολύτως δεν είχε κατορθώσει να δημιουργήσει έναν ολόκληρο δίσκο αντίστοιχης παρακμής και σαπίλας.
Το “Black Monk Time” είναι ένα διαμάντι που αναδύθηκε μέσα σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης και βαθειάς επίγνωσης του τρομακτικού γεγονότος ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό που έχεις να πεις. Και οι Monks εκμεταλλεύτηκαν καλλιτεχνικά στο έπακρο την τυχερή και άτυχη θέση τους ως αμερικάνοι rockers σε μια χώρα που ήταν διψασμένη για rock’ n’ roll. Έγραψαν τραγούδια που αν γράφονταν στις ΗΠΑ θα είχαν μακελευτεί ανελέητα από παραγωγούς και δισκογραφικές. Στη Δυτική Γερμανία, όμως, κανείς δεν τους ανάγκασε να “καθαρίσουν” τον ήχο τους, όπως αναγκάστηκαν να κάνουν οι Beatles και πολλοί άλλοι στην πατρίδα τους.
Κάθε στίχος τους εξαπολύεται με την περιφρόνηση που αρμόζει στην επίγνωση ότι τα τραγούδια σου δε θα ακουστούν παρά μόνο σαν υπόκρουση σε κάποιο άγριο μεθυσμένο σαββατόβραδο. Ωστόσο, παρά την απουσία της επιθυμίας για κάποιο νόημα από την πλευρά των ακροατών, οι Monks παράχωσαν στη μουσική τους όσο περισσότερο νόημα μπορούσαν. Στο “Monk Time”, το εναρκτήριο τραγούδι του δίσκου, ο τραγουδιστής Gary Burger συστήνει ένα-ένα τα μέλη του συγκροτήματος και κατόπιν επιδίδεται σε μια βίαιη πολιτική διατριβή:
«We don’t like the army
What army? Who cares what army?
Why do you kill all those kids in Vietnam?
We don’t like the atomic bomb
Stop it, stop it
I don’t like it.»
Ένα στοιχείο εξαιρετικής σημασίας, είναι η αλλόκοτη ικανότητα των Monks να μεταπηδούν από το ένα στυλ στο άλλο, σε μια εποχή που στην Αγγλία και την Αμερική κάτι τέτοιο θεωρείτο ειδεχθές μουσικό έγκλημα.
Το 1964, κανένα beat συγκρότημα δεν έπαιζε ξεπερασμένους jungle ρυθμούς. Το 1965 το merseybeat ήταν ήδη απαρχαιωμένο, το doo-wop προϊστορικό, ενώ το folk-rock ήταν ήδη ενός έτους -δηλαδή παλιατζούρα. Το ίδιο συνέβαινε και στην pop μουσική. Όταν ο Paul Rothchild έκανε την παραγωγή στον πρώτο δίσκο των Doors, είχε απαγορεύσει στους μουσικούς να χρησιμοποιήσουν πετάλια για να παραμορφώσουν τον ήχο τους. Δεν ήθελε να συμπεριλάβει στον δίσκο τέτοια κόλπα που σε 18 μήνες θα θεωρούνταν ξεπερασμένα. Ήταν μια σχεδόν υποχόνδρια προσέγγιση αλλά πέτυχε. Έκανε τη μουσική των Doors διαχρονική.
Ωστόσο, η μουσική των Monks είναι εξίσου διαχρονική ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί όλα τα αντίστοιχα “κόλπα”. Με τους δείκτες μονίμως στο κόκκινο, οι Monks έγιναν πρωτοποριακοί επειδή υιοθέτησαν όλα τα στοιχεία από όλες τις περιόδους και κατάφεραν να τα συμφιλιώσουν μέσα από μια περιφρόνηση κάθε σοβαρής μεθόδου σύνθεσης και ενορχήστρωσης.
Οι Monks γεννήθηκαν μέσα σε παρανοϊκά κλαμπ και το χάος τους αναπνέει μέσα από κάθε πόρο της μουσικής τους. Η παράνοια των κιθαριστικών πολυβόλων και το κροτάλισμα των πρωτόγονων τυμπάνων, δημιούργησε μια σαγηνευτική μανία.
Και αυτό είναι Punk.