Ήταν ένα πολύ έντονο δεκαήμερο αυτό που μας πέρασε για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.

Μετά από 3 συνεχόμενες (την περασμένη εβδομάδα) + 1 (την Δευτέρα) απολύτως πακτωμένες συναυλίες στο Κατράκειο Θέατρο της Νίκαιας, αυτό που αποδείχτηκε ήταν το εύλογο και το πασιφανές: ο Θανάσης είχε λέιψει από τον κόσμο, από το κοινό του, το παλιό και το νέο, εμάς που τον ακολουθούμε από την εποχή του – προ 22ετίας – «Βραχνού Προφήτη», αλλά και τους καινούργιους, τους πιτσιρικάδες που ανακαλύπτουν τώρα την μουσική και τις συναυλίες του, γεμάτες διονυσιασμό, χορό, τραγούδι, κοινωνική περισυλλογή, καλώς εννοούμενο ακτιβισμό και καπνογόνα.

Πολλά καπνογόνα – μόνο που ο Θανάσης δεν είναι Μπρούς Ντίκινσον να τα παρατήσει στην πορεία ή να χάσει το μέτρο. Θα συνεχίσει μέχρι να σωθεί το προσωπικό του ρεπερτόριο και να αρχίσει να τραγουδάει διασκευές σε Iron Maiden.

Ο Θανάσης «τρέφεται» από τα καπνογόνα και τον διονυσιασμό – το είδα στα μάτια του όντας στην πρώτη σειρά του Κατρακείου την προπερασμένη Τρίτη: ζούσε για να βλέπει όλο αυτό το λεφούσι των ανθρώπων να χορεύει σαν στροβιλιζόμενος δερβίσης (επί 1.000; επί 10.000; ποιος ξέρει; και ποιος μετράει κιόλας;)

Και προχθές το μεσημέρι, γνωρίζοντας ότι είχε δώσει και την τελευταία του συναυλία στο Κατράκειο, την Δευτέρα το βράδυ, και θα έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής στην Λάρισα, προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του στο κινητό του τηλέφωνο.

Και να πάρω τις εντυπώσεις του από όλο αυτό το πανηγύρι που μεσολάβησε, σαν μια χύτρα ταχύτητας που είχε μείνει για πολύ καιρό κλεισμένη και ξαφνικά, με το που εμφανίστηκε ο Θανάσης στην Αθήνα, ξαφνικά η χύτρα αυτή, αυτή η συσκευή που περιείχε πεπιεσμένο κοινωνικό αέρα τριετίας, άξαφνα εκτονώθηκε: το καπάκι της άνοιξε για λίγο, ο άερας έφυγε και μια (απαιτούμενη) έκλυση δημιουργικής ενέργειας έλαβε χώρα.

«Με πετυχαίνεις στο τρένο του γυρισμού, είναι εύκολο να τα πούμε αύριο κάποια στιγμή;», μού είπε πολύ ευγενικά, αλλά εμφανώς κουρασμένος, όχι τόσο σωματικά, όσο ψυχολογικά, αφού όλο αυτό το συναυλιακό «πάρε-δώσε» δεν είναι εύκολο για κανέναν, πόσω δε μάλλον για έναν μουσικό προφήτη με… δυνητικούς πολύποδες στις φωνητικές του χορδές.

Εννοείται ότι συγκατάνευσα – για τον Θανάση μιλάμε, άλλωστε. Και μιλήσαμε ξανά την Τετάρτη το βράδυ, υπό πολύ ευνοϊκότερες, για τον ίδιο συνθήκες, με έναν Παπακωνσταντίνου ξεκούραστο και απείρως πιο ομιλητικό.

«Ζώντας την οικονομική καχεξία και τον κορονοϊό και κάτω από τη μπότα του ακροδεξιού νεοφιλελευθερισμού, όλοι μας έχουμε φτάσει στην απελπισία», μού λέει ξεκάθαρα χωρίς να μασάει τα λόγια του.

«Το άτομο νιώθει όλο και πιο αδύναμο, και τόσο συρρικνωμένο, που σε λίγο “θα το πατάνε τα πόδια του τα ίδια”. Δεν υπάρχει πια καμία χαρά στην ατομικότητα», μου επισημαίνει στην συνέχεια ο Θανάσης, και κατόπιν σπεύδει να μου περιγράψει τα συναισθήματά του ως προς τον περιλάλητο διονυσιασμό των συναυλιών του (ο οποίος φυσικά πλέον, υπό την πολιτική αυτή “μπότα” που περιγράφει ο ίδιος, είναι ακόμη πιο έντονος):

«Και παλιότερα – αλλά πολύ περισσότερο τώρα – αντιλαμβάνομαι ότι αρκετοί από αυτούς που έρχονται στις συναυλίες μας, εκτός από την αισθητική ικανοποίηση, θέλουν να βιώσουν αυτό που, πολύ εύστοχα, ένας φίλος ονόμασε “ριζοσπαστική χαρά”», μου λέει ο πάντα οξυδερκής τραγουδοποιός και συνεχίζει εμφατικά:

«Όσοι – κυρίως η σθεναρή νεότητα – δεν αποδέχονται αυτή την κατάσταση, όλοι αυτοί συγκεντρώνονται στις συναυλίες αυτές για να βιώσουν τη χαμένη συντροφικότητα, να χαμογελάσουν στους διπλανούς τους που τους είναι, τυπικά, άγνωστοι, μα τα χείλη τους τραγουδάνε τα ίδια λόγια».

Αναρωτιέμαι ειλικρινά αν υπάρχει ελπίδα μέσα σε αυτόν τον ακροδεξιό, νεοφιλελεύθερο ζόφο που περιγράφει ο ίδιος και η κατακλείδα του είναι όλο νόημα: «Εκεί θέλουν να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι και αδύναμοι και ότι θα έρθουν καλύτερες ημέρες και νύχτες».

Είναι εμφανές ότι ο Θανάσης είναι κουρασμένος. Τον ευχαριστώ για τα λίγα λόγια που ανταλλάξαμε τόσο εγκάρδια και τον αφήνω να ξεκουραστεί, καληνυχτώντας τον με την ελπίδα και την ευχή ότι, τουλάχιστον, «οι νέες εποχές δεν μάς κάνουνε να μοιάζουμε με κρετίνους».

Και μετά πηγαίνω να παρακολουθήσω ξανά ένα βίντεο από τις πρόσφατες συναυλίες του στο Κατράκειο, στο σημείο που μιλάει για την υπόθεση Λιγνάδη και την ελληνική δικαιοσύνη:

Λίγο μετά αφού σηκώθηκε ένα πανό μέσα ατο κοινό που ανέγραφε «ΕΙΝΑΙ ΒΙΑΣΤΗΣ» και ο ίδιος ο Θανάσης έκατσε σε ένα σκαμπό μπροστά μπροστά στη σκηνή, μιλώντας για την επίμαχη υπόθεση:

«Προτιμώ να πω εγώ ο ίδιος κάποια πράγματα και να πάρω και την ευθύνη αυτών που λέω. Πράγματι αυτό που συμβαίνει είναι τραγικό. Το χειρότερο πράγμα που μας συμβαίνει, πέρα από το ότι έχουμε ένα καθεστώς που μας πατάει κάτω, ή που να νιώθουμε ότι πατάμε οι ίδιοι τον εαυτό μας με τα πόδια μας, είναι ότι η Δικαιοσύνη πέρα από ταξική που ήταν πάντα κατά την γνώμη μου, είναι πλέον και τοξική, βαριά τοξική αν και υπάρχουν εξαιρέσεις», είπε αρχικά.

Και πρόσθεσε: «Υπήρχαν περιπτώσεις στο παρελθόν που πραγματικά κάποιοι δικαστές ήταν, κατά τη γνώμη μου, το πιο προοδευτικό κομμάτι του ελληνικού λαού. Ας πούμε, κάποια στιγμή το 5ο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ήταν συνεχώς πολιορκημένο από νόμους που έρχονταν να καταστρέψουν το περιβάλλον – και αυτοί κράτησαν πολύ δυνατή και προοδευτική στάση απέναντι σε όλη αυτή τη λαίλαπα. Ρώτησα μία φίλη μου που ήταν δικαστικός, πώς γίνεται αυτοί να κρατάνε μία τέτοια στάση και μου είπε πως οι περισσότεροι από αυτούς που ήταν τότε στο 5ο τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας είχαν σπουδάσει στη Γαλλία και ήταν μέσα στο Μάη του ’68».

Και καταλήγει ο ίδιος με νόημα: «Υπάρχει τώρα μία μεγάλη τοξικότητα και βλέπουμε συστημικούς τύπους σαν τον Λιγνάδη, σαν τον τύπο που σκότωσε τον Ζακ [σ.σ: Κωστόπουλο], σαν τον Κορκονέα, να πέφτουν στα πούπουλα, κατά κάποιον τρόπο και βλέπουμε και αντισυστημικούς φτωχοδιάβολους σαν τον Μιχαηλίδη, σαν τον Καλαΐτζή και ακόμα άλλους, μετανάστες, πρόσφυγες, που επειδή δεν υπάρχουν κοινωνικές ομάδες να τους υποστηρίξουν, υφίστανται την κρατική καταστολή, της Δικαιοσύνης, όχι τον ήλιο τον νοητό που περιμένουμε, τον ήλιο τον ανόητο, που υπάρχει αυτή τη στιγμή».