Αθήνα, πρώτη μέρα ανακοίνωσης της ευρωπαϊκής περιοδείας των Rolling Stones. Μιλάμε με την Α.-με διάφορες άλαλες κραυγές ενθουσιασμού- να παρεμβαίνουν στη συζήτηση, διαλέγουμε ημερομηνία και μέρος και ξεκινάει μία αντίστροφη μέτρηση για την προσγείωση στο Hyde Park.
Notting Hill, ημέρα της συναυλίας. Ολόκληρη η γειτονιά που μένουμε, είναι στο ίδιο κλίμα. Κυκλοφορούν τριγύρω άνθρωποι όλων των ηλικιών με τη rolling γλώσσα στις μπλούζες, στα καφέ μας ρωτούν αν ήρθαμε για το live, περαστικοί με bluetooth ακουστικά δίνουν ραντεβού με τους φίλους τους γύρω από τη σκηνή, αυτοκίνητα και τuk tuk έχουν στα ηχεία τραγούδια τους και το μαγαζί με το επίσημο merch στην Carnaby χάνει το μέτρημα των πελατών που σχηματίζουν όλη μέρα μία ατελείωτη ουρά. Το Λονδίνο μπορεί να έχει συνηθίσει τις αφίξεις τραγουδιστών και μουσικών τεραστίων διαστάσεων αλλά δεν θα σταματήσει ποτέ να κινείται στον ρυθμό τους σαν να είναι η πρώτη φορά.
Είναι ένα τριήμερο που οι αγγλικές σκηνές μάς έχουν όλους πολλά μέτρα πάνω από το έδαφος φτιάχνοντας ένα άλλο σύμπαν όπου η μουσική σώζει τον πλανήτη. Και σε μία ωραία συμπαντική συγκυρία, την ίδια μέρα με τους Rolling Stones στο Hyde Park (την προηγούμενη ήταν ο Elton John), τρεις ώρες μακριά, ο Paul McCartney είναι headliner στο Glastonbury, κάτι που φυσικά σχολιάστηκε με μεγάλη συγκίνηση από τον Jagger και πρόσθεσε αστειευόμενος αναφέροντας και τον Elton, πως αυτό το τριήμερο παίζουν στη χώρα όλα τα νέα παιδιά. Και για την παρένθεση, πάντα θεωρούσα εντελώς άτοπη αυτή την αέναη σύγκριση των δύο συγκροτημάτων γιατί δεν είναι νικητής όποιος τα κάνει όλα τέλεια και βάζει τις βάσεις στα βιβλίας της ιστορίας. Αλλά εκείνος που θα σε κάνει να μην μπορείς να εκλογικεύσεις τα συναισθήματα που σου προκαλεί η μουσική και η φωνή του. Άλλωστε όσοι αγαπάμε, λατρεύουν τα λάθη και τη γοητεία της παρορμητικότητας.
Σύμφωνα με τις ώρες εμφάνισης, οι Rolling Stones βγαίνουν στις 20:05 και έχουν support τους War on Drugs, Phoebe Bridges, Vista Kicks, JJ Rosa, Kelly McGrath και το Hyde Park έχει αρχίσει και γεμίζει από πάρα πολύ νωρίς. «Πήγα από τις 8:30 το πρωί για να είμαι στο κάγκελο», θα μου πει η κυρία στο διπλανό κάθισμα του αεροπλάνου της επιστροφής. Φτάνουμε το απόγευμα μετά από μία μεγάλη βόλτα και και επικρατεί μία διάχυτη ευφορία που συναντάς σπάνια σε συναυλίες. Νιώθεις ότι έχουμε συγχρονιστεί όλοι να φτιάξουμε μία ανάμνηση που θα την αφηγούμαστε συνεχώς όταν η ζωή θα μας κάνει χαλκομανία στα ρεαλιστικά πατώματα. Πανό και σημαίες από διάφορες χώρες, μεταξύ τους και μια ελληνική, κυκλοφορούν ανάμεσα στο πλήθος και έχουν αλλάξει ταχύτητες οι παλμοί. Είτε είσαι μέσα στο Hyde Park είτε έξω, υπάρχει ζωντανή σύνδεση με όλα αφού στο τεράστιο video wall που περικυκλώνει όλη τη σκηνή, δείχνει διάφορα σημεία του χώρου και όσους κυκλοφορούν εκείνη τη στιγμή.
Ξεκινούν οι πάρα πολύ καλοί War on drugs, οι οποίοι βγήκαν τελευταίοι από τα support acts (και οι μοναδικοί που προλάβαμε ολόκληρους) και μας παίρνουν μαζί σε ένα road trip θυμίζοντας 60’s εποχή. Νοσταλγικοί και ατμοσφαιρικοί έκαναν μiα ωραία προθέρμανση για την εκτόξευση που μας περίμενε μετά.
Λίγο μετά τις 20:00, μετά από ένα αφιέρωμα στον Charlie Watts που είχε αποσπάσματα από διάφορες στιγμές του, βγαίνουν οι Rolling Stones με το Street Fighting Man και ξεχνάμε τα πάντα. Δημιουργείται μία νοητή, αλεξίσφαιρη φούσκα και σκορπίζεται διάχυτη η ευτυχία σε όλους μας ταρακουνώντας σε γρήγορη κίνηση τα κορμιά μας, όπως ακριβώς συμβαίνει τη στιγμή που οι σούπερ ήρωες αποκτούν τις υπερδυνάμεις τους. Ένας Mick Jagger από κάποιον άλλο πλανήτη, τρέχει, γελάει και χορεύει στη σκηνή με τον άψογο ήχο και το μεγάλο διάδρομο μπροστά της εξαφανίζοντας από παντού τα 78 του χρόνια και υπενθυμίζοντας πως είναι μια μπάντα που όσο και να την αναλύσεις, καταλήγεις πως ξέρει καλύτερα από τον καθένα τον τρόπο να σου σκάει τη χαρά κατακούτελα.
Έχουν έρθει με μεγάλη όρεξη, μία έξτρα συναισθηματική φόρτιση γιατί θυμήθηκαν πως έπαιξαν για πρώτη φορά σ’ αυτή την πόλη, λίγα μέτρα μακριά στο κλαμπ Marquee τον Ιούλιο του 1962 και με μία διάθεση να αποθεώσουμε το χάρισμα τους να γιορτάζουν τη ζωή χωρίς το κόμπλεξ και τη σοβαροφάνεια των «μεγάλων» καλλιτεχνών. Όσο προχωράει το live και τους έχουμε σε πάρα πολύ κοντινή απόσταση (είμαστε groupies πώς να το κρύψουμε) συνειδητοποιούμε πόσο έχει μεταμορφωθεί το κοινό. Είμαστε όλοι με ένα μόνιμο χαμόγελο και με βουρκωμένα μάτια γιατί πολύ απλά αυτό που περιμέναμε είναι ακόμα πιο αληθινό και καλύτερο από κάθε πιθανό σενάριο.
Όλο το setlist είναι φουλαρισμένο με μεγάλες επιτυχίες τους, εκπλήξεις όπως το πανηγυρικό Out of Time, που σχεδόν σε όλο το τραγούδι το μικρόφωνο είναι σ’ εμάς και με διαφορετικές εκτελέσεις κομματιών τους, όπως εκείνη του Midnight Rambler, που δίνει στα blues μία άλλη διάσταση και ξεχνάει την κανονική του διάρκεια. Όμως δεν σε νοιάζει αν δεν πουν κάποιο αγαπημένο σου τραγούδι (Loving Cup) ή κάποιο outsider και λιγότερο εμπορικό γιατί σ’ αυτή τη φιέστα των 60 χρόνων τους, ο σκοπός είναι να φωνάζεις αγκαλιά με τους αγαπημένους σου εκείνα τα ρεφρέν και τα κουπλέ που έχουν γίνει soundtrack σε πολλές στιγμές σου και να απολαμβάνεις αυτή την ξέφρενη βόλτα στις δεκαετίες της επαναστατικής νιότης τους, η οποία δεν έχει ημερομηνία λήξης.
Κι ας τα έχεις ακούσει χιλιάδες φορές στα ραδιόφωνα και σε playlists. Το μόνο που έχει σημασία εδώ είναι αυτή η ανεξάντλητη δόση ευφορίας όταν ακόμα και μετά το τέλος της συναυλίας, βγαίνοντας προς την έξοδο, τραγουδάμε δυνατά με αγνώστους το Sympathy for the devil μέχρι να φτάσουμε στο δρόμο.
Για δύο ώρες και κάτι, δεν φρέναραν ποτέ την απογείωση και έδωσαν μαθήματα γνήσιου entertainment. 19th Nervous Breakdown, Start me up, Gimme Shelter με τη συνοδεία ενός ανατριχιαστικού βίντεο από τα συντρίμμια του πολέμου, Υou can’t always get what you want, πάνε αυτή την πτήση σε όλο και μεγαλύτερο ύψος και ο Jagger δεν χάνει ποτέ την ενέργεια και το χιούμορ του. Ακόμα κι όταν δεν τραγουδάει, ζει τα πάντα πάνω στη σκηνή, αυτοσαρκάζεται και σε παρασύρει στην τρέλα του του ενώ παράλληλα αναρωτιέσαι πώς καταφέρνει να παραμένει ακόμα και τώρα, ένας από τους πιο σέξι frontmen της γης. Τις στιγμές που πλησιάζουν το κοινό με τον Wood και τον Keithards δεν σταματoύν να γελάνε και να τρολάρουν ο ένας στον άλλον σαν να μας έχουν καλέσει σπίτι τους.
Παράλληλα, οι διπλανοί μας, έχουν γεφυρώσει όλα τα ηλικιακά χάσματα, αντιμετωπίζουν κάθε στίχο και νότα με την ίδια πώρωση, αφήνουν κινητά για να πηδήξουν όλοι όσο πιο ψηλά γίνεται και ακόμα κι όταν αρχίζει να βρέχει λίγο, δεν πτοείται κανείς.
Λίγο πριν το κανονικό φινάλε και το encore, μία ξαφνική αγκαλιά του Mick με τον Keith έκανε όλο το sold out Hyde να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα και κλάματα και επιβεβαίωσε ότι η δική τους τους αυθεντική ροκ συνταγή βασίζεται σε όλα αυτά που μας κάνουν να ερχόμαστε πιο κοντά χωρίς να χωρούν σε κατηγορίες και στο να γουστάρουμε τη λάθος πλευρά μας ό,τι κι αν συμβαίνει.
Την επόμενη μέρα, μας τύλιξε ένα από τα καλύτερα συναυλιακά hangover αφού κάθε άλλο θέμα συζήτησης πέρα από όσα αισθανθήκαμε στο Hyde Park, χανόταν. Επικρατούσε ένας απόλυτος αποσυντονισμός και ένα επαναλαμβανόμενο «Τι ζήσαμε ρε». Υπερβολή; Δεν πειράζει, ας μη γειωθεί ποτέ για να γίνει ένα ψύχραιμο review αλλά μια ωδή στον ορισμό της άφιλτρης ζωντάνιας και στα αυθόρμητα ευχαριστώ σε εκείνους που βιώνουμε παρέα, εμπειρίες ζωής.
Μόλις προσγειωθήκαμε στην Ελλάδα, συνάντησα φίλους που γύριζαν από ένα punkάδικο μουσικό φεστιβάλ στην Ολλανδία και μόλις αρχίσαμε να λέμε ο καθένας εντυπώσεις από όλα αυτά που συνέβησαν, τα ευτράπελα που αντιμετωπίσαμε με γέλια γιατί ήμασταν μαζί με τους σωστούς ανθρώπους και πόσα βάρη έφυγαν απο πάνω μας από το πρώτο riff, είπαμε ταυτόχρονα πως έτσι πρέπει να είναι η πραγματικότητα μας: Γεμάτη μουσική, αγαπησιάρικα ξαφνιάσματα και πτήσεις στην αβίαστη ευτυχία.