O Nick Cave έχει μια στενή σχέση και σύνδεση με τους Jethro Tull. Ορατή τε και αόρατη. Εν μέρει γνωστή και εν μέρει άγνωστη.
Ο Cave είναι τεράστιος, μεγάλος οπαδός των Jethro Tull: μην κοιτάτε το βαρύ πανκ παρελθόν του.
Ισα ίσα, ο Cave μεγάλωσε με τους δίσκους των Jethro Tull και για το λόγο αυτό ονόμασε και έναν από τους γιους του «Jethro» προς τιμήν του συγκροτήματος.
Κατά μαρτυρίες, ο Cave διαθέτει την πλήρη δισκογραφία του βρετανικού συγκροτήματος σε όλα τα μουσικά format, ενώ η… μούρλια του με την μπάντα πάει ακόμη πιο μακριά.
Το συγκρότημά του, οι Grinderman, συχνά πυκνά «τζάμαραν» στο στούντιο με το «Locomotive Breath».
Επίσης, τελευταίο και πολύ ενδεικτικό, κατόπιν αιτήματος του Cave, ο ίδιος ο ηγέτης των Jethro Tull, ο Ian Anderson τού απένειμε το βραβείο του άλμπουμ της χρονιάς στα βραβεία MOJO το 2008.
Και πως να μην συνέβαινε αυτό, όταν ο σήμερα 76χρονος Ιαν Αντερσον έχει αποδειχτεί ως ένας από τους ικανότερους μουσικούς «μηχανοδηγούς» όλων των εποχών;
Μα, ειλικρινά, μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει αυτό, μετά από 57 συναπτά έτη πίσω από το τιμόνι της μουσικής λοκομοτίβας που ακούει στο όνομα «Jethro Tull»;
Τούς σχημάτισε, φοιτητής ων, στα τέλη του 1967 και έχουμε 2024 και ο Σκωτσέζος, εκτός του χόμπι της εκτροφής σολομών στην φάρμα του, στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Ντανφέρμλιν, το μόνο που κάνει είναι να συνεχίζει να βγάζει το ίδιο εκείνο φλάουτο από την θήκη του, να το κουρδίζει και να ηχογραφεί ακόμη ένα άλμπουμ – έχει συνολικά 23 – υπό το όνομα ενός εκ των πρωτοπόρων της βρετανικής αγροτικής επανάστασης κατά τον 18ο αιώνα.
To 1700 ο Tull εφηύρε την ιππήλατη σπαρτική μηχανή, η οποία βοηθούσε τους αγρότες να φυτέψουν τους σπόρους σε τακτοποιημένες σειρές. Αργότερα, κατασκεύασε την ιππήλατη σκαπάνη, που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από γαιοκτήμονες και βοήθησε αποφασιστικά τη σύγχρονη γεωργία. Είχε την τύχη και αναγνωρίστηκε ως ένας καινοτόμος «επαναστάτης της αγροτικής παραγωγής» προτού φύγει από τη ζωή το 1741.
Κάνουμε ένα fast forward 226 χρόνια και φτάνουμε στον Δεκέμβρη του 1967, όταν όλη η Βρετανία τελεί υπό τις παραισθησιογόνες επιδράσεις του «Καλοκαιριού της Αγάπης» και των άλμπουμ των Beatles και των Rolling Stones.
Τότε ήταν που το φοιτητικό, επταμελές συγκρότημα του Άντερσον, οι John Evan Band, μετακόμισε από το Μπλάκπουλ στο Λούτον. Μετά από λίγο, τα περισσότερα μέλη του επταμελούς σχήματος αποχώρησαν μέσα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και μουσικής ανυποληψίας, αφήνοντας μόνο τον Άντερσον και τον μπασίστα Γκλεν Κόρνικ, μέχρι που οι Jethro Tull σχηματίστηκαν και επισήμως μέσα σε εκείνες τις επόμενες εβδομάδες, μετά την προσθήκη του κιθαρίστα Μικ Άμπρααμς και του ντράμερ Κλάιβ Μπάνκερ.
Λίγο μετά, στα τέλη του Γενάρη του ’68, υπέγραψαν συμβόλαιο με την εταιρεία Chrysalis και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους single με τίτλο «Sunshine Day» στις 16 Φεβρουαρίου 1968. Μάλιστα, η εταιρεία τους έγραψε λάθος το όνομά τους, αποδίδοντας το τραγούδι στους «Jethro Toe»!
Το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο «This Was» κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1968 ανεβαίνοντας στο # 10 των βρετανικών charts. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ο Άμπρααμς αποχώρησε από το συγκρότημα λόγω έντονων διαφωνιών που είχε με τον Άντερσον, σχηματίζοντας τους Blodwyn Pig.
O Aμπρααμς ήθελε οι Jethro Tull να ακολουθήσουν την blues οδό, αλλά δυστυχώς για τον ίδιο, πέτυχε τον Αντερσον σε μια κομβική χρονική συγκυρία: μετά από μια επίσκεψη του Αντερσον στο λονδρέζικο κλαμπ Marquee για να παρακολουθήσει τους King Crimson και τους Yes, αυτοστιγμεί «μυήθηκε» στο progressive rock και τελικά επιβλήθηκε η άποψη του Ιαν που ήθελε να αναμείξει την prog με τη φολκ μουσική.
Αντικαταστάθηκε για ένα διάστημα τριών εβδομάδων από το μέλος των Earth και μετέπειτα ηγετικό κιθαρίστα των Black Sabbath, Τόνι Αϊόμι, με τον οποίο στη σύνθεση τους πραγματοποίησαν μία εμφάνιση στο «The Rolling Stones Rock and Roll Circus», το Δεκέμβριο του 1968.
Μετά από ένα μικρό διάστημα με τον κιθαρίστα Ντέιβιντ Ο’Λιστ που μόλις είχε φύγει από τους Nice, οριστικός αντικαταστάτης του Άμπρααμς έγινε ο Μάρτιν Μπαρ [Martin Barre], κιθαρίστας των άγνωστων Gethsemane, οι οποίοι είχαν ανοίξει κάποιες συναυλίες των Jethro Tull. Και ο Μπαρ κατέληξε να είναι, μαζί με τον Αντερσον, το μέλος της μπάντας με τα περισσότερα χρόνια εντός αυτής: συνολικά 44.
To 1970 προστέθηκε στη σύνθεση του συγκροτήματος ο κιμπορντίστας Τζον Έβαν, με τον οποίο κυκλοφόρησαν το δίσκο «Benefit». Στα τέλη του 1970, ο μπασίστας Γκλεν Κόρνικ αντικαταστάθηκε από τον Τζέφρι Χάμοντ, αδελφικό φίλο του Άντερσον. Με αυτή τη σύνθεση το συγκρότημα κυκλοφόρησε έναν από τους σπουδαιότερους δίσκους του, το «Aqualung», στις 19 Μαρτίου του 1971, ανεβαίνοντας στο Top-10 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ο Κλάιβ Μπάνκερ παραιτήθηκε για να αντικατασταθεί από τον Μπάριμορ Μπάρλοου, με τον οποίο κυκλοφόρησαν το δίσκο «Thick As A Brick», ένα άλμπουμ το οποίο αποτελούνταν από ένα μόνο τραγούδι διάρκειας 44 λεπτών. Ο δίσκος ανέβηκε στην κορυφή των αμερικανικών charts [ναι, ήταν η εποχή όπου ένα τραγούδι διάρκειας 44 λεπτών μπορούσε να ανέβει στην κορυφή των charts], ακολουθούμενος τον Ιούνιο του 1972 από τη συλλογή «Living in the Past», η οποία έφθασε ως το #3.
Το 1973 κυκλοφόρησαν το δίσκο «A Passion Play», το δεύτερο και τελευταίο #1 του συγκροτήματος στις ΗΠΑ, το οποίο παρ’ όλη την εμπορική του επιτυχία έλαβε αρνητικές κριτικές. Ακολούθησε το «War Child» τον Οκτώβριο του 1974 το οποίο ανέβηκε στο #2 του Billboard, ωθούμενο από την επιτυχία του single «Bungle in the Jungle».
Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1975, οι Jethro Tull κυκλοφόρησαν το εξαιρετικά εμπορικό «Minstrel in the Gallery» του οποίου οι στίχοι χαρακτηρίστηκαν «κυνικοί και πικρόχολοι» λόγω του ότι το διάστημα της σύνθεσης και ηχογράφησης του δίσκου ο Άντερσον έπαιρνε διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο, Τζένι. Στην περιοδεία που ακολούθησε, ο Ντέιβιντ Πάλμερ εντάχθηκε στη σύνθεση του συγκροτήματος ως δεύτερος κιμπορντίστας, ενώ μετά την το τέλος της περιοδείας ο Χάμοντ αποχώρησε για να αντικατασταθεί από τον Τζον Γκλάσκοκ.
Με τη νέα αυτή σύνθεση το συγκρότημα κυκλοφόρησε το δίσκο «Too Old to Rock ‘n’ Roll: Too Young to Die!», ένα ακόμη concept άλμπουμ του οποίου οι στίχοι αφορούσαν ένα οπαδό της ροκ μουσικής ο οποίος, γερνώντας, βλέπει την αντιμετώπιση του κόσμου προς αυτόν να αλλάζει και να τον θεωρούν… τελειωμένο πριν καν πατήσει τα 40-45 του χρόνια.
Το Φεβρουάριο του 1977 κυκλοφόρησαν το τελευταίο Top-10 άλμπουμ τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τίτλο «Songs from the Wood», το πρώτο από μία τριάδα δίσκων με ιδιαίτερα εμφανείς τις βρετανοπρεπείς φολκ επιρροές, ιδιαίτερα από Fairport Convention και Sandy Denny.
Το «Heavy Horses» και το ζωντανά ηχογραφημένο «Live – Bursting Out» του 1978 ήταν τα τελευταία άλμπουμ του συγκροτήματος με τον Γκλάσκοκ στη σύνθεση τους, αφού μετά από εγχείρηση που είχε κάνει στην καρδιά του την προηγούμενη χρονιά, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του τον Νοέμβριο του 1979.
Λίγο αργότερα, οι Μπάρλοου, Πάλμερ και Έβαν αποχώρησαν αφήνοντας στο συγκρότημα τον Άντερσον και τον Μπαρ ως τα μόνα εναπομείναντα μέλη και έκτοτε διάφοροι μουσικοί να εισχωρούν σε αυτό, σε μόνιμη ή προσωρινή βάση, με τον Αντερσον να παραμένει για πάντα… ο αδιαφιλονίκητος στρατάρχης του συγκροτήματος και ο Μπαρ ο στρατηγός του.
Στα τέλη Αυγούστου του 1980 κυκλοφόρησε ο δίσκος «A», ο οποίος προοριζόταν να είναι το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Ίαν Άντερσον, κάτι που δεν έγινε λόγω ενστάσεων της δισκογραφικής εταιρείας που τους προωθούσε, της Chrysalis Records. Χαρακτηρίστηκε από τα μουσικά ΜΜΕ ως «μια σεβαστή επιστροφή», μετά από δυο χρόνια δισκογραφικής απουσίας, αλλά η αλήθεια είναι ότι πλέον οι μουσικές εξελίξεις είχαν ήδη προσπεράσει τον ίδιο τον Αντερσον, ο οποίος θα έπρεπε να αποφασίσει το εξής μέσα σε ένα new wave και νέο-ρομαντικό / electro pop τοπίο: είτε θα «έπαιζε μπάλα» σε μια πιο ηλεκτρονική βάση, είτε θα συνέχιζε να κάνει αυτό που έκανε τόσο καλά όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή το κιθαριστικό και φλαουτιστικό φολκ του, δίχως να επηρεάζεται από μόδες και όψιμα μουσικά είδη.
Ο Αντερσον, επειδή είναι ένας από τους εξυπνότερους μουσικούς της γενιάς του, έκοψε τον γόρδιο δεσμό του διλήμματος αυτού, κάνοντας και τα δυο εξίσου: συνέχισε να παίζει αυτό που ήθελε, μπολιάζοντάς το, ωστόσο, με μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες, δόσεις μικρής «μοντερνίλας», ώστε να μπορεί να επαίρεται, σαν καλός μπάρμπας, ότι «έκατσε και λίγο με την νεολαία».
Κάπως έτσι, αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι μέχρι και με όρους… MTV: το 1981 κυκλοφόρησε το πρώτο βιντεοκλίπ των Jethro Tull με τίτλο «Slipstream» και παρουσίαζε μέρος των ζωντανών εμφανίσεων του συγκροτήματος στο Hammersmith Odeon του Λονδίνου και στο Sports Arena του Λος Άντζελες, το 1980.
Ακολούθησαν τα «The Broadsword and the Beast», ένα άλμπουμ με αρκετά φολκ στοιχεία και – για πρώτη φορά στην ιστορία της μπάντας – ένα συνθεσάιζερ και το «Under Wraps» το Σεπτέμβριο του 1984, ανεβαίνοντας στο βρετανικό Top20 για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια –δικαίως γιατί ήταν όντως το πρώτο πραγματικά αξιόλογο άλμπουμ των Tull από το ’78.
Μετά την περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, ο Άντερσον παρουσίασε προβλήματα στις φωνητικές του χορδές, με αποτέλεσμα οι Jethro Tull να κάνουν ένα διάλειμμα που κράτησε σχεδόν δυόμιση χρόνια, για να επιστρέψουν το 1987 με το πολύ επιτυχημένο «Crest of a Knave», κερδίζοντας μάλιστα το βραβείο Grammy για την καλύτερη Hard Rock / Heavy Metal ερμηνεία αντί του «And Justice For All» των Metallica που ήταν και το μεγάλο φαβορί.
Καταλαβαίνουμε όλοι ότι το να κερδίσουν οι Jethro Tull ένα βραβείο Grammy είναι, περίπου, σαν να κερδίσει η Εθνική Ελλάδος ποδοσφαίρου το Euro, όπως έγινε το 2004: γίνεται άπαξ, αποτελεί έκπληξη μεγατόνων και θα μνημονεύεται εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Όπως φαίνεται, η λοκομοτίβα των Jethro Tull συνεχίζει να βρίσκεται σταθερά πάνω στις μουσικές της ράγες, με τον Αντερσον να συνεχίζει να είναι, στα 76 του χρόνια πια, ένας ικανότατος μηχανοδηγός χωρίς να επιδεικνύει καμία απολύτως διάθεση να ακούσει την συμβουλή που έδινε ο ίδιος στο «Locomotive Breath» και να… κόψει ταχύτητα.
No way to slow down.
Τα 5 σπουδαιότερα άλμπουμ των Jethro Tull (εκ των οποίων και το αγαπημένο του Nick Cave)
Stand Up (1969)
Με τον Αντερσον να έχει, για παρθενική του φορά, τον πλήρη έλεγχο των πάντων, της μουσικής και των στίχων, μέχρι και του ίδιου του συνοδευτικού artwork, οι Tull μεγαλουργούν για πρώτη φορά με ένα άλμπουμ που ξεκινάει από το «μασίφ» rock, διαπερνάει την ραχοκοκαλιά των blues και καταλήγει στο βρετανικό φολκ, χωρίς μάλιστα να «προδίδει» κανένα από τα τρία προαναφερθέντα μουσικά είδη.
Πάρτε για παράδειγμα το τραγούδι «Fat Man», που ηχογραφήθηκε με τον Αντερσον στο μαντολίνο, ένα όργανο που έως τότε δεν χρησιμοποιείτο από rock συγκροτήματα (και που τελικά επιβλήθηκε αρκετά στην ροκ κουλτούρα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, λόγω της χρήσης του στο «Losing My Religion» των R.E.M.).
Θυμάται σχετικά ο ίδιος ο Ιαν: «Ήμασταν σε περιοδεία στη Δανία όταν απέναντι από τα ξενοδοχείο είδα ένα ενεχυροδανειστήριο όπου είχε και μουσικά όργανα. Το επισκέφτηκα και είδα ένα μαντολίνο σε καλή τιμή και καλή κατάσταση και έτσι το πήρα έστω κι αν δεν ήξερα να το κουρδίσω. Το έδωσα στον Μικ [Αμπρααμς] που μού το κούρδισε και άρχισα αμέσως να συνθέτω μια μελωδία τραγουδώντας «I don’t wanna be a fat man». O Μικ νόμιζε ότι το έγραψα γι’ αυτόν γιατί είχε παχύνει εκείνη την εποχή αλλά δεν το έγραψα γι αυτόν. Απλώς μου ήρθαν στο μυαλό αυτές οι λέξεις».
Το «We Used to Know», εκτός του ότι αναφέρεται στις πρώτες ήμερες των Jethro Tull πριν ακόμα υπογράψουν συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρεία δίσκων, ενδεχομένως και να ενέπνευσε τους Eagles να συνθέσουν, επτά χρόνια μετά, το «Hotel California», καθώς αμφότερα αποτελούνται από τις ίδιες ακριβώς συγχορδίες, παιγμένες με την ίδια σειρά (απλώς των Tull είναι κατά τι πιο αργό).
Το «Reasons for Waiting» είναι επηρεασμένο από τον σπουδαίο βρετανό μουσικό της φολκ, Roy Harper, ενώ το «Bourée», που κυκλοφόρησε και σε single, βασίζεται σε μια φούγκα του Johan Sebastian Bach και αποτελεί ένα πραγματικό μνημείο διασκευής.
Benefit (1970)
Το τρίτο άλμπουμ των Jethro Tull είναι δυστυχώς παραγνωρισμένο, αλλά για μένα αποτελεί το δεύτερο σπουδαιότερο που ηχογράφησαν ποτέ. Είναι το πιο βαρύθυμο και σκοτεινό τους άλμπουμ, τίγκα στον κυνισμό και την μαυρίλα, με ελάχιστες ακτίνες του ηλίου να περνάνε μέσα από τις γρίλιες του συνθετικού μυαλού του Αντερσον.
Πάντως, τα «With You There to Help Me» , «Nothing to Say», «To Cry You a Song» και «Sossity, You’re a Woman» αποτελούν, κατ’ εμέ, υποδείγματα blues-rock συνθέσεων, με τα κιθαριστικά riffs να οδηγούν και τα υπόλοιπα όργανα να ακολουθούν, άλλοτε πιστά και άλλοτε ασθμαίνοντας. Το τελικό αποτέλεσμα πάντως εκπλήσσει τα αυτιά του υποψιασμένου ή ανυποψίαστου ακροατή.
Aqualung (1971)
Ο Αντερσον έγραψε όλο το Aqualung λίγο μετά τα 22 του χρόνια, σε μια από τις στιγμές εκείνες που ενδεχομένως ορίζουν την ζωή ενός άθεου, όταν δηλαδή έμαθε ότι πέθανε έτσι ξαφνικά ένας συνομήλικός του που γνώριζε καλά και αναρωτήθηκε το γιατί και το πώς του συμβάντος – και μαζί με όλα αυτά τις (παρά)θρησκευτικές προεκτάσεις του ανθρώπινου είναι και γίγνεσθαι, την αβάσταχτη τυχαιότητα και μαζί την εξίσου αφόρητη ματαιότητα που μας περιβάλλει από την γέννηση μέχρι τον θάνατό μας.
Στην μία πλευρά του άλμπουμ κυριαρχεί ο Άνθρωπος (και η διαρκής παρουσία του). Στην δεύτερη, ο Θεός (εν τη σαδιστική απουσία του). Στην πρώτη πλευρά του άλμπουμ, τα τραγούδια και οι στίχοι είναι αφιερωμένοι στους ταπεινούς και καταφρονημένους της ζωής, την μαθήτρια (και αλλήθωρη) Μαίρη που αναγκάζεται, σαν ηρωίδα του Ουγκώ, να κάνει σεξουαλικές χάρες στον καθένα για ένα κομμάτι ψωμί.
Την νοσοκόμα που ξεσκατίζει τον άρρωστο και κλινήρη πατέρα του Αντερσον. Τον απόκληρο της ζωής, βρωμιάρη ζητιάνο που κοιτάει σαν ξερολούκουμα μικρά κοριτσάκια με τις μύξες να τρέχουν από την μύτη του. Και στην δεύτερη, η επίθεση γίνεται ολομέτωπη, αβυσσαλέα, χαοτικά οργίλη: σε ένα νιτσεϊκό ξέσπασμά του, ο Αντερσον ξεκαθαρίζει ότι «God is dead» και ότι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο θεός του εκμυστηρεύτηκε ότι είναι «λίγος» και ελαττωματικός, κατ’ εικόνα και ομοίωση του μέσου Ανθρώπου [ο οποίος τον δημιούργησε μέσα στο κεφάλι του], ώστε παραδέχεται ξεκάθαρα ότι «I’m not the kind you have to wind up on Sundays».
Ο δίσκος τελειώνει με το «Locomotive Breath», μια νύξη στo Κάρολο Δαρβίνο και το τρένο της Εξέλιξης και της Επιστήμης που τελικά θα θριαμβεύσουν επί της οργανωμένης θρησκείας («Old Charlie stole the handle and the train it won’t stop going / No way to slow down»), ανεξάρτητα από το πείσμα των άμυαλων θρησκόληπτων.
Το άλμπουμ το έχει αποθεώσει μέχρι και ο (τεράστιος) πάνκης John Lydon σε μια προ ετών συνέντευξή του. «Φυσικά και το άκουγα όταν ήμουν μικρός. Είναι αλμπουμάρα», είχε τονίσει ο ίδιος.
Προσωπικό αγαπημένο άλμπουμ και του Cave αυτό εδώ.
Thick As A Brick (1972)
Ο Αντερσον σατιρίζει τα πάντα: για αρχή, τον ίδιο του τον εαυτό – είναι γνωστό ότι αυτοσαρκάζεται συνεχώς – και κατόπιν την μουσική που παίζει καθώς και το μουσικό ιδίωμα στο οποίο εντάσσεται (σε πολλά εισαγωγικά αυτό). Έτσι, ενοχλημένος από τις κριτικές των μουσικοκριτικών ότι το «Aqualung» ήταν ένα «concept album», είπε από μέσα του (αλλά και απ’ έξω του): «θέλετε ένα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ concept album; Θα το έχετε».
Και πήγε και συνέθεσε ένα σαρανταπεντάλεπτο τραγούδι που «σπάει» σε δύο μέρη ελέω βινυλίου.
Songs From The Wood (1977)
Ο πιο φολκ και βρετανοπρεπής δίσκος των Tull είναι και αυτός που, ουσιαστικά, κλείνει τόσο την δεκαετία του ’70 (σε δισκογραφικό επίπεδο) για τους ίδιους, όσο και δέκα χρόνια ως μπάντα, από το άλμπουμ «This Was» του 1968.
Ο Αντερσον φλερτάρει ανοικτά με τον βρετανικό παγανισμό, γυρνάει στο δάσος και σαν θεός Πάνας μαζεύει γύρω του τις Μαινάδες και συνθέτει τραγούδια τόσο για χαλαρό χορό μετά από κατανάλωση φθηνής βρετανικής μπίρας, όσο και κομμάτια ενδοσκοπικά, για την απαιτούμενη επιστροφή στις ρίζες (μας) που ενδεχομένως να χρειάζεται να επιχειρήσει να κάνει ο καθένας από εμάς αρκετά τακτικά.
O Nick Cave έχει μια στενή σχέση και σύνδεση με τους Jethro Tull. Ορατή τε και αόρατη. Εν μέρει γνωστή και εν μέρει άγνωστη.
Ο Cave είναι τεράστιος, μεγάλος οπαδός των Jethro Tull: μην κοιτάτε το βαρύ πανκ παρελθόν του.
Ισα ίσα, ο Cave μεγάλωσε με τους δίσκους των Jethro Tull και για το λόγο αυτό ονόμασε και έναν από τους γιους του «Jethro» προς τιμήν του συγκροτήματος.
Κατά μαρτυρίες, ο Cave διαθέτει την πλήρη δισκογραφία του βρετανικού συγκροτήματος σε όλα τα μουσικά format, ενώ η… μούρλια του με την μπάντα πάει ακόμη πιο μακριά.
Το συγκρότημά του, οι Grinderman, συχνά πυκνά «τζάμαραν» στο στούντιο με το «Locomotive Breath».
Επίσης, τελευταίο και πολύ ενδεικτικό, κατόπιν αιτήματος του Cave, ο ίδιος ο ηγέτης των Jethro Tull, ο Ian Anderson τού απένειμε το βραβείο του άλμπουμ της χρονιάς στα βραβεία MOJO το 2008.
Και πως να μην συνέβαινε αυτό, όταν ο σήμερα 76χρονος Ιαν Αντερσον έχει αποδειχτεί ως ένας από τους ικανότερους μουσικούς «μηχανοδηγούς» όλων των εποχών;
Μα, ειλικρινά, μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει αυτό, μετά από 57 συναπτά έτη πίσω από το τιμόνι της μουσικής λοκομοτίβας που ακούει στο όνομα «Jethro Tull»;
Τούς σχημάτισε, φοιτητής ων, στα τέλη του 1967 και έχουμε 2024 και ο Σκωτσέζος, εκτός του χόμπι της εκτροφής σολομών στην φάρμα του, στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Ντανφέρμλιν, το μόνο που κάνει είναι να συνεχίζει να βγάζει το ίδιο εκείνο φλάουτο από την θήκη του, να το κουρδίζει και να ηχογραφεί ακόμη ένα άλμπουμ – έχει συνολικά 23 – υπό το όνομα ενός εκ των πρωτοπόρων της βρετανικής αγροτικής επανάστασης κατά τον 18ο αιώνα.
To 1700 ο Tull εφηύρε την ιππήλατη σπαρτική μηχανή, η οποία βοηθούσε τους αγρότες να φυτέψουν τους σπόρους σε τακτοποιημένες σειρές. Αργότερα, κατασκεύασε την ιππήλατη σκαπάνη, που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από γαιοκτήμονες και βοήθησε αποφασιστικά τη σύγχρονη γεωργία. Είχε την τύχη και αναγνωρίστηκε ως ένας καινοτόμος «επαναστάτης της αγροτικής παραγωγής» προτού φύγει από τη ζωή το 1741.
Κάνουμε ένα fast forward 226 χρόνια και φτάνουμε στον Δεκέμβρη του 1967, όταν όλη η Βρετανία τελεί υπό τις παραισθησιογόνες επιδράσεις του «Καλοκαιριού της Αγάπης» και των άλμπουμ των Beatles και των Rolling Stones.
Τότε ήταν που το φοιτητικό, επταμελές συγκρότημα του Άντερσον, οι John Evan Band, μετακόμισε από το Μπλάκπουλ στο Λούτον. Μετά από λίγο, τα περισσότερα μέλη του επταμελούς σχήματος αποχώρησαν μέσα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και μουσικής ανυποληψίας, αφήνοντας μόνο τον Άντερσον και τον μπασίστα Γκλεν Κόρνικ, μέχρι που οι Jethro Tull σχηματίστηκαν και επισήμως μέσα σε εκείνες τις επόμενες εβδομάδες, μετά την προσθήκη του κιθαρίστα Μικ Άμπρααμς και του ντράμερ Κλάιβ Μπάνκερ.
Λίγο μετά, στα τέλη του Γενάρη του ’68, υπέγραψαν συμβόλαιο με την εταιρεία Chrysalis και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους single με τίτλο «Sunshine Day» στις 16 Φεβρουαρίου 1968. Μάλιστα, η εταιρεία τους έγραψε λάθος το όνομά τους, αποδίδοντας το τραγούδι στους «Jethro Toe»!
Το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο «This Was» κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1968 ανεβαίνοντας στο # 10 των βρετανικών charts. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ο Άμπρααμς αποχώρησε από το συγκρότημα λόγω έντονων διαφωνιών που είχε με τον Άντερσον, σχηματίζοντας τους Blodwyn Pig.
O Aμπρααμς ήθελε οι Jethro Tull να ακολουθήσουν την blues οδό, αλλά δυστυχώς για τον ίδιο, πέτυχε τον Αντερσον σε μια κομβική χρονική συγκυρία: μετά από μια επίσκεψη του Αντερσον στο λονδρέζικο κλαμπ Marquee για να παρακολουθήσει τους King Crimson και τους Yes, αυτοστιγμεί «μυήθηκε» στο progressive rock και τελικά επιβλήθηκε η άποψη του Ιαν που ήθελε να αναμείξει την prog με τη φολκ μουσική.
Αντικαταστάθηκε για ένα διάστημα τριών εβδομάδων από το μέλος των Earth και μετέπειτα ηγετικό κιθαρίστα των Black Sabbath, Τόνι Αϊόμι, με τον οποίο στη σύνθεση τους πραγματοποίησαν μία εμφάνιση στο «The Rolling Stones Rock and Roll Circus», το Δεκέμβριο του 1968.
Μετά από ένα μικρό διάστημα με τον κιθαρίστα Ντέιβιντ Ο’Λιστ που μόλις είχε φύγει από τους Nice, οριστικός αντικαταστάτης του Άμπρααμς έγινε ο Μάρτιν Μπαρ [Martin Barre], κιθαρίστας των άγνωστων Gethsemane, οι οποίοι είχαν ανοίξει κάποιες συναυλίες των Jethro Tull. Και ο Μπαρ κατέληξε να είναι, μαζί με τον Αντερσον, το μέλος της μπάντας με τα περισσότερα χρόνια εντός αυτής: συνολικά 44.
To 1970 προστέθηκε στη σύνθεση του συγκροτήματος ο κιμπορντίστας Τζον Έβαν, με τον οποίο κυκλοφόρησαν το δίσκο «Benefit». Στα τέλη του 1970, ο μπασίστας Γκλεν Κόρνικ αντικαταστάθηκε από τον Τζέφρι Χάμοντ, αδελφικό φίλο του Άντερσον. Με αυτή τη σύνθεση το συγκρότημα κυκλοφόρησε έναν από τους σπουδαιότερους δίσκους του, το «Aqualung», στις 19 Μαρτίου του 1971, ανεβαίνοντας στο Top-10 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ο Κλάιβ Μπάνκερ παραιτήθηκε για να αντικατασταθεί από τον Μπάριμορ Μπάρλοου, με τον οποίο κυκλοφόρησαν το δίσκο «Thick As A Brick», ένα άλμπουμ το οποίο αποτελούνταν από ένα μόνο τραγούδι διάρκειας 44 λεπτών. Ο δίσκος ανέβηκε στην κορυφή των αμερικανικών charts [ναι, ήταν η εποχή όπου ένα τραγούδι διάρκειας 44 λεπτών μπορούσε να ανέβει στην κορυφή των charts], ακολουθούμενος τον Ιούνιο του 1972 από τη συλλογή «Living in the Past», η οποία έφθασε ως το #3.
Το 1973 κυκλοφόρησαν το δίσκο «A Passion Play», το δεύτερο και τελευταίο #1 του συγκροτήματος στις ΗΠΑ, το οποίο παρ’ όλη την εμπορική του επιτυχία έλαβε αρνητικές κριτικές. Ακολούθησε το «War Child» τον Οκτώβριο του 1974 το οποίο ανέβηκε στο #2 του Billboard, ωθούμενο από την επιτυχία του single «Bungle in the Jungle».
Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1975, οι Jethro Tull κυκλοφόρησαν το εξαιρετικά εμπορικό «Minstrel in the Gallery» του οποίου οι στίχοι χαρακτηρίστηκαν «κυνικοί και πικρόχολοι» λόγω του ότι το διάστημα της σύνθεσης και ηχογράφησης του δίσκου ο Άντερσον έπαιρνε διαζύγιο από την πρώτη του σύζυγο, Τζένι. Στην περιοδεία που ακολούθησε, ο Ντέιβιντ Πάλμερ εντάχθηκε στη σύνθεση του συγκροτήματος ως δεύτερος κιμπορντίστας, ενώ μετά την το τέλος της περιοδείας ο Χάμοντ αποχώρησε για να αντικατασταθεί από τον Τζον Γκλάσκοκ.
Με τη νέα αυτή σύνθεση το συγκρότημα κυκλοφόρησε το δίσκο «Too Old to Rock ‘n’ Roll: Too Young to Die!», ένα ακόμη concept άλμπουμ του οποίου οι στίχοι αφορούσαν ένα οπαδό της ροκ μουσικής ο οποίος, γερνώντας, βλέπει την αντιμετώπιση του κόσμου προς αυτόν να αλλάζει και να τον θεωρούν… τελειωμένο πριν καν πατήσει τα 40-45 του χρόνια.
Το Φεβρουάριο του 1977 κυκλοφόρησαν το τελευταίο Top-10 άλμπουμ τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τίτλο «Songs from the Wood», το πρώτο από μία τριάδα δίσκων με ιδιαίτερα εμφανείς τις βρετανοπρεπείς φολκ επιρροές, ιδιαίτερα από Fairport Convention και Sandy Denny.
Το «Heavy Horses» και το ζωντανά ηχογραφημένο «Live – Bursting Out» του 1978 ήταν τα τελευταία άλμπουμ του συγκροτήματος με τον Γκλάσκοκ στη σύνθεση τους, αφού μετά από εγχείρηση που είχε κάνει στην καρδιά του την προηγούμενη χρονιά, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του τον Νοέμβριο του 1979.
Λίγο αργότερα, οι Μπάρλοου, Πάλμερ και Έβαν αποχώρησαν αφήνοντας στο συγκρότημα τον Άντερσον και τον Μπαρ ως τα μόνα εναπομείναντα μέλη και έκτοτε διάφοροι μουσικοί να εισχωρούν σε αυτό, σε μόνιμη ή προσωρινή βάση, με τον Αντερσον να παραμένει για πάντα… ο αδιαφιλονίκητος στρατάρχης του συγκροτήματος και ο Μπαρ ο στρατηγός του.
Στα τέλη Αυγούστου του 1980 κυκλοφόρησε ο δίσκος «A», ο οποίος προοριζόταν να είναι το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Ίαν Άντερσον, κάτι που δεν έγινε λόγω ενστάσεων της δισκογραφικής εταιρείας που τους προωθούσε, της Chrysalis Records. Χαρακτηρίστηκε από τα μουσικά ΜΜΕ ως «μια σεβαστή επιστροφή», μετά από δυο χρόνια δισκογραφικής απουσίας, αλλά η αλήθεια είναι ότι πλέον οι μουσικές εξελίξεις είχαν ήδη προσπεράσει τον ίδιο τον Αντερσον, ο οποίος θα έπρεπε να αποφασίσει το εξής μέσα σε ένα new wave και νέο-ρομαντικό / electro pop τοπίο: είτε θα «έπαιζε μπάλα» σε μια πιο ηλεκτρονική βάση, είτε θα συνέχιζε να κάνει αυτό που έκανε τόσο καλά όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή το κιθαριστικό και φλαουτιστικό φολκ του, δίχως να επηρεάζεται από μόδες και όψιμα μουσικά είδη.
Ο Αντερσον, επειδή είναι ένας από τους εξυπνότερους μουσικούς της γενιάς του, έκοψε τον γόρδιο δεσμό του διλήμματος αυτού, κάνοντας και τα δυο εξίσου: συνέχισε να παίζει αυτό που ήθελε, μπολιάζοντάς το, ωστόσο, με μικρές, σχεδόν ανεπαίσθητες, δόσεις μικρής «μοντερνίλας», ώστε να μπορεί να επαίρεται, σαν καλός μπάρμπας, ότι «έκατσε και λίγο με την νεολαία».
Κάπως έτσι, αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι μέχρι και με όρους… MTV: το 1981 κυκλοφόρησε το πρώτο βιντεοκλίπ των Jethro Tull με τίτλο «Slipstream» και παρουσίαζε μέρος των ζωντανών εμφανίσεων του συγκροτήματος στο Hammersmith Odeon του Λονδίνου και στο Sports Arena του Λος Άντζελες, το 1980.
Ακολούθησαν τα «The Broadsword and the Beast», ένα άλμπουμ με αρκετά φολκ στοιχεία και – για πρώτη φορά στην ιστορία της μπάντας – ένα συνθεσάιζερ και το «Under Wraps» το Σεπτέμβριο του 1984, ανεβαίνοντας στο βρετανικό Top20 για πρώτη φορά μετά από έξι χρόνια –δικαίως γιατί ήταν όντως το πρώτο πραγματικά αξιόλογο άλμπουμ των Tull από το ’78.
Μετά την περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, ο Άντερσον παρουσίασε προβλήματα στις φωνητικές του χορδές, με αποτέλεσμα οι Jethro Tull να κάνουν ένα διάλειμμα που κράτησε σχεδόν δυόμιση χρόνια, για να επιστρέψουν το 1987 με το πολύ επιτυχημένο «Crest of a Knave», κερδίζοντας μάλιστα το βραβείο Grammy για την καλύτερη Hard Rock / Heavy Metal ερμηνεία αντί του «And Justice For All» των Metallica που ήταν και το μεγάλο φαβορί.
Καταλαβαίνουμε όλοι ότι το να κερδίσουν οι Jethro Tull ένα βραβείο Grammy είναι, περίπου, σαν να κερδίσει η Εθνική Ελλάδος ποδοσφαίρου το Euro, όπως έγινε το 2004: γίνεται άπαξ, αποτελεί έκπληξη μεγατόνων και θα μνημονεύεται εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Όπως φαίνεται, η λοκομοτίβα των Jethro Tull συνεχίζει να βρίσκεται σταθερά πάνω στις μουσικές της ράγες, με τον Αντερσον να συνεχίζει να είναι, στα 76 του χρόνια πια, ένας ικανότατος μηχανοδηγός χωρίς να επιδεικνύει καμία απολύτως διάθεση να ακούσει την συμβουλή που έδινε ο ίδιος στο «Locomotive Breath» και να… κόψει ταχύτητα.
No way to slow down.
Τα 5 σπουδαιότερα άλμπουμ των Jethro Tull (εκ των οποίων και το αγαπημένο του Nick Cave)
Stand Up (1969)
Με τον Αντερσον να έχει, για παρθενική του φορά, τον πλήρη έλεγχο των πάντων, της μουσικής και των στίχων, μέχρι και του ίδιου του συνοδευτικού artwork, οι Tull μεγαλουργούν για πρώτη φορά με ένα άλμπουμ που ξεκινάει από το «μασίφ» rock, διαπερνάει την ραχοκοκαλιά των blues και καταλήγει στο βρετανικό φολκ, χωρίς μάλιστα να «προδίδει» κανένα από τα τρία προαναφερθέντα μουσικά είδη.
Πάρτε για παράδειγμα το τραγούδι «Fat Man», που ηχογραφήθηκε με τον Αντερσον στο μαντολίνο, ένα όργανο που έως τότε δεν χρησιμοποιείτο από rock συγκροτήματα (και που τελικά επιβλήθηκε αρκετά στην ροκ κουλτούρα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, λόγω της χρήσης του στο «Losing My Religion» των R.E.M.).
Θυμάται σχετικά ο ίδιος ο Ιαν: «Ήμασταν σε περιοδεία στη Δανία όταν απέναντι από τα ξενοδοχείο είδα ένα ενεχυροδανειστήριο όπου είχε και μουσικά όργανα. Το επισκέφτηκα και είδα ένα μαντολίνο σε καλή τιμή και καλή κατάσταση και έτσι το πήρα έστω κι αν δεν ήξερα να το κουρδίσω. Το έδωσα στον Μικ [Αμπρααμς] που μού το κούρδισε και άρχισα αμέσως να συνθέτω μια μελωδία τραγουδώντας «I don’t wanna be a fat man». O Μικ νόμιζε ότι το έγραψα γι’ αυτόν γιατί είχε παχύνει εκείνη την εποχή αλλά δεν το έγραψα γι αυτόν. Απλώς μου ήρθαν στο μυαλό αυτές οι λέξεις».
Το «We Used to Know», εκτός του ότι αναφέρεται στις πρώτες ήμερες των Jethro Tull πριν ακόμα υπογράψουν συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρεία δίσκων, ενδεχομένως και να ενέπνευσε τους Eagles να συνθέσουν, επτά χρόνια μετά, το «Hotel California», καθώς αμφότερα αποτελούνται από τις ίδιες ακριβώς συγχορδίες, παιγμένες με την ίδια σειρά (απλώς των Tull είναι κατά τι πιο αργό).
Το «Reasons for Waiting» είναι επηρεασμένο από τον σπουδαίο βρετανό μουσικό της φολκ, Roy Harper, ενώ το «Bourée», που κυκλοφόρησε και σε single, βασίζεται σε μια φούγκα του Johan Sebastian Bach και αποτελεί ένα πραγματικό μνημείο διασκευής.
Benefit (1970)
Το τρίτο άλμπουμ των Jethro Tull είναι δυστυχώς παραγνωρισμένο, αλλά για μένα αποτελεί το δεύτερο σπουδαιότερο που ηχογράφησαν ποτέ. Είναι το πιο βαρύθυμο και σκοτεινό τους άλμπουμ, τίγκα στον κυνισμό και την μαυρίλα, με ελάχιστες ακτίνες του ηλίου να περνάνε μέσα από τις γρίλιες του συνθετικού μυαλού του Αντερσον.
Πάντως, τα «With You There to Help Me» , «Nothing to Say», «To Cry You a Song» και «Sossity, You’re a Woman» αποτελούν, κατ’ εμέ, υποδείγματα blues-rock συνθέσεων, με τα κιθαριστικά riffs να οδηγούν και τα υπόλοιπα όργανα να ακολουθούν, άλλοτε πιστά και άλλοτε ασθμαίνοντας. Το τελικό αποτέλεσμα πάντως εκπλήσσει τα αυτιά του υποψιασμένου ή ανυποψίαστου ακροατή.
Aqualung (1971)
Ο Αντερσον έγραψε όλο το Aqualung λίγο μετά τα 22 του χρόνια, σε μια από τις στιγμές εκείνες που ενδεχομένως ορίζουν την ζωή ενός άθεου, όταν δηλαδή έμαθε ότι πέθανε έτσι ξαφνικά ένας συνομήλικός του που γνώριζε καλά και αναρωτήθηκε το γιατί και το πώς του συμβάντος – και μαζί με όλα αυτά τις (παρά)θρησκευτικές προεκτάσεις του ανθρώπινου είναι και γίγνεσθαι, την αβάσταχτη τυχαιότητα και μαζί την εξίσου αφόρητη ματαιότητα που μας περιβάλλει από την γέννηση μέχρι τον θάνατό μας.
Στην μία πλευρά του άλμπουμ κυριαρχεί ο Άνθρωπος (και η διαρκής παρουσία του). Στην δεύτερη, ο Θεός (εν τη σαδιστική απουσία του). Στην πρώτη πλευρά του άλμπουμ, τα τραγούδια και οι στίχοι είναι αφιερωμένοι στους ταπεινούς και καταφρονημένους της ζωής, την μαθήτρια (και αλλήθωρη) Μαίρη που αναγκάζεται, σαν ηρωίδα του Ουγκώ, να κάνει σεξουαλικές χάρες στον καθένα για ένα κομμάτι ψωμί.
Την νοσοκόμα που ξεσκατίζει τον άρρωστο και κλινήρη πατέρα του Αντερσον. Τον απόκληρο της ζωής, βρωμιάρη ζητιάνο που κοιτάει σαν ξερολούκουμα μικρά κοριτσάκια με τις μύξες να τρέχουν από την μύτη του. Και στην δεύτερη, η επίθεση γίνεται ολομέτωπη, αβυσσαλέα, χαοτικά οργίλη: σε ένα νιτσεϊκό ξέσπασμά του, ο Αντερσον ξεκαθαρίζει ότι «God is dead» και ότι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο θεός του εκμυστηρεύτηκε ότι είναι «λίγος» και ελαττωματικός, κατ’ εικόνα και ομοίωση του μέσου Ανθρώπου [ο οποίος τον δημιούργησε μέσα στο κεφάλι του], ώστε παραδέχεται ξεκάθαρα ότι «I’m not the kind you have to wind up on Sundays».
Ο δίσκος τελειώνει με το «Locomotive Breath», μια νύξη στo Κάρολο Δαρβίνο και το τρένο της Εξέλιξης και της Επιστήμης που τελικά θα θριαμβεύσουν επί της οργανωμένης θρησκείας («Old Charlie stole the handle and the train it won’t stop going / No way to slow down»), ανεξάρτητα από το πείσμα των άμυαλων θρησκόληπτων.
Το άλμπουμ το έχει αποθεώσει μέχρι και ο (τεράστιος) πάνκης John Lydon σε μια προ ετών συνέντευξή του. «Φυσικά και το άκουγα όταν ήμουν μικρός. Είναι αλμπουμάρα», είχε τονίσει ο ίδιος.
Προσωπικό αγαπημένο άλμπουμ και του Cave αυτό εδώ.
Thick As A Brick (1972)
Ο Αντερσον σατιρίζει τα πάντα: για αρχή, τον ίδιο του τον εαυτό – είναι γνωστό ότι αυτοσαρκάζεται συνεχώς – και κατόπιν την μουσική που παίζει καθώς και το μουσικό ιδίωμα στο οποίο εντάσσεται (σε πολλά εισαγωγικά αυτό). Έτσι, ενοχλημένος από τις κριτικές των μουσικοκριτικών ότι το «Aqualung» ήταν ένα «concept album», είπε από μέσα του (αλλά και απ’ έξω του): «θέλετε ένα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ concept album; Θα το έχετε».
Και πήγε και συνέθεσε ένα σαρανταπεντάλεπτο τραγούδι που «σπάει» σε δύο μέρη ελέω βινυλίου.
Songs From The Wood (1977)
Ο πιο φολκ και βρετανοπρεπής δίσκος των Tull είναι και αυτός που, ουσιαστικά, κλείνει τόσο την δεκαετία του ’70 (σε δισκογραφικό επίπεδο) για τους ίδιους, όσο και δέκα χρόνια ως μπάντα, από το άλμπουμ «This Was» του 1968.
Ο Αντερσον φλερτάρει ανοικτά με τον βρετανικό παγανισμό, γυρνάει στο δάσος και σαν θεός Πάνας μαζεύει γύρω του τις Μαινάδες και συνθέτει τραγούδια τόσο για χαλαρό χορό μετά από κατανάλωση φθηνής βρετανικής μπίρας, όσο και κομμάτια ενδοσκοπικά, για την απαιτούμενη επιστροφή στις ρίζες (μας) που ενδεχομένως να χρειάζεται να επιχειρήσει να κάνει ο καθένας από εμάς αρκετά τακτικά.