Αν ερχόταν κάποιος και σου ζητούσε να κατονομάσεις τα, κατά την άποψή σου πάντα, πιο καθοριστικά πρόσωπα της μουσικής βιομηχανίας, είναι πολύ πιθανό οι περισσότερες απαντήσεις σου να είναι ονόματα μουσικών. Είναι πολλοί λίγοι εκείνοι που θα αναφερθούν σε παραγωγούς, συνθέτες, στιχουργούς, ενορχηστρωτές προτού αρχίσουν να απαριθμούν ερμηνευτές. Και μόνο ένας αληθινός φίλος της μουσικής θα κατονομάσει κάποιους από τους μεγάλους γκουρού πίσω από τις σκηνές, πίσω από το όραμα, ονόματα όπως ο Clive Davis (ιδρυτής της Arista Records) ή ο Ahmet Ertegun (ιδρυτής της Atlantic Records). Ωστόσο, λίγοι μουσικοί, τραγουδοποιοί ή ερμηνευτές είχαν τόσο μεγάλο αντίκτυπο στην αμερικανική μουσική βιομηχανία όσο ο Berry Gordy Jr., ιδρυτής της Motown Records.
Ο Gordy αγαπούσε τη μουσική βιομηχανία και ονειρευόταν να κάνει μεγάλες παραγωγές από μικρός. Προτού όμως κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, ήταν ερασιτέχνης πυγμάχος – κάτι που μάλλον οδήγησε και στην επιστράτευσή του κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κορέα. Όταν επέστρεψε στη γενέτειρά του, το Ντιτρόιτ, ίδρυσε το «Gordy’s 3-D Record Mart» και πουλούσε δίσκους της τζαζ. Η μικρή του επιχείρηση, όμως, σύντομα ναυάγησε, καθώς οι πελάτες του, αντί για τζαζ, ενδιαφέρονταν για soul και blues. Το 1955, μετά από μόλις δύο χρόνια, ο Gordy έκλεισε την επιχείρηση και έπιασε δουλειά στη Ford Motor Company.
Δεν είχε εγκαταλείψει το όνειρό του όμως. Έκανε υπομονή, περίμενε για μια ευκαιρία, η οποία και του δόθηκε όταν στο εμβληματικό Flame Show Bar, όπου εργάζονταν μέλη της οικογένειάς του, γνωρίστηκε με διάφορους κορυφαίους καλλιτέχνες της εποχής. Το Flame Show παρουσίαζε τα κορυφαία ονόματα της μουσικής σκηνής του Ντιτρόιτ, όπως η Billie Holiday και ο T-Bone Walker, και ο ιδιοκτήτης του κλαμπ είχε αναλάβει το μανατζάρισμα ενός νεαρού τραγουδιστή ονόματι Jackie Wilson. Ο Gordy κλήθηκε να γράψει μερικά τραγούδια για τον Wilson, ενώ συνεργάστηκε και με τον Roquel “Billy” Davis για να γράψουν την επιτυχία «Lonely Teardrops».
Σύντομα ο Gordy γνώρισε την Raynoma Liles, η οποία τότε περνούσε οντισιόν για βοηθητική τραγουδίστρια σε κάποια από τα συγκροτήματα για τα οποία είχε αρχίσει να κάνει παραγωγή ο Gordy. Η Raynoma, την οποία παντρεύτηκε ο Gordy, μπορούσε να γράψει μουσική, και αυτό το ταλέντο ταίριαζε απόλυτα με το δικό του ελεύθερο στιλ του Gordy.
Το 1957 ανέλαβε την παραγωγή του «Reet Petite», το οποίο ερμήνευσε επίσης ο Jackie Wilson, και η επιτυχία του οποίου έφερε ακόμα πιο φιλόδοξα ονόματα στο κατώφλι του Gordy. Όταν ο μάνατζερ του Wilson απέρριψε ένα συγκρότημα με το όνομα «Matadors», ο Gordy το πήρε υπό την προστασία του, αλλάζοντας το όνομά του σε «Miracles». Ο Gordy ανέλαβε τόσο το μανατζάρισμα όσο και την παραγωγή των «Miracles». Έκανε την παραγωγή της μικρής επιτυχίας τους «Got a Job» – απάντηση στο «Get a Job» των «Silhouettes» – και η επιτυχία των «Miracles», μαζί με τα τραγούδια που έγραψε ο Gordy για τον Jackie Wilson, τον έπεισαν ότι μάλλον είχε έρθει η ώρα να κάνει το μεγάλο άλμα που τόσο ονειρευόταν και να αποκτήσει τη δική του δισκογραφική εταιρεία.
Στις 12 Ιανουαρίου του 1959, με μόλις 500 δολάρια που του δάνεισε η μητέρα του, ο Gordy ίδρυσε την Tamla Records και ένα εκδοτικό τμήμα, την «Jobete Publishing». Αυτή ήταν μια πραγματικά έξυπνη κίνηση, γιατί όπως γνωρίζει κάθε μουσικός, η μερίδα του λέοντος από τα πνευματικά δικαιώματα πηγαίνει εκεί, όχι στον ερμηνευτή.
Ο Gordy συνέχισε να γράφει επιτυχίες, όπως το «Money (That’s What I Want)», που ηχογραφήθηκε από τον Barrett Strong. Διαπιστώνοντας όμως ότι η μικρή του εταιρεία δεν μπορούσε να διανείμει αποτελεσματικά τους δίσκους σε όλη τη χώρα, υπέγραψε μια συμφωνία παραγωγής και διανομής σε εθνικό επίπεδο με την United Artists.
Το 1960, ο Gordy μετέτρεψε τις δισκογραφικές εταιρείες Tamla και Hitsville USA σε μια νέα εταιρεία, τη Motown, από το παρατσούκλι «Motor Town» του Ντιτρόιτ. Με τη συμβουλή του Smokey Robinson, η Motown άρχισε να διανέμει τους δικούς της δίσκους εκείνη τη χρονιά, ενισχυμένη από την επιτυχία του «Shop Around» των «Smokey Robinson and the Miracles».
Από εκείνη την στιγμή και μετά, αμέτρητα νέα ταλέντα με έδρα το Ντιτρόιτ άρχισαν να χτυπούν την πόρτα του Gordy και οι καλλιτέχνες που αναλάμβανε η Motown άρχισαν να κερδίζουν την αποδοχή της ευρύτερης αμερικάνικης αγοράς. Η Mary Wells, για παράδειγμα, πέτυχε το πολυπόθητο «crossover» στις αγορές των λευκών με το κλασικό «My Guy» (1964).
Μερικά αστέρια βρίσκονταν από καιρό κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του Gordy. Η γραμματέας του, Martha Reeves, είχε ένα συγκρότημα που ονομαζόταν «Vandellas» και πίεσε με επιτυχία τον Gordy να ηχογραφήσει το συγκρότημα. Αφού απέδειξαν τις ικανότητές τους κάνοντας φωνητικά σε μερικές επιτυχίες της Motown, οι «Martha and the Vandellas» κέρδισαν μια μεγάλη ευκαιρία να ηχογραφήσουν σόλο, με αποτελέσματα που, μέχρι τότε, δεν θα έπρεπε να είχαν σοκάρει τον Gordy. Τα τραγούδια τους «Heat Wave» και «Dancin’ in the Streets» εκτοξεύτηκαν στην κορυφή των charts.
Ο Gordy συνειδητοποίησε, ωστόσο, ότι οι μαύροι αποτελούσαν μόνο το 12% του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών, και ακόμη και αν κατάφερνε να πουλήσει ένα δίσκο σε κάθε μαύρο ενήλικα, δεν θα έβγαζε ποτέ τόσα χρήματα όσο αν πουλούσε μόνο στο ένα τέταρτο του λευκού πληθυσμού. Ως εκ τούτου, ξεκίνησε μια ριψοκίνδυνη και, κρίνοντας εκ των υστέρων, λαμπρή προσπάθεια να λανσάρει τα μαύρα συγκροτήματα του Ντιτρόιτ με τέτοιο τρόπο ώστε το λευκό κοινό να αγοράζει τους δίσκους τους. Αυτό δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο κατόρθωμα. Θα μπορούσε να του είχε γυρίσει μπούμερανγκ, δίνοντας στο μέχρι τότε ήδη αφοσιωμένο κοινό της Motown την αίσθηση ότι ξεπουλούσε τη μαύρη μουσική και κουλτούρα.
Επιπλέον, αντιμετώπιζε ένα σημαντικό εμπόδιο στο να βάλει μαύρους καλλιτέχνες στο mainstream ραδιόφωνο. Λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, ένας λευκός τραγουδιστής από την πολιτεία του Μισισιπή, ο Elvis Presley, δεν είχε λάβει ραδιοφωνική αναμετάδοση από ορισμένους ραδιοφωνικούς σταθμούς επειδή, όπως ισχυρίζονταν κάποιοι, «ακουγόταν μαύρος». Αλλά ο Gordy συνειδητοποίησε ότι οι πολιτισμικές διαφορές έπρεπε να γεφυρωθούν και από τις δύο πλευρές. Αν οι λευκοί επρόκειτο να αγκαλιάσουν το rhythm and blues, η μουσική έπρεπε να παρουσιαστεί με έναν καλογυαλισμένο, εκλεπτυσμένο (και μη απειλητικό) τρόπο. Εν ολίγοις, η μεγαλοφυΐα του Gordy ήταν ότι παρουσίασε τη μαύρη μουσική στη δομή ψυχαγωγίας με την οποία το λευκό κοινό ήταν εξοικειωμένο και άνετο.
Για παράδειγμα, ο Gordy προσέλαβε έναν χορογράφο για να διδάξει στα συγκροτήματα πώς να κινούνται. Η χορογραφία της Motown, η οποία τελικά έγινε καρικατούρα του εαυτού της, ωστόσο στα πρώτα της χρόνια άνοιξε νέους δρόμους στη μουσική παρουσίαση. Ο Gordy συνειδητοποίησε επίσης ότι οι τραγουδιστές του, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονταν από φτωχές συνοικίες της πόλης, έπρεπε να κάνουν καλή εντύπωση στις συνεντεύξεις για την καλύτερη προώθηση των δίσκων τους. Γι’ αυτό προσέλαβε δασκάλους ορθοφωνίας και δίδαξε στους καλλιτέχνες «σωστά αγγλικά» και κοινωνικές δεξιότητες.
Ο Gordy έντυνε τους καλλιτέχνες του με κοστούμια, σμόκιν ή εντυπωσιακά φορέματα. Αν οι ρατσιστές επρόκειτο να παραπονεθούν ότι η μαύρη μουσική θα παρέσυρε τη νεολαία του αμερικανικού έθνους, θα δυσκολεύονταν να το αποδείξουν απλώς κοιτάζοντας τα συγκροτήματα της Motown, τα μέλη των οποίων ήταν καλοντυμένα και μιλούσαν με ευφράδεια. Αυτό ήταν κάτι περισσότερο από ένα επιφανειακό remake. «Δεν αναλαμβάνουμε εύκολα έναν καλλιτέχνη», είχε δηλώσει ο Gordy σε μια εφημερίδα του Ντιτρόιτ. «Ψάχνουμε για χαρακτήρα και ακεραιότητα, καθώς και για ταλέντο, και αυτό μας κάνει μια μεγάλη οικογένεια».
Ο Gordy απαιτούσε από τους καλλιτέχνες του σκληρή δουλειά, να κάνουν ενάρετη ζωή και να του δείχνουν μεγάλη αφοσίωση, και σε αντάλλαγμα αναγνώριζε ότι όφειλε να τους δίνει καλές οικονομικές συμβουλές ώστε να μην κατασπαταλούν τα χρήματά τους άσκοπα. «Προσπαθούμε να βοηθήσουμε τους καλλιτέχνες σε προσωπικό επίπεδο με τις επενδύσεις τους, ώστε να μην καταλήξουν απένταροι. Μας ενδιαφέρει πολύ η ευημερία των καλλιτεχνών», είχε δηλώσει ο Gordy.
Ίσως η πιο εντυπωσιακή κίνηση του Gordy, όμως, που κατάφερε να ανοίξει τον δρόμο προς ένα ευρύτερο κοινό δεν ήταν ούτε η χορογραφία του ή η «συσκευασία» των μαύρων συγκροτημάτων, αλλά η θεμελιώδης επίθεσή του στην ίδια την μαύρη μπλουζ μουσική. Γνωρίζοντας ότι τα παραδοσιακά μπλουζ, όπως τα έπαιζαν οι Muddy Waters, Blind Lemon Jefferson και B.B. King, θα ήταν δύσκολο να τα πουλήσουν στο λευκό κοινό, ο Gordy συνεργάστηκε με τους Eddie Holland, Lamont Dozier και Brian Holland (γνωστούς ως «Holland-Dozier-Holland» στις δισκογραφικές ετικέτες) για να μετατρέψουν τα παραδοσιακά μπλουζ σε νέα, σύντομα κομμάτια που περιείχαν μια επαναλαμβανόμενη λούπα ή μια φράση-κλειδί. Η καινοτομία μπορεί να γίνει αντιληπτή στην επιτυχία «Stop, in the Name of Love» των «Supremes» και σε άλλες.
Η Motown Records του Gordy έβγαλε μεγάλες επιτυχίες στις αρχές και στα μέσα της δεκαετίας του 1960 από τους «Temptations», τις «Supremes», τις «Martha and the Vandellas» και τους «Four Tops», διατηρώντας πάντα τη διάρκεια των κομματιών μέσα σε ένα χρονικό πλαίσιο δύο έως δυόμισι λεπτών, έτσι ώστε να τους παίζουν οι djs.
Όπως και άλλοι καλλιτέχνες, οι «Holland-Dozier-Holland» άκμασαν στο σύστημα Motown του Gordy, και παρόλα αυτά άρχισαν να δυσανασχετούν με την ανάγκη του να έχει τον πλήρη έλεγχο σε όλα. Οι «Holland-Dozier-Holland» αποσχίστηκαν από τη Motown το 1967 για να ιδρύσουν τη δική τους εταιρεία. Εξακολούθησαν να παράγουν κάποιες επιτυχίες, όμως δεν γνώρισαν ποτέ την επιτυχία που είχαν γνωρίσει στη Motown – ίσως εν μέρει λόγω των αλλαγών στο μουσικό τοπίο μέχρι τότε. Δεν ήταν οι πρώτοι που έφυγαν από τη Motown. Και οι «Gladys Knight and the Pips» είχαν εγκαταλείψει τη Motown μετά από μια τεράστια επιτυχία, επανεκτελώντας το «I Heard It Through the Grapevine» του Marvin Gaye.
Η Motown υπέφερε από την απώλεια καλλιτεχνών και τραγουδοποιών και έπεσε σε μια διετή δυσφορία, ενώ ο Gordy πάλευε να βρει αντικαταστάτες. Βρήκε νέα πνοή με ένα νέο συγκρότημα, τους «Jackson 5», οι οποίοι υποβλήθηκαν στη διαδικασία «γυαλίσματος» του Gordy στο Λος Άντζελες. Μετά από ένα χρόνο προετοιμασίας, οι «Jackson 5» κυκλοφόρησαν το «I Want You Back», με τα δυναμικά φωνητικά του νεότερου μέλους της οικογένειας, του Michael Jackson. Ο Gordy συνειδητοποίησε ότι ο Michael είχε την ισχυρότερη απήχηση στους θαυμαστές και για όσο οι «Jackson 5» συνέχιζαν να βγάζουν επιτυχίες, ο Gordy προετοίμαζε τον Michael για σόλο καριέρα.
Ο Gordy ήταν σωστός στην εκτίμησή του για τον Michael Jackson, αλλά όπως συνέβη και με άλλους αστέρες και συνθέτες της Motown, ο στενός του έλεγχος απομάκρυνε τον Michael και το γκρουπ. Το 1976 οι «Jackson 5» εγκατέλειψαν τη Motown, μετονομάζοντας τους εαυτούς τους σε «Jacksons», και λίγο αργότερα, ο Michael Jackson έβαλε πλώρη για solo καριέρα. Δεδομένης της φόρμουλας Gordy, είναι απίθανο ο Jackson να είχε δημιουργήσει ποτέ πολλά από τα αριστουργήματά του αν είχε παραμείνει στη Motown. Αλλά όπως τόσοι άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του νεαρού Steveland Judkins, τον οποίο ο Gordy μετονόμασε σε «Little Stevie Wonder», ο Michael Jackson χρωστούσε το ξεκίνημά του στην ιδιοφυΐα του Gordy.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν το περιοδικό Black Enterprise χαρακτήρισε τη Motown ως την κορυφαία επιχείρηση μαύρης ιδιοκτησίας στην Αμερική, ο Gordy είχε μεταφέρει πολλές από τις δραστηριότητές του στο Λος Άντζελες. Καθώς αναμειγνυόταν λιγότερο στα καθημερινά ζητήματα, η φήμη της Motown υπέφερε. Αλλά με ή χωρίς τον Gordy, η Motown διαπίστωσε ότι η ίδια η μουσική είχε αλλάξει, αναπτύσσοντας μια άλλη πλευρά με τα ροκ συγκροτήματα της δεκαετίας του 1970 και την έλευση της ψυχεδελικής και metal μουσικής. Η Motown παρέμεινε εγκλωβισμένη σε μια φόρμουλα, η ακμή της δημιουργικότητάς της είχε παρέλθει.
Το 1988 ο Gordy πούλησε τη Motown στην MCA Records. Είχε κυριολεκτικά αλλάξει την αμερικανική μουσική βιομηχανία, συστήνοντας τη μαύρη μουσική σε ολόκληρη την Αμερική και προωθώντας την καριέρα πολλών καλλιτεχνών που σήμερα τιμώνται στο Hall of Fame, όπως και ο ίδιος ο Gordy. Ο Gordy έγινε θύμα της ίδιας του της επιτυχίας, και όπως ο Henry Ford. Όμως, θα μείνει για πάντα στην ιστορία της μουσικής ως ένας αυτοδημιούργητος πιονέρος που κατάφερε να χτίσει μια ολόκληρη αυτοκρατορία και χάρισε στην Αμερική μερικές από τις καλύτερες μουσικές στιγμές της.