Το 1961 ήταν μια περίεργη χρονιά για τους Beatles: το συγκρότημα είχε μόλις επιστρέψει στην γενέτειρά τους, στο Λίβερπουλ, μετά από αρκετούς μήνες στο Αμβούργο, παίζοντας στο γνωστό circuit που τότε έκαναν όλα τα pop combos στα γερμανικά κλαμπ, διασκεδάζοντας την νεολαία της εποχής.

Εκείνο τον καιρό λοιπόν, άρχισαν να παίζουν στο Cavern Club, όπου γνώρισαν τον μελλοντικό μάνατζέρ τους, τον ιδιοκτήτη καταστημάτων μουσικών οργάνων Brian Epstein. Ο Epstein, ενθουσιασμένος από αυτό που έβλεπε (και άκουγε), πήρε τα demo τους (τις δοκιμαστικές τους ηχογραφήσεις, δηλαδή) και τα πήγε στην δισκογραφική εταιρεία Decca, η οποία δέχτηκε να ακούσει το συγκρότημα ζωντανά στο στούντιο ηχογραφήσεων της, στο Λονδίνο.

Κάπως έτσι, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1962, οι Beatles ξεκίνησαν οδικώς από το Λίβερπουλ, με προορισμό την αγγλική πρωτεύουσα. Την επόμενη μέρα, στο ξημέρωμα του νέου έτους, όταν έφτασαν στο στούντιο της Decca για την ακρόαση, έπαιξαν και ηχογράφησαν δεκαπέντε τραγούδια, δηλαδή 12 διασκευές σε κομμάτια άλλων καλλιτεχνών, αλλά και τρία τραγούδια των Lennon / McCartney (τα «Like dreamers do», «Hello little girl» και «Love of the loved»).

Η δοκιμαστική ηχογράφηση ολοκληρώθηκε και εστάλη άμεσα στον υπεύθυνο για την ανεύρεση νέων ταλέντων, τον Dick Rowe. Στη συνάντησή του με τον Επστάιν, ο Rowe του είπε την περίφημη πλέον φράση: «Κύριε Εpstein, ο ήχος τους δεν μας αρέσει. Η μουσική με κιθάρες είναι πλέον εκτός μόδας». Και οι Βeatles απορρίφτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες μάλιστα, ο Lennon είχε πιστέψει πως «αυτό ήταν το τέλος μας ως μπάντα».

Ένα άλλο συγκρότημα θα τα είχε παρατήσει. Όχι όμως οι Beatles, οι οποίοι χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό σκληρής δουλειάς, επιμονής, αλλά κα τύχης προφανώς, κατάφεραν τελικά και μέσα στους επόμενους 24 μήνες από την απόρριψη αυτή, κατάφεραν και αναρριχήθηκαν στην κορυφή του (μουσικού) κόσμου.

Πώς όμως συνέβη αυτό; Όπως αναφέρει σε εκτενές του άρθρο ο David Brooks των New York Times, το «όχι» δεν ήταν ποτέ αρκετό για ένα συγκρότημα με αρκετή αυτοπεποίθηση όπως τα «Σκαθάρια».

Πώς τα κατάφεραν, οπότε; «Προφανώς είχαν ταλέντο που δεν αναγνωριζόταν. Αλλά είχαν και κάτι άλλο: μια σειρά από αφοσιωμένους θαυμαστές», δηλαδή αφενός τους νεαρούς οπαδούς της μπάντας και αφετέρου τον ίδιο τον Epstein καθώς και έναν συγκεκριμένο άνθρωπο που εργαζόταν στο διαφημιστικό τμήμα της EMI και δεν σταμάτησε να ασκεί πιέσεις μέχρι που η δισκογραφική εταιρεία προσέφερε, τελικά, ένα συμβόλαιο στο συγκρότημα.

Η επίκληση στο συλλογικό υποσυνείδητο

Όπως αναφέρει η ακαδημαϊκή μελέτη που εκπόνησε ο καθηγητής Νομικής του Χάρβαρντ, Cass Sunstein (μια πραγματεία που αναμένεται να εκδοθεί στην επιθεώρηση «The Journal of Beatles Studies»), η πρώιμη επιτυχία των Beatles στηρίχτηκε εν μέρει στον κοινωνιολογικό όρο «informational cascade», ήτοι «καταρράκτης πληροφοριών».

Σύμφωνα με αυτόν, και με βάση την θεωρία περί κοινωνικού μιμητισμού, αν ένα μέλος του ευρύτερου κοινωνικού μας κύκλου με μεγάλη αυτοπεποίθηση πιστεύει ότι κάτι είναι ωραίο, τότε είναι πολύ πιθανό εμείς από την πλευρά μας να τον μιμηθούμε και να θεωρήσουμε και εμείς εξίσου ωραίο, γεγονός που αποδεικνύει ότι ακόμη και τότε, μισόν αιώνα πίσω, οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να βασίζονται όχι μόνο στις προσωπικές τους απόψεις αλλά λάμβαναν υπόψη και τα, τρόπον τινά, «κοινωνικά δίκτυα» της εποχής εκείνης, δηλαδή το word of mouth, μια φήμη που απλώνεται από στόμα σε στόμα.

Ο Sunstein αναφέρει επίσης εμφατικά ότι «οι Beatles λατρεύτηκαν από εκατομμύρια ανθρώπους επειδή ενσάρκωσαν με εξαιρετικό τρόπο τις ελπίδες και τα όνειρα και τις αξίες της συλλογικής συνείδησης της εποχής τους». Όπερ και σημαίνει ότι ο κύκλος των νεαρών θαυμαστών τους ολοένα και μεγάλωνε, καθώς μέσα σε χρόνο dt κατάφεραν να μιλήσουν σε αυτούς με μια μουσική γλώσσα απλή, κατανοητή, εύληπτη και, κυρίως και πρωτίστως, γοητευτική. Η ποπ κουλτούρα, λοιπόν, δημιουργήθηκε από αυτή την πρώτη βάση των θαυμαστών των Beatles, τους οποίους ο αρθρογράφος αποκάλεσε «αρχιτέκτονες της επιθυμίας, που καθορίζουν τι ακριβώς θέλουν να ακούν και να βιώνουν οι άνθρωποι», σύμφωνα με τον Brooks.

To «κέρατο» έβαλε τους Beatles στο στούντιο

Τέλος, υπάρχει και κάτι ακόμη που κατέστησε τους Beatles ως το μουσικό μέγεθος που είναι σήμερα: ο Kim Bennet, ένας, τότε 31χρονος, «plugger» της ΕΜΙ (αυτός που είναι επιφορτισμένος από μια δισκογραφική εταιρεία να γυρνάει τα δισκάδικα και να ακούει νέα μουσική, προτείνοντας στη συνέχεια καλλιτέχνες ή μπάντες που θα μπορούσαν να υπογράψουν συμβόλαιο μαζί της).

Γιατί μπορεί τα πρώτα demo να είχαν ήδη φτάσει στα χέρια του παραγωγού George Martin (μετέπειτα μόνιμου συνεργάτη της μπάντας και, σχεδόν… «πέμπτου μέλους» της), αλλά μέχρι και ο ίδιος ο σπουδαίος παραγωγός ήχου δεν είχε ενθουσιαστεί από αυτό που άκουγε.

Ο Bennet στη συνέχεια αποφάσισε να παρακάμψει τον Martin και πήγε τα demo της μπάντας στον Len Wood, Managing Director της ΕΜΙ, o οποίος ήταν πολύ πιο θετικός. Ωστόσο και αυτός «σκόνταφτε» πάνω στην απροθυμία του Martin, ο οποίος είχε και τον τελευταίο (και οριστικό) λόγο στην όλη υπόθεση.

Ο πανούργος Bennet, προκειμένου να σπρώξει την όλη κατάσταση προς όφελος των Beatles, χρησιμοποίησε λοιπόν την περιρρέουσα φήμη που διακινούταν εκείνη την εποχή μέσα στην ΕΜΙ: ότι ο George Martin διατηρούσε μια εξωσυζυγική σχέση με την προσωπική του γραμματέα, Judy Lockhart.

Όταν ο Bennet είπε, δήθεν τυχαία, την φήμη αυτή στον Wood, ο βαθύτατα θρήσκος και οικογενειάρχης Managing Director αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του: εκβίασε τον Martin ότι θα διέρρεε την φήμη αυτή και θα κατέστρεφε την υπόληψή του… εκτός αν δεχόταν να αναλάβει να ηχογραφήσει αυτό το νέο συγκρότημα από το Λίβερπουλ.

Ο Martin, υπό την πίεση να διαλυθεί το σπίτι του, αποδέχτηκε αυτόν τον όρο και μερικές εβδομάδες μετά μπήκε με τους Beatles στο στούντιο προκειμένου να ηχογραφήσουν το τραγούδι «Love Me Do».

Τα υπόλοιπα ήταν ιστορία…