Το ημερολόγιο δείχνει Νοέμβριος του 1968. Ένας, τότε 21χρονος, David Jones έχει μόλις αλλάξει το όνομά του σε David Bowie και, εκτός από το νέο του καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, προσπαθεί να πιαστεί από κάπου, αφού, πλην του αδιαμφισβήτητου ταλέντου του στις μιμήσεις και το χοροθέατρο, δεν φαίνεται να κρύβεται τίποτα άλλο συναρπαστικό πίσω από το χαμόγελό του, το οποίο κρύβει επιμελώς προκειμένου να μην φανούν οι (πολλές) σειρές από βρετανοπρεπώς χαλασμένα δόντια που βρίσκονται από πίσω του.

Ο Bowie είναι ξαπλωμένος στο υπνοδωμάτιό του και ακούει ραδιόφωνο, όταν ξαφνικά μπαίνει η εισαγωγή ενός τραγουδιού που ακούει μεν για πρώτη του φορά, αλλά του φαίνεται τόσο μα τόσο οικείο, λες και το άκουγε για χρόνια – λες και με αυτό τον νανούριζε η μητέρα του, όταν ήταν βρέφος.

Το κομμάτι είχε τίτλο «I Took a Trip on a Gemini Spaceship»* και το τραγουδούσε ένας παντελώς άγνωστος τύπος με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Legendary Stardust Cowboy.

Ο Bowie μαγεύτηκε από την μουσική, τους στίχους, την φωνητική εκφορά, τα κρυμμένα νοήματα, την σημειολογία που (νόμιζε ότι) έβγαινε από αυτό. Στην αρχή νόμιζε ότι άκουγε ακόμη ένα τυπικό psychobilly κομμάτι της εποχής εκείνης, ερμηνευμένο από ένας κατά πολύ μεγαλύτερό του μουσικό. Στην πραγματικότητα, πίσω από το συγκεκριμένο τραγούδι κρυβόταν ένας συνομήλικός του μουσικός, ο Τεξανός Norman Carl Odam που, κρυμμένος πίσω από την μυστικιστική φιγούρα του Legendary Stardust Cowboy, ενός «θρυλικού αστρικού καουμπόι», μπορούσε να κάνει κατορθωτό το όποιο ακατόρθωτο.

Στην στιγμή εκείνη, όλα τα κομμάτια του παζλ μέσα στο (ούτως ή άλλως) σύνθετο μυαλό του 21χρονου Bowie ενώθηκαν μονομιάς. Η μυστικιστική περσόνα, το αλληγορικό ψευδώνυμο με τις πάμπολλες ερμηνείες, το διφορούμενο του τίτλου του τραγουδιού, όλα έδεσαν γλυκά στον εγκέφαλό του.

Βέβαια, ο Bowie είχε αρχικά να δουλέψει πρώτα πάνω σε άλλα πράγματα: έπρεπε να βγάλει έστω ένα χιτάκι της προκοπής. Ο στόχος επετεύχθη την αμέσως επόμενη χρονιά, το 1969, με το «Space Oddity». Εκεί γνωρίσαμε τον Major Tom, έναν μόνο από τους πολλούς χαρακτήρες εν είδη alter ego, όπως ο Aladdin Sane, ο Halloween Jack ή ο Thin White Duke, που θα δημιουργούσε ο Bowie στην πορεία της ένδοξης καριέρας του.

Τρία χρόνια μετά, στα τέλη του ’71, ο Bowie έχει ήδη κυκλοφορήσει το «Hunky Dory», το, κατ’ εμέ, σπουδαιότερο άλμπουμ όλης του της καριέρας (και αυτό που τον μετέτρεψε από έναν απλό «David» σε έναν «Bowie») και ψάχνεται για το επόμενο «χτύπημά» του. Κατά την πρόσφατη περιοδεία του στις ΗΠΑ, περνάει πολύ χρόνο μόνος του στο δωμάτιό του, ακούγοντας τους δίσκους του συμπατριώτη του, ροκαμπιλά Vince Taylor, τέως ηγέτη των Playboys, ο οποίος διήγαγε μια εξαιρετικά περίεργη καριέρα.

Από απόλυτος μουσικός θεός των τελών των ’50s και των αρχών των ‘60s στην πατρίδα του, «κάηκε» τόσο πολύ από τις αμφεταμίνες και το σπιντ που έπαιρνε καθημερινά, ώστε δεν κατάλαβε ότι, σαν τον Ίκαρο, πέταξε πολύ κοντά στον Ήλιο. Η πτώση του Taylor, ο οποίος πλέον αυτοαποκαλούταν δημοσίως και στις συνεντεύξεις που έδινε ως «Ματθαίος, ο γιος του Ιησού Χριστού», ήταν δραματική –σχεδόν όσο η μετεωρική του άνοδος. The rise and fall of Vince Taylor.

Την επόμενη κιόλας ημέρα, ο Bowie ξεκίνησε να γράφει το «λιμπρέτο» του επόμενου άλμπουμ του: πήρε την ιστορία του Taylor, την συνδύασε με το τραγούδι του Legendary Stardust Cowboy και, ως ο καλύτερος και σπουδαιότερος μιμητής του κόσμου, έφτιαξε τον δικό του χαρακτήρα.

Ziggy played guitar λοιπόν.

O Ζiggy Stardust προσγειώθηκε στη Γη προκειμένου να προσφέρει στην ανθρωπότητα κάτι παραπάνω από τα Πέντε Χρόνια που της απέμεναν μέχρι την καταστροφή της, αλλά τελικά το μόνο που κατάφερε ήταν να σώσει και να απογειώσει την καριέρα του εμπνευστή του και στην συνέχεια, εν είδη ενός πλανήτη σούπερ νόβα, να αυτοκαταστραφεί το ίδιο γρήγορα και σύντομα όσο δημιουργήθηκε.

To άλμπουμ «The Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars» κυκλοφόρησε στις 16 Ιουνίου του 1972, πριν ακριβώς μισόν αιώνα δηλαδή –το πραγματικά σπουδαίο του κατόρθωμα είναι ότι πρόκειται για ένα εκπληκτικό, από την αρχή έως το τέλος άλμπουμ, χωρίς μάλιστα να είναι καν το σπουδαιότερο άλμπουμ του εμπνευστή και δημιουργού του (ας πούμε, το ημιακουστικά απογυμνωμένα πιανιστικό «Hunky Dory», το προφητικά ηλεκτρονικό «Low» και το επίφοβα πειραματικό «Station To Station» είναι απείρως πιο σημαντικά, από άποψης μουσικής παρακαταθήκης).

Η υπόθεσή του άλμπουμ πάντως, για τους αμύητους, πάει ως εξής: η ανθρωπότητα απειλείται με ολικό αφανισμό λόγω έλλειψης πόρων, τροφίμων και νερού. Η Γη έχει μόλις «πέντε χρόνια ζωής / το μυαλό μου πονάει / πέντε μόλις χρόνια / αυτό μας έμεινε μόνο».

Μέχρι που εμφανίζεται, από το πουθενά, ένας εξωγήινος Μεσσίας. Και είναι ένας αρκετά εκκεντρικός τύπος: σύμφωνα με τους στίχους του Bowie, είναι αμφισεξουαλικός, ψηλός, λεπτός, σχεδόν λιπόσαρκος – λογικό, γιατί κάνει πολλά ναρκωτικά – και διαθέτει ένα τεράστιο πουλί (αυτό δεν γνωρίζω γιατί χρειαζόταν να ειπωθεί στην ιστορία, ίσως γιατί ο Bowie ήθελε να βάλει και κάτι πολύ αυτοβιογραφικό στον χαρακτήρα του Ziggy).

Ο Ziggy διάγει μια άκρως ηδονιστική ζωή, προσπαθώντας ταυτόχρονα να σώσει την ανθρωπότητα, με την βοήθεια της μπάντας του, των Spiders from Mars. Τελικά, με τις οδηγίες του Υπέρτατου Όντος που τον έστειλε στη Γη, του Starman, απευθύνεται αρχικά στην νεολαία πείθοντάς την ότι η μόνη σωτηρία, βασικά, είναι το ροκ εν ρολ. Το οποίο το έχουν ξεχάσει και ασχολούνται με μαλακίες. Και τελικά, όπως ένας πραγματικός Μεσσίας, αποκτά όχι 12 αλλά χιλιάδες Απόστολους γύρω του, οι οποίοι παρακολουθούν σταδιακά την άνοδο και την ραγδαία πτώση του, γιατί, κατά τα πρότυπα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και μυθολογίας, την οποία ο Bowie γνώριζε απ’ έξω και ανακατωτά, ακόμη και ο Τέλειος Άνθρωπος είναι γεμάτος ελαττώματα.

«Για τι μιλάνε τα τραγούδια ρε συ;», τον ρώτησε κάποια στιγμή, κατά την ηχογράφηση του άλμπουμ, ο σπουδαίος κιθαρίστας του, ο Mick Ronson. «Για τον μύθο του Ίκαρου», του απάντησε κοφτά ο Bowie.

«Ο Ziggy αρχίζει να έχει μια πολύ μεγάλη εικόνα για τον εαυτό του και θεωρεί ότι πλέον του αρμόζει η θέση του Προφήτη για όλους τους επόμενους Starmen που θα προκύψουν. Θεωρεί επίσης ότι οι ακόλουθοι και οι οπαδοί του πρέπει να τον υπηρετούν», δήλωνε το 1974 στον William S. Burroughs σε μια συνέντευξη του για το μουσικό περιοδικό Rolling Stone, συνεχίζοντας «μέχρι που οι οπαδοί του, ανεβαίνουν στη σκηνή την ώρα που ο Ziggy ερμηνεύει το “Rock ‘n’ Roll Suicide”, κόβουν κομμάτια από το σώμα του και τελικά σκοτώνουν τον ίδιο τους τον Μεσσία, ο οποίος υπέπεσε στο αμάρτημα της Ύβρεως».

«Let the children lose it / Let the children use it / Let all the children boogie».

O χαρακτήρας του Ziggy (ο οποίος, προς μεγάλη απογοήτευση του ίδιου του Bowie, άρχισε να εξισώνεται με την περσόνα του ίδιου του David) τελικά «δολοφονήθηκε» τελετουργικά έναν ακριβώς χρόνο μετά την «γέννησή» του, όταν το καλοκαίρι του 1973, ο Bowie ανακοίνωσε ότι «ο Ziggy πέθανε. Πάμε γι’ άλλα».

Γιατί, προφανώς, και είχε καταλάβει αφετέρου το short attention span της νεολαίας απέναντι στον εκάστοτε «μουσικό τους θεό» και αφετέρου είχε κατανοήσει πλήρως, στα πρότυπα του ειδώλου του, του Andy Warhol, ότι μέσα στα αυστηρά πλαίσια της ποπ κουλτούρας όλα και όλοι, όσοι σπουδαίοι και αν είναι, έχουν μια συγκεκριμένη ημερομηνία λήξεως -που συνήθως είναι σαν το γάλα πέντε ημερών.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να θέλουν τα είδωλά τους να είναι ρηχά και μιας χρήσης, σαν φθηνά παιχνιδάκια», είπε ο ίδιος μιλώντας στον δημοσιογράφο Cameron Crowe, καταλήγοντας με νόημα: «Γιατί πιστεύεις ότι οι έφηβοι συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο; Τριγυρνάνε γύρω γύρω σαν τα μυρμήγκια, μασώντας τσίχλα και επιλέγοντας κάθε βδομάδα ένα διαφορετικό είδος ντυσίματος ή μόδας να τους ταιριάξει. Δεν έχουν βάθος. Αυτό ειναι το πιο βαθύ σημείο που μπορούν να φτάσουν. Γι’ αυτό ο Ziggy έκανε τόσο μεγάλη επιτυχία».

*Το «I Took a Trip on a Gemini Spaceship» το διασκεύασε, τιμής ένεκεν, ο ίδιος ο Bowie το 2002 για λογαριασμό του άλμπουμ του «Heathen».