Ο David Bowie, οι Pink Floyd, οι Led Zeppelin, οι Roxy Music, οι New Order, όλοι οφείλουν την φήμη τους -ή έστω μέρος αυτής- σε έναν σημαντικό ραδιοφωνικό παραγωγό. Κι ο κατάλογος συνεχίζεται.The Beatles, Happy Mondays, The Specials. Ο κοινός παρανομαστής όλων αυτών ήταν ο John Peel. Οι Pink Floyd ακούγονταν ανελλιπώς στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στην progressive rock εκπομπή του, Top Gear. Οι New Order, που αναδύθηκαν διστακτικά από τις στάχτες των Joy Division, παραδέχτηκαν ότι οφείλουν την ύπαρξή τους στον Peel. Ο David Bowie, οι Frankie Goes to Hollywood και οι Orchestral Manoeuvres in the Dark όλοι τους πέρασαν Radio 1 -και στην προσοχή του κοινού- από τον Peel. Όταν το “Space Oddity” του Bowie κατηγορήθηκε ως ένα one-hit wonder, ο Peel υπήρξε αμετανόητος υποστηρικτής του, ενώ προσκάλεσε τους Frankie Goes to Hollywood, να εμφανιστούν στη σκηνή με τα bondage ρούχα και τα στρινγκ τους -μια νύχτα του Δεκεμβρίου του 1982 κατά το περιοδεύον DJ roadshow του Peel, έναν ολόκληρο χρόνο πριν κάνουν την μεγάλη τους επιτυχία, “Relax”.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά, οι εκπομπές του (κυρίως στο BBC) βοήθησαν στο λανσάρισμα αμέτρητων καλλιτεχνών, διαμορφώνοντας την παγκόσμια μουσική κουλτούρα με την ιδιότητα του ραδιοφωνικού παραγωγού, του μάνατζερ συγκροτημάτων, του διοργανωτή συναυλιών, του δημοσιογράφου σε περιοδικά, του ραδιοφωνικού παρουσιαστή του BBC, αλλά και ιδιοκτήτη δισκογραφικής εταιρείας, ο Peel έστρωσε το δρόμο στο προοδευτικό rock & roll, είτε πρόκειται για ψυχεδέλεια, είτε για garage rock, punk, prog rock, folk-rock, industrial ή post-rock. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε το συναρπαστικό πορτρέτο του John Peel που έφυγε από τη ζωή μια μέρα σαν την σημερινή του 2004.

Όλοι μας ζούμε στον μουσικό κόσμο του John Peel

Όλοι μας, κατά μία έννοια, ζούμε στον κόσμο του John Peel. Αν κάνετε μια βόλτα σε έναν κεντρικό δρόμο θα δείτε εκατοντάδες ανθρώπους να φοράνε μπλουζάκια των Beatles, των Ramones και των Nirvana. Το πιο πιθανόν είναι τα άτομα που τα φοράνε να μην έχουν την παραμικρή ιδέα πως αυτά τα ονόματα έφτασαν μέχρι εδώ. Σίγουρα η φήμη τους δεν θα έφτανε στα πέρατα του κόσμου χωρίς τον John Peel. Τον άνθρωπο που έπαιξε για πρώτη φορά τους Nirvana τον Ιανουάριο του 1989, σχεδόν τρία χρόνια πριν κυκλοφορήσει το “Smells Like Teen Spirit“.

Δεκαεννέα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Peel εξακολουθεί να αιωρείται πάνω από τις δισκοθήκες μας, καθοδηγώντας σιωπηλά τις απόψεις και την μουσική κρίση όχι μόνο των γενεών που μεγάλωσαν ακούγοντάς τον, αλλά και των επόμενων. Όταν το 2015 ο Brian Eno μίλησε στο BBC Music σε μια διάλεξη για τη ζωή του John Peel στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, ασφαλώς ξεκίνησε την ομιλία του αναφέροντας τη σημασία του Peel στη δική του ζωή. Αναφέρθηκε στην μουσική εκπομπή του Peel The Perfumed Garden, την ψυχεδελική μεταμεσονύχτια εκπομπή που τον καθιέρωσε ως μια ξεχωριστή ραδιοφωνική προσωπικότητα στα ραδιοκύματα του πειρατικού σταθμού Wonderful Radio London, και που έδωσε τη δυνατότητα σε εκατομμύρια εφήβους του 1967 να γνωρίσουν τους αβανγκάρντ ήχους των Velvet Underground και των Mothers of Invention. Ο Eno ανέφερε επίσης την συμμετοχή των Roxy Music τον Ιανουάριο του 1972 στο Friday Night Is Boogie Night -όπου έκαναν το ραδιοφωνικό τους ντεμπούτο- κατά τη διάρκεια του οποίου ο Peel τους σύστησε στο κοινό προτού καν αποκτήσουν μάνατζερ, δισκογραφικό συμβόλαιο και όχι περισσότερους από μια χούφτα θαυμαστές. Και όταν ο Eno κατά τη διάρκεια της διάλεξης θέλησε να ελαφρύνει λιγάκι το κλίμα κάνοντας το κοινό να γελάσει, θυμήθηκε μια νύχτα του Δεκεμβρίου του 1973, όταν ο Peel έπαιξε ολόκληρο το νέο άλμπουμ των Fripp & Eno, No Pussyfooting, ανάποδα χωρίς να καταλάβει απολύτως τίποτα. Και τα 39 λεπτά του!

Τόσα χρόνια αργότερα μπορούμε να καταλάβουμε πώς οι αποφάσεις που έλαβε ο Peel επηρέασαν τις ζωές αμέτρητων μουσικών στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Η απόφασή του για παράδειγμα να παρουσιάσει τους Roxy Music το 1972 έδωσε το έναυσμα για ένα τριετές παραλήρημα που ακολούθησε τον Bryan Ferry και το συγκρότημά του, καθώς και μια σειρά από sold out συναυλίες στο Wembley Empire Pool στα 1975.

Εκεί, στα ενδιάμεσα, η Susan Ballion, ένα κορίτσι από το νοτιοανατολικό Λονδίνο, γνώρισε τον Steven Bailey, ένα αγόρι από ένα γειτονικό προάστιο. Το συγκρότημα που δημιούργησαν το 1976 –Siouxsie and the Banshees– έκανε την εμφάνισή του στο John Peel Show το 1977, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό τη μουσική των Cure, των Cocteau Twins, των Altered Images, των My Bloody Valentine και πολλών άλλων συγκροτημάτων της δεκαετίας του ’80 και του ’90. Ακόμα και οι αφηγήσεις των συγκροτημάτων του 21ου αιώνα που εμπνευστήκαν από τους Banshees, όπως οι Savages και οι Yeah Yeah Yeahs, μπορούν να αναχθούν στην απόφαση που έλαβε ο Peel να τους βγάλει στην εκπομπή του.

Αλλά όχι μόνο προώθησε τη μουσική που διαμόρφωσε τις μουσικές λίστες του μέλλοντος, αλλά είχε επίσης μια διαρκή επίδραση στον τρόπο με τον οποίο οι ακροατές του έβλεπαν και άκουγαν τον κόσμο. Σκεφτείτε όλα αυτά τα μυαλά που δονήθηκαν στο ρυθμό του Peel. Σκεφτείτε την απορρόφηση, την ώσμωση, τη διάχυση που έλαβε χώρα μέσω των λονδρέζικων ερτζιανών.

Η επιρροή του Peel σε αυτές τις γενιές ακροατών -φοιτητές, εργάτες, φοιτητές που παράτησαν τις σχολές τους, άνεργους που ζούσαν με επιδόματα, ακόμη και σε φυλακισμένους- είναι ανυπολόγιστη. Σίγουρα αν τους συναντούσαμε όλους αυτούς σήμερα, θα μας ομολογούσαν ότι ο Peel αντιπροσώπευε μια εναλλακτική λύση απέναντι στην πλήξη που κυριαρχούσε στον εμπορικό κόσμο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι έκανε περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον στα βρετανικά ΜΜΕ, για να εγείρει το ενδιαφέρον των νέων για τη διερεύνηση του αγνώστου, αλλά και να κοιτάξουν με καχυποψία τις επικρατούσες τάσεις της ποπ κουλτούρας. Ενώ οι DJs του Radio 1 που είχαν εκπομπές κατά τη διάρκεια της ημέρας επικεντρώνονταν στο 3% περίπου της ετήσιας ηχογραφημένης παραγωγής – ένα μείγμα από ποπ επιτυχίες και oldies , τις βραδινές ώρες οι εκπομπές του Peel καταπιάνονταν με το υπόλοιπο 97%, αναλαμβάνοντας μια ανατρεπτική αποστολή, όπου το μεγαλύτερο μέρος της έρευνάς του ήταν αθέατο και φύσκα απλήρωτο.

Καθώς τα χρόνια περνούσαν ο Peel ολοένα και περισσότερο άνοιγε τις πόρτες του Radio 1 σε καλλιτέχνες που ήταν μη εμπορικοί, κακοπληρωμένοι, και δεν έχαιραν αναγνωσιμότητας. Ως αμετανόητος υποστηρικτής των νέων κατευθύνσεων στη μουσική, για τρεις ολόκληρες δεκαετίες αναδείκνυε και στήριζε σχεδόν ολόκληρη την underground σκηνή.

Ο Peel κράτησε τους περισσότερους από τους μουσικούς που προωθούσε σε απόσταση ασφαλείας, προτιμώντας ο ίδιος να παραμείνει στη σκιά. Ο Mark E Smith, ο τραγουδιστής του αγαπημένου του συγκροτήματος, των The Fall, ισχυρίζεται ότι παρόλο που ηχογράφησαν 24 sessions γι’ αυτόν, μεταξύ 1978 και 2004, συνάντησε τον DJ μόνο δύο ή τρεις φορές. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Peel είχε πάντα βραδινές εκπομπές, αυτό τον εμπόδισε από το να παρακολουθήσει όσες συναυλίες θα ήθελε. Προς λύπη του, δεν είδε ποτέ τους Smiths -των οποίων τον Ιούνιο του 1983 μετέδωσε το ραδιοφωνικό τους ντεμπούτο, ή τους Joy Division, αλλά έκανε μια εξαίρεση για τους Bhundu Boys, μια μπάντα από τη Ζιμπάμπουε, που σε ορισμένες εκπομπές του ακούγεται σχεδόν δακρυσμένος να περιγράφει την ευφορική επίδραση που του είχε η μουσική τους στη ζωή του. Για πολλούς ακροατές του Peel της δεκαετίας του ’80 που αγαπούσαν την indie, οι Bhundus ήταν η πρώτη τους επαφή με τους ήχους της Αφρικής. Αλλά ο Peel είχε ήδη από το 1973 παίξει δίσκους από τη Νιγηρία – του Fela Kuti, του King Sunny Adé και άλλων. Έπαιζε reggae, folk, blues και Krautrock, χωρίς να χαράσσει όρια μεταξύ των μουσικών ειδών, προτρέποντας και τους ακροατές του να κάνουν το ίδιο.

Για όσους πήραν το εγκωμιαστικό νεύμα του Peel, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να αλλάξουν τη ζωή τους. Ενώ ο Bowie γενικά απορρίφθηκε ως ένα one-hit wonder μετά την επιτυχία του 1969 “Space Oddity”, ο Peel παρέμεινε αποφασιστικά πιστός σε αυτόν τις χρονιές μεταξύ του 1970 και 1972. Το ταξίδι στο Ziggy Stardust δεν σχεδιάστηκε σε έναν μακρινό γαλαξία, ούτε καν σε μια ντουλάπα, αλλά στην εκπομπή Top Gear του Peel. Αυτή η γένεση του Ziggy αποτελεί μόνο ένα σκέλος μιας ποπ ραδιοφωνικής κληρονομιάς 35 ετών.

“Teenage dreams, so hard to beat”

Ο Peel πέθανε στην ηλικία των 65 χρονών από καρδιακή προσβολή στις 25 Οκτωβρίου του 2004, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην πόλη Cuzco των Ίνκα, στο Περού. Λίγο μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, άρχισαν να καταφθάνουν συλλυπητήρια μηνύματα από θαυμαστές του, διάσημους και μη. Ανάμεσα στους πρώτους που υπέβαλαν τα σέβη τους ήταν διάσημα βρετανικά συγκροτήματα όπως οι Blur, οι Oasis και οι New Order.

Στις 26 Οκτωβρίου του 2004, το Radio 1 άδειασε το πρόγραμμα του για να εκπέμψει μια μέρα φόρο τιμής στον Peel, ενώ το BBC Three πρόσθεσε τη φράση «αφιερωμένο στον John Peel», κάτω την επιγραφή του σταθμού, στην τηλεοπτική οθόνη. Στο φεστιβάλ του Glastonbury, η σκηνή που φιλοξενούσε τα νέα συγκροτήματα άλλαξε όνομα από The New Tent σε The John Peel Stage.

Ο ίδιος ο Peel μιλούσε στωικά για το θάνατο του. Κάποτε, στην τηλεοπτική του εκπομπή Room 101, είπε:

«Πάντα φανταζόμουν ότι θα πεθάνω οδηγώντας το αυτοκίνητο μου στο πίσω μέρος ενός φορτηγού, προσπαθώντας να διαβάσω την επιγραφή μιας κασέτας, και οι άνθρωποι θα λέγανε «θα ήθελε και ο ίδιος να πεθάνει με αυτόν τον τρόπο». Λοιπόν, θα ήθελα να τους ξεκαθαρίσω ότι δε θέλω να πεθάνω έτσι».

Η κηδεία του έγινε στις 12 Νοεμβρίου του 2004, στο Bury St Edmunds του Suffolk, και παρευρέθηκαν περισσότερα από χίλια άτομα, ανάμεσα τους πολλοί από τους καλλιτέχνες που είχε προωθήσει μέσα από τις εκπομπές του. Ο αδερφός του, Alan Ravenscroft, και ο DJ Paul Gambaccini είπαν λίγα λόγια και η κηδεία τελείωσε με τον ίδιο τον Peel να μιλάει για τη ζωή του μέσα από αποσπάσματα από εκπομπές του. Το φέρετρο του μεταφέρθηκε υπό τον ήχο του αγαπημένου του τραγουδιού, το “Teenage Kicks” από τους The Undertones. Το 2001, ο Peel είχε πει σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Guardian ότι εκτός από το όνομα του, το μόνο πράγμα που ήθελε να αναγράφει η ταφόπλακα του, ήταν ο στίχος “Teenage dreams, so hard to beat,” από τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού.

19 χρόνια μετά το θάνατό του, ο John Peel παραμένει ένας θεσμός. Αναμφισβήτητα κανένας ραδιοφωνικός παραγωγός δεν είχε τόσο μεγάλη επίδραση όχι μόνο στη μουσική, αλλά και στη μουσική κουλτούρα γενικότερα.