Υπάρχει μια καταπληκτική σκηνή στο πρόσφατο μουσικό ντοκιμαντέρ «The Beatles: Get Back» του Πίτερ Τζάκσον: η Γιόκο Ονο κάθεται πάνω σε έναν ενισχυτή, στο στούντιο ηχογράφησης των Beatles και τότε ο Πολ Μακάρτνεϊ (εντελώς προφητικά) αναρωτιέται φωναχτά την εξής απορία:

«Λες σε μερικά χρόνια από τώρα, όλοι να λένε για την Γιόκο ότι στάθηκε η αφορμή για την διάλυση των Beatles;» Ο Μακάρτνεϊ το λέει αυτό χαριτολογώντας, ασφαλώς, αλλά όπως αναφέρει και το ρητό αξίωμα περί κωμωδίας, «αν θέλεις να πεις κάτι που εννοείς 100%, αλλά ψιλοντρέπεσαι, πες το στα αστεία».

Η αλήθεια είναι ότι ο Μακάρτνεϊ την είχε ψυλλιαστεί την δουλειά με την Γιόκο, ότι κάπως έτσι θα καταλήξει να αναφέρεται στα μουσικά βιβλία και τις εγκυκλοπαίδειες: ως η γυναίκα που διέλυσε το σπουδαιότερο συγκρότημα του κόσμου, η «γιαπωνέζα σκύλα που πίστευε ότι είναι και σοβαρή καλλιτέχνης του κινήματος Fluxus» ή η «εκείνη που πήρε τον Τζον και τον έριξε στην πρέζα».

Δηλαδή, ήμαρτον, το επώνυμό της πλέον, ακόμη και στις μεταξύ μας κουβέντες, αποτελεί συνώνυμο του ανθρώπου που καταστρέφει σπίτια και οικογένειες: «έλα τώρα, μην γίνεις Γιόκο», έχω ακούσει , προ 15ετίας, να λέει μπροστά μου ένας μουσικός γνωστού ελληνικού εναλλακτικού συγκροτήματος για την τότε κοπέλα του.

Αλλά και εγώ, μεγαλώνοντας και διαβάζοντας εγχώρια και ξένα μουσικά περιοδικά, ακόμη και εκεί, στην μέση της (εντελώς αποκομμένης πλέον από τα ‘60s) δεκαετίας του ’90, συχνά πυκνά έπεφτα πάνω στους ίδιους χαρακτηρισμούς για την Γιόκο, από διάφορους μουσικογραφιάδες: η δείξε, η μπήξε, η ατάλαντη, η μπαντο-χωρίστρα. Ήταν μια φήμη που την ακολουθούσε όπου και αν πήγαινε.

Δηλαδή, η Γιόκο το μόνο που έχει να (μας) κληροδοτήσει, ως καλλιτεχνική και προσωπική φήμη, είναι ο ρόλος της στην διάλυση των Beatles; Ε, ας είμαστε σοβαροί: ασφαλώς και όχι.

Ίσα ίσα που, τηρουμένων των όποιων μουσικών αναλογιών, η 89χρονη σήμερα Γιόκο Ονο πρέπει να ήταν το καλύτερο και πιο σημαντικό πράγμα που συνέβη στους Beatles από τις αρχές του 1968 (οπότε και είναι επισήμως ζευγάρι με τον Λένον) μέχρι τα τέλη του 1969. Για δυο χρόνια, η επιρροή της στο συγκρότημα – και στον καθένα μουσικό ξεχωριστά – ήταν τόσο καταλυτική που πλέον στέκουν πολύ σοβαροί λόγοι όχι για να την κατακεραυνώνουμε, αλλά για να της λέμε και ευχαριστώ από πάνω.

Βλέπετε, η ιστορία έχει γράψει και δεν ξεγράφει, ότι στις αρχές του 1968 οι Beatles ήταν ήδη στα πρόθυρα της διάλυσης. Οι αγαπησιάρικες αναθυμιάσεις από το «Καλοκαίρι της Αγάπης» του 1967 και της ταυτόχρονης κυκλοφορίας του άλμπουμ «Sgt. Peppers Lonely Hearts Club Band» δεν κατάφεραν να εξομαλύνουν το κλίμα εντός της μπάντας, το οποίο ήταν οριακά πολεμικό: ο καθένας άρχισε να συνθέτει κατά μόνας και όχι μαζί με τους άλλους, σε αγαστή αρμονία, όπως συνέβαινε. Επιπλέον, ο Λένον, σύμφωνα με δηλώσεις του, μετά την κυκλοφορία του «Sgt. Peppers Lonely Hearts Club Band» έπεσε σε μια βαθιά κατάθλιψη, με την ηρωίνη να είναι το καθημερινό του ψυχολογικό/ψυχοτροπικό αναλγητικό. Ο Τζον «κλείδωσε» τόσο πολύ μέσα του, σε δημιουργικό επίπεδο, ώστε αρνιόταν να συνεργαστεί για μερικές μόνο ώρες της ημέρας με τον καλύτερο του φίλο και μουσικό του συνοδοιπόρο.

Κάπως έτσι, ο Πολ, με τον Λένον απόντα, άρχισε να γράφει τραγούδια αυστηρά μόνος του (έγραψε το μισό «White Album» κάπως έτσι) ενώ ταυτόχρονα ανέλαβε και τον ρόλο του «ηγέτη» στην μπάντα, αυτόν που τραβολογούσε τους υπόλοιπους τρεις και τους έδινε αφορμές και έναυσμα να γράψουν ολοένα και καλύτερη μουσική – κάτι που φαίνεται ολοκάθαρα και στο ντοκιμαντέρ «Get Back».

Επιπλέον, τα «χτυπήματα» στο συγκρότημα ήρθαν από εκεί που δεν το περίμενε κανείς: αρχικά ο Ρίνγκο Σταρ τον Αύγουστο του ’68 και μετά από πέντε μήνες, τον Γενάρη του ’69, ο Τζορτζ Χάρισον, παραιτήθηκαν για μερικές ημέρες από την μπάντα. Τα βρόντηξαν κανονικά και έφυγαν, είπαν «δεν θέλουμε άλλο να είμαστε εδώ». Ξαναγύρισαν σε αυτήν μετά από μερικά 24ωρα και αφού ο Μακάρτνεϊ με τον Τζορτζ Μάρτιν έβαλαν όλη την διαπραγματευτική τους ικανότητα προκειμένου να τους μεταπείσουν.

Όπως καταλαβαίνουμε δηλαδή, όλο το 1968 πήγε «γαμιώντας» την μεγαλύτερη μπάντα του κόσμου. Οπότε κάπου εκεί μπαίνει στο κάδρο και στην εξίσωση και η Γιόκο.

Η σύντροφος, η καλλιτέχνης, η πολιτική παρουσία

Η Γιόκο, όπως αναφέρουν οι βιογράφοι του Λένον (πρωτίστως ο Philip Norman, αλλά γενικώς και ειδικώς ο Albert Goldman), ήταν αυτή που έβγαλε τον Λένον από την κατάθλιψη. Ήταν αυτή που τον έκανε να νιώσει καλύτερα για τον ρόλο του μέσα στην μπάντα και από έναν απρόθυμο παρατηρητή να τον μετατρέψει ξανά στο πιο ισό-απέναντι-σε-ίσο γρανάζι στην μηχανή του συγκροτήματος δίπλα στον Μακάρτνεϊ. Δεν κατάφερε να τον πείσει να κόψει την πρέζα, αλλά είναι προς τιμήν της ότι τουλάχιστον κατάφερε να τον κάνει να περιορίσει κάπως την χρήση της –ειδικά τις ώρες που έγραφε μουσική μαζί με τον Πολ.

Η Γιόκο ήταν αυτή που δίδαξε στον Μακάρτνεϊ όλες τις αφηρημένες και abstract τεχνικές σύνθεσης και ηχογράφησης τραγουδιών που οδήγησαν με την σειρά τους σε ένα από τα σπουδαία αριστουργήματα των Beatles, το εφιαλτικό μουσικό κολάζ του «Revolution 9», το κομβικό σημείο εκείνο δηλαδή που η ποπ μουσική συνάντησε για πρώτη φορά τον οργανικό (και οργιαστικό) πειραματισμό του Ξενάκη, του Στοκχάουζεν και τουΠιέρ Μπουλέζ.

Η (μεγαλωμένη μέσα στα ωδεία με κλασική μουσική) Γιόκο ήταν αυτή που έδειξε στον (άσχετο από κονσερβατόρια και μουσικά μαθήματα) Λένον με ποιο τρόπο μπορούσε να μιμηθεί τους κλασικούς μουσουργούς: ένα βράδυ έκατσε και του έπαιξε το «Moonlight Sonata» του Μπετόβεν και το επόμενο πρωί ο Τζον είχε αλλάξει 1-2 νότες και είχε συνθέσει το αριστούργημα του «Because» που βασίζεται πάνω στο κομμάτι του Γερμανού.

Η Γιόκο ήταν εκείνη που μετέτρεψε τον Λένον από ένα κυνικό και σαρκαστικό Αγγλάκι του εργατικού Βορρά σε έναν σκεπτόμενο καλλιτέχνη per se, στον «ονειροπόλο» θιασώτη της ειρήνης και της αγάπης και σε ένα βαθύτατα προβληματισμένο πολιτικό ον. Χωρίς την Ονο δεν θα είχαν γραφτεί (τουλάχιστον) τα μισά τραγούδια του Λένον μετά την διάλυση των Beatles και δεν θα υπήρχε καν ένα τόσο πολιτικοκοινωνικά βαρυσήμαντο τραγούδι όπως το «Woman is the Nigger of the World». Γεγονός που επιβεβαίωσε, κατόπιν και ο ίδιος ο Μακάρτνεϊ, λέγοντας «she always pushed him, which he liked. Nobody, not even me, had ever pushed him like that».

Η Γιόκο ήταν εκείνη που στάθηκε η αφορμή, διαμέσου των ίδιων της των έργων, για πολλά πράγματα που συνέβησαν εντός των Beatles: π.χ. το installation με τίτλο «Αpple», ένα πράσινο μήλο της ποικιλίας Granny Smith που εξέθεσε το 1966 στην γκαλερί Indica του Λονδίνου στάθηκε, δυο χρόνια μετά η αφορμή για το λόγκο της δισκογραφικής Apple Corp. Ltd.

Ή το ποίημα της με τίτλο «Cloud Piece» από μια ποιητική της συλλογή του 1963, όπου η ίδια γράφει «imagine the clouds dripping». Όταν το διάβασε αυτό ο Λένον, μετά από μερικές ημέρες πήγε και συνέθεσε το «Imagine».

Το «The White Album» (σημειωτέον, το πιο εμπορικό άλμπουμ του συγκροτήματος με πωλήσεις άνω των 24 εκατ. αντιτύπων) δεν θα κυκλοφορούσε ποτέ με όλο αυτό το τόσο ετερόκλητο υλικό, αν δεν υπήρχε η Γιόκο να υπενθυμίζει και στους τέσσερις Beatles ότι «αξίζει να κυκλοφορήσει ως διπλό άλμπουμ».

Η Γιόκο ήταν αυτή που, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, τόλμησε να «σπάσει», λόγω της ασιατικής της καταγωγής και της ιαπωνικότητας του χαρακτήρα της, το «κλειστό κλαμπ» που ήταν τότε ένα ανδρικό συγκρότημα, να εισέλθει ως ισότιμη καλλιτέχνης εντός των κόλπων του και να προσπαθήσει, με όποιον τρόπο μπορούσε, φανερό ή υπογειακό, να «σπρώξει» τις καλλιτεχνικές εξελίξεις –όχι προς όφελος δικό της, αλλά προς όφελος της Τέχνης και της Μουσικής, εν γένει.

Η Γιόκο ήταν η πρώτη που αρνήθηκε πεισματικά να παίξει τον ρόλο της «bimbo μουσικού» (που, ας μην γελιόμαστε, στην αρχή της καριέρας της, τον έπαιξε πολύ πρόθυμα η Marianne Faithful, ας πούμε) και μπήκε σε ένα δωμάτιο με την μεγαλύτερη μπάντα του κόσμου, κοιτώντας τους ευθεία στα μάτια και διεκδικώντας και αυτή ανάλογο σεβασμό, ως γυναίκα και καλλιτέχνης. Μια γυναίκα με αυθύπαρκτη καλλιτεχνική αυτοπεποίθηση σε ένα boys club που μέχρι πρότινος είχε τις γυναίκες απλά ως τσαντάκι συνοδείας.

Όσο για την, υποτίθεται «ενοχλητική και κακόφωνη», καλλιτεχνική της παραγωγή, καλό είναι να θυμόμαστε ότι έναν καλλιτέχνη μπορούμε να τον κρίνουμε από όλο του το έργο και όχι βλέποντας τον να βγάζει μερικές άναρθρες κραυγές σε ένα ολιγόλεπτο βίντεο στο Youtube. Η Γιόκο λοιπόν, εκτός από πειραματική καλλιτέχνης, έκανε και πράγματα που μέχρι σήμερα δεν έχουν ανακαλυφθεί από μουσικόφιλους.

Kαι δεν μιλάω για τραγούδια όπως το εκπληκτικό «Walking On Thin Ice» του 1981, μιλάω για μια μακρά μουσική παρακαταθήκη που, λογικά και κατά τα μουσικά ειωθότα, θα αξιολογηθεί πλήρως μετά τον θάνατό της.

Και μιας και φτάσαμε στο θέμα του θανάτου, να πούμε ως κατακλείδα, ότι η Γιόκο υπήρξε, σχεδόν πανθομολογούμενα, η καλύτερη «διαχειρίστρια» που θα μπορούσε να έχει ο ίδιος ο Λένον για την μουσική του κληρονομιά – μια πανέξυπνη και ενίοτε πανούργα μάνατζερ των τραγουδιών του συζύγου της, αλλά πάντα και μια γυναίκα που λειτουργούσε πρωτίστως και κυρίως ως οπαδός της μουσικής του ίδιου της του άνδρα. Και αυτό είναι κάτι που επίσης την τιμάει.

Γιατί, κατά βάση, τα στερνά τιμούν τα πρώτα.