Η Τίνα Μπολέτη είναι ο ιθύνον νους πίσω από το art synth project «Night in Athens», που περικλείει αυτό ακριβώς που λέει το όνομα. Μια μεγάλη νύχτα στην Αθήνα. Παρ’όλα αυτά εγώ την συνάντησα μέρα μεσημέρι στη μέση της οδού Σοφοκλέους στο κέντρο της πόλης, αντικρύζοντας την να πλησιάζει από μακριά σα να έβγαινε διθυραμβικά μέσα από τους υπονόμους της μητρόπολης, ιππεύοντας μια μανιασμένη λεοπάρδαλη. Στο Λονδίνο όπου ζει μόνιμα εδώ και αρκετά χρόνια, συμμετείχε σε πολλές μπάντες κυρίως art punk χαρακτήρα, με πολλές λάιβ εμφανίσεις στο Camden, στο Hackney, σε διάφορα φεστιβάλ, αλλά και αρκετές κυκλοφορίες στο Bandcamp στο ιστορικό τους. Λόγω της πανδημίας η η τελευταία μπάντα στην οποία ήταν μέλος, οι Haxon, διαλύθηκαν και καθώς η ίδια βρισκόταν ανάμεσα στο Λονδίνο και την Αθήνα, η Τίνα αποφάσισε να φτιάξει το δικό της προσωπικό project, Night in Athens.
Το πρωί εργάζεται ως σύμβουλος ψυχικής υγείας σε ένα πανεπιστήμιο της Μεγάλης Βρετανίας, και το βράδυ γράφει σκοτεινές και ηλεκτρονικές μουσικές. Αν και αφοσιωμένη στην darkwave και synth-punk σκηνή, η ίδια ανοίγεται ακομπλεξάριστα στο απέραντο μουσικό σύμπαν, από τις πιο σκοτεινές πλευρές της κλασικής μουσικής του Chopin, στην North Americana των Βig Μama Thornton και του Chuck Berry, κι από κει στη Σουηδική synthpunk των Sista Mannen På Jorden αλλά και στον νευρικό ήχο των Birthday Party. Η Night in Athens βαπτισμένη μια μεγάλη νύχτα στον γερμανικό εξπρεσιονισμό, εντάσσει στη μουσική της δυσοίωνα synths, σπούκι φωνές και σαρκαστικό γέλιο, με μια θεατρική θα έλεγα διάθεση. Αφηγείται ιστορίες που δεν έζησε, αλλά που φαντάζεται, παρατηρώντας τον κόσμο γύρω της, γράφοντας σκοτεινά εμβατήρια που αφηγούνται μικρές αυτοτελείς ιστορίες της μητρόπολης. Από πέρσι κυκλοφόρησε 3 δίσκους, με την τελευταία της δουλειά, το EP «Crime Seen» που κυκλοφόρησε την 1η Απριλίου αυτής της χρονιάς στο Bandcamp αλλά και σε κασέτα που περιλαμβάνει 5 τραγούδια που ακολουθώντας το δυναμικό και ηλεκτρονικό ήχο των DAF και των Ministry, είναι σα να θέλει να φωνάξει ένα ηχηρό «Ξυπνήστε!», και μας καταβυθίζει νευρικά σε έναν αστικό κατήφορο σκοτεινού αναστοχασμού. Σίγουρα η «Night in Athens» βρίσκεται σε έναν ανοιχτό διάλογο με όλα όσα συμβαίνουν μέσα μας και γύρω μας, σε ένα πλέγμα της πολιτικής πραγματικότητας με την ψυχολογική μας κατάσταση και η ίδια τα μεταφράζει μουσικά και στιχουργικά σαν μια μουσική διαμαρτυρία.
– Θα ήθελες να μας πεις την ιστορία σου, από όποιο σημείο θες εσύ;
Με λένε Τίνα Μπολέτη, έχω γεννηθεί στην Ελλάδα, μεγάλωσα με πιάνο μέχρι τα 16-17. Μετά σταμάτησα γιατί ξεκίνησα σπουδές, σπούδασα ψυχολογία, και μετά πήγα για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο, όπου και μένω μόνιμα εκεί τα τελευταία 16 χρόνια. Τότε άρχισε και η έντονη ενασχόλησή μου με τη μουσική. Να πηγαίνω σε συναυλίες, shows κτλ. Δεν ήμουν δικτυωμένη βέβαια τότε, αλλά έπαιζα synthesizers κι έγραφα μουσική στο σπίτι μου. Τότε γνώρισα μια κοπέλα μου είπε «χρειάζομαι drummer»- εντωμεταξύ έπαιζα λίγο drums μόνη μου- σε μια μπάντα tribute στους Beatles. Κι έτσι ξεκινήσαμε να κάνουμε πρόβες και να κάνουμε κάποια λάιβ. Και κάπως έτσι ξεκίνησα με τις μπάντες. Στη συνέχεια μπήκα σε μια άλλη μπάντα όπου έπαιζα πλήκτρα, σε πιο art punk στυλ και πειραματικό ύφος. Στην τελευταία μου μπάντα τους Haxon, έπαιζα το όργανο κυρίως, είχα πάρει ένα vox continental, αυτό που είχαν οι Doors και οι Beatles και κινούμασταν σε πιο experimental art, punk post και punk. Παίζαμε λάιβ στο Camden στο Hackney αλλά και σε φεστιβάλ. Μετά όταν έπεσε ο Covid διαλύθηκε η μπάντα και σκέφτηκα να επιστρέψω για λίγο στην Ελλάδα με αφορμή το lockdown αφού εργασιακά μου δινόταν αυτή η δυνατότητα. Παρεμπιπτόντως είχα πολλά κομμάτια στο συρτάρι, τα οποία είχαν γραφτεί πολύ παλιά, από το 2014-2016. Κάποια από αυτά τα ξανασυνέθεσα και για πρώτη φορά έγραψα στίχους. Αρχικά έγραψα το The Epitaph το 2020, ακολούθησε το Metropolis, και τώρα 1η Απριλίου κυκλοφόρησε το Crime Seen.
– Ποιες είναι οι πρώτες αναμνήσεις σου από τη μουσική;
Γενικά μεγάλωσα με κλασική μουσική λόγω του ότι έκανα πιάνο, αλλά μπορώ να πω ότι είχα μια ροπή προς την dark κλασική, Σοπέν κι όλα αυτά. Βέβαια μετά σιχάθηκα το πιάνο γιατί όταν σε διδάσκουν ένα κλασικό όργανο στην Ελλάδα, έχουν την τάση να πηγαίνουν πολύ προς το θεωρητικό και στο ακαδημαϊκό κομμάτι, και δεν ήθελα στα 14 μου να κάνω Μπετόβεν και Βιβάλντι, ήθελα κάτι πιο δυναμικό, οπότε όπως καταλαβαίνεις όταν άκουσα πρώτη φορά Bauhaus εκείνη την εποχή, έπαθα πολιτισμικό σοκ, με συνεπήρε. Αν και μου άρεσαν τα drums τότε, δεν τολμούσες σαν παιδί, και ειδικά σαν κορίτσι να πεις «θέλω να μάθω drums». Το πιάνο ήταν βαρετό. Γι’αυτό μου είχε πάρει τόσο καιρό αργότερα να αρχίσω να συνθέτω σε synth, γιατί το πήρα κάπως στραβά το πιάνο. Βέβαια τώρα πλέον αναθεωρώ και το αγαπώ πάλι το πιάνο και το έχω εντάξει και σε κάποια κομμάτια μου όπως στο «Just watch me».
– Ποιες είναι οι επιρροές σου;
Γενικά ακούω πάρα πολλά πράγματα και συχνά διαφορετικά μεταξύ τους, από Buzzcocks και Joy Division, Devo, Fugazi μέχρι και σουηδική synthpunk όπως Sista Mannen På Jorden αλλά και καινούργια πράγματα όπως Fontaines D.C., Idles και Viagra Boys Επίσης μου αρέσει πολύ η αμερικάνικη folk, western, blues, Memphis blues, North American, Βig Μama Thornton και o Chuck Berry. Γενικά μου αρέσουν πολλά είδη μουσικής, όπως για παράδειγμα η βιετναμέζικη ψυχεδελεια, αλλά η ροπή μου είναι πιο πολύ προς blues, dark, western.
– Τι άλλα πράγματα κάνεις πέραν της μουσικής και πώς συνδέονται μ’ αυτήν, αν συνδέονται;
Κάνω σχέδιο από μικρή, με μια πολιτική διάθεση θα έλεγα. Κάνω λογοπαίγνια με τις λέξεις. Μπορεί να πάρω μια λέξη, να την αλλοιώσω, να βγάλω κάποιο νόημα, και να το σχεδιάσω αυτό. Αυτό θα κάνω, ή θα σχεδιάζω ή θα παίζω μουσική, ή θα περπατάω στο κέντρο της Αθήνας ή στο Λονδίνο.
– Θα ήθελες να μας πεις λίγα πράγματα για την καινούργια σου κασέτα «Crime Seen», που κυκλοφόρησε αυτό το μήνα;
Αυτά τα κομμάτια τα είχα γράψει από τον Σεπτέμβρη. Μια τα έπιανα, μια τα άφηνα, ένιωθα ότι ήθελα να βγάλω μια ενέργεια. Ήθελα να γράψω κάτι πιο γρήγορο, κάτι πιο punk με απλά όργανα. Δηλαδή έχω τέσσερα όργανα σε κάθε κομμάτι. Παίζω πολύ το όργανο- the organ- που είναι από τα αγαπημένα μου όργανα, και απλά drums. Αυτά τα κομμάτια γράφτηκαν αφότου γύρισα στην Ελλάδα μέσα στην καραντίνα, με έναν πιο πολιτικοποιημένο στίχο, καθώς επηρεάστηκα από όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, μιας και σε αντίθεση με την Αγγλία, εδώ νιώθω ότι υπάρχει περισσότερη εξωστρέφεια και δημόσιος σχολιασμός όλων όσων συμβαίνουν. Όπως πχ. για το θέμα των γυναικοκτονιών ή του πολέμου στην Ουκρανία.
– Η μουσική σου είναι χορευτική θα έλεγα, δηλαδή θα μπορούσε κάποιος να την ακούσει σε κάποιο club και να χορέψει. Ήταν κάτι που το επεδίωξες;
Επειδή γενικά ακούω πολύ κατατονική μουσική, goth, obscure, synth, νομίζω ήθελα να μου βγει αυτό το physical όπως το ονομάζω, το νεύρο, κάτι που να λέει «ξυπνήστε», ένα wake up call.
– Εντοπίζω μια θεατρικότητα στον τρόπο που αποδίδεις τα κομμάτια, θα ήθελες να μου το σχολιάσεις αυτό; Αν συμβαίνει ακούσια;
Αυτό μου βγαίνει αβίαστα. Για κάποιο λόγο έχω εικόνες όταν τραγουδάω και φυσικά είμαι πολύ επηρεασμένη από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και μεσοπολεμικό γερμανικό κινηματογράφο, όπως για παράδειγμα το Dr. Caligary και το Metropolis, εξού και η ονομασία του προηγούμενου δίσκου. Γενικά μου βγαίνει ένας χαρακτήρας που δεν είμαι στην πραγματική μου ζωή, όπου είμαι πιο κλειστή και ντροπαλή.
– Τις στιγμές που νιώθεις ανέμπνευστη τι είναι αυτό που βάζει ξανά σε ένα δημιουργικό δρόμο;
Μπορεί να κάνω μια βόλτα ή να ακούσω έναν δίσκο, κάτι που θα με βοηθήσει να περάσω σε μια πιο δημιουργική κατάσταση. Εμπνέομαι γενικότερα από ψυχολογικές καταστάσεις, για παράδειγμα οι «φωνές», είναι κάτι μεταξύ πολιτικής κατάστασης και σχιζοφρένειας, είναι μια αμφίθυμη έκφραση.
– βρίσκεσαι σε έναν θάλαμο θανατοποινιτών. Ποιο τραγούδι ακούς πριν πεθάνεις.
Αυτό που μου αρέσει πάρα πολύ και το ακούω πάρα πολλά χρόνια, είναι το “Pain” των Boy Harsher. Για κάποιο λόγο αυτό το κομμάτι σε χτυπάει στο κόκαλο, και έχει αποτυπωθεί στο νευρικό μου σύστημα. Νομίζω ότι όταν έρχεται η στιγμή που θα αφήσεις τη ζωή και το ξέρεις, αυτός ο πόνος είναι και το τελευταίο πράγμα που σε εγκαταλείπει προτού φύγεις κι εσύ.