Το καλοκαίρι του 1992 ο Μichael Stipe μπήκε για πολλοστή φορά στο αγαπημένο του εστιατόριο, κάπου στα προάστια της γενέτειρας πόλης του, της Αθήνας της πολιτείας στης Τζόρτζια. Ζήτησε να δει τον ιδιοκτήτη του Weaver D’s Delicious Fine Foods, το κλασικό στέκι του συγκροτήματός του, των R.E.M., σχεδόν από την πρώτη ημέρα που αυτό άνοιξε τις πόρτες του, τον Μάιο του 1986.

Ο τραγουδιστής της μπάντας, που πλέον είχε ξεφορτωθεί τις άναρχες μπούκλες που κάλυπταν το κεφάλι του μέχρι τότε και πλέον κυκλοφορούσε με κόντρα ξυρισμένο το κρανίο του και φορώντας ένα καπέλο του μπέιζμπολ, έκατσε σε ένα τραπέζι του εστιατορίου μαζί με τον Dexter Weaver.

«Θέλω να χρησιμοποιήσω το σλόγκαν του εστιατορίου σου ως τίτλο για το επόμενο άλμπουμ των R.E.M.», τού είπε ο Stipe, υπενθυμίζοντάς του ότι «όσες φορές και αν έχω φάει στο εστιατόριό σου, όντως νιώθω ότι όλα γίνονται γρήγορα και αυτόματα προς όφελος του πελάτη».

Όπως ακριβώς δηλαδή ανέγραφε η πινακίδα στο εξωτερικό του καταστήματος: «Automatic For The People», «αυτοματοποίηση για τους ανθρώπους».

«Τότε θα πρέπει να με πληρώσεις πολύ, αν θέλεις το σλόγκαν μου», τού απάντησε ο Weaver, ο οποίος γνώριζε ασφαλώς ποιον έχει απέναντί του.

Όπερ και εγένετο: η δισκογραφική εταιρεία των R.E.M. πλήρωσε ένα σχετικά σεβαστό ποσό τον Weaver και το συγκρότημα κατοχύρωσε τον τίτλο του επόμενου άλμπουμ του, το οποίο κυκλοφόρησε στις 6 Οκτωβρίου του 1992. 

Και όντως, ακριβώς τριάντα χρόνια μετά, είναι πλέον απολύτως ξεκάθαρο το πόσο σπουδαίο άλμπουμ είναι το «Automatic».

Πόσο πλούσιο άλμπουμ είναι το «Automatic». Πόσο πλήρες άλμπουμ είναι το «Automatic» – είναι σίγουρα ένα από τα 10 σημαντικότερα άλμπουμ των ’90s. 

Με μια διαρκώς υπνωτιστική, μεταμεσονύχτια ατμόσφαιρα να διαχέεται μέσα από κάθε νότα, ο δίσκος περιέχει, όλως τυχαίως, τα καλύτερα τραγούδια όλης της δισκογραφίας τους, τίγκα στην νοσταλγία για την Αμερική του χθες που χάνεται και μαζί τον φόβο του θανάτου και την συμφιλίωση με αυτόν τον φόβο.

Το εναρκτήριο λάκτισμα για το άλμπουμ δίνει ο sepia ακουστικός εφιάλτης του «Drive». «Hey kids, where are you? / Nobody tells you what to do», τραγουδάει ο Stipe, απόλυτα εναρμονισμένος στιχουργικά, αλλά ταυτόχρονα σοφά αποστασιοποιημένος μουσικά από το περιρρέον grunge και «oh, well, whatever, nevermind» κλίμα της εποχής, συνοδευόμενος από ένα βιντεοκλίπ που μοιάζει με γυρίσματα μιας αντικομφορμιστικής πολιτικής ταινίας της δεκαετίας του ’50, ασπρόμαυρο και ταυτόχρονα πολύχρωμο από πάσης φύσεως συναισθήματα.

«Για το άλμπουμ αυτό χρησιμοποίησα πολλά μινόρε ακόρντα, γιατί ήθελα να συνοδεύσουν αυτό το κλίμα της κατεστραμμένης Αμερικής και της θνητότητας, της ανθρώπινης αλλά και εκείνης των κοινωνικών θεσμών στις ΗΠΑ, που περιέγραφε ο Mike στους στίχους του», είπε κατόπιν ο κιθαρίστας Peter Buck, ο οποίος πιστώνεται με μερικά από τα πιο μεστά παιξίματα όλης του της καριέρας στο συγκεκριμένο άλμπουμ.

Και ο ίδιος έκανε και πολλά πειράματα: στο «Drive», ας πούμε, θέλοντας να το κάνει να ακούγεται πιο απογυμνωμένο, μιμήθηκε ένα από τα μουσικά του είδωλα, τον Brian May των Queen, ο οποίος έπαιζε με ένα κέρμα, αντί για μια συμβατική πένα κιθάρας. Ο Buck έκανε το ίδιο: πήρε ένα νόμισμα και έπαιξε το «Drive» ακριβώς έτσι όπως το ήθελε (να ακούγεται).

Το φλερτ με την ανθρώπινη (και οικογενειακή, ως θεσμό) θνητότητα συνεχίζεται στο «Try Not to Breathe» (όπου ένας ηλικιωμένος ζητάει να έρθει σύντομα το τέλος της ζωής του, γιατί βαρέθηκε να παραμένει ζωντανός) και στο «Sweetness Follows», όπου παρακολουθούμε την διάλυση μιας οικογένειας, σαν να βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας το «Festen», η αλλοπρόσαλλη «Οικογενειακή Γιορτή» του Thomas Vinterberg.

Στο «Everybody Hurts» [το οποίο έγραψε, αιφνιδίως και δίχως να το περιμένει κανείς, ο ντράμερ Bill Berry] ο Stipe προσπαθεί να παραμείνει αισιόδοξος στην ζωή του, παρά τις διαρκείς σχεσιακές απογοητεύσεις που συναντάει στο δρόμο του. Προσπαθεί, ίσως και μάταια, να πιστέψει ειλικρινά ότι κάποια στιγμή οι άνθρωποι θα σταματήσουν να τον απογοητεύουν και να τον πληγώνουν με την συμπεριφορά τους. Φυσικά, γνωρίζει ότι στο τέλος της ημέρας, κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.

Ακολουθεί το βαθιά πολιτικό και αντι-ρεμπουμπλικανικό «Ignoreland» με κιθάρες που, όπως παραδέχθηκε κατόπιν ο Buck, είναι κλεμμένες από εκείνες του Neil Young εποχής Crazy Horse και κάπου εκεί το συγκρότημα αρχίζει να πετάει στους ακροατές του κομμάτια ατόφιας αμερικανικής ποπ κουλτούρας: το «Man on the Moon» που είναι αφιερωμένο εξολοκλήρου στον αγαπημένο κωμικό Andy Kaufman, ο οποίος ήταν τηλεοπτικός σταρ στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Το εξίσου αφιερωματικό «Monty Got a Raw Deal», προς τιμήν του παλιού κινηματογραφικού αστέρα Montgomery Clift και το «The Sidewinder Sleeps Tonight», το πιο εύθυμο τραγούδι του άλμπουμ, μια παρωδία του παλιού τραγουδιού «The Lion Sleeps Tonight», περασμένη μέσα από το «Shiny Happy People» φίλτρο των R.E.M.

Το «Star Me Kitten» δεν θα ήταν το ίδιο αν κατά την διάρκεια της ηχογράφησής του δεν έμπαινε στο στούντιο η (φίλη του Stipe) ηθοποιός Meg Ryan, η οποία το άκουσε και πρότεινε να αλλάξουν τον αρχικό τίτλο του «Fuck Me Kitten» σε κάτι καλύτερο. Τους είπε «πιστεύω ότι η λέξη star είναι καλύτερη». Την ευχαρίστησαν για την συνεισφορά της και ως ανταπόδοση της έβαλαν να ακούσει τα τραγούδια που είχαν ηχογραφήσει. Η Ryan υποτίθεται ότι έφυγε λίγες ώρες μετά από το στούντιο σε φάση «της έπεσαν τα σαγόνια στο πάτωμα».

Και στο τέλος υπάρχουν, φωτεινές και εξίσου αυτόφωτες, οι δυο κορυφογραμμές του άλμπουμ αλλά και όλης της καριέρας των R.E.M., δυο τραγούδια που θέλει πολλά κότσια προκειμένου να τα βάλεις στο τέλος ενός άλμπουμ, αντί για την αρχή του.

Το συγκλονιστικό «Nightswimming» που δεν θα ήταν αυτό που είναι αν δεν έβαζε το μαγικό χεράκι του ο John Paul Jones στις ενορχηστρώσεις. Και αν δεν αρκεί ο σπουδαίος μπασίστας των Led Zeppelin για να μεταμορφώσει ένα απλό και ταπεινό demo σε μια τραγουδάρα του επιπέδου του «Nightswimming», σίγουρα αρκεί το ότι ο μπασίστας της μπάντας, ο Mike Mills, συνόδευσε την φωνή του Stipe, παίζοντας με το ίδιο εκείνο πιάνο όπου γράφτηκε το σπουδαίο «Layla» των Derek and The Dominos.

Και το «Find The River», μια από τις σπουδαιότερες μελωδίες όλης της αμερικανικής δισκογραφίας, μια ελεγεία για την συμφιλίωση ενός ανθρώπου με το πέρασμα του χρόνου, την πλήρη λιπαρών ενηλικίωση και την μέση ηλικία που σταδιακά μετατρέπεται σε άλλοτε όμορφο και άλλοτε εκφυλιστικό γήρας. Και το ποτάμι που πρέπει να βρει και να ακολουθήσει ο κάθε άνθρωπος απεγνωσμένα στην ζωή του, ειδικά καθώς εκείνη πλησιάζει προς το τέλος της. Το πραγματικό Νόημα της Ύπαρξης.

Είτε πάντως κάνεις μια νυχτερινή βουτιά σε μια σκοτεινή λίμνη, είτε μια βόλτα κατά μήκος της κοίτης ενός ποταμού, το μόνο σίγουρο είναι ότι, ως ακροατής του «Automatic For The People», μόνο κερδισμένος μπορείς να βγεις.

Υ.Γ: Το εξώφυλλο του άλμπουμ κοσμείται από το «Αστέρι» που βρισκόταν τότε στην κορυφή του Sinbad Motel στο Μαϊάμι της Φλόριντα. Το μοτέλ είναι δίπλα στα Criteria Studios, εκεί όπου οι R.E.M. ηχογράφησαν σχεδόν ολόκληρο το «Automatic For The People». Ένα πρωί, ο Michael Stipe βγήκε από το στούντιο, είδε το «Αστέρι», το τράβηξε φωτογραφία και αυτό τελικά κατέληξε στο εξώφυλλο του άλμπουμ τους. Το Sinbad Motel εξακολουθεί να υπάρχει στο νούμερο 6150 της Biscayne Boulevard στο Μαϊάμι, αλλά ένας τυφώνας γκρέμισε το «Αστέρι» και δεν υπάρχει πια στην κορυφή του.