Στο κέντρο του Πειραιά, λίγα μόλις μέτρα από τη θάλασσα, βρίσκεται μια πολυκατοικία που είναι γνωστή ως «Κρεαταγορά». Μετά την εγκατάλειψή της γύρω στα τέλη των 70s, στις αρχές των 00s ξεκίνησε να φιλοξενεί διάφορες rock και metal μπάντες, οι οποίες στέγαζαν στους χώρους της τα δικά τους αυτόνομα μουσικά στούντιο.Σήμερα το κάθε σχήμα διαμορφώνει το χώρο του όπως επιθυμεί και λόγω της τοποθεσίας του προσφέρεται η δυνατότητα να προβάρει και εκτός ωραρίου κοινής ησυχίας. Μέσα από ανοιχτές πρόβες και καθημερινή διάδραση δημιουργήθηκε μια κοινότητα που αλληλοϋποστηρίζεται, χαράζοντας τη δική τους πορεία στην εγχώρια underground σκηνή, οργανώνοντας τα δικά της event εντός αλλά και εκτός της Κρεαταγοράς.
Ανάμεσα στις μπάντες που στεγάζονται στην Κρεαταγορά βρίσκονται οι Jasper Project, οι Morphing Jar, οι HoneyShame, οι Epithet Of Mine, οι Lust Days and Fyodor και άλλοι. Μεταξύ αυτών βρίσκονται και οι Half Twin Brother, ένα ανεξάρτητο alternative-rock/shoegaze συγκρότημα, που δημιουργήθηκε το 2019 στην Αθήνα.
Με αρχικά μέλη τους Αλέξανδρο Σπύρου (κιθάρα, φωνή), Νίκο Χρονόπουλο (ντραμς), Άρη Θεοχάρη (κιθάρα) και Ιουλία Θεοδωρίδου (μπάσο, φωνή), στο δυναμικό τους προστέθηκαν οι Ελένη Βρυώνη (πιάνο, αρμόνιο, φωνή) Παναγιώτης Σπανός (μπάσο), Δημήτρης Δανόπουλος (κιθάρα, φωνή, synth) και Χρίστο Ντάλα (κιθάρα).
Με άφθονα πετάλια κιθάρας αλλά και μη συμβατικά όργανα όπως σφυρίχτρες, μεταλλικά φαράσια και χάρτινες μαράκες, η μουσική τους βρίσκεται κάτω από την ομπρέλα της indie rock. Ωστόσο, κάθε δίσκος διαφέρει αρκετά από τον προηγούμενο, με αποτέλεσμα να δημιουργούν στο ευρύτερο φάσμα του shoegaze, folk και noise pop. Με κύριες επιρροές τους Car Seat Headrest, Have a Nice Life, The Microphones, Elliott Smith και Neutral Milk Hotel, η παρέα της Κρεαταγοράς φέρνει στα μέτρα της τους βαλσαμωμένους ψυχεδελικούς ήχους του παρελθόντος, δημιουργώντας έτσι ένα πολύ ιδιαίτερο στυλ που ισορροπεί ανάμεσα στον βαρύ και μαλακό ήχο. Άφθονα πετάλια κιθάρας και παραμορφώσεις συνδυασμένες με απαλά, αιθέρια φωνητικά. Σε κάθε λάιβ εμφάνισή τους οι Half Twin Brother δίδονται ψυχί τε και σώματι επί σκηνής, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι η αναγέννηση της ελληνικής shoegaze/Indie σκηνής είναι σε πλήρη ισχύ – και βρίσκεται σε ασφαλή χέρια.
Εμείς μιλήσαμε με τους Half Twin Brother και ο λόγος πλέον ανήκει σε αυτούς, προκειμένου να μας διαφωτίσουν για όλα όσα συμβαίνουν στους ψηλότερους ορόφους της Κρεαταγοράς στον Πειραιά, τις μουσικές που τους έχουν εμπνεύσει και το μέλλον της shoegaze και Indie σκηνής στην Ελλάδα.
– Από ποιο σημείο θα θέλατε να ξεκινήσουμε την ιστορία σας;
Άλεξ: Ας ξεκινήσουμε από την αρχή! Το σχήμα μας ξεκίνησε ως one man project με την κυκλοφορία του πρώτου μας δίσκου “One Star” το 2019. Ο σκοπός του ήταν κυρίως να φτιάξω μια μουσική πλατφόρμα που θα είχε χώρο για πειραματισμό και θα πάντρευε καλύτερα τα ακούσματα μου τα οποία εκείνη την περίοδο είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Μετά από κάποιο καιρό, για τις ανάγκες των live δημιούργησα μια μπάντα από άτομα που γνώριζα από παλαιότερα μας σχήματα και από ανθρώπους που είχα κοντά μου και μοιραζόμασταν κοινά μουσικά ακούσματα. Φυσικά με το πέρας του χρόνου η δουλειά μας έγινε όλο και πιο συλλογική, πράγμα που απολαμβάνω ιδιαίτερα. Τα αρχικά μας μέλη ήταν: Αλέξανδρος Σπύρου (κιθάρα, φωνή), Νίκος Χρονόπουλος (ντραμς), Άρης Θεοχάρης (κιθάρα) και Ιουλία Θεοδωρίδου (μπάσο, φωνή), ενώ μετά από αλλαγές που είχαμε με τον καιρό προστέθηκαν στο δυναμικό μας οι: Ελένη Βρυώνη (πιάνο, αρμόνιο, φωνή) από την μπάντα accidents, Παναγιώτης Σπανός (μπάσο) από τις μπάντες epithet of mine, seaside hotel room fantasy και morphing jar, Δημήτρης Δανόπουλος (κιθάρα, φωνή, synth) από το σχήμα nala’s naughty dream και ο Χρίστος Ντάλας (κιθάρα) από το σχήμα “Takisart”.
– Και τώρα ας περάσουμε στο σήμερα. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη μουσική που δημιουργείτε, και ποιες είναι οι επιρροές σας;
Η μουσική μας βρίσκεται κάτω από την ομπρέλα της indie rock κατά κύριο λόγο, ωστόσο, κάθε δίσκος διαφέρει αρκετά από τον προηγούμενο με αποτέλεσμα δημιουργίες μας να μπορούν να χαρακτηριστούν ως shoegaze, folk και noise pop. Οι επιρροές μας είναι πραγματικά πάρα πολλές (κοντά στους 200 μουσικούς) και συνηθίζουμε να παντρεύουμε ερεθίσματα μεταξύ τους. Αν έπρεπε να διαλέξουμε πέντε λογικά θα ήταν οι Car Seat Headrest, Have a Nice Life, The Microphones, Elliott Smith και Neutral Milk Hotel.
– Πώς αντιλαμβάνεστε την Indie/Shoegaze σε κάποιον που δεν έχει ιδέα από το είδος;
Πρόκειται για δύο διαφορετικές φιλοσοφίες που ξεκίνησαν διαφορετικά και εξελίχθηκαν διαφορετικά, ενώ μοιράζονται μια κοινή αισθητική. Ο όρος indie ξεκίνησε ως είδος μουσικής που προωθούνταν από ανεξάρτητες δισκογραφικές και υποδηλώνει την ανεξάρτητη, εναλλακτική μουσική από το συμβατικό ροκ που μεσουρανούσε στα 70s – 80s. Αντίστοιχα η shoegaze, χαρακτηρίζεται από έντονα παραμορφωμένες και γεμάτες effect κιθάρες και φωνές με μεγάλο βάθος μέσα στη μίξη (ο όρος προέκυψε από κριτικές που χαρακτήριζαν κιθαρίστες ως “shoegazers”, επειδή κοιτούσαν τα πόδια τους κατά τη διάρκεια των live λόγω του μεγάλου όγκου πεταλιών που είχαν). Αυτά τα δύο είδη για εμάς αποτελούν μια σχολή μουσικής πολύ ειλικρινή, ωμή και αυθόρμητη, χωρίς περιτυλίγματα όπως το rockstardom και οι περσόνες, ενώ εμπνέουν πολλούς για μουσικό πειραματισμό, κάτι που μας αρέσει πολύ.
– Πώς βλέπετε το μέλλον στη συγκεκριμένη μουσική σκηνή;
Σε διεθνή δεδομένα η shoegaze και η indie είναι σκηνές που μεγαλώνουν ραγδαία και εξελίσσονται πολύ γρήγορα, προσελκύοντας συνέχεια τόσο νέους καλλιτέχνες, όσο και κοινό. Υποθέτουμε λοιπόν πως η συγκεκριμένη σκηνή ακολουθεί μια ανοδική πορεία και πως επιφυλάσσει πολλά για το μέλλον. Στην Ελλάδα ωστόσο, δε βλέπουμε την ίδια εξέλιξη. Υπάρχουν μουσικοί που αντιπροσωπεύουν τη συγκεκριμένη μουσική, με πολύ ωραία δισκογραφία και αυξημένες δυνατότητες, αλλά παραμένουν σκόρπιοι και συνήθως η μουσική τους δεν βρίσκει το αντάξιο αντίκτυπο. Ίσως το ελληνικό κοινό δεν έχει εκπαιδευτεί σε τέτοια ακούσματα ή η έλλειψη ενότητας μεταξύ των μπαντών δεν βοηθάει στην αίσθηση και στην παρουσία μιας τέτοιας δυνατής, ανεξάρτητης και εξελισσόμενης σκηνής. Παρόλα αυτά παραμένουμε αισιόδοξοι και στηρίζουμε όπως μπορούμε τη σκηνή αυτή.
– Ποιες προσλαμβάνουσες και συνειρμοί σας εμπνέουν για να γράψετε στίχους και μουσική;
Η διαδικασία που γράφουμε είναι αρκετά οργανική. Συνήθως δοκιμάζουμε πράγματα πάνω στο περιβάλλον “Reaper” μέχρι να προκύψει κάτι που μας αρέσει. Οι καλλιτέχνες που αγαπάμε μας εμπνέουν πολύ, όχι μόνο όσον αφορά τη μουσική σύνθεση, αλλά και τα θέματα που θίγουν στιχουργικά. Κάποια από αυτά θα μπορούσαν να είναι η εγκατάλειψη, θλίψη, απόγνωση, έρωτας κλπ. Ωστόσο γράφουμε κυρίως αυτοβιογραφικά. Πιστεύω μέσα από βιώματα μπορείς να αντλήσεις τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια στη μουσική. Κάτι που επίσης μας αρέσει να κάνουμε είναι να δημιουργούμε concepts στους δίσκους μας, παραλληλισμοί και συμβολισμοί εικονογραφούν τις καταστάσεις που μας προβληματίζουν. Η μουσική μας είναι ένα περιβάλλον στο οποίο πετάμε όλα τα βάρη της καθημερινής ζωής μας, από προβληματικές σχέσεις μέχρι οικογενειακά προβλήματα, ή προβλήματα με αλκοολισμό. Αν κάποιος κοιτάξει βαθιά στους στίχους μας αυτό που θα βρει είναι οι ζωές μας.
– Ποια ελληνικά μουσικά σχήματα, παλιά και νέα, έχετε «ψηλά» στη λίστα της εκτίμησής σας;
Είναι αρκετοί οι Έλληνες μουσικοί και τα είδη στα οποία ανήκουν που μας εμπνέουν. Από καλλιτέχνες με ελληνικό στίχο θα έλεγα σίγουρα οι Poll, Νοστράδαμος, Παύλος Σιδηρόπουλος, Κώστας Τουρνάς, Μάνος Λοϊζος, Μίκης Θεοδωράκης, Αρλέτα και Σπυριδούλα είναι κάποιοι από αυτούς. Μουσικοί με αγγλικό στίχο σίγουρα οι Jasper Project, the Blank, Primo Bake, Vagina Lips, Maladie, Radio Cure, Bonnie Nettles.
– Από τις ζωντανές σας εμφανίσεις, υπάρχει κάποιο σκηνικό που έχετε ζήσει και σας έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη;
Αρχικά σίγουρα το αγαπημένο μας σκηνικό από Live εμφανίσεις ήταν η συναυλία που οργανώσαμε στην Καισαριανή, με την ομάδα της “Κρεαταγοράς” και τις μπάντες Jasper Project, Honeyshame και Morphing Jar. Ήταν μια πανέμορφη, συλλογική εμπειρία που κατέληξε με όλο το πλήθος ανεβασμένο στη σκηνή να τραγουδάει το τελευταίο κομμάτι “Sober to death” και συγκεκριμένα το στίχο “You and me won’t be alone no more”, γεγονός το οποίο χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μας. Από κει και πέρα, κάθε live που οργανώσαμε με την Κρεαταγορά είναι ξεχωριστό με τον δικό του τρόπο. Τέλος αξίζει να αναφερθεί πως αρκετές φορές έχουν υπάρξει σοβαρές δυσκολίες και αναποδιές, τις οποίες αντιμετωπίσαμε και σήμερα μπορούμε να τις θυμόμαστε σαν περιπέτειες. Η μία από αυτές ήταν η κλοπή του σκληρού δίσκου που περιείχε όλη μας τη δισκογραφία!
– Στα live σας δίνετε την εντύπωση ότι τα δίνετε όλα, ότι παραδίδεστε ψυχή τε και σώματι, δημιουργώντας μια αίσθηση συλλογικής μέθεξης στους παρευρισκόμενους. Είναι ζητούμενο ή προκύπτει αυθόρμητα αυτό;
Συμφωνούμε όλοι ότι μας προκύπτει αυθόρμητα! Για εμάς οι live εμφανίσεις μας κυλούν πολύ όμοια με τις πρόβες μας. Υπήρχε συγκεκριμένα ένα διάστημα την εποχή της καραντίνας, όταν άρχισε να δημιουργείται το Meat Market community στο κτίριο μας στον Πειραιά, που κάθε πρόβα ήταν σαν ένα μικρό live λόγω του κόσμου που ερχόταν και της υποστήριξης που δεχόμασταν. Μετά από αυτή την περίοδο αφεθήκαμε και η μουσική άρχισε να μας συνεπαίρνει, και έτσι συλλογικά χτίστηκε αυτό το συναίσθημα που μοιραζόμαστε στα Live.
– Σε ποια ταινία θα ήταν ιδανικό σάουντρακ οι Half Twin Brother;
Ίσως στο “Dreamers”, στο “Over the Edge”, ή στο “Boyhood” αλλά για να είμαστε ειλικρινείς αυτή είναι μια αρκετά δύσκολη ερώτηση! Παρόλα αυτά πάντα υπήρχε στο πίσω μέρος του μυαλού μας να γράψουμε μουσική για μια ταινία. Σίγουρα πάντως θα θέλαμε η ταινία αυτή να ήταν ανεξάρτητης παραγωγής και να πραγματεύεται μηνύματα που μας αντιπροσωπεύουν σαν ανθρώπους.
– Τι είναι το “Meat Market” στον Πειραιά; Μιλήστε μου αν θέλετε για την κοινότητα που δημιουργήθηκε, τις υπόλοιπες μπάντες που στεγάζονται εκεί, και τα δρώμενα που διοργανώνονται στο χώρο.
Η “Κρεαταγορά” είναι μια πολυκατοικία πάνω από την κρεαταγορά του Πειραιά, με δωμάτια που νοικιάζονται σε μπάντες ως προβάδικα. Εκεί το κάθε σχήμα διαμορφώνει το χώρο του όπως επιθυμεί και λόγω της τοποθεσίας του προσφέρεται η δυνατότητα να προβάρει και εκτός ωραρίου κοινής ησυχίας. Η μπάντα μας νοικιάζει το δωμάτιο από τον Ιούλιο του 2019. Στην αρχή της πρώτης καραντίνας ο χώρος μοιράζονταν σε πάνω από μια μπάντες, οι οποίες αρχικά ήταν οι Honeyshame, Morphing Jar, Jasper Project και εμείς. Μέσα από τις ανοιχτές πρόβες που κάναμε και τις σχέσεις που αποκτήσαμε οι μουσικοί αλλά και καλλιτέχνες ή απλοί επισκέπτες μεταξύ τους, χτίσαμε μια κοινότητα που στη συνέχεια οργάνωνε τα δικά της event εντός αλλά και έπειτα και εκτός της Κρεαταγοράς. Η πρώτη μας συναυλία οργανώθηκε αποκλειστικά από εμάς στο χώρο του Σκοπευτηρίου στην Καισαριανή, ενώ ακολούθησαν συναυλίες στο communitism στο Μεταξουργείο, στο bums στα Εξάρχεια κλπ. Μέσα στις εκδηλώσεις αυτές οργανώσαμε και δυο ανεξάρτητες εκθέσεις τέχνης, μια στον ίδιο το χώρο της κρεαταγοράς με όνομα «Protolio», όπου έλαβαν συμμετοχή 11 καλλιτέχνες και μια μετέπειτα στο Πολιτιστικό Κέντρο – Ίδρυμα «Μάνος Λοΐζος» με το όνομα «Opus», όπου έλαβαν συμμετοχή 18 καλλιτέχνες από την Αθήνα, την Φλώρινα και άλλα μέρη της Ελλάδας. Ακολούθησαν επίσης συναυλίες με σχήματα όπως τους Grip on Reality, Ruckus Habit, Fyodor (τότε γνωστός ως Jack Blue) κ.α. Επιπλέον, έχουμε δημιουργήσει μια σελίδα σε Facebook και Instagram από την οποία κανείς μπορεί να παρακολουθήσει τις αναρτήσεις για τα event που πραγματοποιούμε , ενώ λειτουργεί και ως open call για καλλιτέχνες που θέλουν να συμμετέχουν σε μελλοντικά πλάνα μας, οι οποίοι μπορούν να μας στείλουν μήνυμα στα social media (@meat_market_palace), ή στο email μας, [email protected]. Αξίζει επίσης κανείς να παρακολουθήσει το documentary που αφορά την κοινότητα αυτή, από τον καλλιτέχνη Jack Blue με όνομα “The Underground Story of the Fourth Floor” που υπάρχει στο YouTube. Είναι πολύ αντιπροσωπευτικό και εισάγει τον θεατή απευθείας στο κλίμα.
– Διανύουμε τόσο σε παγκόσμια, όσο και εθνική κλίμακα, μια αρκετά δύσκολη και ταραχώδη περίοδο, τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικολογικό επίπεδο. Πώς θα σχολιάζατε την κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα, ειδικά μετά τις πυρκαγιές που συγκλόνισαν τη χώρα;
Δυστυχώς σε αυτόν τον κόσμο ποτέ δεν σταμάτησαν οι πόλεμοι, η πείνα , οι φυσικές καταστροφές. Κάποιες φορές αυτά βρίσκονται μακριά μας και άλλες κοντά μας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι πυρκαγιές, η ενεργειακή κρίση, το ατύχημα στα Τέμπη και ακόμα και οι συνέπειες του Covid-19, είναι σίγουρα περιστατικά που είτε μας τρομάζουν, είτε μας γεμίζουν θυμό. Θέλουμε να πιστέψουμε και να προσπαθήσουμε για ένα καλύτερο μέλλον, πράγμα που συχνά μοιάζει πολύ δύσκολο. Είμαστε αρκετά απογοητευμένοι αλλά δεν χάνουμε το κουράγιο μας και την πίστη μας, καταβάλλοντας ο καθένας την προσπάθειά του.
– Υπάρχει πιστεύετε διέξοδος φυγής από όλο αυτό;
Πιστεύουμε ότι είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε αισιόδοξοι. Στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, “Κεμάλ”, ακούμε το στίχο “αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ” και ίσως να είναι η αλήθεια. Ωστόσο η ζωή πηγαίνει χέρι χέρι με την προσπάθεια για καλύτερα πράγματα. Η τέχνη σίγουρα αποτελεί μια διέξοδο και τη συνιστούμε σε όποιον δυσκολεύεται να κουβαλάει τη δύσκολη πραγματικότητα στην πλάτη του καθημερινά.
– Πώς δημιουργήθηκε το τέταρτο LP σας, “Homecoming“;
Το “Homecoming”, προέκυψε ως θεματικός επίλογος του πρώτου μας άλμπουμ “One Star”.
Στιχουργικά, εστιάσαμε στον χαρακτήρα που πλάσαμε στο πρώτο άλμπουμ μας και δώσαμε ένα τέλος στην ιστορία του. Μια ιστορία που περιγράφει το ταξίδι του από την εφηβεία μέχρι την αποδοχή του εαυτού του. Ήταν προσωπική υπόθεση για εμάς και θέλαμε να ακουστούν μέσα από αυτό το δίσκο πράγματα που θεωρούμε απαραίτητα και που αποτελούν ένα είδος εξιλέωσης. Γι’ αυτό το λόγο και συμπεριλάβαμε μέσα 14 κομμάτια, εκ των οποίων 3 από αυτά ξεπερνούν τα 10 λεπτά και το τελευταίο αυτών, το “Home” φτάνει τα 20 λεπτά. Αυτός κρίναμε πως ήταν ο μοναδικός τρόπος να αποτυπωθεί η ιστορία έτσι όπως της αξίζει. Οι ηχογραφήσεις και η παραγωγή του δίσκου έγινε από εμάς, από την αρχή μέχρι το τέλος. Η συγγραφή των κομματιών είχε ξεκινήσει κοντά τρία χρόνια πριν από την κυκλοφορία του, ενώ χρειάστηκε να επαναλάβουμε τις ηχογραφήσεις για το δίσκο δύο φορές, όταν μας κλάπηκε ο υπολογιστής με όλα τα αρχεία μέσα. Ήταν δύσκολο ταξίδι αλλά τελικά πιστεύουμε ότι πετύχαμε πολλά μέσα από αυτό, καθώς αποτελεί σήμερα την πιο συλλογική μας δουλειά. Ως αποτέλεσμα πιστεύαμε εξαρχής ότι αυτό το άλμπουμ δε θα ήταν εύκολα προσεγγίσιμο από το μουσικό κοινό, αλλά για όποιον διατίθεται να το εξερευνήσει θα βρει πράγματα που θα τον αγγίξουν.
– Τι σημαίνει για εσάς, underground/DIY παραγωγή;
Κατά λέξη, DIY παραγωγή μουσικής είναι η μουσική που ‘’περνάει’’ αποκλειστικά από τα χέρια του δημιουργού της. Χωρίς επέμβαση μουσικού παραγωγού, ή ακόμα και δίχως να έχει ηχογραφηθεί σε στούντιο. Στις μέρες μας είναι πολύ πιο εύκολο να ολοκληρώσει κανείς ένα δίσκο από μόνος του στον υπολογιστή του. Ακόμα και απ’ το κινητό του! Για εμάς επίσης, η DIY παραγωγή είναι ένα μονοπάτι που κάθε μουσικός, έστω για κάποιο χρονικό διάστημα, είναι απαραίτητο να υιοθετήσει. Μπορεί το αποτέλεσμα να μην είναι άρτιο και η παραγωγή να μην είναι αψεγάδιαστη, ωστόσο είναι ο μόνος τρόπος να λάβει κανείς το 100% αυτών που ο καλλιτέχνης θέλει να δώσει. DIY παραγωγές που εκτιμούμε πολύ σαν μπάντα είναι: Weatherday – Come in, Car Seat Headrest – Twin Fantasy, Have A Nice Life – Deathconsciousness, Xiu Xiu – A Promise.
– Ανάμεσα στα «συμβατικά» όργανα που χρησιμοποιείτε, επιστρατεύετε και πιο πειραματικά μέσα, από σφυρίχτρες μέχρι έναν σκουπιδοτενεκέ. Από που προέκυψε αυτή η ιδέα;
Άλεξ: Ο δεύτερος μας δίσκος “Our Memories Sleep When We Visit Our Basement”, γράφτηκε την περίοδο της πρώτης καραντίνας του 2019. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και η σύνθεση αυτού του άλμπουμ προήλθε περισσότερο από ανάγκη και αντίδραση στην κατάσταση που επικρατούσε και μας είχε επηρεάσει αρκετά ψυχολογικά. Η αίσθηση που θέλαμε να προκαλεί αυτός ο δίσκος ήταν η κατάσταση της απομόνωσης σε ένα υπόγειο, οπότε έτσι ξεκίνησαν οι πρώτες ιδέες για ηχητικούς πειραματισμούς με αυτοσχέδια όργανα που μπορούσα να χρησιμοποιήσω από το υπόγειό μου. Στη συνέχεια αυτή η ιδέα παρατράβηξε και στο άλμπουμ μπορεί κανείς να ακούσει ήχους από σφυρίχτρα, μεταλλικό φαράσι και χάρτινες μαράκες.
– Πείτε μου αν θέλετε λίγα λόγια για το νέο άλμπουμ που ετοιμάζετε.
Αρχικά αυτόν τον καιρό ολοκληρώνουμε ένα καινούργιο EP τεσσάρων κομματιών που ετοιμαζόμαστε να κυκλοφορήσουμε φέτος με το όνομα “7 Year Prince”. Για την παραγωγή του έχουμε συνεργαστεί με έναν ανερχόμενο παραγωγό και φίλο μας γνωστό στο χώρο ως “Zwami”. Παράλληλα με αυτό έχουμε ξεκινήσει να ηχογραφούμε το νέο μας LP που ονομάζεται “Aisling”. Είναι ένα άλμπουμ του οποίου τα κομμάτια γράφουμε σποραδικά τα τελευταία πέντε χρόνια. Εκδοχές αυτών των κομματιών έχουν κυκλοφορήσει και ως singles, όπως το “I Lost my Eyes” και το “Dreamland”. Ο δίσκος αυτός κυμαίνεται σε μια πιο indie rock – post punk αισθητική, ενώ για πρώτη φορά αποφασίσαμε να ξεφύγουμε από την DIY παραγωγή και να συνεργαστούμε με έναν μουσικό παραγωγό, τον Θωμά Παπαθανάση , του οποίου η δουλειά μέχρι στιγμής μάς έχει ενθουσιάσει. Ανυπομονούμε να μοιραστούμε το αποτέλεσμα!
– Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Πέρα από την ολοκλήρωση του ‘’Aisling’’, πλάνο προς υλοποίηση αποτελεί μια σειρά από live εμφανίσεις σε φεστιβάλ της Ευρώπης και των Βαλκανίων. Από εκεί και πέρα επιθυμούμε να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε μέχρι και σήμερα. Να δημιουργούμε μουσική και να εμπλουτίζουμε τον ήχο μας συνεχώς και να δημιουργούμε πρωτόγνωρα ακούσματα. Έχουμε στην κατοχή μας πληθώρα κομματιών, καθώς και νέες ιδέες που θα διαμορφώσουν τους μελλοντικούς μας δίσκους. Αφήνουμε λοιπόν τη μουσική να μας οδηγήσει και… όπου βγάλει ο δρόμος!
Δείτε επίσης: Στο μυαλό του Mazoha