O Simon Reynolds (Retromania: Pop Culture’s Addiction to Its Own Past) σημειώνει πως καμιά άλλη εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν ζει τόσο πολύ μαζί με τις νωπές αναμνήσεις της όπως η σημερινή. Τα χρόνια του 20ου αιώνα με την άφατη πίστη για ένα καθηλωτικό μέλλον, για μια πορεία αέναης προόδου έδωσαν πρόωρα τη θέση στην αναδίπλωση για τις ανησυχίες που δεν μπόρεσαν να δώσουν τη σκυτάλη σε επίδοξους πρωτοπόρους.

Σύμφωνα με τον Mark Fisher, στο διάσημο πλέον βιβλίο του ο Καπιταλιστικός Ρεαλισμός (εκδόσεις Futura), ζούμε σε μια πολιτική πραγματικότητα, η οποία έχει εμπεδωθεί ως μοναδική με συνέπεια να αδυνατούμε πλέον να φανταστούμε μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση. Η πρόταση του Mark Fisher πλαισιώνεται δίπλα στην άποψη του Fredric Jameson πως το μεταμοντέρνο δεν είναι παρά η πολιτιστική έκφραση του ύστερου καπιταλισμού. Η μοιραία απόληξη των προηγουμένων είναι πως αδυνατούμε να νοηματοδοτήσουμε την εμφάνιση ενός διαφορετικού μέλλοντος που θα κυοφορεί την αλλαγή και την αίσθηση του καινούριου.

 

Κατά τον Jameson (Το Μεταμοντέρνο- εκδόσεις Scripta) ο μεταμοντερνισμός επέφερε μια σύνθεση παρελθούσων μορφών (pastiche), μια ανακατασκευή του παρελθόντος που οσο ευφυής και αν είναι και φαινομενικά πρωτότυπη δεν διαθέτει τη δυναμική να αφήσει το στίγμα του. Ο Αμερικανός θεωρητικός υπογράμμιζε πως ζούμε σε «ένα κόσμο όπου η στυλιστική πρωτοτυπία είναι πλέον αδύνατη, [όπου] ό,τι έχει απομείνει είναι η απομίμηση νεκρών στυλ, η ομιλία μέσα από τις μάσκες και τις φωνές των στυλ στο μουσείο του φαντασιακού».

Ο Μark Fisher καταδείκνυε επίσης πως η μουσική έχει απολέσει την ανατρεπτική δύναμή της: αυτό που εννοούμε ως εναλλακτικό δεν άργησε να γίνει μέρος της κυρίαρχης κουλτούρας. Καθετί που προσδοκούσε να ξεφύγει από τα πλοκάμια της κανονικότητας ήταν καταδικασμένο να λάμψει ακριβώς στο πεδίο που αποστρεφόταν: «τίποτα δεν πουλάει περισσότερο από μια επανάσταση που προβάλλεται στο MTV». Ναι, το MTV ήταν εκεί για να κάνει παγκοσμίως γνωστούς τους Νirvana, μια τηλεοπτική δύναμη που τους έκανε απότομα αστέρες. Την ίδια ώρα, όμως, η δημοσιότητα που υποσχόταν υπονόμευε το αξιακό σύστημα του Kobain: εγκλωβισμένος σε μια εικόνα που ήξερε πως ήταν ψευδεπίγραφη. Όταν αυλαία έπεφτε για το grunge rock, το νεό κίνημα που ήταν έτοιμο να αναδυθεί ήταν το hip hop: η δημοφιλής του εκδοχή έδειχνε να αγκαλιάζει όσα θεωρητικά καυτηρίαζε.

Σήμερα, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, οι αναμνήσεις  είναι άμεσα προσβάσιμες και διαθέσιμες σε όποιον θέλει να τις ανακαλέσει και αυτή η επιθυμία είναι εξόχως έντονη. Ο τρόπος που ακούγεται ή αγοράζεται η μουσική είναι τελείως διαφορετικός: κατακερματισμένα ακροατήρια που δεν ακολουθούν μια τρέχουσα τάση, αλλά πολλές και ετεροειδείς προτάσεις που αδυνατούν να ευθυγραμμιστούν μεταξύ τους σε ενεστώτα χρόνο. Σύμφωνα με τον Bifo Berardi (After the Future) το διαδίκτυο δεν μίκρυνε μόνο το χώρο απομαγεύοντας την έκτασή του, αλλά ακόμα ο χρόνος δεν είχε εγκλωβιστεί σε απειράριθμα δεδομένα. Οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις μπορεί να έδωσαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε εκατομμύρια δεδομένα, αλλά έφεραν την ίδια ώρα μια αίσθηση εξάντλησης από την ατέρμονη κατανάλωση του παρελθόντος. Ο Simon Reynolds σκιαγραφεί την χαοτική απόσταση ανάμεσα στην αναλογική εποχή και στο σημερινό θρίαμβο της ψηφιακής πραγματικότητας. Στην πρώτη η καθημερινότητα κυλούσε σε αργούς ρυθμούς, αλλά η κουλτούρα κοιτούσε συνεχώς προς το μέλλον. Εν αντιθέσει στη ψηφιακή μας καθημερινή ζωή χαρακτηρίζεται «από υπερεπιτάχυνση και παντοσυγχρονία, αλλά στο μακρο-πολιτιστικό επίπεδο τα πράγματα μοιάζουν στατικά και σβησμένα».

Ο Mark Fisher εισήγαγε τον όρο Hauntology (το οποίο δανείστηκε από τον Jacques Derrida και το βιβλίο του τα Φαντάσματα του Μαρξ) για να περιγράψει καλλιτέχνες όπως οι Caretaker και ο William Basinski. To Hauntology αναφερόταν σε καλλιτέχνες που χρησιμοποιούσαν samples από την κουλτούρα και την ψυχαγωγία του 20ου αιώνα και η μουσική τους ανακαλεί το σοσιαλοδημοκρατικό παλμό του μοντερνισμού για να μας αποκαλύψει πως αυτό που κάποτε οραματίστηκε είναι αμετάκλητα χαμένο: τη σημερινή κατάσταση που ακροβατεί σε ένα απροσδιόριστο, αλλά γνώριμο παρελθόν και σε ένα μέλλον που υποσχέθηκε, όμως εξαφανίστηκε από τον ορίζοντα μας.

Ο ήχος της σειράς “Disintegration Loops” του William Basinski είναι το αργό βάδισμα προς την αποσύνθεση: η μουσική του αποθηκευμένη σε κασέτες ένιωσε στους πόρους της την αίσθηση που προκαλεί η παρακμή, το άφημα μέσα στους ατελείωτους διαδρόμους του χρόνου. Αυτό ακούγεται στον δίσκο: μια παρατεταμένη μακρόσυρτη πορεία άλλοτε μελαγχολική (σαν άθυρμα των αλλαγών που ποτέ δεν γίνονται εμφανείς παρά μόνο όταν επιτελέσουν το έργο τους) και άλλοτε τρομακτική (σαν μάρτυρας  της πτώσης των διδύμων πύργων) προς τη γαλήνη. Για τον Μark Fisher αυτός πρέπει να ήταν ο ήχος της απώλειας του οραμάτος της νεωτερικότητας.

Μπορεί ο Mark Fisher να μας προσέφερε μια απαισιόδοξη εικόνα για τη σύγχρονη κουλτούρα, αλλά ο σκοπός του δεν νομίζω να ήταν η μετάδοση της απελπισίας. Το αντίθετο: το όραμα του εκλιπόντα φιλοσόφου ήταν η επιθυμία για μια αίσθηση αλλαγής, του νέου(όπως το υποσχέθηκε ο μοντερνισμός σαν συνεχή υπέρβαση των παρελθόντων μορφών), η νοσταλγία για ένα μέλλον.