Υπήρξαμε απείρως τυχεροί όσοι ζήσαμε τα ‘90s σε πραγματικό χρόνο. Τα μουσικά τεκταινόμενα της δεκαετίας του ’90 σε real time και σε απόλυτη συγχρονικότητα, εμείς με την εποχή μας και η εποχή  μας με εμάς.

Ναι, ήταν μια θαυμαστή δεκαετία για την μουσική τα ‘90s. Απείρως πιο θαυμαστή και ενδιαφέρουσα σε σχέση με αυτά που μας έλεγαν τότε οι μεγαλύτεροί μας ή οι γονείς μας για τα ‘60s. Χωρίς να θέλω επ’ ουδενί να μειώσω την δεκαετία που μας έδωσε τους Beatles και τους Stones, το British Invasion, το soul της Motown και τα πρώτα φλερτ των Silver Apples, του Walter Carlos και της Delia Derbyshire με τους αμιγώς ηλεκτρονικούς ήχους, είναι τουλάχιστον άκομψη (και ιστορικά και μουσικολογικά λάθος) η άποψη ορισμένων ότι «η μουσική “τελείωσε” την τάδε χρονιά» (άλλοι την τοποθετούν στο 1976 με την τελευταία μεγάλη φουρνιά άλμπουμ από το kraut και το prog rock, άλλοι στο 1979, με το τέλος της πανκ, άλλοι στα ‘80s. Είναι όλοι τους λάθος, ασφαλώς).

Όπως, αντίστοιχα, είναι άκομψο (και ιστορικά και μουσικολογικά λάθος) να λέμε ότι «σήμερα δεν βγαίνει πια καλή μουσική». Πάντα έβγαινε καλή μουσική. Απλώς εμείς, ως ακροατές, δεν ήμασταν πάντοτε σε θέση ή διάθεση να την απορροφήσουμε και να την κατανοήσουμε –κάποιοι δεν έχουν καν χρόνο να ακούσουν νέα άλμπουμ.

Αν κάτι λείπει, πάντως, από το σημερινό μουσικό τοπίο είναι η εκλεκτικότητα. Έχουμε και σήμερα πολλά ενδιαφέροντα μουσικά ρεύματα να «τρέχουν», από το αφρικανικό χέβι-μέταλ μέχρι την Κ-Ρορ, αλλά αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας και κυρίως με τα αυτιά μας, πρέπει να παραδεχτούμε ένα πράγμα: ότι αυτή η έκρηξη μουσικών ειδών και υποειδών της δεκαετίας του ’90 δύσκολα θα επαναληφθεί, κυρίως επειδή η ίδια η ανθρωπότητα είναι σήμερα στην χειρότερη κατάστασή της από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και έπειτα.

Ενώ, αντίστοιχα, τα ‘90s συνέπεσαν με αυτό το ιστορικά ευτυχές «χάσμα» στο οποίο αναφέρονται συχνά οι ιστορικοί και οι κοινωνιολόγοι: το μεσοδιάστημα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το φθινόπωρο του 1989 μέχρι την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, το φθινόπωρο του 2001.

Αυτά τα 12 χρόνια που θεωρήθηκαν (και θεωρούνται) από πολλούς ως «τα καλύτερα χρόνια του 20ου αιώνα». Μέσα σε αυτά τα 12 χρόνια έγιναν πράγματα και θάματα. Κυρίως όμως το επίπεδο συλλογικής αισιοδοξίας κόντευε να χτυπήσει «κόκκινο». Και αυτή η αισιοδοξία μεταλαμπαδεύτηκε και στο χώρο της μουσικής και του πολιτισμού εν γένει.

Με φόρα από το «βρώμικο ‘89»

Τα τέλη του 1989 ήταν μια περίεργη χρονική συγκυρία για την μουσική. Κανείς δεν καταλάβαινε τι πραγματικά συνέβαινε στην ποπ μουσική, ενώ η ροκ βρισκόταν και αυτή σε ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στο college rock των R.E.M., το stadium rock των U2, το hair ballad των Βon Jovi και το hair metal των Guns n’ Roses. Κάτι τύποι όπως οι Husker Du, οι Replacements και οι Pixies στις ΗΠΑ και οι Smiths στην Βρετανία, πάλευαν μόνοι τους με τους ανεμόμυλους της δισκογραφικής βιομηχανίας –μάλιστα, το 1989 δεν υπήρχαν καν Smiths, είχαν διαλυθεί προτού καλά καλά προλάβουν να συμπληρώσουν έξι χρόνια μουσικής ύπαρξης.

Με το που μπαίνουμε στην νέα δεκαετία, το 1990, σκάνε μύτη από τη μία οι διάφοροι Vanilla Ice, Dr. Alban και MC Hammer και από την άλλη η φωτεινή σουηδική ποπ των Army Of Lovers και των Ace Of Base. Το ροκ εξακολουθεί να μην υπάρχει πουθενά.

Tον Σεπτέμβριο του 1990 κυκλοφορεί το «I’ve Been Thinking About You» των Londonbeat, το οποίο θεωρείται με μουσικολογικούς ορους ότι βάζει την οριστική ταφόπλακα στο όψιμο κύμα της neo-soul των Simply Red και της Sade των τελών της δεκαετίας του ’80. Το υβρίδιο αυτό, που γειτνίαζε με την πρώιμη house σταματάει να υπάρχει – ίσως και λόγω της εμφάνισης της rap-house των Vanilla Ice, Dr. Alban και MC Hammer – και τώρα μένει μια τεράστια μουσική «τρύπα» που πρέπει να καλυφθεί επειγόντως προκειμένου η παγκόσμια δισκογραφική βιομηχανία να μην πάθει… horror vacui.

Το κενό αυτό καλύφθηκε από το grunge.

 

Σήκω ψυχή μου, δώσε (μουσικό) ρεύμα

Με το hair metal να πνέει τα λοίσθια, η «καυτή πατάτα» του ροκ σωτήρα εις τον αιώνα των αιώνων αμήν πέφτει το 1991 στα τρεμάμενα χέρια του Kurt Cobain, ο οποίος, αρχικά εν γνώσει του και στην συνέχεια εντελώς απρόθυμα, αναλαμβάνει αυτό τον ρόλο (δίχως να τον απολαμβάνει).

To 1991 είναι Η ΧΡΟΝΙΑ για την σύγχρονη μουσική: πέραν των όποιων Slint με το «Spiderland», των My Bloody Valentine με το «Loveless», των A Tribe Called Quest με το «The Low End Theory», των Teenage Fanclub με το «Bandwagonesque» και των Primal Scream με το «Screamadelica», είναι φοβερό το ότι μέσα σε 40 ημέρες, από τις 15 Αυγούστου μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου της χρονιάς εκείνης κυκλοφόρησαν τα εξής θρυλικά άλμπουμ: το «Μαύρο Αλμπουμ» των Metallica, το «Ten» των Pearl Jam, τα δυο «Use Your Illusion» των Guns N’ Roses, το «Blood Sugar Sex Magik» των Red Hot Chili Peppers, το «Badmotorfinger» των Soundgarden και το «Nevermind» των Nirvana.

Όλοι οι σημερινοί μουσικόφιλοι μεταξύ 40-50 ετών θυμούνται που ήταν ακριβώς και τι έκαναν όταν πρωτάκουσαν το «Smells Like Teen Spirit» στα τέλη του Σεπτέμβρη του 1991 και όλοι θυμούνται επίσης το αρχικό εκείνο σοκ της ακρόασης, μια ανάσα καθαρού κιθαριστικού αέρα μετά από χρόνια ροκ ανομβρίας. Θα τους ακολουθούσαν, σύντομα, οι Alice In Chains και οι Stone Temple Pilots, ενώ στην πορεία θα συνέδραμαν και οι Screaming Trees, οι οποίοι ωστόσο υπήρχαν ήδη από το 1986.

Η επανάσταση των κοριτσιών

Σχεδόν ταυτόχρονα, στις ΗΠΑ ξεκινάει ένα ρεύμα, αυτοαποκαλούμενο riot grrrl (με τρία r, μην το ξεχνάτε), ως αντίδραση (και μουσική αντίστιξη) στην ανδροκρατούμενη grunge κουλτούρα. Οι Bikini Kill, Babes In Toyland, Bratmobile, Sleater-Kinney και οι φοβερές L7 έθεσαν σωστά και γερά τις βάσεις γι’ αυτό που στην συνέχεια θα γινόταν μια full-blown επανάσταση των γυναικών μουσικών απέναντι στο δισκογραφικό status quo της εποχής. Κάπως έτσι ενέσκηψαν οι Sarah McLachlan, Alanis Morissette, Sheryl Crow, Lisa Loeb, Paula Cole, Fiona Apple και η εκπληκτική Tracy Chapman. Κατά διόλου τυχαία σύμπτωση, όλες αυτές (πλην της Alanis) συμμετείχαν στην γυναικοκρατούμενη περιοδεία «Lilith Fair», που αποτέλεσε την απάντηση της McLachlan στο φεστιβάλ Lollapalooza. Στο άρμα του riot grrrl εντάχθηκε για λίγο και η «είδα-φως-και-μπήκα» Courtney Love, χήρα του Cobain, με το συγκρότημά της, τους Hole.

Η αντικουλτούρα βγαίνει στο προσκήνιο

Ξαφνικά, με το που άνοιξε την πόρτα ο Cobain, μέσα στο mainstream μπήκαν τόσο ξεχασμένοι indie ήρωες της δεκαετίας του ‘80 (R.E.M., Sonic Youth και Dinosaur Jr.), όσο και διάφορες μορφές της μουσικής counterculture των ΗΠΑ, όπως οι Pavement, ο Elliott Smith, οι Weezer, ο σπουδαίος Bill Callahan και φυσικά ο Beck. Οι Smashing Pumpkins είναι ίσως το καλύτερο συγκρότημα του κόσμου στην τριετία 1993-1995, κυκλοφορώντας τα οριακά άλμπουμ «Siamese Dream» και «Mellon Collie», με τους παραμορφωμένους βρυχηθμούς της ηλεκτρικής κιθάρας του Billy Corgan να ακούγονται μέχρι το Λονδίνο, εκεί όπου «μαγειρεύεται» μια έτερη μουσική επανάσταση.

Ήδη από το 1993, έχουν κάνει την εμφάνισή τους τέσσερα μεγάλα (και, σύντομα, τεράστια σε απήχηση) βρετανικά συγκροτήματα: οι Pulp, οι Blur, οι Suede και οι Radiohead πατάνε γερά πάνω στην παρακαταθήκη που τους άφησαν οι Who, οι Jam, οι Kinks, μέχρι και οι… Hollies και σχηματίζουν γύρω τους μια σκηνή όπου προβάλλεται κατά κύριο λόγο η απείρου κάλλους βρετανικότητά τους, μπολιασμένη ωστόσο με όλες τις μουσικές επιρροές της εποχής (τους). Το «Creep» και το «Animal Nitrate» σκάνε σχεδόν ταυτόχρονα, σε διάστημα έξι μηνών το ένα από το άλλο και πλέον μιλάμε ξεκάθαρα για ένα νέο μουσικό ρεύμα, το οποίο δεν έχει ακόμη ονομαστεί, αλλά όλοι γνωρίζουν το ένα του συνθετικό, που θα είναι σίγουρα η λέξη «brit».

Μέχρι το 1995 η brit-pop κυριαρχούσε παντού με άλμπουμ-δυναμίτες όπως το «Parklife», το ομώνυμο των Elastica, το «Definitely Maybe» των Oasis, το «I Should Coco» των Supergrass και ίσως το τεραστιότερο όλων, το «Different Class» που όρισε και μαζί καθόρισε όχι μόνο μια εποχή, αλλά όλη την φάση της Cool Britannia. Μέσα εκεί είχαμε και την «Μάχη της Britpop», ανάμεσα στους Blur και τους Oasis, όταν τον Αύγουστο του 1995 κυκλοφόρησαν επίτηδες ταυτόχρονα τα νέα τους singles με στόχο να διαπιστώσουν πόσα απίδια πιάνει ο μουσικός σάκος του καθενός τους.

Για την ιστορία, το «Country House» των Blur πούλησε περισσότερα αντίτυπα από το «Roll With It» των Oasis. Μετά, βγήκαν οι Gallagher-έοι και ευχήθηκαν στους Blur «να κολλήσουν AIDS και να πεθάνουν», σε μια εποχή που το Λονδίνο κατανάλωνε περισσότερη κόκα απ’ ότι η Κολομβία, το Περού και η Βολιβία μαζί.

Πληθώρα μουσικών ρευμάτων

Κατά τ’ άλλα και αν εξαιρέσουμε τα mainstream ρεύματα, από κάτω από την επιφάνεια γίνεται της μουρλής το πανηγύρι: έχουμε από industrial και shock-rock (Nine Inch Nails και Marilyn Manson), μέχρι rap-rock (Rage Against the Machine και Faith No More) και neo-punk (Green Day και Offspring), ενώ το σύντομο κύμα του New Jack Swing των Al B Sure, Keith Sweat, και Boys II Men διαδέχτηκε το πολύ σπουδαιότερο νέο κύμα της R&B με την Janet Jackson, την Erykah Badu, τον Usher, την Toni Braxton και την Mary J Blige.

Η hip-hop έζησε επίσης μεγάλες δόξες την δεκαετία του ’90 συνεχίζοντας μάλιστα το crossover που ξεκίνησαν το 1986 οι Run DMC με τους Aerosmith στο «Walk This Way». Αυτή τη φορά ήταν το «Fantasy» που έκανε η (ποπ) Mariah Carey με τον (πιο hip hop πεθαίνεις) Ol’ Dirty Bastard το 1995 που μας έπιασε όλους εξαπίνης.

Όπως, αντίστοιχα, μας ξάφνιασαν οι Cypress Hill και οι Bodycount στις αρχές των ‘90s, ενώ μετά οι Public Enemy, η Queen Latifah, οι Arrested Development, οι A Tribe Called Quest, η Lauryn Hill και οι TLC, συνέχισαν να βγάζουν σταθερά ποιοτικά άλμπουμ μαύρης απόχρωσης. Ταυτόχρονα, ο Dr. Dre κυκλοφορεί το οριακό για την hip hop κουλτούρα άλμπουμ «The Chronic» το 1992.

Tα σημαντικά και απολύτως άξια λόγου crossover συνεχίζονται με τους μεταλλάδες Anthrax και τους Public Enemy στο επικό «Bring The Noise» καθώς και το ημιανεπίσημο cameo του θεού Chuck D. στο «Kool Thing» των Sonic Youth.

Η δεκαετία του ’90 θα ξεκινήσει με ένα απλό feud μεταξύ των gangsta-rappers Ice Cube και Eazy-E και θα κορυφωθεί στα τέλη της δεκαετίας με μια τεράστια μουσική και κοινωνιολογική κόντρα ανάμεσα στο Hip hop των ανατολικών και των δυτικών ακτών των ΗΠΑ [η λεγόμενη East Coast-West Coast feud που, βασικά, ήταν μια μάχη ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες δισκογραφικές εταιρείες, την Bad Boy Records με την Death Row Records].

Οι Warren G / Nate Dogg, Puff Daddy, Nas, Wu-Tang Clan, Busta Rhymes και Snoop Dogg βάζουν ο ένας μετά τον άλλον το λιθαράκι τους τόσο σε μουσικό, όσο και σε επίπεδο «μονομαχίας» μέχρι το σημείο που το όλο πράγμα γίνεται επικίνδυνο, με τους θανάτους του The Notorious B.I.G. και του 2Pac.

Ποπ και ηλεκτρονική

Παρόλο που ο Michael Jackson είναι επισήμως στα τελειώματα της καριέρας του, η Madonna συνεχίζει να κυκλοφορεί ενδιαφέροντα πράγματα, μόνο που πλέον έχει και έντονο ανταγωνισμό, τόσο από μια 18χρονη πιτσιρίκα ονόματι Britney Spears, όσο και από τις Spice Girls, την Jennifer Lopez, τις Destiny’s Child και την Christina Aguilera.

Κάπου εκεί, σκάει και η επανάσταση της ηλεκτρονικής trance και rave μουσικής των ‘90s που φυσικά στο εξωτερικό λαμβάνει χώρα πολύ νωρίτερα, κάπου εκεί μεταξύ 1988-89, αλλά σε εμάς έρχεται, κλασικά, με καθυστέρηση 1-2 ετών. Η μισή νεολαιίστικη Αθήνα τρέχει στα Οινόφυτα και οι «μάνες ρέιβερ» τρέχουν να μαζέψουν τα παιδιά τους από τις διάφορες αυτοσχέδιες αποθήκες. Οι Στέρεο Νόβα ηγούνται της εγχώριας μουσικής σκηνής και συμπορεύονται στιχουργικά με τον Jarvis Cocker, τραγουδώντας μαζί του «Oh, is this the way they say the future’s meant to feel? / Or just twenty thousand people standing in a field? / And I don’t quite understand just what this feeling is / But that’s okay ’cause we’re all sorted out for E’s and wiz».

Το «νταούνιασμα» αργεί να έρθει ακόμη καθώς οι μουσικές αναθυμιάσεις των ‘90s καλά κρατούν –και θα κρατήσουν για αρκετό καιρό ακόμη.

Στο μουσικό μας λεξιλόγιο μπαίνουν, τέλος, και μερικοί ακόμη μουσικοί νεολογισμοί με αυθύπαρκτη αξία: το «trip hop» των Massive Attack και των Portishead, το «drum and bass» του LTJ Bukem και Roni Size & Reprazent και το «Βig Βeat» των Chemical Brothers και του Fatboy Slim. Και τα τρία γεννήθηκαν, άκμασαν και σταδιακά «πέθαναν» στα τέλη των ‘90s, με επιδραστικότερο όλων να είναι, ασφαλώς, το trip hop που στη συνέχεια μας έδωσε κοτζάμ Burial μέσα στα ‘00s.

Τελειώνοντας, πρέπει οπωσδήποτε να αναφερθούν μερικά ακόμη στοιχεία από το εξωμουσικό / παραμουσικό κόσμο των ‘90s: τότε που τα cd, ως μουσικό φορμάτ, έφτασαν στην απόλυτη ακμή τους, τότε που γεννήθηκαν μεγάλα (Lollapalooza, Knebworth και Ozzfest καθώς και το δικό μας Rockwave) και μικρά (Woodstock ‘99) μουσικά φεστιβάλ τεράστιας μαζικότητας και τότε που ένας νεαρός το 1999 ξεκίνησε ένα πρόγραμμα στο νεοσύστατο τότε Διαδίκτυο που το ονόμασε Napster και που στάθηκε η αφορμή για την ραγδαία πτώση των πωλήσεων των δισκογραφικών εταιρειών μετά το 2000-2001.

Μερικοί λένε ότι ο, τότε, 19χρονος Shawn Fanning, άθελά του, έβαλε την ταφόπλακα στην ίδια την μουσική βιομηχανία και ότι η επανάστασή του ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι μπορούσε καν ο ίδιος να φανταστεί (οι Metallica πάντως το φαντάστηκαν, γι’ αυτό και κινήθηκαν, παντελώς άκομψα, νομικά εναντίον του), αλλά και αυτό είναι κάτι που είναι στα πλαίσια της γενικότερης κουβέντας και του «η μουσική βιομηχανία είναι μεγαλύτερη από τους ίδιους τους παίκτες της», οπότε πιθανώς και να χρήζει ανάλυσης σε ένα άλλο άρθρο.