«Η ζωή μας είναι σουγιαδιές σε βρώμικα αδιέξοδα / σάπια δόντια / ξεθωριασμένα συνθήματα / μπάσσο βεστιάριο / μυρουδιές από κάτουρα / αντισηπτικά και χαλασμένα σπέρματα».

Η πρώτη κυκλοφορία του Κωνσταντίνου Τασσόπουλου, ως «Φίλος Φίλου», ηχογραφήθηκε την άνοιξη του 2020, εν μέσω της πρώτης εκείνης πανδημίας που μας έπιασε όλους εξαπίνης. Ο Κώστας στράφηκε, ως μέσο παρηγοριάς, στα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου.

Διαβάζοντας το «Η ζωή μας είναι σουγιαδιές», το οποίο γράφτηκε το 1981, βρήκε τον τίτλο του άλμπουμ του, το οποίο ηχογραφήθηκε σε ένα σπιτικό στούντιο του Βερολίνου, εκεί όπου ο Κώστας διέμενε μόνιμα εδώ και μερικά χρόνια και μετά από μερικά ακόμη χρόνια παραμονής του σε μουσικές μητροπόλεις όπως το Λονδίνο.

Το «Μπάσσο Βεστιάριο» είναι από τα άλμπουμ εκείνα που αγαπάς από την πρώτη στιγμή που τα ακούς. Και αυτό γιατί περιδιαβαίνει, με ηχητικό βήμα στρωτό, όλες τις σωστές ρετρό επιρροές του (η Λένα Πλάτωνος του «Μάσκες Ηλίου» και «Γκάλοπ» είναι μια από αυτές, ή ο Gary Numan και οι πρώιμοι Human League της εποχής του «Reproduction», αλλά, παραδόξως, όχι οι Στέρεο Νόβα, οι οποίοι είναι πολύ πιο μονόχνωτα «αστικοί» από την στιβαρή ποιητική φλέβα που διαπερνάει το άλμπουμ) χωρίς, ωστόσο, να ακούγεται (κακο)vintage-ιάρικο ή μουσικά παρωχωμένο.

Το παρθενικό άλμπουμ του «Φίλος Φίλου» κάνει την διαδρομή «Πάνω κάτω / Πάνω κάτω, η Πατησίων» των επιρροών του (όπως αναφέρει στο ίδιο ποίημα η Γώγου) με σεβασμό και ταυτόχρονη ασέβαστη διάθεση να παραμορφώσει με τα α λα-D.A.F. τυπικά βερολινέζικα βιομηχανικά beats του, να ξεράσει την βαθιά minimal wave ψυχή του και, εντέλει – γιατί αυτό είναι και το ζητούμενο – να σοκάρει τον ακροατή του με την καλή πάντα έννοια και δίχως να προδώσει την new-wave ταυτότητά του ή να πετάξει το nu-electro διαβατήριό του να το φάνε τα σκυλιά.

Και το ίδιο το ποίημα της Γώγου φαντάζει, σχεδόν, ως το ιδανικό λογοτεχνικό συνοδευτικό κατά την διάρκεια της ακρόασης του άλμπουμ.

Τα τραγούδια του «Μπάσσο Βεστιάριο», εκτός από τα πολλά μπάσα που όντως διαθέτουν, δεν αρνούνται να ρίξουν άπλετες μουσικές «σουγιαδιές» στα «βρώμικα αδιέξοδα» της μουσικής παρακαταθήκης των Cabaret Voltaire, των Clock DVA, των Grauzone και των Μalaria!, φτάνοντας να ακούγονται μέχρι και ως ένα όμορφο dub πείραμα με αμφίβολα αποτελέσματα.

Τα οκτώ κομμάτια του άλμπουμ κάνουν διαρκώς «την ίδια διαδρομή. Ξεφτίλα μοναξιά απελπισία. Κι ανάποδα» [επίσης από το «Η ζωή μας είναι σουγιαδιές»], αλλά δίχως τα «άσκοπα λαχανητά» σε κακοφορμισμένες μουσικές διαδρομές που είδαμε και στο πρόσφατο παρελθόν να κάνουν κάποιοι συνάδελφοι του Κώστα, με μπαγιάτικα και πολυκαιρίτικα αποτελέσματα. Είναι synthwave στην εποχή του synthwave δίχως ο «Φίλος Φίλου» να θέλει να απολογηθεί γι’ αυτό (και γιατί, άλλωστε, να θέλει να το κάνει αυτό;), ενώ την ίδια στιγμή δεν ντρέπεται να (ανα)δείξει και τις όποιες ηχητικές του ατέλειες, με την έννοια ότι δεν είναι «κρυστάλλινο» και ακραία «ντιτζιταλιασμένο» στον ηλεκτρονικό του ήχο, γιατί αυτό ουδέποτε ενδιέφερε τον ίδιο τον Κώστα.

«Καθώς το άλμπουμ ηχογραφήθηκε την Άνοιξη-Καλοκαίρι του 2020, η άμεση επίγευση που ένιωσα από αυτό ήταν αυτή της ικανοποίησης και μιας αόριστης προσδοκίας. Ικανοποίηση γιατί ήταν μια δουλειά που πάτησε σε κάποιες συγκεκριμένες ιδέες και ένιωσα γεμάτος ακούγοντας την τελική μορφή των κομματιών. Προσδοκίες διότι ήξερα ότι είχα υλικό για άλμπουμ, δηλαδή κομμάτια που μπορούσαν να συνθέσουν μια μεγαλύτερη εικόνα, και που θα τα βοηθούσε – αυτή ακριβώς η εικόνα – να συνυπάρξουν αρμονικά. Αυτό αμέσως άρχισε μια διαδικασία “ψαξίματος” για την πιθανή κυκλοφορία αυτού του υλικού», μου λέει ο Κώστας, οπότε σπεύδω αμέσως να τον ρωτήσω το κατά πόσο, όταν άκουσε ολοκληρωμένο το άλμπουμ, αν υπήρξαν πράγματα που θα ήθελε πιθανώς να αλλάξει ή να επανηχογραφήσει με άλλη μορφή, ειδικά για έναν μουσικό όπως ο «Φίλος Φίλου» που «παίζει μπάλα» με πολλά, συχνά ετερόκλητα, μουσικά genres;

«Σίγουρα υπήρχαν πράγματα που θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς και τα κομμάτια θα ήταν διαφορετικά, σε διάρκεια, ενορχήστρωση, ανοργάνωτη κλπ. Θα μιλούσαμε για ένα άλλο άλμπουμ βέβαια. Γιατί τόσο σημαντικές είναι αυτές οι αποφάσεις στην τέλεση ενός δίσκου. Υπήρχαν και οι υλικοί περιορισμοί. Εάν ακουγόταν καλύτερα το Χ ή το Ψ συνθεσάϊζερ ή το τάδε modular, μπορούμε να το συζητήσουμε, αλλά εγώ αυτά δεν τα έχω στο στούντιο μου, ούτε μπορώ να τα αποκτήσω στο άμεσο μέλλον. Οπότε, το υλικό ηχογραφήθηκε με τα υπάρχοντα μέσα και σε εποχή περιορισμένων κινήσεων όποτε η ηχητική παλέτα ήταν και είναι συγκεκριμένη. Και από τον πειραματισμό μέχρι την τελειομανία υπάρχουν πολλά ενδιάμεσα στάδια. Εγώ ούτε τελειομανής είμαι, αλλά ούτε και πειραματική μουσική κάνω. Δηλαδή θέλω να πω, ότι ούτε προσπαθώ να τετραγωνίσω τον κύκλο, ούτε να ανοίξω νέους δρόμους και δημιουργικές οδούς. Αυτό που κάνω είναι απλό ως προς τη δόμηση και τεχνική και επικοινωνιακό κατά κράτος. Δηλαδή τα κομμάτια χρησιμοποιούνται σαν οχήματα με τα οποία επικοινωνώ και κάποια κοινωνικά σχόλια (στα «αστική ανάπλαση», «άνθρωπος καθρέφτης», «υπερσυντέλικος», «καλός μπάτσος κακός μπάτσος»), αλλά και μουσικές αναφορές σε δεκαετία και μοτίβα που μου ταιριάζουν αισθητικά, ηλικιακά, εμπειρικά», επισημαίνει ο ίδιος για το «καλλιτεχνικό του παιδί της πρώτης καραντίνας».

Τα R8 Roland rhythm machine και τα φθηνά Casio-άκια αποτελούν την ραχοκοκαλιά του μουσικού οικοδομήματος του «Φίλος Φίλου», το οποίο ενίοτε σού αφήνει την αίσθηση ότι ο δημιουργός του εξάντλησε όλες του τις μουσικές ιδέες και ενίοτε ότι τα μουσικά θέματα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ακόμη περισσότερο, αλλά ο Κώστας επέλεξε, προς τιμήν του βασικά και προς όφελος ίσως των ακροατών του, να τραβήξει μια κόκκινη γραμμή κια να πει «ως εδώ», γιατί, όπως προείπε, τελειομανής δεν είναι.

«Είναι μεγάλο θέμα για τους δημιουργούς το ποτέ ένα έργο είναι τελειωμένο. Επίσης η μουσική είναι πολύ πιο εφήμερη τώρα, στον τρόπο που καταναλώνεται, αλλά και δημιουργείται. Για μένα το κομμάτι/τραγούδι πρέπει να δουλεύει σε τρία επίπεδα για να είναι έτοιμο: πρέπει να σε κουνάει το groove του, κατόπιν να δουλεύουν τα ρυθμικά και τα μελωδικά στοιχεία μεταξύ τους, δηλαδή να υπάρχει μια κινητικότητα, και τέλος θέλω να υπάρχει το απογειωτικο στοιχείο που είναι μια μελωδία, ένα εφέ, μια κάποιου είδους κλιμάκωση ας πούμε, χωρίς απαραίτητα να “εκρήγνυται”. Μετά, συνήθως ακούω το κομμάτι από διαφορά ηχοσυστήματα και το “πειράζω” τόσο όσο χρειάζεται προκειμένου να αναδειχτούν κάποια στοιχεία χωρίς να χαλάσει η ισορροπία. Μετά από κάποιες βδομάδες συνήθως ξέρω αν έχει φτάσει στην μορφή που θέλω ή όχι», υπερτονίζει ο ίδιος.

Και η μορφή που θέλει να έχει ένα τραγούδι ο Κώστας είναι άμεσα συνδεδεμένο με μια από τις δουλειές που έχει κατά καιρούς κάνει (και συνεχίζει να κάνει): ως dj σε κλαμπ και μπαρ, με residencies στην γενέτειρα πόλη του, την Καλαμάτα, κατόπιν στην Αθήνα (συγκεκριμένα στο Babalu), μέχρι και στο Λονδίνο, όπου βρέθηκε το 2001 σπουδάζοντας Μουσική Τεχνολογία.

«Υπήρξαν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την διάρκεια των κομματιών. Είναι αλήθεια ότι τα κομμάτια θα μπορούσαν να είναι λίγο μικρότερα σε διάρκεια, πιο ουσιαστικά η μαζεμένα, έτοιμα για το ράδιο ας πούμε. Έλα όμως που εγώ έρχομαι από ένα dj background, και σκόπιμα αφήνω αυτόν τον “αέρα” στην αρχή και στο τέλος, ώστε να βοηθήσω τον συνάδελφο, αν ταιριάξει και στα bpm το κομμάτι εάν θελήσει, και αυτό να μην γίνεται με την βοήθεια τεχνολογίας, όπως laptop djs ή looping, αλλά να είναι κομμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ίσως όχι ιδανικό για το ράδιο, δηλαδή αλλά σίγουρα με την λογική του “dj friendly” για το bar η το club. Και για σπιτική ακρόαση βεβαίως, αλλά αυτοί οι ροκάδες που έχουν συνηθίσει σε τρίλεπτα κομμάτια με fade out στο σόλο δεν θα κάτσουν να το ακούσουν το άλμπουμ ή θα το βρουν βαρετό. Καλλιτέχνες που έχουν την δυνατότητα να παίζουν την μουσική τους ζωντανά, έχουν κι ένα άλλο “όπλο” στη φαρέτρα τους. Αυτά τα κομμάτια παίρνουν άλλη πνοή στις συναυλίες και τελειοποιούνται μέσα από την αναπαραγωγή τους σε διαφορετικούς χώρους και κοινό», συμπληρώνει, με τον στόχο του, ως μουσικού και μουσικού παραγωγού, την ίδια στιγμή, να είναι, κατά τον ίδιο, ξεκάθαρος:

«Το “Μπάσσο Βεστιάριο” ήθελα να ακουστεί στα σπίτια, τα μπαρ και τα κλαμπάκια. Να χορευτεί και να ακουστεί από νέους που δεν ακούνε απαραίτητα ηλεκτρονική μουσική. Αλλά και το αντίθετο, δηλαδή να ακουστεί από νέους που είναι εξοικειωμένοι μόνο με την ηλεκτρονική μουσική και δεν τους αρέσουν οι παραδοσιακές φόρμες κομματιών με στίχους, σόλο, κλπ. Το πιο σημαντικό μέρος λοιπόν είναι να ακουστεί. Και σε αυτό μάλλον βοηθάει και το promotion, κάποιες συνεντεύξεις, άρθρα η δισκοκριτικες. Επίσης είναι σημαντικό να αγοραστεί από κόσμο, για να μπορέσει η δισκογραφική να συνεχίσει να υπάρχει. Με το Spotify και το iTunes “κλείσανε σπίτια” και καλό είναι να ξέρει ο φίλος καταναλωτής ότι εάν θέλει να συνεχίζει να απολαμβάνει κάποια ποιότητα σε αυτό που ακούει θα πρέπει να το υποστηρίξει και λίγο. Αυτός ο μικρός οβολός χρειάζεται για να μπορούν οι μικρές εταιρείες να δίνουν προσπάθειες αξιόλογες και ποιοτικές. Ούτως η άλλως, αυτά τα χρήματα συνήθως είναι αρκετά μόνο για να καλύψουν τα έξοδα μιας φυσικής κυκλοφορίας. Μιλάμε για τα απολύτως απαραίτητα εδώ».

 

Τον ρωτάω αν έχει κατά νου του μια πιθανή μελοντική συναυλία παρουσίασης του άλμπουμ του. «Έχω χρόνια να παίξω σε συναυλία, από τον Μάη του 2019. Και ο “Φίλος Φίλου” έως αυτήν την στιγμή είναι studio project. Υπάρχει βέβαια καινούριο υλικό ηχογραφημένο που γεννά σκέψεις και για μια δεύτερη κυκλοφορία. Υπάρχουν και κάποια σχέδια για live και dj εμφανίσεις στο μέλλον αλλά όχι άμεσα», μου απαντάει, ενώ προσθέτει εμφατικά ότι «πάντα θα υπάρχει η ανάγκη της προσωπικής έκφρασης και η μουσική είναι ο αγαπημένος μου τρόπος να την αξιοποιώ. Επαγγελματικά δεν εξαρτάμαι πια από την μουσική και αυτό μου δίνει κάποια ελευθερία στην προσέγγιση του αντικειμένου, αλλά και περιορισμούς όπως ο διαθέσιμος χρόνος», συνοψίζει ο ίδιος.

Τώρα που ακούει το άλμπουμ του ολοκληρωμένο, πώς θα μπορούσε ο ίδιος να το περιγράψει όσο καλύτερα γίνεται;

«Ένα “Βεστιάριο” κανονικό είναι το άλμπουμ. Αυτό συμβαίνει λόγω της ομαλής πιστεύω, ανταλλαγής μουσικών στυλ, electrofunk, no wave, dub, μέχρι και πιο λυρικές στιγμές όπως στο “Άνοιξη”. Στον βαθμό που δεν “ξενίζει”, μού αρέσει που συμβαίνει αυτό στο άλμπουμ. Ήταν επιθυμητό και αναγκαίο έτσι ώστε να βάλω αυτές τις κάπως διαφορετικές γεύσεις στο ίδιο πιάτο».

Μου μιλάει για την αγάπη του για τον Eric Satie: «Τον θεωρώ πρωτοπόρο και μοναδικό καλλιτέχνη αλλά απ’ότι γνωρίζω είχε και ιδιάζουσα προσωπικότητα. Και για πολύ καλό λόγο», ενώ παραδέχεται ότι το δημιουργικό του φίλτρο επηρεάζεται εξίσου «από τα πράγματα, τους ανθρώπους, και τις καταστάσεις που μας περιβάλλουν. Ακόμα και στο βουνό να πας να μείνεις, είναι θέμα χρόνου μα αρχίσεις να επηρεάζεσαι από το σφύριγμα του ανέμου και τα στοιχεία της φύσης. Σίγουρα βιβλία και ταινίες παίζουν σημαντικό ρόλο στην έμπνευση και την επικοινωνία μιας ιδέας. Δεν είναι τυχαίες οι αναφορές του άλμπουμ στους Μπορίς Βιάν και Τίμοθι Λίρι. Επίσης αρκετά samples ήρθαν από την τηλεόραση, μια ταινία, και υπήρξαν και λέξεις δανεικές, από την Γώγου και τον Χρίστο Λάσκαρη. Δεν πιστεύω στην παρθενογένεση και νομίζω ότι λίγο πολύ έχουμε εξελίξει πολλούς τομείς της τέχνης σε πολλά επίπεδα και είναι αδύνατον να μην έχει κάποιος εντυπωσιαστεί και επηρεαστεί από την δουλειά προγενέστερων -συνήθως- καλλιτεχνών».

Και όπως καταλήγει το ποίημα της Γώγου [«Γι’ αυτό σου λέω. Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε, να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε. Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε»], έτσι και ο «Φίλος Φίλου» είναι αποφασισμένος να πουλήσει ακριβά το μουσικό του τομάρι.

Ακόμη και αν, κατά Μπορίς Βιάν, αναγκαστεί να «φτύσει στους τάφους» των μουσικών του επιρροών.

*Το «Μπάσσο Βεστιάριο» κυκλοφορεί από την Veego Records.

*Το ακούτε εδώ στο Spotify.