CLAMM – Care (Meat Machine)

Με το νέο του άλμπουμ, “Care”, το punk τρίο με έδρα τη Μελβούρνη βελτιώνει τη χημεία του, με 15 νέα κομμάτια να διαθέτουν μια άκρως ενδιαφέρουσα (για το είδος) κιθαριστική δουλειά και τόσα πολλά ρυθμικά τζαμαρίσματα, που κρύβουν μερικές εντυπωσιακές εκπλήξεις. Το άλμπουμ εκσυγχρονίζει τον ήχο των CLAMM, χωρίς να διακυβεύεται καθόλου η προσήλωσή τους στην παιδική χαρά του hardcore. Η μπάντα ρίχνει απανωτές γροθιές στα αυτιά μας σαν κραυγαλέα, μαζικά χτυπήματα αδρεναλίνης, απογυμνωμένα, τυλιγμένα σε μια περίτεχνη ζαλιστική ηχώ.

Το εναρκτήριο κομμάτι “Scheme”, γεμάτο με κιθαριστικές αναλαμπές και στακάτα τύμπανα, ξεδιπλώνεται σαν απάντηση στους Bad Brains. «And the people outside don’t care about nothing», βρυχάται ο Jack Summers. Το “Buy”, εν τω μεταξύ, είναι η σύντομη διατριβή των CLAMM για τον εμπορευματοκεντρισμό της εποχής μας, με την αγανακτισμένη αλλά και καταβεβλημένη απόδοση του Summers να θυμίζει τις πρώτες ημέρες των Black Flag, πίσω στο 1981. Οι CLAMM καταφέρνουν να μεταφέρουν πώς η σκιά του καπιταλισμού – η αποξένωση από τις ανθρωπιστικές αξίες, η προτεραιότητα που δίνεται στην παραγωγικότητα έναντι της ποιότητας ζωής – βιώνεται με παρόμοιους τρόπους, ίσως μέσα από διαφορετικές συσκευασίες, εδώ και πολύ καιρό. Φυσικά, είναι περιττό να πούμε ότι πρέπει να το ακούσετε δυνατά!

Elaine Howley – The Distance Between Heart And Mouth (Touch Sensitive)

Στο σόλο ντεμπούτο της, το ιδρυτικό μέλος των Altered Hours, η τραγουδίστρια και μουσικός Elaine Howley στρέφεται στην πειραματική ποπ, καθώς συλλογίζεται παράλληλους και ενδιάμεσους κόσμους στην καθημερινότητά της. Ηχογραφημένο σε ένα τετρακάναλο κασετόφωνο και κυκλοφορημένο από την εταιρεία Touch Sensitive του Μπέλφαστ, είναι μια ad hoc συλλογή τραγουδιών που αντλούν τη βουβή δύναμή τους από μια απλή καθημερινή τελετουργία – την απόδειξη της μαγείας του να μην κάνεις ποτέ σχέδια.

Παρ’ όλη τη σκοτεινή γοητεία τους, τα τραγούδια αυτά δεν γεννήθηκαν τη νύχτα. Σε μια πρόσφατη συνέντευξή της, η Howley ανέφερε το παράδειγμα του Ιρλανδού συγγραφέα Kevin Barry, ο οποίος αντιμετωπίζει τη συγγραφή ως “μια πρωινή πρακτική”. Παρομοίως, είπε η Howley, έθεσε ως καθημερινή της αποστολή να “γράφει λίγο, έστω και τόσο λίγο, κάθε πρωί”. Αυτό πιθανότατα ευθύνεται για τη βαριά υπνωτική και θολή γιαλάδα του άλμπουμ. Σαν ένα όμορφο όνειρο που μισοθυμάσαι κατά το ξύπνημα, αλλά ξαφνικά κάποια pitched-down φωνητικά σε επαναφέρουν στον κόσμο των ξύπνιων. Πετσοκομμένα drum machines, μελαγχολικός βόμβος, αραχνοειδείς κιθάρες, και συχνά ένας διεστραμμένος προφορικός λόγος σε καλούν σε μια σφαίρα πέρα από το δωμάτιό της, μια φασματική αργή καύση που αρνείται να φτάσει κάπου συγκεκριμένα και κάθε φορά σου φανερώνουν νέες εικόνες. Απορροφώντας τη σοφία της διαδικασίας, η Howley επιτρέπει στην τέχνη της να ηχήσει βαθύτερα από ποτέ.

GRAZER – Melancholics Anonymous (Cascine)

GRAZER ξεκίνησαν τη ζωή τους σε ένα υπόγειο με γυμνά τούβλα στη Μελβούρνη, φτιάχνοντας dream-pop singles, ενώ ηχογραφούσαν τα φωνητικά τους σε μια ανοιχτή ντουλάπα σκεπασμένη με κουβέρτες. Αλλά οι ρίζες του συγκροτήματος εκτείνονται πολύ πιο πίσω, ξεκινώντας με την μετακόμιση της μπασίστριας Mollie Wilson δίπλα στον μπασίστα Matthew Spiller σε ηλικία οκτώ ετών. Δεμένοι από τις κοινές προτιμήσεις τους στα βιβλία και τη μουσική οι δυο τους έγιναν κολλητοί φίλοι και τελικά ρομαντικοί δημιουργικοί συνεργάτες στη ζωή και την τέχνη.

Μπορείτε να ακούσετε αυτόν τον στενό δεσμό στη μουσική των Grazer, η οποία περιπλέκει τα φωνητικά και τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες της Wilson και του Spiller. Ως ζωγράφοι που έχουν ασχοληθεί επίσης με τη φωτογραφία και την ποίηση, οι δύο τους συνεργάζονται απίστευτα αρμονικά, είτε πρόκειται για τη δημιουργία μουσικής, είτε για τη συγγραφή στίχων, είτε για τη μαγνητοσκόπηση και το μοντάζ των βίντεο που συνοδεύουν τα τραγούδια τους. Στα 9 κομμάτια του άλμπουμ κυριαρχεί παντού η γλυκιά μελαγχολία των ‘80s πίσω από τις επίμονες μπασογραμμές και τις κιθάρες, οι οποίες μόνο στο τελευταίο “Ιsn’t It Strange” αποκτούν μια πιο ακουστική υφή και αφήνουν μια πανέμορφη βιόλα να καλύψει το πανέμορφο πέπλο τους.

Claude – a lot’s gonna change (American Dreams)

Όταν είσαι στα 20 σου υποτίθεται ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα – ή τουλάχιστον έτσι μπορεί να νιώθεις. Σπουδάζεις, τελειώνεις (ή και όχι), βρίσκεις μια νέα δουλειά, βρίσκεις κάποιον για να περάσεις μαζί του το υπόλοιπο της ζωής σου και πριν φτάσεις στα 30 σου, η κοινωνία σε προτρέπει να νοικοκυρευτείς. Είναι λογικό, λοιπόν, ότι οι 20άρηδες αυτού του κόσμου χρειάζονται μια διέξοδο για να επεξεργαστούν όλες τις προσδοκίες ενός κόσμου στον οποίο πρέπει να υπάρξουν. Αυτό είναι για την Claude Ferme το “a lot’s gonna change”. Στο ντεμπούτο άλμπουμ της με το ψευδώνυμο Claude, προσφέρει ένα στιγμιότυπο των πρώτων μπερδεμένων χρόνων της εικοσαετίας της. Τα στιχουργικά της θέματα είναι οικεία σε όποιον έχει ζήσει τα χρόνια που αποτυπώνει: ο έρωτας, η κατάθλιψη και το άγχος σηκώνουν κεφάλι και στα οκτώ κομμάτια του άλμπουμ, συχνά σαν ένα απειλητικό σκοτεινό σύννεφο που σε ακολουθεί μια συννεφιασμένη μέρα. Αν και η μουσική της έχει ένα ήσυχο, ζωντανό ποπ edge κατά καιρούς, λάμπει σαν μια προειδοποίηση που σε προτρέπει να κρατήσεις τις αποστάσεις σου.

Αυτό είναι ένα άλμπουμ με την κάμερα στραμμένη προς τα μέσα. Σπάνια η Ferme τη στρέφει προς τα έξω, προς τον κόσμο, εστιάζοντας στον κόσμο της. Πανικοβάλλεται για το πάρτι έξω από την πόρτα της στο λαμπερό “claustrophobia”, θέλει να συναντήσει έναν φίλο σε ένα γνώριμο στέκι στο θλιβερό “meet me”, και δραπετεύει στο αυτοκίνητό της για να ουρλιάξει στο “oh, to be”. Η Ferme χτίζει έναν κόσμο που μοιάζει περιχαρακωμένος και το άλμπουμ της μοιάζει περισσότερο με ένα προσωπικό ημερολόγιο, ζωγραφίζοντας λεπτομέρειες και σχηματίζοντας μια πληρέστερη, πιο ολοκληρωμένη εικόνα της Ferme ως άτομο.

LIFE – North East Coastal Town (The Liquid Label)

LIFE έχουν μια αγωνιώδη, προκλητική τρυφερότητα που διαχωρίζει αυτό το συγκρότημα από τις σύγχρονες (π)ορδές του post-punk. Φυσικά, βαράνε δυνατά, φτύνοντας κιθαριστικά riffs πάνω στον μανιασμένο ρυθμό των πρωτόγονων ντραμς. Αλλά υπάρχει μια καλοπροαίρετη διάθεση εδώ, ακόμα και στα ωμά χτυπήματα τους, καθώς και μια περιστασιακή έξαρση ενός απόλυτου μελωδικού λυρισμού. Επιφανειακά, φαίνεται να υπάρχει μια έμφυτη αντίφαση στην ιδέα ότι ένα από τα πιο εμπρηστικά πανκ συγκροτήματα των τελευταίων χρόνων κάνει ένα άλμπουμ που ουσιαστικά υμνεί τη γενέτειρά του. Όπως προδίδει και ο τίτλος του τρίτου άλμπουμ των LIFE, όμως, είναι όντως ένας δίσκος που διαμορφώθηκε από το Hull, με τον ίδιο τρόπο που η πόλη τους διαμόρφωσε ως άτομα.

Σε αυτό το τρίτο τους άλμπουμ ασχολούνται περισσότερο με την ψυχική υγεία, ειδικά με το άγχος αργά τη νύχτα στο κυκλοθυμικό ‘Shipping Forecast’, καθώς και με την αγωνία της σύγχρονης ταυτότητας στο ‘Self Portrait’ ή την πίεση της περιοδείας στο ‘Incomplete’. Οι προσωπικές τους ζωές, όμως, βαραίνουν περισσότερο από ποτέ στα κομμάτια, με ένα αφοπλιστικό ζευγάρι από πραγματικά όμορφα ερωτικά τραγούδια να κάνουν την διαφορά με τη μορφή των ‘The Drug’ και του πρώτου single, το εξάλεπτο ‘Duck Egg Blue’.

Lighght – Seodra (Doom Trip)

Ο Eamon Ivri, από το Κορκ της νότιας ακτής της Ιρλανδίας, είναι πολυμαθής. Είναι ποιητής, ένας συναρπαστικός πολιτικός στοχαστής και ένας καυστικός διαδικτυακός κριτής των σύγχρονων πολιτιστικών ηθών. Είναι επίσης ένα από τα πιο συναρπαστικά ταλέντα της ηλεκτρονικής μουσικής στον κόσμο αυτή τη στιγμή.

Τα δύο πρώτα σόλο άλμπουμ του, “Gore-Tex in the Club, Balenciaga Amongst the Shrubs” και “Holy Light”, και το πρόσφατο “Entropy” σε συνεργασία με την Claire Guerin, είναι πραγματικά αριστουργήματα, που συγχέουν την πιο εξωπραγματική ambient ηχητική αφαίρεση και τις μυστηριώδεις περιπλανήσεις του spoken word με τον παλμό των κλαμπ. Σε αυτό το τελευταίο του άλμπουμ, ωστόσο, κλίνει σε μεγάλο βαθμό προς το τελευταίο. Ακούστε το εναρκτήριο κομμάτι “Rib” και μπορεί να σκεφθείτε ότι προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τα πρώιμα beats του Aphex και τον ήχο της electronica των ‘90s. Για το έμπειρο αυτί, ναι μπορεί να συμβαίνει αυτό, αλλά αντικειμενικά πρέπει να πούμε ότι το ταλέντο του κρύβει πολλές νέες αλήθειες που πρέπει να ανακαλυφθούν και με τους κατάλληλους DJ’s να μεταφερθούν στις πίστες του σήμερα. Γιατί στην πραγματικότητα, παιγμένη από τους σωστούς DJs η μουσική του Lighght μόνο σε τεράστιες αρένες μπορεί να φανερώσει το πραγματικό μεγαλείο της.