Κάθε καθεστώς έχει τον προπαγανδιστή που του αξίζει.

Το έκανε ο Χίτλερ, το έκανε ο Μουσολίνι, το έκανε ο Πινοσέτ και ο Φράνκο, το κάνει τώρα και ο Βλαντίμιρ Πούτιν με τον τραγουδιστή Γιαροσλάβ Ντρόνοφ ή «Shaman», όπως είναι το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο.

Ο Ντρόνοφ είναι ο… μουσικός Σαμάνος στην υπηρεσία του Κρεμλίνου, ένας κομμένος και ραμμένος, σχεδόν τυπικός ποπ σταρ από αυτούς που ενθουσιάζουν τη νεολαία, όπως έκανε ο Σάκης Ρουβάς το 1992: φοράει δερμάτινα ρούχα, είναι κλασικός ξανθός Ρώσος με απήχηση κυρίως στο γυναικείο κοινό, ενώ τραγουδάει διαρκώς πατριωτικά τραγούδια, γεμίζοντας με ικανοποίηση τον Πούτιν, που βλέπει το νεανικό κοινό (που έχει χάσει εδώ και ένα χρόνο, σε επίπεδο δημοφιλίας και αποδοχής) του Ντρόνοφ να έρχεται σιγά σιγά ξανά προς το μέρος του.

«Οταν ο Πούτιν οργάνωσε την πατριωτική συγκέντρωση τον περασμένο μήνα για να “γιορτάσει” την επέτειο της εισβολής, ο Ντρόνοφ τραγούδησε το “Vstanem” («Ας Ξεσηκωθούμε»), μια μπαλάντα αφιερωμένη στους βετεράνους στρατιώτες, πριν ανεβεί ο ρώσος πρόεδρος στη σκηνή και εκφωνήσει το λόγο του», αναφέρουν σε εκτενές τους δημοσίευμα οι New York Times.

Και όταν ο Πούτιν γιόρτασε την προσάρτηση στη Ρωσία τεσσάρων ουκρανικών περιοχών, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο 31χρονος Ντρόνοφ ήταν και πάλι στη σκηνή μαζί του, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο.

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, στη Ρωσία πλέον οι καλλιτέχνες αναγκάζονται να επιλέξουν πλευρά: είτε με τον πόλεμο και τον Πούτιν, είτε κατά του πολέμου και εναντίον του προέδρου.

Κάποιοι επέλεξαν να φύγουν από τη χώρα. Αλλοι μίλησαν ανοιχτά για την αποδοκιμασία τους προς τον πόλεμο και αυτό είχε για τον καθέναν τους συνέπειες: συναυλίες, παραστάσεις και εκθέσεις ακυρώθηκαν ξαφνικά, με διάφορες δικαιολογίες. Πολλοί παρέμειναν, όμως, και ευθυγραμμίστηκαν με τον Πούτιν, είτε από διάθεση… realpolitik, είτε από ακράδαντη προσωπική τους πεποίθηση -μπορεί όντως να ένιωθαν έτσι, πολύ πατριωτικά.

Και το Κρεμλίνο – που ως γνωστόν δεν φείδεται χρημάτων αν θέλει να πετύχει τον σκοπό του – πληρώνει αδρά καλλιτέχνες όπως τον Ντρόνοφ προκειμένου να το βοηθήσουν να περάσει τα μηνύματά του κυρίως στην νεολαία της χώρας, η οποία πρώτη ήταν αυτή που αντιστάθηκε σθεναρά στην εισβολή στην Ουκρανία.

«Ο Shaman είναι ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο από πολιτιστικής αλλά και κοινωνιολογικής απόψεως καθώς αποτελεί την εξέλιξη της ρωσικής υποκουλτούρας, που σε μεγάλο βαθμό είναι εθνικιστική και φασιστική» λέει στους New York Times ο κριτικός λογοτεχνίας και ιστορικός του Πολιτισμού, Ιλια Κακούλιν.

Η στροφή του «Σαμάνου» σε μια πιο εθνικιστική και πατριωτική μουσική θεματολογία στο ρεπερτόριό του, μόνο καλό του έκανε, τόσο στην τσέπη του, όσο και στην δημοφιλία του. Aρχισε να εμφανίζεται πολύ συχνά στην τηλεόραση, τον καλούν συχνά σε σόου που πληρώνονται από το κράτος και πρόσφατα πήρε 90.000 ευρώ [7μιση εκατ. ρούβλια] για μια συναυλία που οργάνωσε η πόλη του Τσερέποβετς.

Σύμφωνα δε με τα ρωσικά ΜΜΕ, ο Ντρόνοφ είναι από τους πλέον περιζήτητους καλλιτέχνες στη χώρα και η αμοιβή του για να τραγουδήσει σε κάποια ιδιωτική συγκέντρωση είναι συνήθως 55.000 ευρώ για περίπου μιάμιση-δυο ώρες εμφάνισης στη σκηνή.

Ενδιάμεσα, ο Ντρόνοφ ηχογράφησε ένα πατριωτικό εμβατήριο, το «Ya Russki» («Είμαι Ρώσος»), το οποίο έχει πάνω από 30 εκατ. θεάσεις στο YouTube. Μιλώντας για το «Ya Russki», ο «Σαμάνος» τόνισε ότι «κάθε στιγμή όλοι μας πρέπει να κάνουμε τις επιλογές μας. Ο λαός έκανε την επιλογή του και εγώ έκανα την επιλογή μου και αυτός είναι ο δρόμος μου».

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, καθόλου τυχαία, τον περασμένο Οκτώβριο ο Ντρόνοφ βραβεύτηκε στην τελετή των ρωσικών Βραβείων Δημιουργικότητας. Οχι πως δεν έχει ήδη αποκτήσει και κάποιους εχθρούς βέβαια, με σημαντικότερο τον Βλαντίμιρ Κισέλιοφ, επικεφαλής του Russian Media Group, το οποίο από το 2014 έχει επίσης υιοθετήσει έντονα πατριωτική στάση.

Τον Νοέμβριο, ο Κισέλιοφ αμφισβήτησε τον πατριωτισμό του Ντρόνοφ επειδή δεν είχε εμφανιστεί στην κατεχόμενη Ουκρανία. Τα τραγούδια του δεν παίζονταν πλέον στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της εταιρείας. Τον Ιανουάριο ο Ντρόνοφ ταξίδεψε στις κατεχόμενες ουκρανικές πόλεις Μαριούπολη και Λουχάνσκ, διασκεδάζοντας και τραγουδώντας για τους στρατιώτες.

Ο στόχος του είχε επιτευχθεί: ήταν ξανά στις καρδιές των πολιτών του ρωσικού έθνους.