Το VOD Festival 2025 στο Friedrichshafen της Γερμανίας εξελίχθηκε σε ένα πραγματικό προσκύνημα για τους λάτρεις της industrial, της minimal wave και της κουλτούρας των κασσετών από τα 70s και τα 80s. Με περιορισμένα εισιτήρια, ιστορικά ονόματα όπως SPK, Clock DVA, Legendary Pink Dots, Laibach, Attrition και Esplendor Geométrico ανέβηκαν στη σκηνή, μετατρέποντας το KulturHaus Caserne στο "Woodstock των μαύρων t-shirts".
Κωνσταντίνος Σβίλιας
08.09.2025
Οκτώβριος 2024.
Εν αρχή ήταν ο ήχος, ο ήχος του τηλεφώνου. Και εν συνεχεία μια γνώριμη φωνή, εκείνη του PreacherMan. «Είδες τα postτου Frankγια το φεστ και το line up; Θα πάμε, ε; Δε θέλω μ#λακίες…».
Ούτε εγώ, τι συγκυρία.
«Τα πράγματα δείχνουν να πηγαίνουν όπως τα είχαμε προβλέψει, έχουν επιβεβαιώσει όλοι οι καλλιτέχνες».
«Τα εισιτήρια θα είναι συνολικά 444, είχε πραγματοποιηθεί πριν μερικούς μήνες μια συναυλία των Covenantστον ίδιο χώρο (KulturHaus Caserne) η οποία είχε 440 άτομα… Αφού χώρεσαν εκείνοι θα χωρέσουμε και εμείς!
«Στις 15/10/24 και ώρα 00:00 θα ξεκινήσει η διαδικασία συμμετοχής»
«Do you know Frank Meier?»
Ερευνητής και συλλέκτης του πειραματικού κυρίως ήχου (industrial, noise, avant-garde, minimal wave κ.α.), ξεκίνησε το 2003 την εταιρεία Vinyl On Demand, έχοντας αρχικά ως κινητήρια έμπνευση κασσέτες του γερμανικού underground (DIY Tapes), κασσέτες που φαινόταν να μην γνωρίζει κανείς και ήταν στα όρια της εξαφάνισης. Το καλοκαίρι του περασμένου έτους είχε μοιραστεί στα social media την πρόθεσή του να συγκεντρώσει μερικά από τα ιερά τέρα της σκηνής του Industrial και Wave στην πόλη που ζει και εργάζεται, στο Friedrichshafen της Γερμανίας, μια πόλη με πληθυσμό 60.000 περίπου κατοίκων χτισμένη πάνω στις όχθες της λίμνης Konstanz στα σύνορα με την Ελβετία.
Όλα τα group που είχε σκοπό να ζητήσει την συμμετοχή τους, είχαν κυκλοφορίες στην εταιρεία του από αδημοσίευτο ή σπάνιο υλικό που είχαν εκδώσει σε format κασσέτας πριν από 45 και βάλε χρόνια (δηλαδή στα 70s και στα 80s). Kυκλοφορίες μεταξύ άλλων και ως deluxe box sets, που συνοδεύονται συνήθως από βιβλιοφιλική έκδοση για τους καλλιτέχνες, πραγματικές state of art δημιουργίες.
Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Η ιδέα ήταν μοναδική και είχε απήχηση από την πρώτη στιγμή, ωστόσο ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα καθότι δεν είχε ανάλογη εμπειρία στο παρελθόν ενώ και η τοποθεσία παρότι ειδυλλιακή θα προσέθετε επιπλέον δυσκολίες. Πολύ σύντομα, άτομα που δεν γνώριζε απαραίτητα σε προσωπικό επίπεδο ή τουλάχιστον δεν ανήκαν στον στενό του κύκλο, του έστελναν μηνύματα υποστήριξης και έμπρακτης επιθυμίας με σκοπό συμβάλλουν ενεργά στο event.
Όπερ και εγένετο.
O Steffen Rapp πρότεινε να αναλάβει και να φιλμάρει τα live PAs, o Antonio Bras να παίξει μουσική (DJ set) αν και όπου υπήρχε η σχετική ανάγκη, ο Jim Pyke να δημιουργήσει ένα Facebook group για όλους εκείνους που θα παρευρεθούν στο φεστ ( “A lovely online scrapbook for planning & social gathering”, οπως έγραψε χαρακτηριστικά).
Και οι υπόλοιποι να είναι απλά εκεί και να υποστηρίξουν το event με την παρουσία τους συμβάλλοντας με το σχετικό αντίτιμο.
Έπειτα από τα post και ειδικότερα εκείνου σχετικά με την ημερομηνία συμμετοχής, ακολούθησε άμεσα από εμένα και τον PreacherMan απόπειρα “προσηλυτισμού”, αναζητώντας και άλλους συνοδοιπόρους, γιατί ως γνωστόν τα όμορφα πράγματα στη ζωή είναι ωραίο να τα μοιράζεσαι.
«Θα έρθει και ο Ligansai τελικά…»
Στις 15.10 στείλαμε το email στον Frank για να δηλώσουμε την συμμετοχή μας, ο PreacherMan ακριβώς στις 00:00πμ, ήταν ένας από τους 20 που το έστειλαν εκείνη την ώρα (!), εγώ στις 06:27πμ, μέσα σε 16 ώρες ήταν sold out.
«Για στάσου όμως, στα σύνορα με την Ελβετία… Στην Ελβετία δεν είναι το μουσείο του H.R.Giger και το Cabaret Voltaire;».
Τις επόμενες εβδομάδες που ακολούθησαν, “σκανάραμε” τον χάρτη αναζητώντας το Friedrichshafen, την Ζυρίχη και το μουσείο του H.R.Giger, υπολογίζοντας τις αποστάσεις και τον τρόπο μετακίνησης. Πολύ σύντομα ωστόσο η Ζυρίχη, έγινε και Βέρνη και Interlaken και Montreaux και λίμνη Geneva και πάει λέγοντας… Ένα road trip ανέμενε τον σχεδιασμό του και κανείς δεν χρειάστηκε να πείσει τον άλλον… Ο “ιός” είχε εξαπλωθεί ταυτόχρονα και στους τρεις.
Mέσα στο Cabaret Voltaire | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
17/07 – LaststopFriedrichshafen!
Κουβαλώντας ήδη μέσα μας εικόνες, ήχους και βιώματα πρωτόγνωρα από την πενθήμερη περιήγησή μας στα ενδότερα της χώρας, αναχωρήσαμε από την Ζυρίχη το απόγευμα και περίπου δύο ώρες αργότερα φτάσαμε τον τελικό μας προορισμό. Ήταν ήδη 08:30 μμ, δεν είχαμε πολλή ώρα στην διάθεσή μας και κατευθυνθήκαμε πεζοί προς την γκαλερί PinArt που ήταν σχετικά κοντά, με τις βαλίτσες μας, με μια ευχάριστη κούραση και με σκοπό να προμηθευτούμε το “βραχιολάκι” του φεστ, χαζεύοντας και βινύλια από την συλλογή του Frank ο οποίος μας είχε ενημερώσει αρκετές εβδομάδες νωρίτερα με σχετικό post. Είχε αποφασίσει πως έφτασε η στιγμή να αποχωριστεί μερικές χιλιάδες από αυτά…
Στην Γκαλερί PinArt | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Μπήκαμε στον χώρο, προμηθευτήκαμε το “βραχιολάκι” μας, μπύρα, τα pretzel ήταν ήδη out of stock, κουβέντα με κόσμο σε διάθεση χαλαρή και τον Antonio Bras να παίζει electronica & minimal wave. Κάποια στιγμή που αναζητήσαμε τον “δεν πρόκειται να αγοράσω βινύλιο” PreacherMan, εκείνος ήταν ήδη μπροστά από από αυτά και με βλέμμα λάγνο “ζαχάρωνε” το deluxe box set του Monte Cazazza. Αυτή είναι και η τελευταία εικόνα που κράτησα.
18/07 – Στην Γκαλερί PinArt
Ήταν η σειρά μου να αναζητήσω κρυμμένα διαμάντια από την συλλογή του Frank και λίγo μετά ήμουν οριακά να εμφανίσω σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα. Η ώρα περνούσε και σταδιακά μπορούσες να ακούσεις την αδημονία του κόσμου να μεγαλώνει όλο και περισσότερο για αυτό που επρόκειτο να συμβεί σε μερικές ώρες από τώρα, λαχτάρα και ανυπομονησία σε Db +100.
Ο PreacherMan στο μεταξύ ξεκίνησε να μας λέει «πόσο σημαντικό είναι να πραγματοποιούνται τέτοιες προσπάθειες που φέρνουν κοντά ανθρώπους που μοιράζονται το ίδιο πάθος και πως έτσι προκύπτουν ιδέες και δράσεις που τροφοδοτούν το δίκτυο και την σκηνή». Αυτό ακριβώς. Υπήρχε αμεσότητα, αλληλοεκτίμηση και διάθεση επικοινωνίας μεταξύ όλων, άλλωστε αποτελούσαμε μέλη της Church of VOD, μιας σέκτας από “music nerds worshipping the past”.
18/07 – Στο KulturHaus Caserne / VOD Festival • 1ηημέρα
Line-up: Attrition, Portion Control, Asmus Tietchens, Legendary Pink Dots, Final Program, Zero Kama
Είχαμε κλείσει ένα σχετικά κοντινό σημείο διαμονής, ο καιρός ήταν ηλιόλουστος, η διαδρομή ολιγόλεπτη και ευχάριστη με landscapes που μας έφερναν στο νου μεταξύ άλλων, το αλησμόνητο εξώφυλλο του Chill Out των KLF. Η είσοδος στο φεστ πραγματοποιήθηκε χωρίς καθυστέρηση, είχε ήδη συγκεντρωθεί αρκετός κόσμος και από τις συνομιλίες μπορούσες να διαπιστώσεις πως είχε έρθει από όλα τα μήκη και πλάτη του τρίτου πλανήτη.
Το μαύρο χρώμα ήταν το επικρατέστερο, πράγμα αναμενόμενο, το παράλληλο fashion event του VOD είχε ήδη ξεκινήσει και δεν το αναφέρω αυτό με καμία δόση ειρωνίας. Αποτελεί και αυτό μέρος της κουλτούρας, το να φορέσεις δηλ. ένα μπλουζάκι, συνήθως μαύρο, με μια συγκεκριμένη στάμπα μεταφέροντας ένα μήνυμα, την υποστήριξή σου σε μια εταιρεία, μια μπάντα, σε ένα μουσικό είδος. Και αυτό για να είμαι ειλικρινής το συνειδητοποίησα 100% στο VOD.
Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Το φεστ θα διεξαγόταν σε δύο σκηνές, η μια σε κλειστό χώρο στον οποίο θα έπαιζαν τα περισσότερα από τα groups (στο Ballroom όπως έλεγα) και η άλλη σε ανοιχτό, εξωτερικό χώρο στον οποίο δέσποζε επιβλητικά στη μέση του ένα δέντρο (το The Whispering Tree). Έξω ακριβώς από το Ballroom είχε στηθεί pop-up store με merchandise των group, ενώ στον εξωτερικό χώρο υπήρχε ένα bar, μια καντίνα, μικρές εστίες περιμετρικά για κουβέντα και χαλάρωση καθώς και το pop up store του αγαπημένου δισκάδικου Soundohm.
Ποδαρικό έκαναν οι Attrition, μια μπάντα η οποία σχηματίστηκε το 1980 στην πόλη Coventry της Αγγλίας και έχει ήχο πολυσυλλεκτικό, έχοντας προσθέσει στη μουσική της παλέτα επιρροές από διάφορα μουσικά είδη μέσα στο πέρασμα των δεκαετιών (dark wave, apocalyptic folk, cabaret, electronics, breaks κ.α.) Στην εμφάνισή τους, οι υπέροχες φωνές των Martin Bowes και Julia Waller αλληλοσυμπληρώνονταν αρμονικά, πιο μπάσα και μυστηριώδης του Martin, πιο αιθέρια της Julia, η οποία φορώντας ένα αραχνούφαντο πέπλο και λουλούδια στα μαλλιά, υπογράμμιζε την θεατρικότητα που ούτως ή άλλως το group φέρει είτε ηχητικά είτε κινησιολογικά. Μεταξύ άλλων ερμήνευσαν τα “Adam and Eva”, “Long Hall” και το προσωπικό μου αγαπημένο, μια live version, του “I Am Eternity”. Το κοινό ανταποκρίθηκε με θέρμη.
Attrition | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Λίγα λεπτά μετά το σκηνικό θα άλλαζε δραματικά. Και αυτό γιατί οι Portion Control, οι οποίοι καθόρισαν δραματικά τον ήχο της συγκεκριμένης σκηνής (UK Industrial electronics) από το 1980 μέχρι και σήμερα, θα μας σφυροκοπούσαν αλύπητα. Και αν λάβουμε υπόψη πως οι Attrition νωρίτερα είχαν δημιουργήσει ένα περιβάλλον μιας εντελώς διαφορετικής αισθητικής, ήπιας και ατμοσφαιρικής, αυτό έδωσε επιπλέον πόντους στον αντίκτυπο της ορμής και της ενέργειας με την οποία θα έπαιζαν. Με τον John Whybrew να ορίζει το ύφος σε ήχο τραχύ, μεταλλικό και τον Dean Piavanni να περιφέρεται στην πίστα σαν αγρίμι, βιώσαμε μια electro punk / EBM εμπειρία. Τι να πρωτοθυμηθούμε, “Refugee”, “Realm|, “Last of The Breed”, “Still”, “Dead Star”, με το ένα πόδι στο 1980 και το άλλο στο 2025! Στο τέλος ο Dean αφιέρωσε το τελευταίο κομμάτι στον Frank φωνάζοντας χαρακτηριστικά «What a guy, what a goal!».
Portion Control | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Λίγο μετά κατευθυνθήκαμε προς τον εξωτερικό χώρο, ήταν ώρα για τον Asmus Tietchens. Γεννηθείς το 1947 το Αμβούργο, ξεκίνησε να συνθέτει μουσική τέλη δεκαετίας του ’60 ωστόσο η πρώτη του κυκλοφορία συνέβη το 1980 με το album “Nachtstucke”. Musique Concrete, Electro-Acoustic, Sound collages, Ambient. Θαρρώ πως ήξερα τι να περιμένω ηχητικά ή τουλάχιστον είχα μια αίσθηση καθότι παρακολουθώ την πορεία του, αλλά είχα πραγματικά μεγάλη ανυπομονησία για το πως θα λειτουργήσει το σετ του στον εξωτερικό χώρο. Ο συγκεκριμένος χώρος έδινε τη δυνατότητα πολυεπίπεδης ακρόασης στον θεατή, ανάλογα την χρήση του.
Κάποιοι ανέβηκαν επάνω στην σκηνή που είχε στηθεί και στέκονταν όρθιοι, άλλοι επέλεξαν να καθίσουν ή και να ξαπλώσουν ακόμη, άλλοι στέκονταν στο βάθος είτε περιμετρικά του The Whispering Tree. Επέλεξα πρωτίστως να βιώσω όσο πιο έντονα μπορούσα την εμπειρία της σύνθεσης και ανεβαίνοντας στην σκηνή στάθηκα όρθιος στο τέλος της όπου και υπήρχε ένα ηχείο ακριβώς επάνω δεξιά. Ο Asmus ξεκίνησε να σερβίρει εκλεκτική και απόκοσμη ambience και μερικά λεπτά αργότερα ένιωθα μια βαθιά ενότητα με αυτό που συνέβαινε γύρω μου.
Asmus Tietchens | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Στιγμές λειτούργησα ως παρατηρητής χωρίς ωστόσο να χάνεται η σύνδεσή μου με το μουσικό έργο καθώς και με την απόλαυση αυτού. Οι συνομιλίες του κοινού ήταν έντονες κατά την έναρξη, ύστερα χαμηλότερης έντασης, λίγο μετά ένα επίπεδο ακόμη πιο χαμηλά ώσπου κατέληξαν να αποτελούν μέρος του έργου με φθόγγους να ξεπηδάνε από τα ηχεία σε ένα ηχοτοπίο μάλλον δυστοπικό. Μια απόπειρα επικοινωνίας ή προειδοποίησης; Λίγα λεπτά αργότερα σαν να άκουσα την ύπαρξη ζωής, όπως τουλάχιστον την αναγνωρίζω εγώ, από τους ήχους κάποιων πουλιών… Ακόμη δεν είμαι βέβαιος αν ξεπήδησαν από τα ηχεία.
Μερικά λεπτά σιωπής ώστε να συνέλθουμε, ανταλλάξαμε κάποιες κουβέντες στο ενδιάμεσο και βυθιστήκαμε προς το Βallroom, ήταν ώρα για Legendary Pink Dots όπου μάλλον ήταν η μπάντα που οι περισσότεροι ανυπομονούσαν να ακούσουν την 1η ημέρα του φεστιβάλ. Ήταν η πρώτη φορά που θα τους έβλεπα live και πολύ σύντομα θα αναρωτιόμουν για ποιο λόγο δεν το είχα επιδιώξει νωρίτερα. Η αίθουσα είχε ήδη γεμίσει, με δυσκολία μπορούσες να πλησιάσεις πιο κοντά στη σκηνή, από την άλλη υπάρχει μια ιερότητα εκείνη την στιγμή και δεν θες να την “ενοχλήσεις”.
Λίγο αργότερα βρέθηκε τρόπος να πλησιάσω, βηματισμός περιμετρικά του χώρου ανάμεσα στα χειροκροτήματα για την μπάντα και τις στιγμές προσμονής για το επόμενο κομμάτι.
Legendary Pink Dots | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Οι LPD ξεκίνησαν με δύο κομμάτια από το τελευταίο τους album “So Lonely In Heaven” αλλά η πραγματική αποκάλυψη για εμένα ήρθε μερικά λεπτά αργότερα με τα “Postcards From Home” και “Sleight of Hand” στα οποία ο Edward Ka-Spel είχε μια καταπληκτική ερμηνεία αβίαστης μελαγχολίας & noir ψυχεδέλειας, με τον απαλό φωτισμό να υπογραμμίζει τη θεατρικότητά του.
Στο “So Lonely In Heaven” που είχε μεσολαβήσει ήταν απλά σπαραχτικός χωρίς μελοδράματα και άλλα φτιασιδώματα, αυθεντικός στην ολότητά του. Το live συνεχίστηκε σε παρόμοιο κλίμα, με τους LPD να επικεντρώνονται στην δισκογραφία των τελευταίων 5-6 ετών με εξαίρεση τον επίλογό τους “No Matter What You Do”, από εκείνο το album του οποίου το εξώφυλλο μου θυμίζει πάντα πίνακα του Marc Chagall.
Είχε πια βραδιάσει, οι Final Program είχαν ξεκινήσει στον εξωτερικό χώρο, αλλά εμείς επιλέξαμε να κινηθούμε προς τα πίσω για ανάκτηση δυνάμεων.
Μισή περίπου ώρα μετά, ξεκίνησε στο Ballroom, ο/η Zero Kama (Zoe DeWitt), non binary multimedia artist με ρίζες στην μουσική industrial, στον Βιεννέζικο Αξιονισμό και ιδρυτής/τρια του ιστορικού cassette label Nekrophile Records μέσα από το οποίο είχαν κυκλοφορήσει άλμπουμ οι Coil και ο Genesis. Σκοτεινή ambient, αργόμπητοι και tribal ρυθμοί, μελωδίες με μια αραβική εσάνς και επαναλαμβανόμενα layers, σχεδόν υπνωτικό.
Zero Kama | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
19.07 – Στην Γκαλερί PinArt
Υπήρχε μεγαλύτερος συνωστισμός από τις προηγούμενες ημέρες καθότι σήμερα πλην του vinyl hunting & gathering, είχε προγραμματιστεί η παρουσίαση του βιβλίου “A Shock Factory” με τον συγγραφέα Nicolas Ballet στον ρόλο του συντονιστή και μια παρέα από εκλεκτούς καλεσμένους. Το συγκεκριμένο βιβλίο ουσιαστικά αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη καταγραφή για τη ριζοσπαστική οπτική κουλτούρα που αναδύθηκε μέσα από το είδος του Industrial, η οποία μέχρι και σήμερα παρέμενε ανεξερεύνητη.
Μέσα σε ευρύτερες αναφορές για την ιστορία της τέχνης, αποκαλύπτει την επιρροή που έλαβε από κινήματα όπως το Dada, τον Σουρεαλισμό, Conceptual Αrt, ενώ παράλληλα καταδεικνύει τη μοναδική συμβολή στη σύγχρονη οπτική κουλτούρα, στην avant-garde και underground αισθητική, επηρεάζοντας τις μεταγενέστερες καλλιτεχνικές εξελίξεις, θέτοντας καίρια ερωτήματα σχετικά με την τεχνολογία, τη χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης και τον κοινωνικό έλεγχο.
Την εκλεκτή παρέα αποτελούσαν οι Nigel Ayers (Nocturnal Emissions), Graeme Revell (SPK), Adi Newton (SPK), Ivan Novak (Laibach), John Duncan, Zero Kama, Alex Fergusson. Η συγκυρία να συναντηθούν όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες μαζί και η συζήτηση που ακολούθησε ήταν one of a kind, δεν γνωρίζω αν είχε πραγματοποιηθεί στο παρελθόν κάτι αντίστοιχο παρόμοιας κλίμακας, το συγκεκριμένο event είχε μια σπανιότητα μοναδική.
Στην παρουσίαση του βιβλίου “A Shock Factory” με τον συγγραφέα Nicolas Ballet | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Από τις πιο προσωπικές αναφορές τους για το πως ήρθαν σε επαφή με το industrial, την post-punk και την underground σκηνή την εποχή εκείνη, την μεταξύ τους επικοινωνία και συνεργασία, τον τρόπο που έρχονταν σε επαφή με αντίστοιχα έργα άλλων καλλιτεχνών από διαφορετικά μέρη, για την “πενία που τέχνας κατεργάζεται” και την ανταλλαγή εξοπλισμού που “για αυτό το λόγο ακούγονταν όλοι να παίζουν τον ίδιο ήχο”, για την ανακάλυψη εθνογραφικής μουσικής μέσω μιας φίλης του και πως αυτό ενέπνευσε το μετέπειτα έργο του Graeme Revell, για την θέση της γυναίκας και τον φεμινισμό εκείνη την εποχή και μέσα στα πλαίσια της τέχνης τους, για τον ρόλο του καλλιτέχνη εν γένει, μέχρι κάποια ευτράπελα, πειράγματα μεταξύ τους και το καυστικό και ανελέητο χιούμορ του Ivan ο οποίος όταν εισήλθε στον χώρο ζήτησε αρχικά συγγνώμη που δεν φορούσε μαύρα, λέγοντας πως η κουλτούρα του Industrial χρειάζεται ένα uplifting, λίγο μετά για τo ότι ξεκίνησαν την μπάντα με σκοπό να εντυπωσιάζουν τα κορίτσια αλλά δεν μπορούσαν να παίξουν καν τρία ακόρντα στην κιθάρα όπως οι πάνκηδες ενώ ήταν ίσως παραπάνω από καυστικός απέναντι στο Graeme και την απόφασή του να πάει στο Hollywood και να ασχοληθεί με το film scoring.
Αναφέρθηκε και στη γενέτειρα πόλη των Laibach (Trbovjle – “Red District”) στην Σλοβενία, που ουσιαστικά ήταν μια μικρή κοινότητα όπου κατοικούσαν εργάτες ορυχείων ή λατομείων, οι οικογένειές τους και είχε δημιουργηθεί για να εξυπηρετεί αυτή την ανάγκη, την εξόρυξη δηλαδή ορυκτών σε απομακρυσμένες συνήθως περιοχές. Τα χρόνια της εφηβείας τους οι νέοι εργάζονταν στα λατομεία για μικρή χρονική περίοδο με σκοπό να παραδειγματιστούν ενώ έβγαζαν και ένα μικρό χαρτζιλίκι για το καλοκαίρι.
«To Industrial, ήταν τριγύρω μας, μεγαλώσαμε μέσα σε αυτό το περιβάλλον και αυτό επηρέασε την αισθητική μας, όλοι αυτοί οι επαναλαμβανόμενοι ήχοι… Ήταν μουσική». Μίλησε και για τη σημειολογία της “στολής” στην μουσική, την παρερμηνεία αυτής στην δική τους περίπτωση, με χαρακτηριστική αναφορά την περιοδεία που έκαναν το 1983 φορώντας την στρατιωτική στολή της Γιουκοσλαβίας και κάποιοι πίστευαν πως είναι ναζιστές («people get what they want to see»), για τον John Heartfield, την χρήση του συμβόλου της σβάστικας και την περίπτωση της κυκλοφορίας του Opus Dei στη Γερμανία όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι σε μια νομική διαμάχη με το album να κυκλοφορεί “under the counter”, για τη δυνατότητα να ακούσεις και να αγοράσεις μουσική από τον τότε Δυτικό κόσμο ακόμη και στα χρόνια του Josip Bro Tito, για τις επιρροές που είχαν από την avant-garde μουσική (Stockhausen) και την αισθητική του collage, για την συμμετοχή τους στο φεστιβάλ Music Biennale Zagreb το 1983 στο οποίο δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν την εμφάνισή τους και μέρος της οποίας θα παρουσιάσουν στο VOD (ηχητικό & οπτικό), για την απαγόρευση να παίζουν δημόσια για πέντε χρόνια περίπου (σ.σ. 1983-1987) κάτι που τους ώθησε να ξεκινήσουν την πρώτη τους ευρωπαϊκή περιοδεία («τώρα έχουμε έναν καλό λόγο να το κάνουμε»), για το Industrial που «πλέον είναι βαρετό, συντηρητικό και πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό του».
The Whispering Tree | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
19.07 – Στο KulturHaus Caserne / VOD Festival • 2ηημέρα
Line-up: Absolute Body Control, Graeme Revell, John Duncan, Zoviet France, Nocturnal Emissions, Laibach
Οι Absolute Body Control ξεκίνησαν και εκείνοι στις αρχές του 1980, σε μια χώρα με έντονη synth μουσική παράδοση (Βέλγιο), έχοντας βασικές επιρροές στην ηχητική τους κατεύθυνση από groups όπως Suicide & DAF αλλά και την πρώιμη UK ηλεκτρονική σκηνή. Δεν τους είχα δει ποτέ live παρά μονάχα τα side solo projects των Dirk Ivers (Dive) & Eric Van Wonterghem (Monolith) πριν περίπου 20 χρόνια, αν θυμάμαι καλά, σε ένα φεστιβάλ που είχε γίνει στην Αθήνα. Είχα εντυπωσιαστεί τότε από το performance του Dirk, την τρομερή ενέργεια που είχε βγάλει στην σκηνή σε συνδυασμό με το συνεχές strobe light που τον “μαστίγωνε” καθ’όλη την διάρκεια του set.
Φθάσαμε στο Ballroom όταν η μπάντα ξεκίνησε να παίζει το minimal wave ύμνο “Is There An Exit?’”, μια σύνθεση από το πρώτο τους 7’’ (1981). Συνέχισαν με το “Figures” (1983), το νεότερο “Never Seen” το οποίο έχει τη στόφα του κλασσικού και θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αναδυθεί μέσα από τα έγκατα των early 80s όπως και το “Into The Light” που έπαιξαν αργότερα από την ίδια κυκλοφορία του 2008.
Absolute Body Control | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Συνέχισαν μεταξύ άλλων με τα “Galaxy Cruiser”, “Surrender No Resistance”, το set είχε ένα απίστευτο flow και ολοκληρώθηκε με το “So Obvious” ολοκληρώνοντας ένα ανελέητο ρετροφουτουριστικό ηχητικό παραλήρημα!
Και τώρα αναμονή.
«Έχω μετρήσει τουλάχιστον 7-8 άτομα σήμερα με το λογότυπο SPK… Είναι το live που αναμένεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο…».
Στο video wall δεσπόζει η φράση “In memory of Ne/H/il” και η φωτογραφία του έτερου μέλους της αρχικής σύνθεσης των SPK (Neil Hill) ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 1984. Και λίγο αργότερα, πάνω σε ένα στρώμα διαπεραστικού θορύβου, ο Graeme Revell ουρλιάζει στιγμιαία «Slogun!» και λίγο μετά «S-P-K, S-P-K, S-P-K, S-P-K OK!».
SPK | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Έχουμε μεταφερθεί στο 1979 αλλά στην οθόνη πίσω απεικονίζεται το εδώ και τώρα, γονείς να θρηνούν τα παιδιά τους, άρματα μάχης που φέρουν τη σημαία του Ισραήλ, αναφορές στον πόλεμο στην Ουκρανία, εικόνες απόλυτης καταστροφής και απελπισίας.
«Stop it! Stop Genocide, you fuckin’ cunts!»
Κραυγή πληγωμένου θηρίου και “Maladia Europa” από το album Leichenschrei (1982). Ο υιός Robert Revell που τον συνοδεύει επί σκηνής θα ενισχύσει τον παλμό χτυπώντας με μανία ένα βαρέλι πετρελαίου ενώ ο Graeme κρατάει μια αλυσίδα περιφέροντάς την σε κυκλική τροχιά και κοντινή απόσταση με το κοινό. Η ατμόσφαιρα είναι καθηλωτική.
Στον τοίχο πίσω απεικονίζονται μεταξύ άλλων σύμβολα του Τρίτου Ράιχ και μια φωτογραφία του Donald Trump να φιλάει την αμερικανική σημαία. Ισχυρά πολιτικά μηνύματα, σημειολογία.
«Just to avoid any doubt, We Are Anti Fascists!».
Graeme Revell | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Έπειτα μια νέα σύνθεση εμπνευσμένη από την κυκλοφορία Zamia Lehmanni (1986) ενώ λίγο μετά το μενού έχει γουρουνοκεφαλές με ηχητική υπόκρουση το υποβλητικό “Ground Ζero / Infinity Dose” και τον Graeme να τις φιλετάρει με ένα τσεκούρι, σερβίροντας τα πιο εκλεκτά κομμάτια στο κοινό, ξυπνώντας ταυτόχρονα μνήμες από τις πρώτες ζωντανές εμφανίσεις των SPK πριν από 40+ χρόνια. Ακολούθησε παλαιό και νέο υλικό με επιρροές μεταξύ άλλων από drum ’n’ bass & film scoring από την σταδιοδρομία του ως συνθέτης soundtracks (με τουλάχιστον 100 κυκλοφορίες στο ενεργητικό του) και συνοδεία από visuals τα οποία ήταν όλα AI generated όπως μας ανέφερε, κάτι με το οποίο ασχολείται εδώ και αρκετά χρόνια.
SPK | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Ο Graeme Revell ήταν επικοινωνιακός επί σκηνής, ίσως περισσότερο από κάθε άλλον στο φεστιβάλ, μίλησε στο κοινό για τις συνθέσεις του, τις πηγές έμπνευσής του, πήρε ξεκάθαρα θέση για τα τρέχοντα φλέγοντα ζητήματα που συμβαίνουν σε παγκόσμια κλίμακα, μοιράστηκε την ανησυχία του για το δυστοπικό μέλλον των ανθρωπίνων σχέσεων. Ένιωσα τον πόνο του όταν αναφέρθηκε στις πυρκαγιές που συνέβησαν στο Λος Άντζελες τον Φεβρουάριο του 2025 όπου και έχασε όλο το οπτικοακουστικό του υλικό, αλλά και την αισιοδοξία του πως αυτό θα το ξεπεράσει, λέγοντας χαρακτηριστικά
«I don’t give a fuck, the future has much more fun putting this back together again from zero».
Και στο τέλος αποθεώθηκε.
Και αν οι νέες του συνθέσεις μου ακούστηκαν βαρετές, η προβολή των ΑΙ visuals σε σημεία ανέμπνευστη ή υπερβολική και η χρήση της αλυσίδας ή του βαρελιού υπέρμετρη και σε στιγμές εφετζίδικη, πάντα θα εμφανίζεται ένας Μιχάλης ή ένας PreacherMan λέγοντας πως «Φίλε είναι οι SPK. Τους ακούω 30 χρόνια τώρα… Και επιτέλους ήρθε η στιγμή να τους δω live».
Μετά το show των SPK | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
O John Duncan (γεννημένος το1953) που θα ξεκινούσε λίγα λεπτά αργότερα στον εξωτερικό χώρο, είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση ανθρώπου, με ακραία και αμφιλεγόμενη καλλιτεχνική δράση, τοποθετώντας συχνά τον εαυτό του σε καταστάσεις ειδικού χειρισμού. Μεταξύ άλλων, performance & conceptual art, συμμετοχή στην ομάδα LAFMS, πρωτεργάτης της σκηνής Japanoise τη δεκαετία του ’80 και συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως Merzbow, Keiji Haino καθώς και παραγωγή “πειρατικών ραδιοφωνικών παρεμβολών μέσω φορητών πομπών” που είχε κατασκευάσει ο ίδιος. Οι συνθέσεις του βασίζονται κυρίως σε shortwave radio ηχογραφήσεις, field & voice recordings.
John Duncan | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Όπως είχα διαβάσει σε ένα blog, δεν είχε λάβει βασική εκπαίδευση πάνω στον ήχο και για αυτό επέλεξε να τον προσεγγίσει μέσα από την ιδιότητα του ζωγράφου, τις συχνότητες του φωτός και των χρωμάτων. «Επιτρέπω σε μια ηχητική πηγή να αναπτυχθεί και να δω που θα καταλήξει. Και μετά να βρω κατι συμπληρωματικό σε αυτό ή έναν τρόπο να επέμβω σε αυτό τον ήχο, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που να έχει ψυχολογικό αντίκτυπο. Σε ένα συγκεκριμένο σημείο, η σύνθεση ξεκινά να υποδεικνύει κατευθύνσεις, σχεδόν απαιτεί τι πρέπει να προστεθεί και τι όχι. Είμαι ισότιμος εταίρος με το ίδιο το έργο».
Ο John Duncan έπαιζε ήδη 30 λεπτά όταν σε μια από τις οθόνες της σκηνής η οποία έδειχνε σε ζωντανή ροή τι συμβαίνει στο Βallroom, είδαμε πως οι Zoviet France είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν. Δεν θέλαμε να χάσουμε στιγμή από το set τους, κινηθήκαμε όσο πιο αθόρυβα μπορούσαμε με κατεύθυνση προς τα μέσα.
Η ροή του ήχου δεν θα μπορούσε να είχε συντονιστεί πιο φυσικά, από τα field recordings του κου Duncan, σε παρεμβολές από ήχους συνομιλιών του κοινού, ήχος βημάτων, μερικές παρεμβολές από στιγμές σιωπής, ήχος βημάτων πάλι, ήχος εσωτερικού χώρου, μετάβαση.
Η κολεκτίβα που σχηματίστηκε τέλη δεκαετίας του ’70 όντας παρούσα στο πρώτο κύμα της γέννησης του industrial, έχει γαλουχηθεί από τον ήχο του Krautrock, τους Throbbing Gristle, τα έργα των Pierre Boulez, John Cage, Luciano Berio. Επέλεξε την ανωνυμία για αρκετά χρόνια αποφεύγοντας την υπερέκθεση κάθε είδους. Εξερευνητικός, αυτοσχεδιαστικός ήχος, δεν υπάρχουν συμβάσεις εδώ παρά φαντασία και εξέλιξη.
Zoviet France | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Μετάβαση σε τοπίο φυσικό, field recordings, sound collages, ambience σε ζώνη άγνωστου κώδικα, αφουγκράζομαι και δημιουργώ χώρο, λίγο μετά «βυθίζομαι»…
«Τώρα ανεβαίνουμε ή κατεβαίνουμε? Είμαι ακόμη πιο βαθιά Τι είδους πλάσμα είναι αυτό? Αναζητώ την άλλη πλευρά του τούνελ τώρα Στάσου, αυτό εδώ είναι κάπως γνώριμο Είναι ήσυχα εδώ Φως»
Κατευθυνόμαστε προς τον εξωτερικό χώρο, νιώθω γαλήνια, εμπειρία σχεδόν μεταφυσική. Ακολουθεί συζήτηση με τους συνοδοιπόρους, την αρχική σύνθεση και τα νέα μέλη.«Οι Zoviet France δεν παρέλαβαν πoτέ τον εξοπλισμό τους με αποτέλεσμα να πρέπει να αυτοσχεδιάσουν μαζί με τον τεχνικό ήχου του χώρου διεξαγωγής του φεστ (Markus Rohn) ένα νέο λειτουργικό set up το οποίο περιλάμβανε μεταξύ άλλων 7 γυάλινα ποτήρια, 2 μπουκάλια και ένα ‘drum stick’».
(Είμαστε προς τα πίσω αλλά σύντομα πιάσαμε πρώτη θέση πίστα). O Nigel Ayers (Nocturnal Emissions) με νεανικά χόμπι τα ηχητικά κολάζ και το sampling, με λατρεία για την dub, τα raves & το MCing, ως πεφωτισμένος ποιητής του δρόμου με διάθεση αυτοσχεδιαστική , έδωσε παράσταση απολαυστική. Στο “Bring Power To Its Knees” (στην εκδοχή από το electropunk karaoke), κατά τη διάρκεια του οποίου έριξε και ένα βαρβάτο χέσιμο στους Αμερικάνους και την πολιτική που ακολουθούν όλα αυτά τα χρόνια καταστρέφοντας τον πλανήτη, μας προέτρεψε είτε να συμμετέχουμε φωνητικά (Yes Please!) είτε να πηδάμε πάνω κάτω όπως εκείνος, ενώ στις dub διηγήσεις του και την διάδραση στα “It Goes Like This” και “Εvery Day is Sun Day” (Nocturnal Emissions in Dub vol.1&2), οι ρίμες έπεφταν κάπως έτσι…
Nigel Ayes | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
«I met sweet Gene on Halloween, she was dressed up as the queen, I had come as Dracula when I saw her stood there at the bar, I saw sweet Gene down at the rave, she was there with bloomy Dave, I was on the door and I was pissed, I said “Are you on the guest list?” I said , I said, I said, I said, I said………… Lets keep it all night, shall we?»
Λίγο μετά έπαιξε την εθιστική λούπα “Ιmaginary Τime ’99 ( Revolutionary Industrial Trance Mix)”, λέγοντας πως, «Τime like revolutions goes round in circles, there is another time my love, imaginary times!». Δεν είμαι βέβαιος πόσοι κατάφεραν να συντονιστούν με όλη εκείνη την τρέλα του Nigel, πολλοί ίσως να περίμεναν να παίξει υλικό από τις πιο σκοτεινές και πειραματικές του κυκλοφορίες, άλλωστε το μπλουζάκι που φορούσε είχε ως στάμπα το εξώφυλλο από το “Tissue of Lies”. O χορός ωστόσο για αρκετούς από εμάς ήταν non stop, το γέλιο έρεε άφθονο και αυτή ήταν η πρώτη φορά στο φεστιβάλ που παρήγγειλα ρούμι με κόλα γιατί μπήκα σε mood να τα πιω με τους φίλους μου!
«There’s nothing to see there, please move along…»
Τέλος σκηνής, αλλαγή πλάνου, πλάνου Laibach.
Όταν εισήλθα στην κεντρική αίθουσα ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτη, η ζέστη ήταν αφόρητη, είμασταν σίγουρα 444 άτομα; Αλλά λίγο μετά ευλογούσα την τύχη μου καθότι η πρώτη μου επαφή σε live performance της συγκεκριμένης μπάντας, συνοδεύτηκε από ένα wall of sound πρωτόλειας industrial αισθητικής, ωμής και γοητευτικής, με τον Ivan επί σκηνής (πράγμα σπάνιο πια) να δημιουργεί απόκοσμα εφέ, με τύμπανα, ομιλίες σε τόνο δραματικό, γεμάτες θυμό, απελπισία και με τον ρυθμό να παραπέμπει κυρίως σε στρατιωτική παρέλαση.
Laibach | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Στο video wall αναπαράγεται ένα φιλμ προπαγάνδας για την τότε Γιουκοσλαβία του Tito και πάνω σε αυτό μια πορνογραφική λούπα. Είναι εκείνο που πρωτοπαρουσιάστηκε στο φεστιβάλ Music Biennale Zagreb 42 χρόνια πριν και για το οποίο μας μίλησε ο Ivan μερικές ώρες νωρίτερα. Και κάποια στιγμή αργότερα ηχεί στην αίθουσα το “Lepo – krasno”. Kαι εδώ παρακαλώ επιτρέψτε μου να σταματήσω να γράφω.
Laibach | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Ξέρω τι έκανες τα πρωινά στο Friedrichshafen
Τα πρωινά αυτού του κόσμου, κατά την παραμονή μας στο Friedrichshafen, τα περνούσαμε χαζολογώντας στην λίμνη και στο κέντρο της πόλης. Ταυτόχρονα με το VOD, λάμβανε χώρα ένα σημαντικό τοπικό φεστιβάλ, το “Seehasenfest”, με μασκότ το μυθικό πλάσμα της λίμνης που έμοιαζε μεν με λαγό αλλά δεν ήταν. Για την διοργάνωσή του συμμετείχε όλη η κοινότητα, από τοπικές μπάντες & χορωδίες, μέχρι σχολεία και τοπικές επιχειρήσεις. Τοπικά εδέσματα και άφθονη μπύρα, μαθητικές παρελάσεις, θεατρικές παραστάσεις, folk μουσική, χορωδιακή, με πνευστά ή χωρίς, αφέλεια, συνωστισμός, κάποιες “fun to watch” κατασκευές οι οποίες συναγωνίζονταν η μία την άλλη για το βραβείο “Kitsch On Demand” και άλλες με τις οποίες παλινδρομούσαμε big time όπως τα ψυχεδελικά carousel..
Για κάποιο περίεργο λόγο, όλη αυτή η φάση ξεδιπλωνόταν μπροστά στα μάτια μας ως ένα remake της ταινίας 2.000 Maniacs του H.G.Lewis, με εμάς να αναρωτιόμαστε πότε δηλώσαμε συμμετοχή σε κάτι τέτοιο, πιστεύοντας για κάποιο λόγο πως είμασταν κομπάρσοι.
20/07 – Στο KulturHaus Caserne / VOD Festival • 3η ημέρα
Τους Clock DVA (Adi Newton, E Gabriel Edvy, Maurizio Martinucci) από την μυθική πλέον παρέα του Sheffield (Cabaret Voltaire κ.α.) με καθοριστική επίδραση στον ήχο της σκηνής, είχα την ευκαιρία να τους δω μερικούς μήνες νωρίτερα στην Αθήνα, στα πλαίσια της περιοδείας τους. Αλλά σε αυτή την περίπτωση το δόγμα ήταν “μία ίσον καμία”.
(Αν το λογοτεχνικό ρεύμα του κυβερνοπάνκ είχε ήχο, οι Clock DVA θα ήταν στο νούμερο 1 της σχετικής λίστας).
Clock DVA | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Ο Adi δέσποζε στο κέντρο της σκηνής με logo “Coil” στο laptop του και τα visuals τον μεταμόρφωναν άλλοτε ως χρονοταξιδιώτη και αγγελιοφόρο μιας νέας συνειδητότητας και άλλοτε σαν κήρυκα αναμνήσεων που ποτέ δεν βιώσαμε αλλά θα μας στοιχειώνουν για πάντα. Από την ρυθμικότητα του “Acceleration”, στην γοητευτική εσωτερικότητα του “Hide”, από το “Noesis” του 2023 στο “Buried Dreams” του 1989 και πάλι πίσω, στη δυσοίωνη synth λούπα του “Fall Of The Dream Machine”, στη ρετροφουτουριστική συνθετική ευφυΐα των “The Reign”, “The Act”, “N.Y.C Overload”, στο βαθιά ποιητικό “Return to Blue” που είναι ικανό να κάνει τις μηχανές να δακρύσουν από αθεράπευτη νοσταλγία, ένα διαρκές rollercoaster πνευματικότητας πάνω σε ράγες που καταλήγουν σε μυσταγωγικό δείπνο με καλεσμένους τους Vladimir Ussachevsky, Wendy Carlos, Alfred Jarry, Marchel Duchamp, Antonin Artaud, Maya Deren, Jackson Pollock, William Burroughs, Arthur C. Clark, και όλα αυτά ως μια απόπειρα να ερμηνεύσεις το όνειρο μέσα στο όνειρο μέσα στο όνειρο. Ένας τρόπος να ερμηνεύσεις το μέλλον δεν είναι και αυτός;
«Tom Ellard πόσο ταλέντο και φαντασία μπορεί να κρύβεται στο μυαλό σου;»
Με τις ρίζες της να απλώνονται στο μακρινό 1979, όταν αναφέρομαι στους Severed Heads νιώθω πως αυτή η super πρωτοποριακή και ανατρεπτική μπάντα με έδρα το Σίδνευ ίσως να μην έλαβε ποτέ την αναγνώριση που πραγματικά άξιζε. Το ντουέτο με πρωτοστάτη τον Tom Ellard (και τον Stewart Lawler) παρουσίασε μια multimedia παράσταση με σκηνική παρουσία στα όρια του θεατρικού παιχνιδιού. Το σετ τους διήρκησε περίπου 60 λεπτά, ένιωθες πως ήταν πολύ περισσότερο γιατί “έπαιξαν στην κυριολεξία και τις κάλτσες τους’”ακροβατώντας με περίσσιο θράσος και ζηλευτή άνεση ανάμεσα σε 4/4 ρυθμό, tape cut & loops, εμπνευσμένο sampling με νότες balearic, στιγμές θορύβου, επιτηδευμένης ανορθογραφίας και με τον κόσμο να χορεύει ασταμάτητα.
Severed Heads | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Στο hit parade των Severed Heads ακούστηκαν μεταξύ άλλων τα “Petrol”, “Dead Eyes Opened”, “We Have To Bless This House”, “Yogi Command”, “Goodbye Tonsils”, “All Saints Day” καθώς και το προσωπικό αγαπημένο “A Million Angels”. Στο τέλος ο Tom πήρε το μικρόφωνο να ευχαριστήσει τον Frank και να μας καληνυχτίσει, λέγοντας πως «αυτό ήταν το τελευταίο μας live στην Ευρώπη».
Σα να πόνεσε αυτό.
Ο Giancarlo Toniutti που ακολούθησε μετά στον εξωτερικό χώρο, δημιούργησε ένα ηχοτοπίο που λειτούργησε ως πεδίο χαλάρωσης και ανατροφοδότησης, καθώς οι Severed Heads μας είχαν ρουφήξει αρκετή ενέργεια, ενώ λίγο μετά θα ακολουθούσε το live των Esplendor Geometrico.
Απόπειρα ανασύνταξης. Και έναρξη.
Πρωτόγονοι ρυθμοί, τύμπανα, και φωνητικές λούπες από φυλές που υπάρχουν μονάχα στα δικά τους κεφάλια. Μετά το πρώτο δεκάλεπτο ο ήχος τους έγινε πιο ρυθμικός, σταδιακά πιο σκληρός, μεταλλικός ενώ τα εθνογραφικά field recordings επανήλθαν πιο δυναμικά. Η συνειδητότητα ενισχύεται μέσω της επανάληψης.
Esplendor Geometrico | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Ο Arturo Lanz θα πάρει το μικρόφωνο στα χέρια του, ο σαμάνος ξεκινά να φτύνει ψαλμούς. «Είμαστε σε πόλεμο μαλάκα μου, η τελετουργία μόλις ξεκίνησε». Μηχανικοί ήχοι ξεπηδούν από παντού, εργοτάξιο. Μια νέα απόκοσμη φωνητική λούπα, voodoo drums σε 45rpm, στην οθόνη video stills από cassette culture – Dolby B & noise reduction και πάλι πίσω στο εργοτάξιο. Οι EG έχουν χιούμορ αλλά η δουλειά δεν τελείωσε.
Ξαφνικά στο video wall προβάλλονται Chechen Sufis να κινούνται κυκλικά σε έναν χορό λατρείας Zikr, ο Arturo ξεκινάει να χοροπηδάει πάνω κάτω στη σκηνή ενώ ο αδυσώπητος ρυθμός μηχανοκίνητης industrial funk που εξαπλώνεται σαν ιός στον χώρο, μας έχει στριμώξει για τα καλά. Χαμογελάω εκστασιασμένος, χαζεύοντας δεξιά και αριστερά τον κόσμο να παραληρεί. Μαζί και μόνοι την ίδια στιγμή, αυτό είναι Rave και αυτή η πιο iconic στιγμή του φεστιβάλ!
Λίγες ημέρες μετά, ο Ligansai θα μου στείλει ένα ντοκιμαντέρ για τους EG στο οποίο ο Arturo περιγράφει τη μουσική τους «Σαν να δώσεις σε μια φυλή που κατοικεί σε σπηλιές αναλογικά synths» ενώ ο Frank θα ποστάρει σχετικό video με την επική ατάκα «Τo all the black shirt wearers this is the proof that you can move and groove».
Επίλογος
Είχε ήδη ξεκινήσει να βρέχει και λίγο μετά την συναυλία των Esplendor, ενημερωθήκαμε πως το acoustic set του Alex Fergusson (Psychic TV/ATV) θα πραγματοποιηθεί στον εσωτερικό χώρο. Εκείνος, η κιθάρα του και στο video wall σε λούπα σκηνές με τον Genesis P-Orridge, άλλα μέλη της μπάντας και φίλους από την περίοδο που όλοι μαζί έγραφαν ιστορία.
Alex Fergusson | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Ερμήνευσε μεταξύ άλλων τα “White Nights”, “Just Drifting”, “Just Like Arcadia” ολοκληρώνοντας το σετ του με το “Stolen Kisses” σε μια από τις πιο συγκινητικές και τρυφερές στιγμές του φεστιβάλ.
Λίγο μετά οι Ramleh θα έβαζαν τον επίλογο σε αυτό το μοναδικό τριήμερο, δημιουργώντας έναν όγκο ωμού, σκληρού industrial noise & power electronics συντελώντας σε μια ακραία αλλαγή ατμόσφαιρας και ενέργειας στον χώρο.
Ramleh | Φωτ.: Κωνσταντίνος Σβίλιας
Είχαμε ήδη φτάσει σε πληρότητα συναισθηματική και αποφασίσαμε να προχωρήσουμε προς τον εξωτερικό χώρο. Η βροχή είχε κοπάσει, στάθηκα για λίγο και τράβηξα μια τελευταία φωτογραφία. «Σαν πίνακας του Edward Hopperμοιάζει αυτή…».
Βηματίσαμε προς την έξοδο και σιγά σιγά άρχισαν να έρχονται στο μυαλό μου όλες εκείνες οι εικόνες που αποτυπώθηκαν στην μνήμη μου τις τελευταίες δέκα ημέρες και με κάποιο μαγικό τρόπο ξεκίνησαν ξαφνικά να «επικοινωνούν μεταξύ τους».
Στοές, μορφές στο μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Ζυρίχη, ο βοτανικός κήπος, το βάθος πεδίου, το bird watching στα ποτάμια και η πάπια Ιωνάθαν Λίβινγκστον, ο διάπλους του river boat, το τούνελ της αγάπης, το “Έρως ανίκατε μάχαν” γραμμένο στο παγκάκι του Cabaret Voltaire, οι καταρράκτες του Ρήνου, οι καταπακτές με τα hidden treasures, (Krypta Geschlossen), οι παράξενες πόρτες μια άλλης εποχής, το εκκλησιαστικό όργανο, η δραματική υψίφωνος και η όπερα στην πλατεία, ο H.R. Giger, για τις απόκοσμες εκφράσεις, για τα πλάσματα που μπορούν να συναντώνται μονάχα το βράδυ, για τα φαντάσματα και την τέχνη της σκιάς, για το απόκρυφο και το μακάβριο, για την ανάβαση την κατάβαση και την μετάβαση, για την είσοδο γενικά, για αποδέκτες και πομπούς, για την θεϊκή παρέμβαση, για τον Magritte και τον σουρρεαλισμό που πάντα θα τον αναζητώ ως διαφυγή απέναντι στην πλήξη, για την ομορφιά και την “ενυδάτωση” για το “Return to Blue” για την θέα έξω από το παράθυρο, για τους συνοδοιπόρους, για το βάθος, για τον όγκο και την ορμή, για τη σύνθεση και την αρχιτεκτονική, για τη ροή, για τον ωκεανό του ήχου.
Και για μια ανάμνηση αρκετά χρόνια πριν, σε ένα σπίτι στο Παγκράτι συζητώντας με τον Γιάννη για το ΟΞΥ, για την Elfish Records, για εκείνη την πρώτη φορά που άκουσα την φράση «labour of love».
Το VOD Festival 2025 στο Friedrichshafen της Γερμανίας εξελίχθηκε σε ένα πραγματικό προσκύνημα για τους λάτρεις της industrial, της minimal wave και της κουλτούρας των κασσετών από τα 70s και τα 80s.
Το VOD Festival 2025 στο Friedrichshafen της Γερμανίας εξελίχθηκε σε ένα πραγματικό προσκύνημα για τους λάτρεις της industrial, της minimal wave και της κουλτούρας των κασσετών από τα 70s και τα 80s.
Μια βραδιά όπου η Beth Gibbons, με φωνή που αιωρείται σαν θραύσμα από προηγούμενη ζωή, κατέβηκε από τα σύννεφα του trip hop στο πεζούλι της ανθρώπινης ανάγκης (μας).
Μια βραδιά όπου η Beth Gibbons, με φωνή που αιωρείται σαν θραύσμα από προηγούμενη ζωή, κατέβηκε από τα σύννεφα του trip hop στο πεζούλι της ανθρώπινης ανάγκης (μας).
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του "Voodoo People" μέχρι το παγωμένο δάκρυ στο "Firestarter", το live των Prodigy ήταν τελετουργία. Ήταν η στιγμή που το χάος έγινε κοινότητα. Που οι λέξεις «headliner» και
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του "Voodoo People" μέχρι το παγωμένο δάκρυ στο "Firestarter", το live των Prodigy ήταν τελετουργία. Ήταν η στιγμή που το χάος έγινε κοινότητα. Που οι λέξεις «headliner» και
Η εμφάνισή τους στο Release Athens 2025 έμοιαζε περισσότερο με μια ήσυχη διαμαρτυρία παρά με έκρηξη. Οι Fontaines D.C. παρέδωσαν ένα σετ ακριβές και ατμοσφαιρικό, αλλά όχι όσο εκρηκτικό θα θέλαμε, μια
Η εμφάνισή τους στο Release Athens 2025 έμοιαζε περισσότερο με μια ήσυχη διαμαρτυρία παρά με έκρηξη. Οι Fontaines D.C. παρέδωσαν ένα σετ ακριβές και ατμοσφαιρικό, αλλά όχι όσο εκρηκτικό θα θέλαμε, μια