Να ξεκαθαρίσω ότι είμαι μέγιστος οπαδός των Pink Floyd. Τους ακούω από το 1989 και τιμώ τους ίδιους και την δισκογραφία τους, όπως αντίστοιχα και την μουσική τους προσφορά.
Κάποιος θα φανταζόταν λοιπόν ότι, ένας άνθρωπος σαν εμένα, τέτοια ώρα χθες θα πατούσε μανιωδώς το F5 στο κανάλι τους στο Youtube προκειμένου να δει την – ανακοινωμένη εδώ και μερικά 24ωρα – νέα κυκλοφορία της μπάντας (έστω το ήμισυ αυτής, δηλαδή ο David Gilmour με τον Nick Mason, καθώς ο Roger Waters έχει προ πολλού αποχωρήσει από το σχήμα και ο Rick Wright μας άφησε χρόνους προ 15ετίας περίπου).
Μια κυκλοφορία που είχε «χαιρετιστεί» ως «εξαιρετικά σημαντικό μουσικό γεγονός», καθώς θα ήταν η πρώτη φορά όπου ο Gilmour με τον Mason θα έμπαιναν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν νέο υλικό από τότε που η Εθνική Ελλάδος είχε για προπονητή τον Αλκέτα Παναγούλια και για επιθετικό τον Νίκο Μαχλά, δηλαδή από το 1994 και το (σπουδαίο) άλμπουμ «The Division Bell».
«Είκοσι οκτώ χρόνια είναι πολλά, άρα κάτι σημαντικό θα έχουμε να περιμένουμε από αυτούς». Σωστό; Λάθος!
Γιατί εγώ, εν προκειμένω, δεν περίμενα απολύτως τίποτα. Καμία αγωνία. Μηδέν. Χθες βράδυ το πέρασα στον καναπέ, βλέποντας ταινία.
Είδα (και άκουσα) το τραγούδι σήμερα το πρωί, με το που ξύπνησα.
Και τι τραγούδι ε; Πρέπει ήδη να κατέχει την θέση του πιο βαρετά ανούσιου τραγουδιού στην δισκογραφία των Pink Floyd: ένα δήθεν θριαμβικό κάλεσμα στα όπλα, faux-πατριωτικό, ντεμέκ ηρωικό άσμα για τον χαμένο ανθυπολοχαγό του Κιέβου.
Ο εύγλωττος τίτλος του; «Hey Hey Rise Up», δηλαδή τόλμησαν και έβαλαν όντως στον τίτλο του την λέξη «Hey», που το τελευταίο τραγούδι που έκανε μεγάλη καριέρα ως «Ει» ήταν είτε το ομώνυμο της Χάρις Αλεξίου, είτε το «Hey Hey My My» του Neil Young.
Τέλος πάντων, ο Gilmour λέει ότι συγκινήθηκε από το δράμα του ουκρανικού λαού (δεν τον αμφισβητώ επ’ αυτού) και επειδή έχει και νύφη Ουκρανή (η σύζυγος του γιου του), ζήτησε από τον ουκρανό τραγουδιστή Andriy Khlyvnyuk από το συγκρότημα Boombox να συνεισφέρει στα φωνητικά και ο ίδιος με τον Mason να ντύσουν τις πατριωτικές του κορώνες (ένα ντόπιο τραγούδι διαμαρτυρίας, το «Κόκκινο Βιβούρνο στο Λιβάδι»), με την αντίστοιχη μουσική.
Πάμε και στο παρασύνθημα: αν εξαιρέσουμε την εθνικοπατριωτική μπαλαφάρα που το περιβάλλει, το τραγούδι αξίζει, ως αυθύπαρκτη μουσική δημιουργία;
Ας είμαστε σοβαροί (και απολύτως αντικειμενικοί με τα πράγματα που αγαπάμε): έχω να ακούσω κάτι τόσο αδιάφορο από τους Pink Floyd… well, σχεδόν ποτέ. Πρέπει να είναι το πρώτο πράγμα που πέρασε (από το αυτί μου) και δεν ακούμπησε (και να σημειώσω εδώ ότι έχω ακούσει με μια σχετική, γλυκιά βραστή, ευχαρίστηση, μέχρι και το χλιαρότατο άλμπουμ «Endless River» του 2014.
Και γνωρίζω γιατί συνέβη αυτό.
Έχω μια γενικότερη δυσανεξία στα πολιτικά τραγούδια. Προσοχή: όχι στα τραγούδια διαμαρτυρίας, γιατί έχει διαφορά [ας πούμε, το «Bella Ciao» είναι ένα αρχετυπικό τραγούδι διαμαρτυρίας].
Έχω λοιπόν θέμα με τα πολιτικά κομμάτια, αυτά που αποφασίζουν να επιλέγουν πλευρά -δεν διαμαρτύρονται απαραίτητα για κάτι, για μια κοινωνική αδικία. Απλά διαλέγουν την Κουρτίνα Α’ ή την Κουρτίνα Β’.
Αντιστοίχως, τα παίρνω (πολύ ελαφρά) με την στάση του Roger Waters απέναντι στο Παλαιστινιακό ζήτημα (είναι υπέρ), όπως αντίστοιχα τα παίρνω (πολύ, μα πολύ χοντρά) με την στάση του Nick Cave απέναντι στο Παλαιστινιακό ζήτημα (σφυρίζει αδιάφορα, ουσιαστικά τασσόμενος υπέρ του Ισραήλ).
Είπαμε: απεχθάνομαι τα πολιτικά τραγούδια, απ’ όπου και αν προέρχονται -ίσως να μου λείπει κάποιο ένζυμο, ποιος ξέρει; Δεν κάνω και πολλά τακτικά τσεκ-απ στην υγεία μου τελευταία.
Και πάλι τονίζω: δεν έχω θέμα με τα τραγούδια διαμαρτυρίας, λόγου χάρη απέναντι στην δολοφονία του George Floyd. Εκεί συμφωνώ: ο λαός τραγούδι θέλει, που έλεγε και ο μακαρίτης ο Στράτος.
Ωστόσο, είμαι εξαρχής εναντίον των πολιτικών τραγουδιών γιατί ξεκινάω από μια βάση σκέψης που λέει το εξής: κανείς μας, ούτε εγώ, ούτε κανείς, δεν μπορεί έτσι ελαφρά την καρδία να παίρνει θέση για τόσο περίπλοκα ζητήματα (π.χ. εγώ είμαι ξεκάθαρα εναντίον του πολέμου, προφανώς υπέρ του ουκρανικού λαού, αλλά όχι συλλήβδην υπέρ της ουκρανικής κυβέρνησης. Δεν ξέρω αν πρέπει να αναφέρουμε στον Gilmour και την νύφη του κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία για τον σκιώδη και άκρως ύποπτο ρόλο του ουκρανού πρωθυπουργού Ζελένσκι στην όλη υπόθεση).
Δεν είμαι της (κρυφο-φασίζουσας) νοοτροπίας «ο μουσικός πρέπει να είναι αποκλειστικά μουσικός και να μην εκφέρει πολιτικές απόψεις» (όχι, μπορεί να είναι και λαντζέρης, αν το θέλει, Δημοκρατία έχουμε). Ο μουσικός είναι πρώτα απ’ όλα πολίτης και λέγοντας του αυτό, είναι σαν να του στερείς την πρωταρχική μορφή έμπνευσης, που είναι η δημιουργική αλληλεπίδραση με ό,τι συμβαίνει γύρω του.
Ωστόσο, μερικές φορές ξεχνάμε ότι πολιτική θέση είναι αποτελεί και το να μην πάρεις απολύτως καμία θέση σε ένα ζήτημα. Να πεις «δεν ξέρω, δεν απαντώ» και να προχωρήσεις την ζωή σου. Κανείς δεν γνωρίζει τα πάντα, όπως αντίστοιχα και κανείς λογικός άνθρωπος δεν πρέπει να έχει άποψη για τα πάντα. Υπάρχουν αθέατες γωνίες της καθημερινότητας που μας περιβάλλει και πράγματα τα οποία δεν γνωρίζουμε και ούτε πρόκειται να τα μάθουμε -και θα έπρεπε να το ενστερνιστούμε αυτό, ως ενεργοί πολίτες και «πολιτικά ζώα», που έλεγε και ο Αριστοτέλης.
Στην περίπτωση μας πάντως, όπως προείπα, δεν μπορώ να αμφισβητήσω τα κίνητρα του Gilmour: έχει συγγενείς Ουκρανούς, λογικό είναι να υποστηρίξει την ουκρανική πλευρά στην όλη κατάσταση.
Και το κίνητρό του καλό τε και αγαθό μπορεί να είναι όμως το αποτέλεσμα είναι μηδέν εις το πηλίκο. Κυρίως και πρωτίστως μουσικό καθώς αντί να προσθέσει, αντιθέτως αφαιρεί από την μουσική υστεροφημία των Pink Floyd. Σε μερικά χρόνια από τώρα κανείς δεν θα θυμάται αυτή την αδιάφορη υποσημείωση στην δισκογραφία τους.
Το μόνο αξιόλογο μέρος του όλου εγχειρήματος είναι ότι τα έσοδα από τις πωλήσεις του θα διατεθούν στο Ανθρωπιστικό Ταμείο της Ουκρανίας.
Και αυτό είναι που κρατάω εγώ.