Ο Βrian Jones ήταν ο πρώτος κιθαρίστας των Rolling Stones.

Ήταν επίσης ο ιθύνων νους του συγκροτήματος στα πρώτα του δισκογραφικά βήματα (μεταξύ 1962 και 1964) και ο – τρόπον τινά – «εκπρόσωπος» της μπάντας στους δημοσιογράφους και στα media της εποχής.

Ένας άψογα καταρτισμένος μουσικά, μορφωμένος, πολύγλωσσος και εξίσου πολυλογάς ταλαντούχος 20χρονος με έφεση στην εκμάθηση των πλέον εξωτικών μουσικών οργάνων και μια παροιμιώδη συνήθεια να συνάπτει σύντομες σχέσεις με συνομήλικές του και να αποκτά νόθα παιδιά.

Το 1963, όταν ήταν 14 ετών, ο (μετέπειτα σκηνοθέτης) Νικ Μπρούμφιλντ διασταυρώθηκε για λίγο με τον Μπράιαν Τζόουνς. «Ήμασταν στο ίδιο τρένο. Εγώ ταξίδευα για το σχολείο και εκείνος επέστρεφε στο Cheltenham, όπου μεγάλωσε. Καθόταν ολομόναχος σε ένα κουπέ της πρώτης θέσης. Απλώς χτύπησα την πόρτα και, με κάποια τόλμη, του συστήθηκα», θυμάται σήμερα ο ντοκιμαντερίστας, 60 χρόνια αργότερα, μιλώντας στην Guardian.

Ο Τζόουνς, ο οποίος ήταν ήδη στους Rolling Stones, αποδείχθηκε ζεστός και γοητευτικός, συνομιλώντας με τον πρόθυμο νεαρό θαυμαστή για αρκετά λεπτά. «Ξαφνιάστηκα με το πόσο φιλικός ήταν. Συζητήσαμε κυρίως για τα τρένα. Μου είπε ότι αγαπούσε τα τρένα και ότι η γραμμή στην οποία ταξιδεύαμε – η Great Western – ήταν η αγαπημένη του. Θυμάμαι απλώς να σκέφτομαι πόσο πολύ μεσοαστός, καλοπροαίρετος, ευγενικός και φιλικός ήταν», θυμάται ο Μπρούμφιλντ.

Μόλις έξι χρόνια μετά τη συνάντησή τους στο τρένο του Cheltenham, όμως, στις 3 Ιουλίου 1969, ο Μπράιαν Τζόουνς βρέθηκε νεκρός στην πισίνα του σπιτιού του, Cotchford Farm, στο αγροτικό Sussex. Η έκθεση του ιατροδικαστή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για «θάνατο από ατύχημα» και σημείωσε ότι το συκώτι και η καρδιά του είχαν διογκωθεί σημαντικά από τη συνεχή κατανάλωση ναρκωτικών και αλκοόλ. Ήταν 27 ετών.

Το νέο ντοκιμαντέρ του Νικ Μπρούμφιλντ με τίτλο «The Stones and Brian Jones» αφηγείται με αποκαλυπτικό τρόπο τη ζωή και τον θάνατο ενός από τους πιο τραγικούς χαρακτήρες της ροκ, του Μπράιαν Τζόουνς. Ο σκηνοθέτης και άλλοι που τον γνώριζαν μιλούν για τις ρίζες της απερισκεψίας του σε μια συναισθηματικά άνυδρη παιδική ηλικία, για την ίδρυση των Rolling Stones και την τραγική έξοδό του από το συγκρότημα και από τη ζωή.

Στην ταινία-ντοκιμαντέρ διερευνώνται σε βάθος τόσο η ταραχώδης επταετία που πέρασε ο Τζόουνς ως Rolling Stone, όσο και η ταραγμένη παιδική και εφηβική ηλικία που προηγήθηκε.

«Πάντα ήθελα να κάνω μια ταινία για τη δεκαετία του ’60, που ήταν η περίοδος που με διαμόρφωσε. Εκείνη η τυχαία συνάντηση με τον Μπράιαν Τζόουνς στο τρένο μου έχει μείνει, όχι μόνο επειδή, τότε, φαινόταν να έχει τα πάντα. Ήταν νέος, χαρισματικός, απίστευτα ταλαντούχος και αναπόσπαστο μέλος ενός γκρουπ που θα καθόριζε την εποχή περισσότερο από κάθε άλλο, εκτός από τους Beatles. Ενσάρκωσε εκείνη την εκθαμβωτική στιγμή της δεκαετίας του ’60 με πολλούς τρόπους, η οποία είναι τόσο πολύ διαφορετική από τη σημερινή, και τότε ξαφνικά χάθηκε. Μπορώ ακόμα να θυμηθώ το σοκ που ένιωσα στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του», λέει ο σκηνοθέτης.

Η άνοδος και η πτώση του πιο ταλαντούχου Rolling Stone

Η ιστορία της ταχείας ανόδου και της τραγικής πτώσης του Τζόουνς έχει ειπωθεί σε βάθος και στο παρελθόν, σε ένα ντοκιμαντέρ του 2019, το «Rolling Stone: Η ζωή και ο θάνατος του Μπράιαν Τζόουνς». Η κεντρική υπόθεση αυτής της ταινίας είναι ότι ο Τζόουνς σκοτώθηκε στην πραγματικότητα σε μια βίαιη διαμάχη για χρήματα με έναν οικοδόμο, τον Φρανκ Θόρογκουντ, ο οποίος ανακαίνιζε το σπίτι του και, όπως το θέτει ένας συντελεστής, «απομυζούσε» τον άτυχο μουσικό. Το 2010, ωστόσο, η αστυνομία του Σάσεξ, αφού διεξήγαγε επανεξέταση του θανάτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν νέα στοιχεία που να αντικρούουν την αρχική ετυμηγορία.

Ο σκηνοθέτης αποφεύγει τις «συνωμοσίες δολοφονίας»

Ωστόσο, ο σκηνοθέτης αποφεύγει να πάρει θέση και να υιοθετήσει θεωρίες συνωμοσίας. «Ένιωσα ότι δεν οδηγούσαν πουθενά και, όσον αφορά την ιστορία, σκέφτηκα, ποιος ο λόγος να σπαταλήσω πολύ χρόνο για να καταλήξω να τις απορρίψω;» λέει. Αντ’ αυτού, η ταινία του είναι, στον πυρήνα της, μια ψυχολογική μελέτη ενός ταλαντούχου, πολύπλοκου ατόμου, κακώς προετοιμασμένου για τη φήμη και κατατρεγμένου από ανασφάλεια και πάντα γύρω από τον θεματικό πυρήνα ότι η δημιουργική ιδιοφυΐα του Τζόουνς έχει σχεδόν αγνοηθεί σήμερα.

Brian Jones: η «ψυχή» των Stones

Έδωσε το όνομα στο συγκρότημα, έπαιζε περί τα είκοσι (!) μουσικά όργανα και ήταν αυτός που διαμόρφωσε τον ήχο της μπάντας. Όμως, η εξάρτησή του από τα ναρκωτικά και η εμμονή του με τις γυναίκες οδήγησαν στο μυστηριώδη θάνατό του, λίγο αφότου συμπλήρωσε τα 27 του χρόνια.

Γεννημένος στις 28 Φεβρουαρίου του 1942, ο Lewis Brian Hopkin Jones ήταν μια σπουδαία προσωπικότητα του «swinging London» της δεκαετίας του ’60. Γαλουχήθηκε και αναπτύχθηκε σε ένα άκρως μουσικό περιβάλλον. Ο πατέρας του, Lewis Blount, ήταν ένας εξαιρετικός –καίτοι ερασιτέχνης– πιανίστας και μαέστρος στη χορωδία της ενορίας του και η μητέρα του, Louisa Beatrice, ήταν η καλύτερη δασκάλα πιάνου της κωμόπολης του Τσέλτεναμ στο Γκλούστερσιρ.

Ο ουαλικής καταγωγής Brian διδάχθηκε το πιάνο εξ απαλών ονύχων και σε ηλικία οκτώ ετών θεωρούνταν ένα από τα παιδιά θαύματα της μικρής πόλης. Μέχρι την εφηβεία του έμαθε να παίζει εξίσου άνετα κλαρινέτο, σαξόφωνο και κιθάρα.

Οι σχολικές επιδόσεις του μικρού αποτελούσαν πάντοτε μυστήριο. Οι γονείς του δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς ήταν δυνατόν ο γιος τους να είναι ναι μεν ο αρχιταραξίας της τάξης, αλλά αφετέρου κι ο αγαπημένος όλων των συνομηλίκων του και ο πλέον τυπικός στα μαθήματά του. Η αντικαθεστωτική του συμπεριφορά και η έμφυτη απέχθειά του προς οποιαδήποτε μορφή εξουσίας τον ωθούσαν συχνά πυκνά σε ακραίες πράξεις (για παράδειγμα, ήταν ο μόνος από την τάξη του που αρνήθηκε να φορέσει σχολική ποδιά).

Όμως, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο συμμαθητής του, Dick Hattrell, «όσο επαναστάτης ήταν, άλλο τόσο λαμπρός μαθητής αποδεικνυόταν όταν ερχόταν η ώρα των εξετάσεων».
Την άνοιξη του 1959 ο κύκλος της εφηβείας έκλεισε για τον Brian Jones, όταν άφησε έγκυο την κοπέλα του, 14 ετών τότε, δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα για μια σειρά νόθων παιδιών, τα οποία αναγνώριζε μεν, αλλά ποτέ του δεν δεχόταν να τα μεγαλώσει ο ίδιος.

Καθώς ήταν ήδη το μαύρο πρόβατο τόσο της οικογένειάς του όσο και της μικρής κοινωνίας του Τσέλτεναμ, αποφάσισε να κάνει ένα «road trip» με προορισμό τη Σκανδιναβία, σύμφωνα με τις βασικές διδαχές των αγαπημένων του μπίτνικ ποιητών. Πέρασε από τη Γερμανία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και τη Δανία παίζοντας κιθάρα στους σταθμούς των μετρό και στα πάρκα και ζώντας ουσιαστικά από τις πενταροδεκάρες των περαστικών.

Μετά το θάνατό του, όμως, κυκλοφόρησαν αρκετές φήμες που μιλούσαν για ένα απλό ταξίδι του Jones στη βρετανική ενδοχώρα και απέδιδαν την παραφιλολογία περί «εξωτικού σκανδιναβικού ταξιδιού του» στην προσπάθεια του ίδιου να φτιάξει για το πρόσωπό του μια εικόνα «τυχοδιώκτη», που κάθε άλλο παρά αληθινή ήταν. Ως είθισται στις περιπτώσεις αυτές, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.

Το 1961 ήρθε και ένα δεύτερο νόθο τέκνο, ο Julian Mark Andrews, τον οποίο απέκτησε με την Pat Andrews, φίλη του εκείνο τον καιρό. Χώρισαν λίγο μετά τη γέννηση του γιου του, όταν ο Jones μετακόμισε μόνιμα στο Λονδίνο με σκοπό να ακολουθήσει καριέρα μουσικού δίπλα στο blues σχήμα του συμπατριώτη του Alexis Korner. Στα 19 του χρόνια είχε ήδη αποκτήσει τη φήμη ενός από τους πιο ικανούς νέους κιθαρίστες της χώρας και του μοναδικού που, σύμφωνα με μαρτυρίες, μπορούσε να παίζει slide κιθάρα όπως τα ινδάλματά του, ο Muddy Waters και ο Robert Johnson.

Αφότου υιοθέτησε το ψευδώνυμο «Elmo Lewis» (φόρος τιμής στον αγαπημένο του μπλουζίστα Elmore James), έφτιαξε την άνοιξη του 1962 τους Rollin’ Stones (αρχικά, χωρίς g στο τέλος), από το τραγούδι «Rollin’ Stone Blues» του Muddy Waters. Ως πρώτος άτυπος μάνατζερ της μπάντας, προσέλαβε τους Ian Stewart, καθώς και τους μετέπειτα συγκατοίκους του, Mick Jagger και Keith Richards. Το σπίτι των τριών στο νούμερο 102 της οδού Edith Grove στο Τσέλσι του Λονδίνου θα γεμίσει λίγους μήνες αργότερα από τους ενισχυτές μπάσου του Bill Wyman και την ντραμ του Charlie Watts. Οι Rollin’ Stones είχαν μόλις γεννηθεί.

Ο Watts περιγράφει καλύτερα από όλους το ρόλο του Brian στα πρώτα δύσκολα χρόνια: «Ήταν αυτός που πάντα έσπρωχνε την μπάντα να προχωρήσει. Ήταν φανερό ότι είχε τη μεγαλύτερη φιλοδοξία από όλους μας. Το συγκρότημα ήταν ένα είδος σταυροφορίας για εκείνον. Έπρεπε οπωσδήποτε να μας κλείσει να παίξουμε σε ένα κλαμπ ως ένα σχήμα των rhythm and blues».

Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν μερικοί, ο Jones ήταν αυτός που στην αρχή τουλάχιστον τραβούσε όλα τα φώτα της δημοσιότητας, εντός και εκτός σκηνής, με τον τραγουδιστή Jagger να έχει δευτερεύοντα ρόλο. Από τον πρώτο κιόλας χρόνο της καλλιτεχνικής τους συνύπαρξης, ο Jones φρόντισε να γίνει αντιπαθής στους συναδέλφους του απαιτώντας από τους ιδιοκτήτες των λονδρέζικων κλαμπ να πληρώνεται πέντε λίρες περισσότερο σε σχέση με τους υπόλοιπους τέσσερις, ως ανταμοιβή για τις συμφωνίες που έκλεινε για χάρη της «μπάντας του».

Οι Rolling Stones αλλάζουν και μαζί και ο Brian

Το σκηνικό άλλαξε ο νέος, επίσημος πλέον, μάνατζερ των Stones, ο πανούργος Andrew Loog Oldham, ο οποίος αναγνώρισε πρώτος το έμφυτο ταλέντο του Mick να συγκεντρώνει τους προβολείς και τα βλέμματα των κοριτσιών πάνω του. Απαίτησε, λοιπόν, από τον Jones να κάνει ένα βήμα πίσω στη σκηνή για να αφήσει περισσότερο χώρο στον Jagger, γεγονός που δυσαρέστησε τον Brian. Ένα τρίτο εξώγαμο επιδείνωσε ξανά την ήδη κλονισμένη ψυχική του υγεία, αυτή τη φορά το 1964 από τη Linda Lawrence, μετέπειτα σύζυγο του «Σκοτσέζου Dylan», του Donovan.

Τη χρονιά του 1965 οι Stones διεκδικούν δικαίως από τους Beatles το θρόνο του μεγαλύτερου βρετανικού συγκροτήματος. Το χρήμα ρέει άφθονο και ο Jones αιτείται την αγορά μερικών σπάνιων μουσικών οργάνων, με τη συμφωνία να μάθει να τα παίζει σε έξι μήνες. Τα Olympic Studio γέμισαν με ανατολικής προέλευσης όργανα, όπως σιτάρ, μαρίμπας, ταμπούρα, τα οποία έκτοτε «καλλώπιζαν» πολλά από τα Νο 1 τραγούδια της μπάντας. Στον Brian οφείλονται η πρώτη χρήση σιτάρ στην ποπ μουσική (στο «Paint It Black»), οι μαρίμπες του «Under My Thumb», η ταμπούρα του «Street Fighting Man», το μέλοτρον (είδος πιάνου) στα «She’s A Rainbow» και «We Love You», καθώς και όλα τα μέρη όπου ακούγεται φυσαρμόνικα, το αγαπημένο του όργανο.

Εντούτοις το άσθμα από το οποίο υπέφερε εκ γενετής και η εκτεταμένη χρήση μαριχουάνας και LSD προκάλεσαν επιδείνωση της ψυχικής υγείας του, η οποία σε συνδυασμό με το βαθμιαίο παραγκωνισμό του από το κέντρο προσοχής του συγκροτήματος επέφερε βαθιά ρήξη στη σχέση του με τα υπόλοιπα μέλη. Σημειώθηκαν διάφορα περιστατικά κατά τα οποία ο Jones τη μια στιγμή μιλούσε απολύτως λογικά με τους συναδέλφους του, αλλά αμέσως μετά καταλαμβανόταν από ένα σχιζοφρενικό παραλήρημα άνευ προηγουμένου.

Την κατάσταση περιγράφει καλύτερα ο Wyman στην αυτοβιογραφία του «Stone Alone», όπου ισχυρίζεται ότι «υπήρχαν δύο Brian: η μια πλευρά του ήταν η ντροπαλή, ευαίσθητη και βαθιά σκεπτόμενη, ενώ η άλλη ανήκε σε έναν αλαζόνα και φαφλατά τύπο, που αναζητούσε διαρκώς αυτοπροβολή και επιβεβαίωση».

Η κατηφόρα για τον Jones άρχισε από τον Ιούνιο του 1967, οπότε και εμφανίστηκε στο φεστιβάλ του Μόντερεϊ μαζί με τη Nico των Velvet Underground και τους κολλητούς του, Frank Zappa και Dennis Hopper. Από τα τέλη του ’67 μέχρι τα τέλη του ’68, όταν εμφανίστηκε για τελευταία φορά με το συγκρότημά του στο «Rock and Roll Circus», η μουσική συνεισφορά του υπήρξε ελάχιστη έως μηδαμινή.

Άλλοτε προτιμούσε να παραμένει στο παρασκήνιο των ηχογραφήσεων, ενώ άλλες φορές κατέφευγε στη «σιγουριά» των παραισθησιογόνων και του –τότε δημοφιλούς– Mandrax (quaalude). Στην οριστική του αποπομπή από τους Stones συντέλεσε ασφαλώς και η «κλοπή» της κοπέλας του, του πανέμορφου μοντέλου Anita Pallenberg, από τον κολλητό του, Keith Richards, μια πράξη που ο Jones ποτέ δεν συγχώρησε.

Το καλοκαίρι του 1968 επισκέφθηκε το Μαρόκο, όπου ηχογράφησε το άλμπουμ «Brian Jones Presents The Pipes Of Pan At Joujouka» μαζί με τους τοπικούς μουσικούς, το οποίο έκτοτε αποτελεί την πρώτη σύμπραξη ποπ και ethnic μουσικής, 12 χρόνια πριν από το «πείραμα» του Brian Eno με τον David Byrne στο «My Life In The Bush Of Ghosts». Ήταν η τελευταία φορά που υπήρξε νηφάλιος.

Με καταδίκες να εκκρεμούν εναντίον του για χρήση και κατοχή ναρκωτικών και τις ΗΠΑ να αρνούνται να του δώσουν βίζα για να επισκεφθεί την Αμερική για την περιοδεία του 1969 μαζί με τους υπόλοιπους Stones, η απόφαση είχε ήδη ληφθεί. Στις 8 Ιουνίου του 1969 οι Jagger, Richards και Watts τον επισκέφθηκαν στο εξοχικό του στο Σάσεξ και του ανακοίνωσαν ότι δεν αποτελεί πλέον μέλος της μπάντας.

Ένα μήνα μετά, τα ξημερώματα της 3ης Ιουλίου του 1969 στις 00.30, η Anna Wohlin, η τότε κοπέλα του Brian Jones, βρήκε το πτώμα του στο βυθό της πισίνας του εξοχικού του. Επέμενε ότι, μέχρι τη στιγμή που έφτασαν οι πρώτες βοήθειες, ο Brian είχε σφυγμό, αν και πέθανε κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο. Ο ιατροδικαστής απέδωσε το θάνατό του σε «πνιγμό» καταθέτοντας ότι η καρδιά και το συκώτι του ήταν επιβαρημένα από το αλκοόλ και τις ναρκωτικές ουσίες. Οι θεωρίες συνωμοσίας μιλούν έκτοτε για ακούσιο πνιγμό, αυτοκτονία, ακόμη και για δολοφονία. Όμως, η παντελής απουσία μαρτύρων την ώρα του θανάτου του καθιστά οποιαδήποτε υπόθεση απλή εικασία.

Δύο μέρες μετά το θάνατό του οι Rolling Stones έδωσαν στο λονδρέζικο Hyde Park μια δωρεάν συναυλία προς τιμήν του. Εκτός από το να διαβάσουν ποιήματα του Percy Shelley και να αφήσουν λευκές πεταλούδες να πετάξουν στον ουρανό, είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν στη συναυλία αυτή και το νέο κιθαρίστα της μπάντας, τον Mick Taylor.

Προς τιμήν του μακαρίτη, ο Pete Townshend των Who δημοσίευσε ένα ποίημα στην εφημερίδα Times με τίτλο «Μια Συνηθισμένη Μέρα για τον Brian, Έναν Άνθρωπο Που Πέθαινε Καθημερινά». Την ίδια μέρα ο Jimi Hendrix του αφιέρωσε ένα τραγούδι σε μια εμφάνισή του στην αμερικανική τηλεόραση, ενώ ο Jim Morrison έγραψε ένα ποίημα με τίτλο «Ωδή στο Λος Άντζελες την ώρα που σκέφτομαι τον Brian Jones νεκρό».

Στην κηδεία του δεν προσήλθε ούτε το ζεύγος Jagger-Faithfull ούτε το ζεύγος Richards-Pallenberg, επειδή φοβήθηκαν το ενδεχόμενο λιντσαρίσματος από τους αμετανόητους οπαδούς του Jones, ο οποίος θάφτηκε σε ασημένιο φέρετρο (προσφορά του ίδιου του Bob Dylan) σε βάθος τεσσάρων μέτρων, έτσι ώστε ο τάφος του να μην μπορεί να συληθεί αργότερα από τους φίλους του συγκροτήματος.

Στη μνήμη των απανταχού μουσικόφιλων ο Jones συνεχίζει να ζει όχι μόνο στις ηχογραφήσεις των Stones, αλλά στο πνεύμα μιας ολόκληρης μπάντας που βαφτίστηκε από τον ίδιο, τους Brian Jonestown Massacre του Anton Newcombe, σε τραγούδια των Psychic TV («Godstar»), του Bob Dylan («Ballad of a Thin Man») και του Robyn Hitchcock («Trash»), ακόμη και σε μια πρόσφατη ταινία με θέμα τη ζωή του («Stoned», 2005).

Οι πλέον φανατικοί οπαδοί των Stones τον θυμούνται ως τον πλέον θερμό υποστηρικτή της αποποινικοποίησης της κάνναβης, των εκτρώσεων και των δικαιωμάτων των γκέι.