Το γεγονός ότι κάποιος είναι επιτυχημένος στον κλάδο του δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι γνώστης της τέχνης του κλάδου αυτού. Δηλαδή, κάποιος μπορεί να είναι επιτυχημένος στη μουσική βιομηχανία χωρίς απαραίτητα να κατανοεί τα δομικά στοιχεία της μουσικής που επιτρέπουν στην εν λόγω βιομηχανία να ευδοκιμήσει.

Πάρτε για παράδειγμα τον Nathan Hubbard, οικοδεσπότη του podcast “The Ringer’s Every Single Album“. Ο Hubbard είχε διατελέσει στο παρελθόν διευθύνων σύμβουλος της Musictoday, η οποία αγοράστηκε από τη LiveNation. Μετά τη συγχώνευση της LiveNation με την Ticketmaster,ο Hubbard έγινε διευθύνων σύμβουλος της τελευταίας (οπότε, ναι, πολύ σημαντικό όνομα στη μουσική βιομηχανία). Το 2018 άνοιξε τη δική του πλατφόρμα έκδοσης εισιτηρίων, τη Rival, την οποία πούλησε στην Ticketmaster για λογαριασμό του ομίλου LiveNation Entertainment.

Σε ένα πρόσφατο thread του στο Twitter, ο Hubbard μοιράστηκε μερικές σκέψεις για το “GUTS”, το νέο άλμπουμ της Olivia Rodrigo. Σε αυτό το νήμα μοιράστηκε μια ιδιαίτερα ανησυχητική παρατήρηση: το αλμπουμ ήταν “κουτσουρεμένο”, αφού διαρκούσε μόλις 39 λεπτά. Υποστήριξε ότι για αυτό φταίει το Tiktok και το μειωμένο attention span των νέων σήμερα («αυτό είναι το αποτέλεσμα του συνεχιζόμενου TikTokization της μουσικής στην εποχή μας»).

Προφανώς και ο αλγόριθμος του Tiktok έχει επηρεάσει τη μουσική βιομηχανία. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που υποδηλώνουν ότι τα social media γενικότερα έχουν αλλάξει τη διάρκεια και τη μορφή της ποπ μουσικής. Αλλά αυτό δε ξεκίνησε τώρα. Ολόκληρη η ιστορία της μουσικής βιομηχανίας έχει συνδεθεί εγγενώς με την ανάπτυξη τεχνολογιών ηχογράφησης και μετάδοσης ήχου. Πιο απλά, η μουσική γενικά και τα άλμπουμ ειδικά, πάντοτε επηρεάζονταν από τις τεχνολογίες και τα μέσα της εκάστοτε εποχής (ραδιόφωνο, τηλεόραση, Spotify, Tiktok, κλπ).

Τα πρώτα ποπ σινγκλ που κυκλοφόρησαν σε βινύλιο, έπρεπε να προσαρμοστούν στα όρια του συγκεκριμένου μέσου (πχ: στο γεγονός ότι οι χαμηλότερες / μπάσες συχνότητες άφηναν μεγαλύτερες γρατζουνιές στον δίσκο, κάτι που επηρέαζε και τις υπόλοιπες συχνότητες). Αυτά τα τραγούδια προκειμένου να γίνουν σουξέ βασίζονταν στο ραδιόφωνο – πριν τα social media το ραδιόφωνο ήταν η κυριότερη μορφή διαφήμισης για τη δουλειά ενός μουσικού.

Όμως το ραδιόφωνο έπρεπε να παίζει κι άλλα πράγματα, όπως εκπομπές, σίριαλ και διαφημίσεις. Έτσι, ο στόχος των μουσικών έγινε να τραβήξουν την προσοχή των ακροατών μεταξύ των διαφημίσεων. Με βάση αυτόν τον στόχο προσάρμοσαν τους στίχους και τη σύνθεση των κομματιών. Επιπλέον, φρόντιζαν να μη γράφουν μεγάλης διάρκειας κομμάτια, επειδή οι ραδιοφωνικοί σταθμοί ήθελαν να στριμώξουν περισσότερα τραγούδια στο πρόγραμμά τους, για να προσελκύσουν ακροατές.

boomer
Artwork: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Την ίδια περίοδο, η μουσική βιομηχανία συνειδητοποίησε ότι ήταν φθηνότερο ένας καλλιτέχνης ή ένα συγκρότημα να ηχογραφεί πολλά τραγούδια, και να περιοδεύει για να τα προωθήσει, από το να κυκλοφορεί μόνο αυτόνομα σινγκλ από μεμονωμένους καλλιτέχνες. Αλλά ακόμα και όταν η μέθοδος παραγωγής από τη μονοφωνία πέρασε στη στερεοφωνία, εξακολουθούσαν να υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά τους δίσκους βινυλίου—αφού υπήρχε περιορισμένος χώρος πάνω στον δίσκο για εγγραφή ήχου.

Ένα LP 12 ιντσών, για παράδειγμα, μπορεί να χωρέσει έως και 22 λεπτά ήχου ανά πλευρά όταν παίζεται στα 33 rpm (ανάλογα με την πολυπλοκότητα των μορφών κυμάτων του κύριου κομματιού). Αυτά τα χρονικά όρια, σε συνδυασμό με την αδυναμία ακριβούς παράβλεψης τραγουδιών (skip), επηρέασαν και ενέπνευσαν τα άλμπουμ της πρώιμης ποπ μουσικής. Αφού δε μπορούσαν “να πατήσουν skip” και να ακούσουν τα αγαπημένα τους τραγούδια, τα δημοφιλή κομμάτια έπρεπε να βρίσκονται στο πρώτο μέρος του άλμπουμ και στις δύο πλευρές.

Ή αν ήθελες να τραβήξεις την προσοχή των ακροατών για να αναποδογυρίσουν τον δίσκο και να συνεχίσουν να ακούνε και τη δεύτερη πλευρά, έπρεπε να κλείσεις την πρώτη πλευρά του δίσκου με κάτι catchy και συναρπαστικο.

Έτσι λοιπόν η πρώιμη εποχή της ποπ μας έδινε τραγούδια περίπου 3 λεπτών, των οποίων η δομή είχε υπαγορευτεί από τις εμπορικές ανάγκες της εποχής καθώς και από τους φυσικούς περιορισμούς των δίσκων. Και υπήρχαν δίσκοι βινυλίου που χωρούσαν μέχρι 22 λεπτά ανά πλευρά. Αλλά το 22 δεν διαιρείται ομοιόμορφα με το 3! Κάτι που κάνει τα πράγματα πιο περίπλοκα. Έτσι έμεναν … περίπου 20 λεπτά μουσικής ανά πλευρά.

Άρα, 20 λεπτά ανά πλευρά. Με 2 πλευρές στο βινύλιο. Είναι 40 λεπτά, κατά μέσο όρο. Γι’ αυτό το άλμπουμ “Born To Run” του Springsteen είναι 39 λεπτά. Γι’ αυτό το “Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band” των Beatles διαρκεί περίπου 39 λεπτά. Γι’αυτό το “Pet Sounds” των Beach Boys είναι μόλις 38 λεπτά!

Το άλμπουμ “GUTS” της Olivia Rodrigo διαρκεί επίσης 39 λεπτά (με ένα τραγούδι λιγότερο από το “Pet Sounds” ή το “Sgt. Pepper”, για να είμαστε ακριβείς!).

Με τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής του streaming, η σύγχρονη ποπ μουσική δεν περιορίζεται τόσο από τα φυσικά όρια ενός LP βινυλίου. Και πράγματι, η εποχή του streaming δίνει κίνητρα για μικρότερα σινγκλ που φτάνουν στο ρεφρέν γρηγορότερα σε σχέση με παλαιότερα.

Αλλά μια σύγχρονη ποπ σταρ όπως η Olivia Rodrigo εξακολουθεί να βασίζεται στις καθιερωμένες παραδόσεις της μουσικής βιομηχανίας. Διάφοροι παράγοντες τα τελευταία 70 χρόνια οδήγησαν σε αυτά τα 39 λεπτά ανά άλμπουμ, χρόνος ο οποίος θεωρείται το “sweet spot” για τη διάρκεια των δίσκων γενικά. Όποιος θέλει να κάνει ποπ μουσική, πρέπει να ακολουθεί έστω μερικούς από τους βασικούς και καθιερωμένους κανόνες της ποπ. Γι’αυτό και η Olivia Rodrigo γράφει 12 τραγούδια των περίπου 3 λεπτών το καθένα, που ακολουθούν χονδρικά ένα σχήμα “κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν-γέφυρα-ρεφρέν” (ή κάποια παραλλαγή του), για περίπου 39 λεπτά. Δεν έχει καθόλου να κάνει με το TikTok.

Τα λέω όλα αυτά για να καταλήξω στο εξής. Δεν υπάρχει τίποτα πιο boomer, από ένα πρώην στέλεχος της LiveNation που έχει επίσης πουλήσει πολλές εταιρείες στη LiveNation, ο οποίος βλέπει μια μουσικό να δημιουργεί “περιεχόμενο” με την ίδια ακριβώς μορφή που έκαναν οι αστέρες της ποπ εδώ και 70 χρόνια, και στη συνέχεια να την κρίνει για αυτό, με επιχειρήματα του στυλ «οι νέοι σήμερα είναι όλη την ώρα στο κινητό» (παραβλέποντας εντελώς την πραγματική επίδραση της νεολαίας στις τάσεις των social media και της μουσικής). Αυτό δείχνει το κραυγαλέο χάσμα μεταξύ των CEOs της μουσικής βιομηχανίας και των στιχουργών, ηχοληπτών και μουσικών, από την εργασία των οποίων επωφελούνται.