Πριν πάρα πολλά χρόνια, σε ένα δωμάτιο κάπου στο Παγκράτι, τρία δεκαοχτάχρονα αγόρια, έχουν βάλει στο πικάπ το “Hollow Hills”, από το δεύτερο άλμπουμ των Bauhaus “Mask”, και κλαίνε. «Αυτό ρε μαλάκα, θα το παίξουν άραγε;», ρωτάει ο Βασίλης. «Είναι το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, οπότε θέλω να πιστεύω ότι θα το παίξουν», του απαντά ο Σπύρος. Προσπαθώ να περιγράψω αυτήν την ιδιαίτερη στιγμή, 39 χρόνια αργότερα, κοιτάζοντας ξανά μια ανάμνηση, και γνωρίζοντας ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποφύγεις οποιαδήποτε συναισθηματική σύνδεση με το παρελθόν, είναι σχεδόν αδύνατον να αποφύγεις τον πειρασμό να το θέσεις με όρους λογικής ή φαντασίας, καθώς όλα όσα λέγονται, γράφονται και διαρρέουν από χθες το πρωί, (προς όλες τις κατευθύνσεις), για την προχθεσινή συναυλία των Bauhaus στο Release, έχουν ζωγραφίσει μια νέα οικουμενική εικόνα περί ενός άθλιου show-biz συγκροτήματος, το οποίο κατάφερε να φτάσει για δεύτερη φορά στην Αθήνα, απλά τώρα για μια σύντομη, πετσοκομμένη «ξεπέτα».
Η αλήθεια είναι πως αργά το βράδυ εκείνο τον Μάιο του ‘83, μετά την επιστροφή από το Σπόρτινγκ δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Γύρισα σπίτι, άνοιξα την τηλεόραση στο σκοτεινό σαλόνι μας, την άφησα να παίζει τον γλυκό υπνωτιστικό της θόρυβο σε μια κενή, γεμάτη χιόνια οθόνη, μετά άνοιξα το στερεοφωνικό και έβαλα να παίζει το “In The Flat Field”, και όπως καθόμουν εκεί προσπαθώντας να θυμηθώ όλα όσα είχα ζήσει πριν λίγες ώρες, βλέπω ξαφνικά τη μητέρα μου με το λευκό νυχτικό της να μπαίνει στο σκηνικό και να μου λέει: «Ήταν καλοί αυτοί οι Μπαουχάους παιδάκι μου; Εντάξει, το χάρηκες, άντε να κοιμηθείς τώρα τι κάθεσαι εδώ και ακούς ακόμα μουσική, δεν χόρτασες; Άσε μας να κοιμηθούμε». Το μοναδικό ξένο συγκροτήματα που η μητέρα μου είχε αποστηθήσει στην μνήμη της κατά την περίοδο της εφηβείας μου ήταν οι Bauhaus, ένα γερμανικό όνομα, δύσκολο για κάποια που δεν είχε καμία σχέση με την punk κουλτούρα, και ο ξένος μουσικός της ήρωάς ήταν και θα είναι για πάντα ο Έλβις, αλλά αυτό ειδικά το γερμανικό όνομα, βλέπετε είχε κολλήσει σαν ρετσινιά πάνω μου, κατά την περίοδο των διακοπών μου στο μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Αρκίτσας, οπότε η μητέρα μου μπορούσε να το θυμάται και να το χρησιμοποιεί άνετα.
Αφορμή για αυτήν τη ρετσινιά ήταν αφενός η ευκολία των ντόπιων του χωριού να “χαρίζουν” παρατσούκλια σε όλους (βλέπε Σκυλάραπας, Ρόλιας, Μουγκός, Ψειριάρης) και αφετέρου ο Δρ. Γεώργιος Ευσταθίου του Τάκη και της Γιούλας, μαθητευόμενος ιατρός εκείνη την περιόδο στην Ιταλία, ο οποίος κατά την περίοδο των σπουδών του, είχε εντρυφήσει στο αισθητικό έργο της γερμανικής σχολής του Βάλτερ Γκρόπιους, και φυσικά του έκανε τρομερή εντύπωση όταν μια μέρα στην παραλία του χωριού, ανάμεσα στην νεανική παρέα των παραθεριστών, παρατήρησε ένα αγόρι που μέσα στο κατακαλόκαιρο φορούσε μια μαύρη μπλούζα, την οποία δεν έβγαζε ποτέ από πάνω του, ακόμη και τις πιο καυτές μέρες, η οποία έφερε τον εμβληματικό θυρεό της σχολής και με Futura γραμματοσειρά έγραφε το όνομα της αγαπημένης μου μπάντας. Μια μέρα με πλησίασε και με ρώτησε «Βρε Γιαννάκο, αυτό το Bauhaus που φοράς ξέρεις τι είναι;». Από εκείνη την μέρα, όποτε με έβλεπε ο γιατρός με φώναζε “Mπαουχάους”, και λίγο αργότερα, αυτό το όνομα χρησιμοποιούσαν όλοι στο χωριό για να με φωνάζουν. Ακόμα και σήμερα οι παλιοί στην Αρκίτσα με φωνάζουν έτσι.
Επιστροφή στο παρόν. Mε ξυπνάει από τις σκέψεις το καμπανάκι του Messenger. Πέμπτη πρωί μου στέλνει μήνυμα o Κωνσταντίνος. «Για την ιστορία, ζήτησα ήδη επίσημη δήλωση για το χθεσινό φιάσκο», μου γράφει. «Ξεκίνησα να γράφω κι εγώ κάτι αλλά δεν με βλέπω να το τελειώνω, έχω άλλες δουλειές τώρα», του απαντώ. «Για το λάιβ;», με ρωτάει. «Για τους Bauhaus μόνο!». Μετά από λίγη ώρα ξαναχτυπά το καμπανάκι. «Πάρτο, έτοιμο, ανέβασέ το. Βάλτο πάνω πάνω. Όλοι μιλάνε γι’ αυτό!». «Βρες άλλη λέξη για το φιάσκο», του λέω. «Ξενέρωμα; Καταστροφή, είναι βαρύ δεν κολλάει», λέει… «Τι καταστροφή ρε Τσάβαλε, γαμώ την τύχη μας, δηλαδή τι περίμενες να πας να ακούσεις καμιά εικοσάχρονη πριμαντόνα να βγάζει άριες; Τον 65άρη παππού σου πήγες να ακούσεις και ήξερες ότι έχει ένα πρόβλημα μεγάλο με τη φωνή του, με το εγώ του, με τον γαμημένο χρόνο που περνάει και τα γαμάει όλα, που στην τελική δεν θα έπρεπε να φοβάται γιατί αυτός είναι ο κύκλος αλλά εκείνος είναι ένα απέθαντο βαμπίρ, αλλά πάλι και το μεγάλο βαμπίρ του Χέρτζογκ ψιθυριστή, αδύναμη φωνή είχε, και ο Λαγκόζι κι αυτός φωνής γάτας είχε, και δεν τρέχει τίποτα που δεν μπορεί να τραγουδήσει δυνατά σήμερα, το ξέραμε ότι θα ήταν αμφίρροπο το παιχνίδι, αλλά κάπου έπρεπε κι αυτός να ρίξει τα σπασμένα και την πλήρωσε ο ηχολήπτης του». Δεν του είπα τίποτα απ’ όλα όσα σκέφτηκα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ανέβασα το άρθρο του, απλά συμπλήρωσα στο τέλος, ότι κάποιες από τις κυρίες της σύνταξης και εγώ είχαμε διαφορετική άποψη ότι επρόκειτο για μια χαμένη συναυλία.
Ξημερώνει Παρασκευή, τελείωσα να σας διαβάζω, σχεδόν όλους και όλες, διάβασα και την απολογητική δήλωση του αρχιτεχνικού του ήχου τους, διάβασα και την ανακοίνωση του Release, διάβασα σχόλια του τύπου «άμα είχα πληρώσει εισιτήριο θα είχα πολλά νεύρα», «τα λεφτά μας πίσω, τι φάση!» και πολλά ακόμα που βαριέμαι να αναφέρω, αλλά τελικά όλα όσα όλοι έχουν πει στερούνται οποιουδήποτε δυναμικού συνειρμού ικανού να σε κάνει να συνειδητοποιήσεις πώς το μόνο που τελικά είχε σημασία προχθές είναι αυτό: βγήκαμε έξω, φιλήσαμε ανθρώπους χωρίς μάσκες, αγκαλιαστήκαμε και χορέψαμε, είδαμε τους Bauhaus το καλοκαίρι του 2022, μαζί με τους JAMC και τους Deus, και ναι, δεν ήταν σε φόρμα ο Μέρφι, η ντίβα της μπάντας, αλλά πάλι, πότε ήταν μετά το 1998 ικανός να βγάλει καμπάνες που θα σου σηκώσουν την τρίχα, ξεχάσαμε για μια στιγμή τις μεγάλες του κόντρες με τον Ντάνιελ, γιατί κι εκείνος ήθελε να τραγουδάει στους Bauhaus, αλλά συγγνώμη κιόλας, δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς τόσες φώνες εκεί έξω, πώς τόσες προσωπικές σκέψεις, ή πόση επιτειδευμένη ποιητική μαλακία χρειάζεται για να πεις τελικά πόσο κομπλέψικος ήσουν, είσαι και θα είσαι απέναντι σε μια μπάντα που ο τραγουδιστής της κάβλωνε περισσότερο την γκόμενά σου από ότι εσύ, και όλοι μας στεκόμαστε σούζα, τόσο πολιτικά ορθοί απέναντι σε οποιονδήποτε νέο όρο μπορεί να ξεπεταχτεί αύριο, αλλά σήμερα είμαστε ανίκανοι να ανεχτούμε τα καπρίτσια, την αδυναμία των μεγάλων, το πείσμα των γέρων, τη λόξα των σπουδαίων μουσικών για την κληρονομιά τους, σταθεροί κριτές του καναπέ απέναντι σε όλους, γράφουμε ό,τι εξυπνακίστικο μας συμφέρει, κρίνοντας κοινούς θνητούς που δεν θέλουν να καταθέσουν τα όπλα όταν τους «τρώει» η πιο γαμημένη αρρώστια του κόσμου: ο χρόνος.
Η πιο σωστή ανάρτηση σχετικά με τη χθεσινή εμφάνιση των Bauhaus είναι ένα μιμίδιο με τον Ανδρέα που γράφει «Με το ΠΑΣΟΚ ο Μέρφι δεν έφευγε ούτε με ροχάλες», πικρή αλήθεια σημείωσα σε σχόλιο από κάτω, γιατί όντως τότε στο Σπόρτινγκ έπαιξαν το “Hollow Hills”, και τα δάκρια μας ξανακύλησαν στην επανάληψη του «So sad» στίχου, γιατί όντως έστησαν το πιο glam-goth show που έχει περάσει ποτέ από τη σκηνή του Σπόρτινγκ, ενώ μια βροχή από αξιοπρεπούς μεγέθους ροχάλες από τους skinheads έπνιγε τον Μέρφι την ώρα που το blacklight ζωγράφιζε τον σκελετό του γυμνού σώματός του και εκείνος έβγαζε τα σωθικά του στη σκηνή. Προχθές δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί κανένα τέτοιο ντελιριακό κρεσέντο φωνής, ενέργειας, τρέλας. Προχθές είδαμε αυτό το ατρόμητο manga με τις απίστευτες κιθαριστικές ικανότητες που έχει πάρει τη θέση του Daniel, τον σταθερά απόμακρο και πάντα κοσμικά απαραίτητο David, προχθές ξανακουρδίστηκε αυτό το ζωντανό ρυθμο-κουτί που τον λένε Kevin, και πιο πίσω από αυτούς τους τρεις, ένας αδύναμος αλλά σταθερά ονειροπόλος, ένας φαντασιόπληκτος, ένας δονκιχωτικός Peter. Όσοι ήταν και στο Σπόρτινγκ αλλά και στην προχθεσινή συναυλία δεν μπορεί να περίμεναν κάτι διαφορετικό, και πιστεύω θα το γνώριζαν αυτό πριν βγάλουν εισητήριο. Τουλάχιστον ας παραδεχθούμε, εμείς οι τυχεροί εκείνης της πρώτης φοράς, ότι αυτήν την κατάστασή τους, αυτήν την ανισορροπία δυνάμεων και αντοχής την ξέρουν πολύ καλά από μέσα και ο Ντάνιελ, και ο Ντέιβιντ και ο Κέβιν, και η μοναδική στιγμή που όλο αυτό αποτυπώθηκε ήταν όταν ο Ντάνιελ ξεκίνησε να παίζει το “Silent Hedges”, που τόσο πολύ περιμένα να ακούσω, αλλά τελικά συμβιβάστηκα με την ατάκα ενός γέρου ροκ σταρ, που γνωρίζει τις δυνάμεις του και σχεδόν ικετευτικά λέει στον μαέστρο «Can’t do this Dani». Δεν ήταν λοιπόν, μόνο, λάθος του εκκεντρικού ή ιδιότροπου Μέρφι η προχθεσινή βραδιά, και μην αρκείστε στο να εκθειάζετε πόσο γαμάτοι ήταν οι άλλοι τρεις (γνωστοί στην ιστορία και ως Love And Rockets) ή πόσο σας ξεπλήρωσαν τα τρία λεπτά του “Ziggy”.
Αντικειμενικά μιλώντας, και χωρίς καμία συναισθηματική φόρτιση, αυτά τα 8 και κάτι λεπτά του “Bela Lugosi’s Dead” με τα κενά στη φωνή του Μέρφι και τις αδυναμίες του, με τον κόσμο μουδιασμένο να μην μπορεί να τον ακολουθήσει, αυτό το νεκροτράγουδο, σε αυτήν την χαλασμένη εκτέλεση, σταθερά βουτηγμένο μέσα σε ένα κιθαριστικό feedback να γεμίζει τόσο δεξιοτεχνικά το θλιμμένο rhythm-section, με κιθάρες που τόσοι και τόσοι προσπαθούν να τις μιμηθούν, (ειδικά όσοι περίτεχνα θέλουν να το διασκεύασουν, αλλά τελικά δεν τα καταφέρνουν), αυτά τα γαμημένα λεπτά ήταν ό,τι καλύτερο, ό,τι πιο γοτθικό, ό,τι πιο σπασμένο και άρρωστο, έχει ζήσει η μετα-πανδημική Αθήνα εδώ και δύο χρόνια. (Nαι, εντάξει, και το “Reverence” των Jesus). Μόνο που ο Μέρφι δεν θέλει να πεθάνει ακόμα, και καμιά φορά, τα τελευταία χρόνια, όταν ζορίζεται για να το φωνάξει με δύναμη και να κρατήσει τη σωστή νότα στα τραγούδια του, κατουριέται πάνω του, (της ζωής, και της παρακμής, είναι αυτά), και μετά ντρέπεται που κάποιος θα καθαρίσει το κατουρημένο παντελόνι του, και ίσως αυτός να είναι τελικά ο λόγος που δεν μπήκε στη διαδικασία να ζοριστεί προχθές το βράδυ. Ούτε μικρόφωνα, ούτε in-ear, ούτε μαλακίες. Δυστυχώς η φθορά του χρόνου είναι αναπόφευκτη, και σίγουρα στα 90s μια τέτοια εμφάνιση συγκροτήματος θα προκαλούσε φωτιές και δακρυγόνα, αλλά το 2022, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι και φυσικά οι πιο «διαβασμένοι» θα έπρεπε τουλάχιστον να σέβεστε, γιατί κρίμα είναι να το παίζετε τόσο προοδεύτικοί ενώ, πολιτικά ορθώς, ζητάτε απογοητευμένοι τα λεφτά σας πίσω. Εντάξει, το ξέρω, αν καταφέρουν οι Bauhaus να έρθουν πάλι το επόμενο καλοκαίρι εσείς δεν θα πάτε να τους δείτε. Αντίθετως, εγώ μετά χαράς, θα πάω να τους ξαναδώ. Γιατί πολύ απλά τους γουστάρω και τους αγαπάω, γαμώ την τρέλα μου!
❈Το παρόν κείμενο αποτελεί προσωπική άποψη του συντάκτη.
Πριν πάρα πολλά χρόνια, σε ένα δωμάτιο κάπου στο Παγκράτι, τρία δεκαοχτάχρονα αγόρια, έχουν βάλει στο πικάπ το “Hollow Hills”, από το δεύτερο άλμπουμ των Bauhaus “Mask”, και κλαίνε. «Αυτό ρε μαλάκα, θα το παίξουν άραγε;», ρωτάει ο Βασίλης. «Είναι το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, οπότε θέλω να πιστεύω ότι θα το παίξουν», του απαντά ο Σπύρος. Προσπαθώ να περιγράψω αυτήν την ιδιαίτερη στιγμή, 39 χρόνια αργότερα, κοιτάζοντας ξανά μια ανάμνηση, και γνωρίζοντας ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να αποφύγεις οποιαδήποτε συναισθηματική σύνδεση με το παρελθόν, είναι σχεδόν αδύνατον να αποφύγεις τον πειρασμό να το θέσεις με όρους λογικής ή φαντασίας, καθώς όλα όσα λέγονται, γράφονται και διαρρέουν από χθες το πρωί, (προς όλες τις κατευθύνσεις), για την προχθεσινή συναυλία των Bauhaus στο Release, έχουν ζωγραφίσει μια νέα οικουμενική εικόνα περί ενός άθλιου show-biz συγκροτήματος, το οποίο κατάφερε να φτάσει για δεύτερη φορά στην Αθήνα, απλά τώρα για μια σύντομη, πετσοκομμένη «ξεπέτα».
Η αλήθεια είναι πως αργά το βράδυ εκείνο τον Μάιο του ‘83, μετά την επιστροφή από το Σπόρτινγκ δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Γύρισα σπίτι, άνοιξα την τηλεόραση στο σκοτεινό σαλόνι μας, την άφησα να παίζει τον γλυκό υπνωτιστικό της θόρυβο σε μια κενή, γεμάτη χιόνια οθόνη, μετά άνοιξα το στερεοφωνικό και έβαλα να παίζει το “In The Flat Field”, και όπως καθόμουν εκεί προσπαθώντας να θυμηθώ όλα όσα είχα ζήσει πριν λίγες ώρες, βλέπω ξαφνικά τη μητέρα μου με το λευκό νυχτικό της να μπαίνει στο σκηνικό και να μου λέει: «Ήταν καλοί αυτοί οι Μπαουχάους παιδάκι μου; Εντάξει, το χάρηκες, άντε να κοιμηθείς τώρα τι κάθεσαι εδώ και ακούς ακόμα μουσική, δεν χόρτασες; Άσε μας να κοιμηθούμε». Το μοναδικό ξένο συγκροτήματα που η μητέρα μου είχε αποστηθήσει στην μνήμη της κατά την περίοδο της εφηβείας μου ήταν οι Bauhaus, ένα γερμανικό όνομα, δύσκολο για κάποια που δεν είχε καμία σχέση με την punk κουλτούρα, και ο ξένος μουσικός της ήρωάς ήταν και θα είναι για πάντα ο Έλβις, αλλά αυτό ειδικά το γερμανικό όνομα, βλέπετε είχε κολλήσει σαν ρετσινιά πάνω μου, κατά την περίοδο των διακοπών μου στο μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Αρκίτσας, οπότε η μητέρα μου μπορούσε να το θυμάται και να το χρησιμοποιεί άνετα.
Αφορμή για αυτήν τη ρετσινιά ήταν αφενός η ευκολία των ντόπιων του χωριού να “χαρίζουν” παρατσούκλια σε όλους (βλέπε Σκυλάραπας, Ρόλιας, Μουγκός, Ψειριάρης) και αφετέρου ο Δρ. Γεώργιος Ευσταθίου του Τάκη και της Γιούλας, μαθητευόμενος ιατρός εκείνη την περιόδο στην Ιταλία, ο οποίος κατά την περίοδο των σπουδών του, είχε εντρυφήσει στο αισθητικό έργο της γερμανικής σχολής του Βάλτερ Γκρόπιους, και φυσικά του έκανε τρομερή εντύπωση όταν μια μέρα στην παραλία του χωριού, ανάμεσα στην νεανική παρέα των παραθεριστών, παρατήρησε ένα αγόρι που μέσα στο κατακαλόκαιρο φορούσε μια μαύρη μπλούζα, την οποία δεν έβγαζε ποτέ από πάνω του, ακόμη και τις πιο καυτές μέρες, η οποία έφερε τον εμβληματικό θυρεό της σχολής και με Futura γραμματοσειρά έγραφε το όνομα της αγαπημένης μου μπάντας. Μια μέρα με πλησίασε και με ρώτησε «Βρε Γιαννάκο, αυτό το Bauhaus που φοράς ξέρεις τι είναι;». Από εκείνη την μέρα, όποτε με έβλεπε ο γιατρός με φώναζε “Mπαουχάους”, και λίγο αργότερα, αυτό το όνομα χρησιμοποιούσαν όλοι στο χωριό για να με φωνάζουν. Ακόμα και σήμερα οι παλιοί στην Αρκίτσα με φωνάζουν έτσι.
Επιστροφή στο παρόν. Mε ξυπνάει από τις σκέψεις το καμπανάκι του Messenger. Πέμπτη πρωί μου στέλνει μήνυμα o Κωνσταντίνος. «Για την ιστορία, ζήτησα ήδη επίσημη δήλωση για το χθεσινό φιάσκο», μου γράφει. «Ξεκίνησα να γράφω κι εγώ κάτι αλλά δεν με βλέπω να το τελειώνω, έχω άλλες δουλειές τώρα», του απαντώ. «Για το λάιβ;», με ρωτάει. «Για τους Bauhaus μόνο!». Μετά από λίγη ώρα ξαναχτυπά το καμπανάκι. «Πάρτο, έτοιμο, ανέβασέ το. Βάλτο πάνω πάνω. Όλοι μιλάνε γι’ αυτό!». «Βρες άλλη λέξη για το φιάσκο», του λέω. «Ξενέρωμα; Καταστροφή, είναι βαρύ δεν κολλάει», λέει… «Τι καταστροφή ρε Τσάβαλε, γαμώ την τύχη μας, δηλαδή τι περίμενες να πας να ακούσεις καμιά εικοσάχρονη πριμαντόνα να βγάζει άριες; Τον 65άρη παππού σου πήγες να ακούσεις και ήξερες ότι έχει ένα πρόβλημα μεγάλο με τη φωνή του, με το εγώ του, με τον γαμημένο χρόνο που περνάει και τα γαμάει όλα, που στην τελική δεν θα έπρεπε να φοβάται γιατί αυτός είναι ο κύκλος αλλά εκείνος είναι ένα απέθαντο βαμπίρ, αλλά πάλι και το μεγάλο βαμπίρ του Χέρτζογκ ψιθυριστή, αδύναμη φωνή είχε, και ο Λαγκόζι κι αυτός φωνής γάτας είχε, και δεν τρέχει τίποτα που δεν μπορεί να τραγουδήσει δυνατά σήμερα, το ξέραμε ότι θα ήταν αμφίρροπο το παιχνίδι, αλλά κάπου έπρεπε κι αυτός να ρίξει τα σπασμένα και την πλήρωσε ο ηχολήπτης του». Δεν του είπα τίποτα απ’ όλα όσα σκέφτηκα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ανέβασα το άρθρο του, απλά συμπλήρωσα στο τέλος, ότι κάποιες από τις κυρίες της σύνταξης και εγώ είχαμε διαφορετική άποψη ότι επρόκειτο για μια χαμένη συναυλία.
Ξημερώνει Παρασκευή, τελείωσα να σας διαβάζω, σχεδόν όλους και όλες, διάβασα και την απολογητική δήλωση του αρχιτεχνικού του ήχου τους, διάβασα και την ανακοίνωση του Release, διάβασα σχόλια του τύπου «άμα είχα πληρώσει εισιτήριο θα είχα πολλά νεύρα», «τα λεφτά μας πίσω, τι φάση!» και πολλά ακόμα που βαριέμαι να αναφέρω, αλλά τελικά όλα όσα όλοι έχουν πει στερούνται οποιουδήποτε δυναμικού συνειρμού ικανού να σε κάνει να συνειδητοποιήσεις πώς το μόνο που τελικά είχε σημασία προχθές είναι αυτό: βγήκαμε έξω, φιλήσαμε ανθρώπους χωρίς μάσκες, αγκαλιαστήκαμε και χορέψαμε, είδαμε τους Bauhaus το καλοκαίρι του 2022, μαζί με τους JAMC και τους Deus, και ναι, δεν ήταν σε φόρμα ο Μέρφι, η ντίβα της μπάντας, αλλά πάλι, πότε ήταν μετά το 1998 ικανός να βγάλει καμπάνες που θα σου σηκώσουν την τρίχα, ξεχάσαμε για μια στιγμή τις μεγάλες του κόντρες με τον Ντάνιελ, γιατί κι εκείνος ήθελε να τραγουδάει στους Bauhaus, αλλά συγγνώμη κιόλας, δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς τόσες φώνες εκεί έξω, πώς τόσες προσωπικές σκέψεις, ή πόση επιτειδευμένη ποιητική μαλακία χρειάζεται για να πεις τελικά πόσο κομπλέψικος ήσουν, είσαι και θα είσαι απέναντι σε μια μπάντα που ο τραγουδιστής της κάβλωνε περισσότερο την γκόμενά σου από ότι εσύ, και όλοι μας στεκόμαστε σούζα, τόσο πολιτικά ορθοί απέναντι σε οποιονδήποτε νέο όρο μπορεί να ξεπεταχτεί αύριο, αλλά σήμερα είμαστε ανίκανοι να ανεχτούμε τα καπρίτσια, την αδυναμία των μεγάλων, το πείσμα των γέρων, τη λόξα των σπουδαίων μουσικών για την κληρονομιά τους, σταθεροί κριτές του καναπέ απέναντι σε όλους, γράφουμε ό,τι εξυπνακίστικο μας συμφέρει, κρίνοντας κοινούς θνητούς που δεν θέλουν να καταθέσουν τα όπλα όταν τους «τρώει» η πιο γαμημένη αρρώστια του κόσμου: ο χρόνος.
Η πιο σωστή ανάρτηση σχετικά με τη χθεσινή εμφάνιση των Bauhaus είναι ένα μιμίδιο με τον Ανδρέα που γράφει «Με το ΠΑΣΟΚ ο Μέρφι δεν έφευγε ούτε με ροχάλες», πικρή αλήθεια σημείωσα σε σχόλιο από κάτω, γιατί όντως τότε στο Σπόρτινγκ έπαιξαν το “Hollow Hills”, και τα δάκρια μας ξανακύλησαν στην επανάληψη του «So sad» στίχου, γιατί όντως έστησαν το πιο glam-goth show που έχει περάσει ποτέ από τη σκηνή του Σπόρτινγκ, ενώ μια βροχή από αξιοπρεπούς μεγέθους ροχάλες από τους skinheads έπνιγε τον Μέρφι την ώρα που το blacklight ζωγράφιζε τον σκελετό του γυμνού σώματός του και εκείνος έβγαζε τα σωθικά του στη σκηνή. Προχθές δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί κανένα τέτοιο ντελιριακό κρεσέντο φωνής, ενέργειας, τρέλας. Προχθές είδαμε αυτό το ατρόμητο manga με τις απίστευτες κιθαριστικές ικανότητες που έχει πάρει τη θέση του Daniel, τον σταθερά απόμακρο και πάντα κοσμικά απαραίτητο David, προχθές ξανακουρδίστηκε αυτό το ζωντανό ρυθμο-κουτί που τον λένε Kevin, και πιο πίσω από αυτούς τους τρεις, ένας αδύναμος αλλά σταθερά ονειροπόλος, ένας φαντασιόπληκτος, ένας δονκιχωτικός Peter. Όσοι ήταν και στο Σπόρτινγκ αλλά και στην προχθεσινή συναυλία δεν μπορεί να περίμεναν κάτι διαφορετικό, και πιστεύω θα το γνώριζαν αυτό πριν βγάλουν εισητήριο. Τουλάχιστον ας παραδεχθούμε, εμείς οι τυχεροί εκείνης της πρώτης φοράς, ότι αυτήν την κατάστασή τους, αυτήν την ανισορροπία δυνάμεων και αντοχής την ξέρουν πολύ καλά από μέσα και ο Ντάνιελ, και ο Ντέιβιντ και ο Κέβιν, και η μοναδική στιγμή που όλο αυτό αποτυπώθηκε ήταν όταν ο Ντάνιελ ξεκίνησε να παίζει το “Silent Hedges”, που τόσο πολύ περιμένα να ακούσω, αλλά τελικά συμβιβάστηκα με την ατάκα ενός γέρου ροκ σταρ, που γνωρίζει τις δυνάμεις του και σχεδόν ικετευτικά λέει στον μαέστρο «Can’t do this Dani». Δεν ήταν λοιπόν, μόνο, λάθος του εκκεντρικού ή ιδιότροπου Μέρφι η προχθεσινή βραδιά, και μην αρκείστε στο να εκθειάζετε πόσο γαμάτοι ήταν οι άλλοι τρεις (γνωστοί στην ιστορία και ως Love And Rockets) ή πόσο σας ξεπλήρωσαν τα τρία λεπτά του “Ziggy”.
Αντικειμενικά μιλώντας, και χωρίς καμία συναισθηματική φόρτιση, αυτά τα 8 και κάτι λεπτά του “Bela Lugosi’s Dead” με τα κενά στη φωνή του Μέρφι και τις αδυναμίες του, με τον κόσμο μουδιασμένο να μην μπορεί να τον ακολουθήσει, αυτό το νεκροτράγουδο, σε αυτήν την χαλασμένη εκτέλεση, σταθερά βουτηγμένο μέσα σε ένα κιθαριστικό feedback να γεμίζει τόσο δεξιοτεχνικά το θλιμμένο rhythm-section, με κιθάρες που τόσοι και τόσοι προσπαθούν να τις μιμηθούν, (ειδικά όσοι περίτεχνα θέλουν να το διασκεύασουν, αλλά τελικά δεν τα καταφέρνουν), αυτά τα γαμημένα λεπτά ήταν ό,τι καλύτερο, ό,τι πιο γοτθικό, ό,τι πιο σπασμένο και άρρωστο, έχει ζήσει η μετα-πανδημική Αθήνα εδώ και δύο χρόνια. (Nαι, εντάξει, και το “Reverence” των Jesus). Μόνο που ο Μέρφι δεν θέλει να πεθάνει ακόμα, και καμιά φορά, τα τελευταία χρόνια, όταν ζορίζεται για να το φωνάξει με δύναμη και να κρατήσει τη σωστή νότα στα τραγούδια του, κατουριέται πάνω του, (της ζωής, και της παρακμής, είναι αυτά), και μετά ντρέπεται που κάποιος θα καθαρίσει το κατουρημένο παντελόνι του, και ίσως αυτός να είναι τελικά ο λόγος που δεν μπήκε στη διαδικασία να ζοριστεί προχθές το βράδυ. Ούτε μικρόφωνα, ούτε in-ear, ούτε μαλακίες. Δυστυχώς η φθορά του χρόνου είναι αναπόφευκτη, και σίγουρα στα 90s μια τέτοια εμφάνιση συγκροτήματος θα προκαλούσε φωτιές και δακρυγόνα, αλλά το 2022, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι και φυσικά οι πιο «διαβασμένοι» θα έπρεπε τουλάχιστον να σέβεστε, γιατί κρίμα είναι να το παίζετε τόσο προοδεύτικοί ενώ, πολιτικά ορθώς, ζητάτε απογοητευμένοι τα λεφτά σας πίσω. Εντάξει, το ξέρω, αν καταφέρουν οι Bauhaus να έρθουν πάλι το επόμενο καλοκαίρι εσείς δεν θα πάτε να τους δείτε. Αντίθετως, εγώ μετά χαράς, θα πάω να τους ξαναδώ. Γιατί πολύ απλά τους γουστάρω και τους αγαπάω, γαμώ την τρέλα μου!
❈Το παρόν κείμενο αποτελεί προσωπική άποψη του συντάκτη.