Λέγεται ότι στο παιδικό δωμάτιο της Amy Winehouse, οι τοίχοι της ήταν καλυμμένοι με τρεις συγκεκριμένες αφίσες: των (πρόωρα χαμένων) Τζιμ Μόρισον, Τζάνις Τζόπλιν και Τζίμι Χέντριξ.

Οι γονείς της, οι οποίοι τήν έφεραν στον κόσμο στις 14 Σεπτεμβρίου του 1983, θεωρούσαν αδιανόητη, σχεδόν… αφύσικα περίεργη την λατρεία της κόρης τους με τους τρεις συγκεκριμένους μουσικούς, οι οποίοι πέθαναν προτού καλά καλά κλείσουν τα 30 τους χρόνια, κάπου μεταξύ 27-28 ετών.

Και όμως οι οιωνοί για την κόρη των φτωχών (ρωσικής καταγωγής) Εβραίων από το Σάουθγκεϊτ του Λονδίνου ήταν εξαρχής λαμπεροί σαν καλοκαιρινό απόγευμα: οι γονείς της, ερασιτέχνες μουσικοί της τζαζ, την ενθάρρυναν να φτιάξει το πρώτο της ραπ συγκρότημα το 1993, όταν η μικρή Εϊμι ήταν μόλις δέκα ετών, ενώ από την ηλικία των 16 άρχισε να τραγουδάει επαγγελματικά σε μικρά μουσικά στέκια του βόρειου Λονδίνου.

Το πρώτο της άλμπουμ, με τίτλο «Frank» που κυκλοφόρησε το 2003, παρότι πέρασε απαρατήρητο εδώ στην Ελλάδα, κέρδισε το σημαντικό βρετανικό μουσικό βραβείο Αϊβορ Νοβέλο για το τραγούδι «Stronger Τhan Me».

Το 2006 όμως, που έσκασε σαν βόμβα το άλμπουμ «Back In Black», η Amy Winehouse αφήνιασε σαν… άλογο κούρσας: βγάζοντας από μέσα της τον Μίστερ Χάιντ, και αφήνοντας πίσω στο σπίτι τον δόκτωρ Τζέκιλ εαυτό της, επιδόθηκε σε πάσης φύσεως πρωινές και νυχτερινές κραιπάλες, καταφέρνοντας να γίνει εν μια νυκτί η επίσημη αγαπημένη των άγγλων παπαράτσι και η… Οσία των απανταχού βρετανικών ταμπλόιντ.

Το μαλλί-σφηκοφωλιά αλα-‘60s που διέθετε και το eyeliner-σιδηρόδρομος σαν μια σύγχρονη εκδοχή της Κλεοπάτρας καθώς και τα πολλαπλά τατουάζ που έσπευδαν να καλύπτουν όλο της το σώμα, ήταν από μόνα τους τροφή στο «θηρίο» των παπαράτσι.

Όσα πρόκειται να ζήσουμε εμείς σε μια ολόκληρη ζωή, τα βίωσε η Winehouse μέσα το 2007. Λίγο η διαστροφική της εμμονή με την κοκαΐνη, το κρακ (κοκαΐνη που καπνίζεται), την ηρωίνη και τις λοιπές ουσίες, λίγο η παροιμιώδης της ικανότητα να μπλέκεται σε καταστάσεις αστυνομικού ψυχοδράματος, η Amy γνώρισε την (πολύ) σκοτεινή πλευρά της ύπαρξής της.

Μέσα στο 2007 το όνομα «Winehouse» γκουγκλαριζόταν κατά μέσο όρο κάθε δέκα δευτερόλεπτα σε κάποιο κομπιούτερ ανά την υφήλιο. Όλα πήγαιναν πρίμα στην επαγγελματική της ζωή και στα διαλείμματα από τα διάφορα σνιφαρίσματά της κέρδιζε και από ένα νέο βραβείο: είτε ένα Brit Award στην κατηγορία της καλύτερης γυναίκας καλλιτέχνιδας, είτε μια τριάδα βραβεία MTV για καλύτερο άλμπουμ, βιντεοκλίπ και τραγούδι, είτε ένα από τα βραβεία World Music Awards για τη γυναίκα με τις περισσότερες πωλήσεις για το 2007.

Η τρικυμία της προσωπικής ζωής κάποιου όμως είναι πάντα πολύ πιο γοητευτική για κάποιον που βρίσκεται «στην απ’ έξω», παρά οι προσωπικοί του θρίαμβοι. Εμείς οι άνθρωποι, ως γνωστόν, χαιρόμαστε πιο πολύ με τις συμφορές, παρά με τις ευτυχισμένες πτυχές της ζωής των γύρω μας.

Σύντομα άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια όλες οι πικάντικες λεπτομέρειες του προσωπικού της saga με τις ουσίες: αρχικά κατέρρευσε ύστερα από υπερβολική δόση ηρωίνης και χρειάστηκε μια ένεση αδρεναλίνης σαν αυτή που έκανε ο Τζον Τραβόλτα στην Ούμα Θέρμαν στο «Pulp Fiction» για να έρθει στα ίσια της. Τις επόμενες μέρες τις πέρασε κλειδωμένη σε κεντρικό ξενοδοχείο του Λονδίνου ενώ αναγκάστηκε να αναβάλει την εμφάνισή της στο Όσλο.

Βάλτε δίπλα σε αυτά και τα προβλήματα βουλιμίας που την ταλαιπωρούν από μικρή καθώς και τον εθισμό της στο αλκοόλ και έχετε μια εξίσωση που οδηγεί αλέ στην κόλαση, χωρίς δυνατότητα ρετούρ.

Κι όμως, για ένα πράγμα δεν μπορεί κανείς να την κατηγορήσει: ότι δεν έχει απόλυτη επίγνωση της αυτοκαταστροφικής της μανίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια του άλμπουμ της μας προειδοποιεί «I’m Νo Good», όπως είναι κι ο τίτλος ενός από τα τραγούδια της. Κοινώς, «είμαι σκάρτη και μακριά από μένα, για να μην σε πάρω μαζί μου στο γκρεμό». Πολύ ευγενικό εκ μέρους της.

Εντωμεταξύ, τότε είναι που όλα τα κοντινά της πρόσωπα έχουν φρίξει από τις αντιδράσεις της: ο ψυχίατρος της δηλώνει στην εφημερίδα Sun ότι η ασθενής του πάσχει από σχιζοειδή διαταραχή και ο δύστυχος πατέρας της παραδέχεται ότι «είναι ολοφάνερο ότι η Έιμι έχει κάποια προβλήματα με την εικόνα της. Φαίνεται σα να μισεί τον εαυτό της. Πρόσφατα κοιτάγαμε μαζί κάποιες φωτογραφίες της που τραβήχτηκαν πριν πέντε χρόνια, όταν ακόμα είχε καμπύλες και μου είπε “φαινόμουν πραγματικά ευτυχισμένη τότε”». Και δίπλα σε αυτά, ο μόδιστρος Καρλ Λάγκερφελντ να δηλώνει πως «η Ειμι είναι η Μπριζίτ Μπαρντό της εποχής μας».

Amy Winehouse, μια αυτοκαταστροφική ντίβα

Η Amy αποδείχτηκε μια πραγματική ντίβα (με την καλή πάντα έννοια), ένα σκληρό αντράκι, ένα tomboy, όπως την αποκαλούν στην Αγγλία, με μια φωνή από αυτές που μόλις την ακούς, σου σφηνώνεται στο θυμικό του εγκεφάλου σου και αρνείται πεισματικά να το αποχωριστεί.

Μια πρωθιέρεια της σύγχρονης soul μουσικής, με μια φωνή που απέχει παρασάγγες από τις υπόλοιπες συναδέλφους της, καθώς δεν είναι ούτε τόσο γλυκερή όσο η Τζος Στόουν, ούτε τόσο μπλαζέ όσο η Νόρα Τζόουνς, ούτε τόσο σεμνότυφα ξενέρωτη όσο η Μαντλέν Πειρού.

Διαθέτει όμως τον «μαύρο» αισθησιασμό της Μέισι Γκρέι και τον τσαμπουκά της… Καίτης Γκρέι. Και, στο κάτω κάτω, η soul μουσική, ως απευθείας απόγονος των blues, έχει αυτό ακριβώς το στοιχείο που η Winehouse βάζει μέσα στα τραγούδια της: τον πόνο για τα πάσης φύσεως δεινά που την έχουν βρει, που σε συνδυασμό με μια επιβλητική φωνή, μια αξέχαστη εξωτερική εμφάνιση και μια δυναμική σκηνική παρουσία την καθιστούν αυτοστιγμεί κλασική.

Η Amy Winehouse έζησε μέχρι το 2011 το δικό της παραμύθι μέσα το «sex and drugs and rock n roll» περιβάλλον που γαλουχήθηκε. Το ποτό, τα ναρκωτικά και το –συνήθως, κακό- σεξ αποτελούν άλλωστε και την στιχουργική πλατφόρμα σχεδόν όλων της των κομματιών. Όταν λίγο καιρό πριν πεθάνει, κοίταξε το θάνατο κατάματα, έσπευσε κατόπιν να δηλώσει στην εφημερίδα News Of The World το εξής:«δεν θέλω να νοιώσω έτσι ποτέ ξανά. Ήταν μία από τις πιο τρομακτικές στιγμές στη ζωή μου. Φοβήθηκα πολύ για τη ζωή μου και ξέρω πως πολλά πρέπει ν’ αλλάξουν».

Αυτό, ωστόσο, δεν συνέβη ποτέ. Σαν μια άκρως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, λίγες εβδομάδες πριν συμπληρώσει τα 28 της χρόνια, τον Ιούλιο του 2011, πήγε να συναντήσει τους επίσης πρόωρα χαμένους συναδέλφους της Τζιμ Μόρισον, Τζάνις Τζόπλιν και Τζίμι Χέντριξ.

Ο σωματοφύλακάς της ανέφερε ότι έφτασε στο σπίτι της τρεις μέρες πριν τον θάνατό της και ότι είχε την αίσθηση πως η Γουάινχαουζ ήταν μεθυσμένη. Παρατήρησε ότι η Γουάινχαουζ έκανε μια μέτρια κατανάλωση αλκοόλ μέσα στις μέρες που ακολούθησαν και ότι «γελούσε, άκουγε μουσική και έβλεπε τηλεόραση στις 2 τα ξημερώματα την ημέρα του θανάτου της».

Σύμφωνα με τον σωματοφύλακα, στις 10 π.μ. βρήκε την Γουάινχαουζ να είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και προσπάθησε ανεπιτυχώς να την ξυπνήσει. Αυτό δεν του προκάλεσε υποψίες επειδή η ίδια κοιμόταν αργά μετά από μια έξοδο το προηγούμενο βράδυ. Σύμφωνα πάλι με τον σωματοφύλακα, λίγο μετά τις 3 μ.μ., έλεγξε πάλι πού βρισκόταν και την είδε να είναι ξαπλωμένη στην ίδια θέση όπως την προηγούμενη φορά. Έκανε έναν περαιτέρω έλεγχο και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ανέπνεε και δεν είχε σφυγμό. Ανέφερε ότι κάλεσε αμέσως την άμεση δράση. Στις 3:54 μ.μ. ώρα Βρετανίας της 23ης Ιουλίου του 2011, δύο ασθενοφόρα κλήθηκαν στην οικία της τραγουδίστριας, στο Κάμντεν του Λονδίνου. Επιβεβαιώθηκε λίγο αργότερα ο θάνατός της από την Σκότλαντ Γιαρντ.

Μετά την ανακοίνωση του θανάτου της, εμφανίστηκαν στην περιοχή τα μέσα ενημέρωσης και οι δημοσιογράφοι καθώς τα πλήθη συνέρρεαν στην γειτονιά της Γουάινχαουζ για να αποδώσουν φόρο τιμής. Οι πραγματογνώμονες μπήκαν στο σπίτι της Γουάινχαουζ και αμέσως μετά η αστυνομία έκλεισε τον δρόμο. Εντόπισαν ένα μικρό και δυο μεγάλα μπουκάλια βότκας στο δωμάτιό της.

Μετά τον θάνατό της, η τραγουδίστρια έσπασε το δεύτερο ρεκόρ της και μπήκε στο βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες για τα περισσότερα τραγούδια γυναίκας καλλιτέχνη τα οποία εμφανίστηκαν ταυτόχρονα στα τσαρτ του Ηνωμένου Βασιλείου (8 τραγούδια).

Η νεκροψία της Γουάινχαους έγινε στις 25 Ιουλίου του 2011 με τα αποτελέσματά της να είναι ατελή και να μην μπορεί να εντοπιστεί το αίτιο του θανάτου της. Στις 26 Οκτωβρίου του 2011, η νέα ιατροδικαστική έρευνα έδειξε ότι η Γουάινχαουζ πέθανε από δηλητηρίαση λόγω υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ.

Σύμφωνα με αυτήν, η περιεκτικότητα του αλκοόλ που βρέθηκε στο αίμα της Γουάνχαουζ ήταν 416 mg ανά 100 ml (0,416%) κατά τον χρόνο του θανάτου της, πέντε φορές περισσότερη από το νόμιμο όριο κατανάλωσης αλκοόλ. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, «οι συνέπειες αυτών των δυνητικά θανατηφόρων επιπέδων αποτέλεσαν την αιτία του αιφνίδιου θανάτου της».