Οι Absolute Body Control είναι ένα από αυτά που θα λέγαμε πρωτοποριακά (;), πειραματικά (;), τολμηρά (;) συγκρότηματα, γεννημένοι και καλοαναθρεμένοι από το συνολικό φάσμα μιας νέας ηλεκτρονικής μουσικής η οποία ξεκίνησε να διαμορφώνεται (και συνεχώς να μεταμορφώνεται) στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Δεν είναι καθολου υπερβολή να πούμε ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του τοπίου της synthpop και του minimal wave, αλλά πρωτίστως σε αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν “Electronic Body Music (EBM)” μιας και το όνομά τους ήταν ένας καλός οδηγός (μαζί με την μουσική τους) για να ορίσουν αυτό το νέο είδος που θα έφερνε άλλον αέρα στις ευρωπαϊκές πίστες στα μέσα των ’80s. Ιδρύθηκαν στο Βέλγιο από τους Dirk Ivens και Eric Van Wonterghem και έγιναν γρήγορα συνώνυμοι με τον μοναδικό και καινοτόμο ήχο τους, ο οποίος συνδυάζει παλλόμενους ρυθμούς, ατμοσφαιρικά συνθεσάιζερ και κυρίως στοιχειωμένα φωνητικά (τα οποία με την σειρά τους θα επηρεάσουν όλο το επερχόμενο cyberpunk μουσικό κίνημα).

Σε μια εποχή που η ηλεκτρονική μουσική βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα, οι Absolute Body Control θα αγκαλιάσουν τις δυνατότητες των συνθεσάιζερ και των drum machines, δημιουργώντας μια ξεχωριστή ηχητική παλέτα, η οποία θα βρει μια καλή απήχηση στους περίεργους ακροατές. Η μουσική τους χαρακτηριζόταν (και συνεχίζει να χαρακτηρίζεται) από υπνωτικές μπασογραμμές, διαπεραστικές μελωδίες και μια συνολική αίσθηση μελαγχολικής έντασης. Κάθε τραγούδι μοιάζει να διαθέτει μια σκοτεινή και αινιγματική αύρα, παίζοντας έτσι με τη φαντασία του κοινού.

Ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του συγκροτήματος ήταν η ικανότητά τους να δημιουργούν μια αίσθηση απόκοσμου μέσα από τη μουσική τους. Τα κομμάτια τους συχνά γεμάτα με ατμοσφαιρικές πλάτες και αιθέρια ηχοτοπία, μεταφέρουν τον ακροατή σε ένα βασίλειο που είναι ταυτόχρονα στοιχειωμένο και σαγηνευτικό, τεχνολογικό και απόκοσμο. Η μουσική των Absolute Body Control έχει έναν τρόπο να προκαλεί συναισθήματα και διαθέσεις που είναι ταυτόχρονα μελαγχολικές και ευφορικές, αντανακλώντας έτσι την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας. Τα στιχουργικά τους θέματα είναι -φυσικά- εσωστρεφή, ενδοσκοπικά, εμβαθύνουν σε θέματα όπως η απομόνωση, ο υπαρξισμός, η φύση της ανθρώπινης κατάστασης, η μετα-αποκαλυπτική τεχνολογική καταστροφή, το μέλλον που βρίσκεται ήδη εδώ. Τα στοιχειωμένα φωνητικά του Dirk Ivens προσθέτουν ένα επιπλέον στρώμα βάθους και συναισθήματος στα τραγούδια, ενισχύοντας περαιτέρω τον αντίκτυπό τους. Και κάπως έτσι, η ικανότητα του συγκροτήματος να συνδυάζει βαθιά εσωστρεφείς στίχους με catchy ηλεκτρονικά beats δημιούργησε μια μοναδική και συναρπαστική εμπειρία ακρόασης.

Ακόμη και αν δεν κατάφεραν να αγγίξουν τα επίπεδα αναγνωρισιμότητας μεταγενέστερων ονομάτων τους, η επιρροή των Absolute Body Control στην ηλεκτρονική μουσική σκηνή δεν μπορεί παρά να υπερεκτιμηθεί, αφού αυτοί, με έδρα το Βέλγιο, ανοίγουν δρόμους για νέα ονόματα, νέα labels, και ουσιαστικά για νέες ηλεκτρονικές μουσικές φόρμες και παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση της μουσικής που βασίζεται στα synthesizer βάζοντας έτσι μια πολύ δυνατή πλάτη ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών του είδους. Η πειραματική τους προσέγγιση και η προθυμία τους να διευρύνουν τα όρια έθεσαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη της synthpop, του new wave και άλλων συναφών ειδών ηλεκτρονικής μουσικής παράνοιας. Παρά τη σχετικά σύντομη αρχική τους πορεία, ο αντίκτυπος των Absolute Body Control συνεχίζει να έχει απήχηση στους οπαδούς και τους μουσικούς. Η μουσική τους έχει αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου και παραμένει τόσο σημαντική και επιδραστική σήμερα όσο και όταν πρωτοεμφανίστηκε. Η δισκογραφία του συγκροτήματος, η οποία περιλαμβάνει άλμπουμ όπως τα “Lost / Found” και “Eat This”, αποτελεί απόδειξη της δημιουργικής τους ικανότητας και της διαρκούς κληρονομιάς τους.

Με αφορμή την εμφάνισή τους στο Death Disco Open Air Festival είχα τη χαρά και την τιμή να συνομιλήσω με τον Dirk Ivens, για μια μακρά πορεία που μετράει περισσότερα από σαράντα χρόνια.

– Ως μουσικός, έχετε συμμετάσχει σε διάφορα συγκροτήματα με μεγάλη επιρροή κατά τη διάρκεια της καριέρας σας. Τι ήταν αυτό που αρχικά πυροδότησε το πάθος σας για τη μουσική και πώς εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου;
Κοιτάξτε, η αλήθεια για όλο αυτό που συμβαίνει είναι μία, από όσο ξέρω. Η μουσική είναι ένας ιός, υποθέτω το ξέρουμε όλοι. Πάντα με ενδιέφεραν όλα τα είδη μουσικής. Όταν εμφανίστηκε το πανκ στα τέλη της δεκαετίας του ’70, κάπως έφτιαξα κι εγώ το δικό μου συγκρότημα, αλλά η μεγαλύτερη αλλαγή στη ζωή μου ήρθε όταν όταν άκουσα τους Suicide, από την Νέα Υόρκη. Αυτός ο ήχος! Και μόνο δύο άτομα. Ήταν σαν να έγινε μια επανάσταση στο κεφάλι μου.

– Οι δουλειές σας συχνά περιλαμβάνουν και μπλέκουν διαφορετικά είδη, όπως το industrial, το EBM και κάθε τι πειραματικό. Πώς προσεγγίζετε τη δημιουργική διαδικασία κάθε φορά όταν θέλετε να ανακατέψετε όλα αυτά τα διαφορετικά μουσικά στοιχεία;
Κάθε φορά που δουλεύουμε σε νέα μουσική είναι πολύ ξεκάθαρο από την αρχή προς ποια κατεύθυνση θα ταξιδέψουμε και φυσικά για ποιο πρότζεκτ θα είναι. Όλες οι μπάντες και τα σχήματα που τρέχουμε ακούγονται πολύ διαφορετικά. Το Το Absolute Body Control είναι η synthpop παραγωγή μας ενώ το DIVE χαρακτηρίζεται από έναν πιο σκληρό ήχο. Οι Sonar είναι πιο σκληρά ρυθμικοί και χορευτικοί ενώ οι Motor!k είναι ένα πιο ορχηστρικό krautrock.

– Θεωρώ ότι είναι μια καλή άσκηση για όλους τους μουσικούς να πιο ανοιχτοί και συνειδητοποιημένοι γενικά. Υπήρχε κάποιος στη ζωή σας που σας βοήθησε να το διατηρήσετε αυτό, ώστε να είστε σε θέση να μοιραστείτε αυτή μια κάποιου είδους διορατικότητα, είτε μέσω της μουσικής είτε με άλλο τρόπο;
Μουσικά ήμουν πάντα σε ένα DIY-mode, ποτέ δεν ήμουν σε μεγάλες εταιρίες, πάντα δημιουργούσα τη μουσική που ήθελα να κάνω χωρίς συμβιβασμούς. Για την ακρίβεια χωρίς κανένα συμβιβασμό. Η μεγάλη μου επιρροή είναι η βρετανική μπάντα Wire, που είναι πολύ γνωστή στη μουσική σκηνή και η οποία έχει καταφέρει να κερδίσει έναν τεράστιο σεβασμό από όλους, αλλά από την άλλη, ποτέ δεν είχαν πολύ μεγάλη επιτυχία ή τεράστιες πωλήσεις δίσκων. Πάντα ένιωθα άνετα με το να είμαι το αουτσάιντερ και να μένω κάτω από το ραντάρ για όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό μου δίνει την ενέργεια να συνεχίσω.

– Πολλοί θαυμαστές εκθειάζουν την ένταση και το ωμό συναίσθημα που υπάρχει στις ερμηνείες σας. Πώς αξιοποιείτε εσείς προσωπικά αυτά τα συναισθήματα ενώ βρίσκεστε επί σκηνής και τι ελπίζετε να μεταδώσετε στο κοινό σας;
Το να δημιουργείς και να γράφεις τραγούδια στο σπίτι είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από το να τα ερμηνεύεις ζωντανά. Πάντα λέω ότι η ανατροφοδότηση που παίρνεις από το κοινό είναι η ανταμοιβή για όλες τις ώρες που περνάς στο στούντιο. Και πιστέψτε με, όταν νιώθετε την ενέργεια σε μια ζωντανή συναυλία μπορεί πραγματικά να σας πάει σε υψηλότερα επίπεδα και το κοινό το καταλαβαίνει αυτό, και φυσικά το νιώθει επίσης, οπότε λειτουργεί θριαμβευτικά και για τις δύο πλευρές.

– Η συνεργασία είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην καριέρα σας, δουλεύοντας με αξιόλογους καλλιτέχνες και συγκροτήματα. Πώς αυτές οι συνεργασίες εμπνέουν και διαμορφώνουν το μουσικό σας όραμα, και ποιες ήταν κάποιες αξέχαστες εμπειρίες από τη συνεργασία σας με άλλους μουσικούς;
Στην αρχή δούλεψα μόνος μου στο υλικό του Dive , ο ήχος ήταν πολύ σκληρός και πρωτόγονος, αλλά αργότερα δούλεψα με άλλους μουσικούς για να φτιάξω το υλικό και τον ήχο πιο εύπλαστο. Δεν είμαι πραγματικά τεχνικός, δεν έχω καθόλου την υπομονή να διαβάσω και να μελετήσω τα εγχειρίδια, και οι συνεργασίες με άλλους ανθρώπους δίνει πολλές νέες ιδέες και σχέδια για το μέλλον. Και φυσικά, αν μη τι άλλο, η κάθε συνεργασία κρατάει το ενδιαφέρον ζωντανό όλα αυτά τα χρόνια.

– Από τη στιγμή που ξεκινήσατε η μουσική βιομηχανία έχει υποστεί τρομερές αλλαγές. Πώς προσαρμοστήκατε σε αυτές τις αλλαγές και τι συμβουλές θα δίνατε στους μουσικούς παραγωγούς που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του σύγχρονου τοπίου;
Για μένα η μεγαλύτερη αλλαγή ήταν η μετάβαση από τα αναλογικά όργανα, και μέσα, στην πλήρη ψηφιακή εποχή. Είμαι ακόμα οπαδός της πρώτης περιόδου. Θυμάμαι ακόμα πολύ καθαρά την αίσθηση του να παίρνεις στα χέρια σου την πρώτη σου κασέτα ή το βινύλιο από την πρώτη μας κυκλοφορία. Αλλά βλέπετε, ακόμα και αυτή η απόλαυση έχει σχεδόν χαθεί σήμερα. Οι περισσότερες εταιρείες προτιμούν το ψηφιακό streaming και η παραγωγή ενός βινυλίου μπορεί να ξεπεράσει και τους 8 μήνες σήμερα. Οπότε είναι πολύ δύσκολο να κάνεις μελλοντικά σχέδια. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η βασική προτεραιότητα παραμένει να παίζεις ζωντανά όσο περισσότερο μπορείς και να γίνεσαι γνωστός.

– Τι πιστεύετε εσείς γι΄ αυτό που λέει η νέα μουσική βιομηχανία, ότι δηλαδή το “να έχεις όλο το χρόνο του κόσμου” σημαίνει ότι πλέον απευθύνονται σε νεότερους ανθρώπους;
Θα πω αυτό που λέω πάντα: μπορεί κάποιος να έχει το πιο ακριβό ή το καλύτερο υλικό ή την πιο σύγχρονη εταιρεία με το πιο εξελιγμένο σύστημα. Αν δεν έχει τίποτα στο κεφάλι, τότε τίποτα από τα παραπάνω δεν πρόκειται να λειτουργήσει. Το ταλέντο, πιστεύω, ότι πάντα βρίσκει το δρόμο του.

– Τι σήμαινε επιτυχία για εσάς όταν ξεκινήσατε και τι σημαίνει επιτυχία τώρα; Έχει αλλάξει ο ορισμός της με την πάροδο των ετών;
Επιτυχία, κατά κάποιο τρόπο, σημαίνει για μένα ότι πάντα μπορούσα να κάνω μουσικά αυτό που ήθελα, να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο και να γνωρίσω φανταστικούς ανθρώπους κατά τη διάρκεια περισσότερων από 4 δεκαετιών. Είμαι πολύ ευγνώμων γι’ αυτό και ελπίζω να μπορέσω να συνεχίσω να το κάνω για λίγο ακόμα.

– Είστε μουσικός για περισσότερα από 40 χρόνια. Είχατε μια επιτυχημένη καριέρα με μεγάλα επιτεύγματα. Φαντάζομαι ότι με το πέρασμα του χρόνου εμφανίζονται πολλές προσδοκίες. Νιώσατε ποτέ ότι έπρεπε να εκπληρώσετε ορισμένες προσδοκίες και πώς τις ξεπεράσατε;
Όχι, ό,τι συμβαίνει συμβαίνει. Γνωρίζω πολύ καλά τα όριά μου και ξέρω ότι ποτέ δεν θα γεμίσω ένα ολόκληρο στάδιο, για να το πω έτσι απλά. Αλλά πάλι, ποιος μπορεί να πει ότι έχει παίξει από τη Μόσχα μέχρι το Λος Άντζελες, και από το Σάο Πάολο μέχρι την Ιαπωνία και σε όλη την Ευρώπη, ξανά και ξανά; Μιλάτε με έναν πολύ ικανοποιημένο άνθρωπο.

– Το “Death Disco Open Air Festival” είναι το πρώτο “dark φεστιβάλ” που διοργανώνεται στην Ελλάδα. Υπάρχει κάποιο ξεχωριστό μήνυμα που θέλετε να μεταφέρετε στο ελληνικό κοινό;
Δεν υπάρχει κάποιο ιδιαίτερο μήνυμα, απλά ανυπομονούμε να παίξουμε με τους Absolute Body Control ένα “best of” set για πρώτη φορά στη χώρα σας. Ειλικρινά, ανυπομονούμε!

➪ INFO

Οι Absolute Body Control εμφανίζονται τη δεύτερη μέρα του Death Disco Open Air Festival στο Μachine work stage (Indoor).

Σάββατο 22 & Κυριακή 23 Ιουλίου

Doors Open:
Open Air Stage: 18:30
Machine Work Stage (Indoor): 19:15

Εισιτήρια διημέρου: 80€
Μονοήμερα εισιτήρια: 45€ (Τα early bird εξαντλήθηκαν)
Προπώληση Εισιτηρίων: https://www.viva.gr/tickets/music/tagfest/death-disco-open-air-festival-2023/

Facebook Event: https://www.facebook.com/events/1212139756091583