Η techno μουσική είναι ένα γρήγορο και κυρίως ορχηστρικό ηλεκτρονικό υπο-είδος που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στη μαύρη κοινότητα του Detroit στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ωστόσο, καθώς σήμερα είναι κυρίως λευκοί οι σπουδαιότεροι καλλιτέχνες και εκφραστές του κινήματος, οι θεωρήσεις της techno ως “μαύρης” μουσικής, και πολιτικής παραγνωρίζονται. Σταθερά, όμως, σε όλη την μεγάλη διαδρομή της η techno μουσική εξελίχθηκε σε μια παγκόσμια γλώσσα που συνδέει ανθρώπους από κάθε γωνιά της γης. Ο αστείρευτος ρυθμός και ο ηλεκτρονικός ήχος της έχουν πλέον καθολική απήχηση, γίνονται εύκολα κατανοητοί σε όλους, σαν ένα ταξίδι στη συνθετική μουσική, χωρίς σύνορα.

Τα πάρτι της techno, κάποτε γνωστά και ως raves, παραμένουν μια ονειρική αντανάκλαση αυτής της ενοποιητικής δύναμης. Άνθρωποι από διαφορετικές χώρες και υπόβαθρα έμαθαν, μέσω της techno και house μουσικής, να συγκεντρώνονται κάτω από μια κοινή ομπρέλα, αφήνοντας πίσω τις πολιτισμικές διαφορές καθώς μπορούσαν να χορεύουν στον ίδιο παγκόσμιο παλμό. Ήταν σαν να ενώνονται σε έναν παγανιστικό κύκλο, όπου η μουσική γίνεται το μέσο για να ξεπεραστούν τα εμπόδια και να αναδυθεί μια καινούργια αίσθηση συλλογικότητας.

Κάθε beat είναι και μια πρόσκληση να αισθανθούμε ότι βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου η μουσική είναι η κοινή γλώσσα. Οι ήχοι της techno μας συχνά μας καλούν να χορέψουμε, συχνά μας καλούν να ονειρευτούμε, να σκεφτούμε πιο έξυπνα και έξω από κανόνες, να ενωθούμε σε μια κοινή εμπειρία. Είναι σαν να ανοίγουμε τις αισθήσεις μας σε έναν κόσμο όπου τα σύνορα σβήνουν και η μουσική γίνεται το μέσο για να συνδεθούμε με τους άλλους σε ένα βαθύτερο επίπεδο.

Η techno μουσική δεν έχει χρησιμεύσει μόνο ως ψυχαγωγία αλλά και ως ένα καθαρό εργαλείο ακτιβισμού. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οι φανς της techno μουσικής, (ναι, ναι γνωστοί και ως ravers), χρησιμοποίησαν τη μουσική για να εκφράσουν τα αιτήματά τους για κοινωνική και πολιτική αλλαγή. Εισάγοντας αξίες όπως η ανεκτικότητα, η ελευθερία και η ειρήνη, η techno μουσική μετατράπηκε σε μια ηχηρή φωνή για την αύξηση της κοινωνικής ευαισθητοποίησης. Κλασικό παράδειγμα, οι εκδηλώσεις “Reclaim the Streets” που ξεκίνησαν από την Αγγλία και επεκτάθηκαν σε όλον τον πλανήτη για την προώθηση του πολιτικού ακτιβισμού και την ευαισθητοποίηση για το AIDS. Επίσης, ας θυμηθούμε ένα πρόσφατο παράδειγμα όταν κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων της οργάνωσης Black Lives Matter το 2020 μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από την αστυνομία της Μινεάπολης, κυκλοφόρησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ένα βίντεο με τους διαδηλωτές του Detroit να διαδηλώνουν υπό τους ρυθμούς της techno.

Ναι, η μουσική μπορεί να διαμορφώνεται και να συνδέεται με τον τόπο από τον οποίο αναδύεται, αλλά καθώς εξαπλώνεται η αποεδαφικοποιημένη ουσία της, επαναπροσδιορίζεται και προσαρμόζεται σε άλλα πλαίσια στα οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πολιτική κινητοποίηση, αλλά και για να την απολαύσει κανείς για να χαλαρώσει ή να χορέψει. Όπως ακριβώς συμβαίνει στα σημερινά κλαμπ ή στα καλοκαιρινά φεστιβάλ, σαν στις πρώτες μέρες της ευρωπαϊκής techno σκηνής.

Μπορείτε να ανακαλύψετε την απίστευτη ποικιλία και την καινοτομία της techno μέσα από την λίστα που ακολουθεί, με 50 κορυφαία άλμπουμ τα οποία έχουν αφήσει μια τεράστια κληρονομιά, όχι μόνο στην techno κουλτούρα, αλλά και στην ηλεκτρονική μουσική γενικότερα. Από τα κλασικά δημιουργήματα της δεκαετίας του ’90, μέχρι κάποιες σημαντικές, πιο σύγχρονες κυκλοφορίες αυτά τα άλμπουμ έχουν επηρεάσει και εμπνεύσει νέες γενιές, και έχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στα μυαλά όλων όσων την απολαμβάνουν. Κάθε επιλογή διακρίνεται για την διαχρονικότητά της, την πρωτοποριακή της προσέγγιση τη στιγμή που βγήκε, και την απήχηση της στη σκηνή της techno, δημιουργώντας έναν συναρπαστικό οδηγό για κάθε λάτρη της μουσικής.

LFO – Frequencies (1991)
Ο Gez Varley και ο Mark Bell γνωρίστηκαν για πρώτη φορά μέσω της breakdancing σκηνής του Leeds, όπου η αντιπαλότητα κρατήθηκε στο ελάχιστο μακριά από τα τσιμεντένια φαράγγια των σπιτιών, στο μπρουταλιστικό Merrion Centre της πόλης. Εκτός από τους LFO ήταν μια χαλαρή κοινότητα που γέννησε επίσης και άλλα τοπικά συγκροτήματα όπως οι Nightmares on Wax, οι Ital Rockers και οι Unique 3, όλα ονόματα που βοήθησαν να μετατραπεί η νεοσύστατη ετικέτα Warp από το Sheffield σε ένα απίθανο εργοστάσιο επιτυχιών. Βέβαια, δεν έχουν γεράσει όλα τα άλμπουμ από εκείνη την εποχή με χάρη. Το “Frequencies” όμως συνεχίζει μέχρι σήμερα να τα σπάει, με τις διαστημικές νότες που ανοίγουν τα κομμάτια και το sub-bass να σου γαργαλάει το στομάχι, ικανό να κάνει την αδρελανίνη να ρέει σε απίστευτα κύματα μέσα σου.

3MB Featuring Magic Juan Atkins – 3MB Feat. Magic Juan Atkins (1992)
Αρχικά κυκλοφόρησε το 1992, όταν ο Juan Atkins ένωσε τις δυνάμεις του με τους Moritz von Oswald και Thomas Fehlmann, για τη δεύτερη επανάληψη του 3 Men in Berlin project που είχε ξεκινήσει το βερολινέζικο ντουέτο, δημιουργώντας μια μνημειώδη συνεργασία μεταξύ Βερολίνου και Ντιτρόιτ που επηρέασε βαθιά την πορεία της techno μουσικής. Ο αντίκτυπος που έχει αυτό το άλμπουμ είναι εμφανής στο πώς ξεπερνάει τα σύνορα της προέλευσής του. Αντηχεί μέσω ενός συνεργατικού χαρακτήρα που αντανακλά το πνεύμα της εποχής που το γέννησε. Μπορεί σήμερα να είναι σχεδόν 32 ετών, αλλά παραμένει βαθιά καινοτόμο στον πυρήνα του -αναδιπλώνεται και διαστρεβλώνεται συνεχώς και αμείλικτα από το ίδιο το όραμά του. 

Aphex Twin – Selected Ambient Works 85-92 (1992)
Το “Selected Ambient Works 85-92” του Aphex Twin, αν και φέρει τον τίτλο “ambient,” είναι ένα πραγματικό ταξίδι στα βάθη της techno της δεκαετίας του ’90, ένα μουσικό αριστούργημα που ξεπερνά τις απλές κατηγορίες. Το άλμπουμ, που κυκλοφόρησε το 1992, είναι ένα κλασικό παράδειγμα της ικανότητας του Richard D. James να συνδυάζει την ατμοσφαιρική ηχοχρωματική εξερεύνηση με την ενέργεια της techno. Από το πρώτο κομμάτι, “Xtal,” γίνεται σαφές ότι o Aphex Twin δεν περιορίζεται από τις συμβατικές κατηγορίες. Η μελωδική ενορχήστρωση, με τα απαλά synths και τις ηχητικές υφές, δημιουργεί έναν αιθέριο μουσικό κόσμο, ενώ οι επαναλαμβανόμενοι ρυθμοί και τα κοφτά beats προσφέρουν μια αίσθηση κίνησης και ζωντάνιας. Αυτή η αντίθεση μεταξύ ambient και techno δεν είναι απλώς μια τεχνική επιλογή, αλλά μια βαθιά καλλιτεχνική δήλωση, που δείχνει την ικανότητα του Aphex Twin να συνδυάζει τις αισθήσεις με τις τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής. Κομμάτια όπως το “Pulsewidth” και “Green Calx” αποδεικνύουν το techno μεγαλείο αυτού του, κατά τα άλλα, ambient έργου.

Speedy J – Ginger (1992)
Η συνεισφορά του Jochem Paap στην πρωτοποριακή σειρά Artificial Intelligence της Warp, το “Ginger” παρουσίασε την λιγότερο επηρεασμένη από την techno και πιο μελωδική προσέγγιση του Ολλανδού στη μεταμοντέρνα χορευτική μουσική. H πρώτη κυκλοφορία του Paap με αυτό το ψευδώνυμο ήταν πιο διακριτική και λιγότερο επηρεασμένη από το Detroit σε σχέση με κάποιους συμπατριώτες του, αλλά για τους πιο απαιτητικούς ακροατές εκείνης της εποχής αποδείχθηκε μια ιδιαίτερα ικανοποιητική και αξέχαστη εμπειρία. Με αναφορές στον μινιμαλισμό του Βερολίνου, σε tribal ήχους και σε μια οριακά πιο uptempo εκδοχή από εκείνες που κυκλοφορούσε στην Plus 8 του Hawtin και του Aquaviva, το “Ginger” είναι ένα άψογο μείγμα από ολοκληρωμένα κομμάτια που εξερευνούν περισσότερο την εμπειρία μετά το club, αναδεικνύοντας την ικανότητα του Paap να παράγει ένα σώμα δουλειάς που είναι τόσο άκρως υποβλητικό αλλά και πραγματικά ακουστικό.

Underworld – dubnobasswithmyheadman (1992)
Το “dubnobasswithmyheadman” κρύβει έναν συνδυασμό από μια πιασάρικη και εκρηκτική big beat ρυθμολογία, απίθανα techno hooks και την αμίμητη τρέλα του Karl Hyde, που δίνει στο όλο πακέτο μια πιο ροκ καλλιτεχνικής απόδοση. Έχοντας κυκλοφορήσει δύο χλιαρά άλμπουμ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ως ντουέτο, πριν ναρκωθούν ουσιαστικά για σχεδόν μισή δεκαετία, αυτή η επανεφεύρεση των Underworld είδε τους Karl Hyde και Rick Smith να προσθέτουν στο line-up τους τον Darren Emerson, τότε μόλις 22 ετών. Αυτό τους έδωσε μια νέα δημιουργική πνοή, αναδεικνύοντάς τους από την αφάνεια στη θρυλική παρέα άλλων Βρετανών dance φωστήρων της δεκαετίας του ’90, όπως οι The Chemical Brothers, οι Orbital, οι Prodigy και οι Leftfield.

Orbital – Orbital (1993)
Ξεκινώντας με ένα looped sample από το Star Trek («…where time becomes loop»), το δεύτερο άλμπουμ των Orbital εξελίσσεται μέσα από οκτώ κομμάτια ζεστής, τρελαμένης techno σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με μιξαρισμένο άλμπουμ παρά με LP, χωρίς υποχωρήσεις ή mainstream ευαισθησίες. Εδώ, η αναγνωρισμένη έμπνευση του ντουέτου από τους Kraftwerk, που ήταν παρούσα πριν αλλά πάντα στο παρασκήνιο, έρχεται στο προσκήνιο. Ο λαμπρός τρόπος με τον οποίο οι αδερφοί Hartnoll πλέκουν διάφορες γραμμές synth, samples, τραγουδισμένα φωνητικά και κρουστά -μαθηματικά ακριβή αλλά και όμορφα ενορχηστρωμένα- επικαιροποίησε την ηλεκτρονική μαεστρία των Kraftwerk στη σύγχρονη μινιμαλιστική ηλεκτρονική μουσική. Ένα από τα κορυφαία ντοκουμέντα του techno κινήματος της δεκαετίας του ’90, το “καφέ” άλμπουμ εξακολουθεί να είναι η πιο συναρπαστική δουλειά των Orbital.

Hardfloor – TB Resuscitation (1993)
Για να εκτιμήσει κανείς καλύτερα την μοναδική μαεστρία που κρύβει αυτό εδώ το άλμπουμ ίσως θα έπρεπε να είχε πετύχει το ντουέτο σε κάποιο από εκείνα τα θρυλικά του gigs στα μεγαλύτερα raves των 90s και να έβλεπε τον τρόπο που οι δύο Γερμανοί (Oliver Bondzio και Ramon Zenker) χειρίζονταν τα TB-303 στην σκηνή. Ναι, κανένα άλλο techno σχήμα δεν έχει τιμήσει τόσο πολύ (και στη διάρκεια του χρόνου και σε αμέτρητες παραγωγές) το bassline τέρας της Roland όσο οι Hardfloor. Εκτός από το ονειρικό και απίστευτα ταξιδιάρικο “ΑΜ Trip” που κλείνει το άλμπουμ, όλα τα υπόλοιπα tracks είναι δυνατά techno anthems, ιδανικά για μεγάλα club, με το TB-303 να πρωταγωνιστεί και να σε τρελαίνει και να σε κουνάει, πράγμα που σημαίνει ότι αν θέλετε να το ακούσετε στο σπίτι να είστε έτοιμοι για πολύ χορό.

Juno Reactor – Transmissions (1993)
Η αλήθεια είναι ότι το “Transmissions” κλίνει σε μεγάλο βαθμό προς την μεριά της acid techno των αρχών της δεκαετίας του ’90, αλλά με αρκετά αιωρούμενα synths, trippy acid περάσματα και υπνωτικά build-ups, έτσι ώστε να κάνει ό,τι έκανε και η trance εκείνη την εποχή. Σίγουρα πρόκειται για ένα μοναδικό μείγμα του είδους, μουσική που οφείλει το στήριγμά της στους tribal ρυθμούς και τις κοσμικές αρμονίες που ένα-δύο χρόνια αργότερα θα ξεκινήσουν να παράγονται σαν μπιφτέκια στο McDonald’s με μοναδική έμπνευση τις ακτές της Goa. Φυσικά και δεν μπορείς να κατηγορήσεις την psy σκηνή που πήρε το στυλ των Juno Reactor και κατέκλυσε την αγορά με έναν αμέτρητο σωρό από απομιμήσεις και επανεκτελέσεις. 

Ωστόσο, σαν ντεμπούτο, το “Transmissions” είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ, αν και αρκετά απλοϊκό για τα δεδομένα των Juno Reactor. Τα αγόρια πίσω από το project εκείνη την εποχή – Ben Watkins, Stephane Holweck και Mike Maguire – δεν ήταν άσχετοι με τη μουσική σκηνή, είχαν δουλέψει στο κύκλωμα του Λονδίνου σε διάφορες μπάντες για μεγάλο μέρος της δεκαετίας του ’80. Ειδικά ο Holweck ήταν μακροχρόνιος συνεργάτης του Watkins, ενώ ταυτόχρονα έβρισκε χρόνο να κάνει μουσική και ως ένα άλλο πρώιμο goa act στους Total Eclipse. Ήξεραν τον τρόπο με τον εξοπλισμό, έτσι ώστε να χτίσουν ένα στοιβαρό υπόβαθρο ρίχνοντας τη δική τους ξεχωριστή πινελιά στην acid techno και αργότερα να οδηγήσουν την spy trance σε αγγελικά επίπεδα.

FSOL – Lifeforms (1994) 
Αφού εξερεύνησαν πιο καθαρά ambient πεδία με το side project Amorphous Androgynous, οι FSOL επέστρεψαν δυναμικά με το “Lifeforms”, ένα διπλό άλμπουμ που ξεχωρίζει ως μια από τις πιο καινοτόμες πειραματικές techno κυκλοφορίες της δεκαετίας του ’90 (αν και σταθερά παραμένει πιο ambient παρά techno). Παρόλο που δεν περιέχει κάποιο τραγούδι που κολλάει αμέσως στο μυαλό σου, το “Lifeforms” προσφέρει μια ευρηματική και εντυπωσιακή ακουστική εμπειρία, τόσο πλούσια και λεπτομερή όσο και οι καλύτερες δουλειές των Orb. Ωστόσο, οι FSOL διαφοροποιούνται από αυτούς κυρίως λόγω της απουσίας έντονου χιούμορ και μιας αφηρημένης προτεραιότητας για το θα χορέψουν όσοι το ακούν – είναι αλήθεια, το άλμπουμ είναι περισσότερο κάτι που ακούς παρά κάτι που σε προτρέπει να χορέψεις. Το “Lifeforms” προσφέρει μια λεπτή ακρόαση, με τους ρυθμούς συχνά θαμμένους στη μίξη, που υποστηρίζουν τις μελωδίες αντί να τις υπονομεύουν. Ενάντια στα έντονα breaks και τα σταθερά house beats του παρελθόντος, οι ρυθμοί εδώ είναι πιο χαλαροί, με μια ηχώ που προσεγγίζει το dub. Τα διαστημικά ηχητικά εφέ και οι στοιχειωμένοι θόρυβοι αναδεικνύονται, δημιουργώντας μια αποπροσανατολιστική, υποβλητική εμπειρία –ένα μείγμα φυσικών ήχων και τεχνητών στοιχείων, όπως και η εικόνα που έφτιαξε το ίδιο το συγκρότημα για το εξώφυλλο του άλμπουμ.

Robert Hood – Internal Empire (1994)
Μέχρι την εποχή του “Internal Empire” το 1994, ο Robert Hood είχε ήδη προκαλέσει σεισμικά κύματα στην techno σκηνή του Detroit. Ως ιδρυτικό μέλος των Underground Resistance, ο Hood είχε συμβάλει στην ανάδειξη του πολιτικού υποκειμένου της techno με το πιο δυνατό, ηχητικά και εννοιολογικά πιο σφυροκοπημένο σύνολο της σκηνής. Ξεφεύγοντας μόνος του, ωστόσο, ο Hood θα γινόταν πρωτοπόρος σε μια νέα μορφή techno που απογύμνωνε την έμφαση του είδους από τον επιστημονικό μαξιμαλισμό σε κάτι στοιχειώδες. Ούτε η chill-out μουσική που προοριζόταν να απογαλακτίσει τους ναρκωμένους ravers πίσω στη Γη, ούτε το bottomed-out dub της Basic Channel, το “Minimal Nation” (το οποίο βγήκε στην Axis του Jeff Mills λίγους μήνες πριν από αυτό το άλμπουμ) σηματοδότησε έναν ήχο που μπορούσε να φτάσει στα πιο συναρπαστικά δευτερεύοντα στοιχεία ενός κομματιού και να τα κάνει το μοναδικό σημείο εστίασης. Η μουσική ήταν εύθραυστη και κομψή, αλλά μπορούσε ακόμα να ισοπεδώσει μια πίστα. 

Ο Hood έχει συνεισφέρει πολλά κλασικά LPs σε ένα είδος που είναι κατά κύριο λόγο είναι προσανατολισμένο στα singles, και η δική του απρόβλεπτη καριέρα και στόχος τον έχουν δει από τότε να μετακομίζει στην Αλαμπάμα και να πετάει απροκάλυπτα χριστιανικά μηνύματα στο κοινό της πίστας του. Το “Internal Empire” εξακολουθεί να ξεχωρίζει, ωστόσο, ως ίσως η πιο καθοριστική στιγμή της καριέρας του. Είναι η καταλυτική εγκαθίδρυση μιας ηλεκτρονικής μουσικής τόσο γυμνής που ειρωνικά αφήνει αρκετό χώρο για εξερεύνηση (ακούστε το “Minus” για να καταλάβετε), καθιστώντας την αυτόματα ως ένα ακόμα υποείδος σε ένα πεδίο όπου οι ταξινομήσεις μόλις που προλαβαίνουν να ονομαστούν πριν αντικατασταθούν από το επόμενο μεγάλο hype. Γι’ αυτό είναι αξεπέραστο αυτό το άλμπουμ: είναι φοβερό επίτευγμα να ιδρύεις και να τελειοποιείς ένα μουσικό στυλ με μια αναπνοή. 

Laurent Garnier – Shot in the Dark (1994)
Ως DJ και παραγωγός, ο Laurent Garnier δεν προσπάθησε ποτέ να κρύψει την αμέριστη αγάπη του για την κλασική techno του Ντιτρόιτ και το acid-house του Σικάγο. Στο πρώτο του άλμπουμ, ο Garnier ακολουθεί απροκάλυπτα το σχέδιο που έθεσαν οι πρωτοπόροι της μουσικής. Το κοφτερό acid του “Astral Dreams” μεταφέρει το minimal jack beat σε άλλα επίπεδα dance floor τρέλας, ενώ το “The Force”, με τα φωνητικά α λά Darth Vader, είναι η προσπάθεια του Garnier να αναδημιουργήσει το σκοτεινό αριστούργημα “Blackout” του Lil’ Louis. Μπορεί να μην είναι τόσο εξελιγμένο όσο οι επόμενες παραγωγές του αλλά είναι τα κομμάτια αυτού του άλμπουμ, που παίζοντας τα, τον βοήθησαν να εδραιώσει κάποτε τη θέση του ως ο καλύτερος και ένας από τους πιο τολμηρούς DJ στον κόσμο.

Sven Väth – The Harlequin – The Robot And The Ballet-Dancer (1994)
Το The Harlequin The Robot And The Ballet-Dancer είναι το δεύτερο άλμπουμ του Sven Väth, που κυκλοφόρησε από την Eye Q Records το 1994. Περιέχει εννέα κομμάτια που κυμαίνονται από ambient μέχρι πιο παραδοσιακή trance στο πιο κινηματογραφικό και φευγάτο στυλ της Φρανκφούρτης. Σήμερα ο Sven Väth θα πρέπει να είναι ένα όνομα που όλοι οι φαν της ηλεκτρονικής μουσικής γνωρίζουν. Ένας πρώιμος πρωτοπόρος της γερμανικής techno, ανήλθε μέσα από την underground σκηνή για να απολαύσει τεράστια εμπορική επιτυχία τόσο στην πατρίδα του όσο και στο εξωτερικό. Από τις πρώτες του μέρες στο περίφημο Omen της Φρανκφούρτης, μέσα από τα labels Eye Q Records και Harthouse, μέχρι τα τελευταία του project όπως το Cocoon, η φήμη του Sven Vath ως DJ και master-blender συνδυάζεται μόνο με την αστείρευτη ενέργειά του.

Για το συγκεκριμένο άλμπουμ που έχει αφήσει μια τεράστια κληρονομιά πίσω του, από την ημέρα που βγήκε, θα πρέπει να αναφερθεί η τεράστια συμβολή του συνεργάτη του Sven Väth, του Ralf Hildenbeutel. Ήταν εκείνος που βοήθησε τον Sven να βρει τον κινηματογραφικό ήχο που έψαχνε. Ο Hildenbeutel, ένας κλασικά εκπαιδευμένος μουσικός, συνθέτης και παραγωγός, έχει στο ενεργητικό του έναν μακρύ κατάλογο κυκλοφοριών και soundtrack κινηματογραφικών ταινιών. Μέλος του trance γκρουπ Cygnus X, ένας από τους παραγωγούς της ambient σειράς “Recycle Or Die” και συνεργάτης πολλών ακόμα ονομάτων της techno σκηνής, όπως ο Chris Liebing.

Kenny Larkin – Azimuth (1994)
Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψει κανείς αυτό το φανταστικό βάθος από μελωδικές ακολουθίες και synth pads στο “Q” -κυριολεκτικά σε βυθίζουν στη μουσική! Οι βαθιές συγχορδίες, οι μελωδίες, τα πάντα φαίνεται να δημιουργούν μια συνεργατική και συνθετική ατμόσφαιρα. Δυστυχώς, μοιάζει αδύνατον να ακούσεις τόσο καλά σχεδιασμένα techno κομμάτια στις μέρες μας. Η συγκεκριμένη δουλειά του Larkin δείχνει μια απότομη στροφή μακριά από το dancefloor, ενσωματώνοντας συνθετικά στοιχεία ambient και armchair techno, ενώ παραμένει πιστός τουλάχιστον στο πνεύμα στις ρίζες του. Το “Azimuth” είναι ένα αρκετά χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης, αν και ο συνδυασμός λειτουργεί καλύτερα σε κομμάτια όπως το “Funk in Space”, όπου το ρυθμικό παιχνίδι αποκτά πληρέστερη κυριαρχία. Ένα πραγματικά καθοριστικό άλμπουμ της Detroit techno από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Dan Curtin – The Silicon Dawn (1994)
Πάντα ήταν σκληρός εργάτης, ακούω τη μουσική του εδώ και τριάντα χρόνια και η ιδέα που έχω για τον Dan Curtin είναι αυτή ενός ακούραστου techno πολεμιστή. Κάποιος που πάντα καταλάβαινε και ερμήνευε την techno, συλλαμβάνοντας την ουσία της, χωρίς ποτέ να το παρακάνει, χωρίς ποτέ να γέρνει υπερβολικά. Δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να παράγει «προσαρμοζόμενος» ενίοτε στους σκληρούς νόμους της αγοράς, αλλά η μορφή του πέρασε απαρατήρητη επειδή, ίσως, δεν ήταν τόσο καλός στη διαχείριση του μάρκετινγκ όσο ο πιο διάσημος Καναδός ξανθός. Το 1994, ωστόσο, όλα ήταν διαφορετικά και η μουσική του, γεμάτη από αυτή την ενέργεια που μόνο οι πρώτες techno κραυγές μπορούν να δώσουν, καταγράφηκε από μια σπουδαία δισκογραφική εταιρεία, την Peacefrog Records. Σε αυτό το διαστημόπλοιο του Λονδίνου κυκλοφόρησε το ντεμπούτο άλμπουμ του, “The Silicon Dawn”, όχι κι άσχημα για έναν ριψοκίνδυνο παραγωγό από το Κλίβελαντ του Οχάιο, ο οποίος μέχρι τότε είχε επιτρέψει στον εαυτό του μόνο δύο μεγάλα σκουλαρίκια με κρίκους στο πρόσωπο ενός χλωμού σπασίκλα.

Carl Craig – Land Cruising (1995)
Ορισμένα άλμπουμ είναι εξαιρετικά ανθεκτικά στο πέρασμα του χρόνου. Η αλληλουχία των κομματιών τους μοιάζει να έχει ενσωματωθεί στα ίδια τους τα μόρια, με το ένα τραγούδι να ρέει στο επόμενο τόσο φυσικά, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη αφήγηση, της ίδιας κεντρικής ιστορίας σε πολλαπλά κεφάλαια. Η αφήγηση αυτή δημιουργεί ένα σουρεαλιστικό, αλλόκοτο, σχεδόν ονειρικό αποτέλεσμα. Το ντεμπούτο-ορόσημο του Carl Craig, “Landcruising”, είναι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα ηλεκτρονικά concept άλμπουμ στην ιστορία της ηλεκτρονικής δισκογραφίας. Δεν αφηγείται μόνο την ιστορία ενός road trip, αλλά είναι ένα ταξίδι από μόνο του. Ξεκινάει με αυτούς τους προειδοποιητικούς ήχους μιας πόρτας που ανοίγει και ενός κλειδιού στη μίζα που σε προετοιμάζουν για ταξίδι άλλωστε. Το “Landcruising” είναι ένα από εκείνα τα σπάνια και ξεχωριστά άλμπουμ που δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα για να στέκεται πάντα αγέρωχο στον χρόνο, γιατί ο Craig ως μάστορας των λεπτομερειών, δημιούργησε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, ευφάνταστα και στοχαστικά ηλεκτρονικά άλμπουμ στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής, τα οποία σπάνια αγγίζονται, ακόμα και 40 χρόνια αργότερα. (*Πιθανότατα για λόγους δικαιωμάτων το άλμπουμ στο Spotify έχει άλλο tracklist από το original της Warner και κάποια από τα αρχικά samples απουσιάζουν, ωστόσο όλα τα κομμάτια είναι εκεί).

Move D – Kunststoff (1995)
Ένα υποτιμημένο διαμάντι. Η καρέκλα που κοσμεί το εξώφυλλό του ίσως εκείνη την εποχή να δήλωνε ότι πρόκειται για σπιτικό και όχι κλαμπάτο techno, αλλά μην κάνετε κανένα λάθος, η μουσική που περιέχεται εδώ μέσα είναι εντυπωσιακή. Το “In/Out (Initial Mix)” έχει την ευδαιμονική ποιότητα να ανοίγει κάθε φορά το headspace σπειροειδώς προς τη νιρβάνα, ενώ το “Eastman” που ανοίγει πλέκεται μέσα από τρεμάμενα synths και περίεργες κηλίδες ηλεκτρονικών που σε ζαλίζουν με τον funky ρυθμό τους. Ο David Moufang (Move D) είναι πολύ πιο γνωστός ως DJ παρά ως παραγωγός, αλλά αυτό το άλμπουμ είναι μια σαφής απόδειξη της έκτασης των μουσικών του ικανοτήτων.

Dave Angel – Tales of the Unexpected (1995)
Από το εναρκτήριο sample του Hal 9000 στο “Arabian Nights”, μέχρι τον αυτοσχεδιασμό στα τύμπανα του “Rudiments” που κλείνει το tracklist αυτό είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ που πραγματικά σε ταξιδεύει. Μερικές φορές αυτό το ταξίδι σε πηγαίνει σε περίεργα μέρη, μέσα από τα πιο σκοτεινά του techno κομμάτια, αλλά συνολικά καμαρώνει σαν ένα πολύ καλό δείγμα παραγωγής που ξεχειλίζει από ψυχή και αποδεικνύει ότι ο Dave Angel ήταν από τους πρώτους που απέδειξαν ότι οι techno παραγωγοί μπορούν να υπερβούν το χάσμα από το single στο άλμπουμ.

Basic Channel – BCD (1995)
Είναι αξιοθαύμαστο ότι οι Mark Ernestus και Moritz Von Oswald από την Basic Channel κατάφεραν να δημιουργήσουν και να επαναπροσδιορίσουν τον ήχο ενός ολόκληρου μουσικού είδους μέσα σε μόλις λίγα χρόνια. Το κίνητρο που ώθησε τους δύο ιδιοκτήτες βερολινέζικων δισκάδικων να συνδυάσουν τα ηχητικά στοιχεία της dub μουσικής με τους χορευτικούς ηλεκτρονικούς ήχους των νυχτερινών club της δεκαετίας του ’90 παραμένει αίνιγμα, αλλά το αποτέλεσμα εντυπωσίασε και ταυτόχρονα αποξένωσε την κοινότητα της ηλεκτρονικής μουσικής, η οποία ακόμα αναρωτιόταν αν η techno περιορίζεται αποκλειστικά σε χορευτικά κομμάτια. Στο “BCD”, η επανάληψη είναι απλώς μια απάτη αφού πολύ μικρές αλλαγές στα στοιχεία του ήχου συμβαίνουν συχνά και με απρόβλεπτο τρόπο. Η λεπτότητα είναι σίγουρα το κλειδί στον ήχο των Basic Channel, καθώς δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου απότομες αλλαγές, αξιομνημόνευτες μελωδίες ή οποιαδήποτε αίσθηση γραμμικής δομής στα τραγούδια τους. Αντ’ αυτού, οι Ernestus και Von Oswald δημιουργούν περιβάλλοντα ήχου που μορφοποιούνται αργά αλλά οργανικά, περνώντας μια μικρή παλέτα ήχων μέσα από μια μεγάλη ποικιλία προσαρμοσμένων αλυσίδων εφέ, πειράζοντας συνεχώς τα κουμπιά και παίζοντας με τα faders προκειμένου να δημιουργήσουν την επιθυμητή αίσθηση κίνησης ανάμεσα στα λίγα στρώματα ήχων στα κομμάτια τους. Η προτίμησή τους στα εφέ που βασίζονται στο delay (βασικό στοιχείο της dub μουσικής) σε συνδυασμό με την περίτεχνη προσοχή στη λεπτομέρεια με τα sequencers επιτρέπουν στους Basic Channel να μεταβάλλουν συνεχώς την ατμόσφαιρα και να μετατοπίζουν την αίσθηση του ρυθμού που πάλλεται σε αυτά τα τραγούδια.

Dave Clarke – Archive One (1995)
Το “Archive One”, το ντεμπούτο άλμπουμ του Dave Clarke, είναι ένα μοναδικό μείγμα techno, electro και breakbeat, που αντικατοπτρίζει τη rave σκηνή της δεκαετίας του ’90. Παρά το γεγονός ότι για πολλά χρόνια δεν μπορούσες να το βρεις, αυτά τα επιδραστικά κομμάτια από εκείνη την εποχή έχουν παίξει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια (και κορυφαία) θέση της βρετανικής techno. Αυτό εδώ το άλμπουμ περιέχει καθαρόαιμο techno που σου σκάει στα μούτρα χωρίς αιδώ. Περιστασιακά, είναι φοβερό, και περιστασιακά είναι απίστευτο πώς τα στριμμένα beats παίζουν τόσο τρελά παιχνίδια με τα μοχθηρά chords των ηλεκτρονικών του Dave Clarke. 

Model 500 – Deep Space (1995)
To κομμάτι “Νο UFO’s” που βρίσκεται στο πρώτο 12ιντσο των Model 500 και κυκλοφόρησε το 1985 είναι κατά την αποψή μου το πρώτο «αληθινό» techno κομμάτι και όχι μόνο επειδή έχει έναν ήχο και μια δομή που ταιριάζει με αυτό που ακούμε στα σύγχρονα techno κομμάτια. Ο Juan Atkins κυκλοφορούσε ήδη δίσκους εμπνευσμένους από τους Kraftwerk χρησιμοποιώντας synthesizers και drum machines για να δημιουργήσει ένα πιο εκλεκτό electro συχγωνευμένο με πειραματικό new wave. Ωστόσο, το πρώτο άλμπουμ των Model 500 ήρθε 10 χρόνια αργότερα και κυκλοφόρησε αρχικά από την R&S. Αυτό εδώ είναι ένα concept άλμπουμ, που χρησιμοποιεί την techno φόρμα για να εξερευνήσει διαστημικά pads (“Orbit”), synths που φωτίζουν σαν αστραφτερά αστέρια (“Astralwerks”), groovy μινιμαλιστικό shuffle (“Starlight”), κρύο, διαστρικό electro (“Last Transport (To Alpha Centauri)”), και κοφτά bleeps που κάνουν ωτοστόπ για κάποιον μακρινό γαλαξία (“Warning”).

Ken Ishii – Jelly Tones (1995)
Όποιος θυμάται τι έβλεπε το 1995 στο MTV μπορεί και να θυμάται ένα από τα πιο φανταστικά βίντεο που έπαιζαν συνέχεια, φτιαγμένο από τον Ιάπωνα animator Kōji Morimoto (Akira) και το οποίο συνόδευε το opening track “Extra” αυτού του άλμπουμ. Αργότερα όλο το άλμπουμ είχε κυκλοφορήσει και σε CD-Rom με βίντεο για όλα τα tracks. Αυτό το άλμπουμ του Ken Ishii το ’95 ήταν μια αυτοαποκαλούμενη προσπάθεια να μεταφέρει τη μουσική που προέρχεται από την techno στο μαζικό κοινό, αν και δίσταζε να το γεμίσει σε σημεία με banging kicks που μόνο στην πίστα θα έβρισκαν ηχητική χρησιμότητα. Ωστόσο, το άλμπουμ παραμένει στυφνό, διαστημικό, τζαζ, αλλά και τόσο γιαπωνέζικο, σαν ένα alien μηχανικό θηρίο, κλεισμένο σε ένα κλουβί που προσπαθούν να το υπνωτίσουν με μπόλικες ποπ ενέσεις.

Derrick May – Innovator (1996)
Μαθητούδι του πρωτοπόρου Juan Atkins στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Derrick May έγινε ένα από τα πιο επιδραστικά techno kids του Detroit. Αν και δεν ήταν τόσο παραγωγικός όσο ο Atkins ή ο Kevin Saunderson, το label του May, Transmat (εμπνευσμένο από το κομμάτι του Atkins “Time, Space, Transmat”), συνέχισε μέχρι τη δεκαετία του ’90, κυκλοφορώντας singles των Carl Craig και Stacy Pullen. Το “Innovator”, ένα διπλό άλμπουμ/συλλογή που κυκλοφόρησε από την Transmat το 1996, εξυμνεί τις καινοτομίες του May, όπως τον πρώιμο rave ύμνο “Strings of Life” και το “It Is What It Is”, με τα φρενήρη beats, τα δείγματα εγχόρδων και τα σταδιακά build-ups που άνοιξαν το δρόμο για μεταγενέστερους καλλιτέχνες και τη rave κουλτούρα όπως την ξέρουμε.

Porter Ricks – Biokineticks (1996)
Αυτό το άλμπουμ είναι ένας θρύλος για τους λάτρεις της dub techno, χάρη στην μεγάλη προϊστορία των δημιουργών του. Ο Andy Mellwig ήρθε στο πρότζεκτ ως μηχανικός mastering και κοπής στο θρυλικό Dubplates & Mastering, καθώς και έχοντας συνεργαστεί με τους Kevin Shields, Pete Kember και Kevin Martin στους Experimental Audio Research. Ο Thomas Köner ήταν ήδη γνωστός για τον οπτικά επεξεργασμένο ηχητικό σχεδιασμό του σε ταινίες και εγκαταστάσεις τέχνης. Στο “Biokinetics”, το ζευγάρι έσπασε όλα τα αναγνωρίσιμα σημάδια του είδους μέχρι το μοριακό επίπεδο, ανακατασκευάζοντας την dub techno από την αρχή με απαράμιλλη εστίαση και εμβέλεια. H μουσική εδώ μπορεί να είναι η πιο μινιμαλιστική από οτιδήποτε άλλο σε αυτή τη λίστα -σε λιγότερο από ένα λεπτό, κάθε στοιχείο αυτών των μακροσκελών κομματιών έχει εκτεθεί στον ακροατή, αλλά το αποτέλεσμα του να περνάς πραγματικά έξι, οκτώ, δώδεκα λεπτά μέσα στους άψογους ηχητικούς κόσμους είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Κάθε κομμάτι εδώ είναι μια φανταστική υδάτινη χώρα για να απολαύσετε και να εξερευνήσετε. Η επανάληψη αυξάνει την ένταση καθώς διάφορα στοιχεία ανεβοκατεβαίνουν στη μίξη, φαινομενικά μεγαλώνουν και αλλάζουν και τρέχουν σε όλο το ηχητικό φάσμα, ενώ παραμένουν ακίνητα για τον απόμακρο παρατηρητή. Το “Biokinetics” είναι τόσο ένα magnum opus του ηχητικού σχεδιασμού όσο και ένα ορόσημο της dub techno μουσικής, και δεν έχει γεράσει ούτε μια μέρα στα είκοσι οκτώ χρόνια της ύπαρξής του μέχρι στιγμής.

burger/ink – Las Vegas (1996)
H techno μπορεί να γεννήθηκε στις ΗΠΑ και στη συνέχεια να υιοθετήθηκε από τους Άγγλους, αλλά πολλές από τις ρίζες της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής βρίσκονται στη Γερμανία. Ναι, όπως και να το κάνουμε οι Kraftwerk (από πολλές απόψεις) παραμένουν το απόλυτο τευτονικό techno πρότυπο: Ψυχρό αλλά παιχνιδιάρικο, funky αλλά και αδέξιο, η όλη ιδέα άνθρωπος-μηχανή συνεχίζει να εμπνέει συγκροτήματα με γνώμονα την τεχνολογία σε όλο τον κόσμο. Οι Burger/Ink κατάγονται από την Κολωνία, και παρόλο που το ντουέτο δεν προσθέτει πολλές νέες ιδέες στη σχεδόν απρόσιτη πληθώρα ηλεκτρονικής μουσικής, ο Joerg Burger και ο Wolfgang Voigt (γνωστός και ως Mike Ink, Gas) δημιούργησαν έναν κομψό techno-chill-out δίσκο, ο οποίος τον καιρό που βγήκε έμποιαζε σαν να απαντάει στη σταθερή ροή θρυβώδους drum-and-bass που έρεε σε όλη την Ευρώπη, το “Las Vegas” είναι μια αποφασιστικά χαλαρή techno υπόθεση, με απαλά προωθητικά beats και μίνιμαλ μελωδίες που γλιστρούν μέσα και έξω από το ηχητικό σύμπαν του άλμπουμ. Επιπλέον, η κιθαριστική (!) δουλειά του Burger περνά σχεδόν απαρατήρητη, προσθέτοντας ένα plus στη διακριτική μυσταγωγία του project. Πρόκειται για ambient techno τόσο θεσπέσια που μπορεί να μην θυμάστε ότι την ακούσατε όταν τελειώσει ο δίσκος, ακόμα και όταν πατήσετε ξανά το play, αλλά είναι ένα μεστό άλμπουμ που ακόμα και τόσα χρόνια αργότερα δείχνει όλη την εξέλιξη που θα ακολουθήσει η minimal σκηνή και η techno παρέα της Kompakt.

John Beltran – Ten Days of Blue (1996)
Συχνά τον έχουν περιγράψει ως έναν από τους πιο εξελιγμένους δίσκους ηλεκτρονικής μουσικής. Το θεμελιώδες άλμπουμ του John Beltran “Ten Days Of Blue” κυκλοφόρησε αρχικά το 1996 και εξακολουθεί να θεωρείται αριστούργημα μέχρι σήμερα. Το άλμπουμ είναι γεμάτο με ντελικάτες, ονειρικές υφές και ρομαντισμό. Είναι το χαρακτηριστικό στυλ του John και κάτι που ελκύει απόλυτα όλους τους ακροατές – η μουσική του έχει έναν τρόπο να παίζει με τις χορδές της καρδιάς σου, επιτρέποντάς σου να αποδράσεις σε ένα ζωντανό, ευτυχισμένο τοπίο. 

Luke Slater – Freek Funk (1997)
Παρόλο που ο Luke Slater ανέκαθεν έπαιζε techno υψηλής ακρίβειας με συναίσθημα (όπως ακριβώς και τα είδωλά του στο Ντιτρόιτ), το Freek Funk είναι το πιο ακριβές και συναισθηματικό του άλμπουμ, αρκετά πειραματικό και με μια σειρά ήχων από σκληρούς techno μέχρι ambient ηχοτοπία και house με έγχορδα. Ένας από τους λίγους Βρετανούς παραγωγούς που φαίνεται να έχει συνειδητοποιεί από νωρίς ότι οι ενδιαφέροντες ήχοι δεν είναι τόσο σημαντικοί όσο το να επενδύσει κανείς στη μηχανική μουσική με ψυχή, ο Slater έβγαλε ένα από τα καλύτερα techno LP του 1997.

Various Artists – Decay Product (1997)
Παρά το γεγονός ότι το όνομα του σχήματος μπορεί να μπερδεύει, όχι μόνο τις πλατφόρμες σαν το Spotify που το βάζουν στις συλλογές, αυτό εδώ το άλμπουμ είναι το δημιούργημα του Γερμανού Torsten Pröfrock που υπογράφει αυτό το εξαιρετικό δείγμα dub techno στην Chain Reaction. Aτμοσφαιρικό, υπνωτικό, ορχηστρικό, επαναλαμβανόμενο, ρυθμικό, μινιμαλιστικό, μηχανικό, υδάτινο, φουτουριστικό.

K-Hand – Ready for the Darkness (1997)
Αυτό το άλμπουμ της Kelli Hand αντιπροσωπεύει μερικές από τις πιο σκοτεινές δουλειές της (όπως υποδηλώνει και ο τίτλος). Βγαλμένο κατευθείαν μέσα από τη σκοτεινή ψυχή του Detroit περιβάλλον της στο Ντιτρόιτ, εδώ δεν υπάρχουν κομμάτια που να αντιπροσωπεύουν τις πιο house παραγωγές της. Στην πραγματικότητα, το άλμπουμ δεν έχει σχεδόν καθόλου φωνητικά, εκτός από το κομμάτι που ανοίγει και μια φωνή επαναλαμβάνει “Get ready for the darkness”. Ένα απαραίτητο διαμάντι για όσους απολαμβάνουν την απίστευτη techno σκηνή που γεννήθηκε στην πόλη των αυτοκινήτων.

Maurizio – M-Series (1997)
Αυτό είναι ένα από τα πολύ αγαπημένα μου άλμπουμ minimal techno όλων των εποχών και θεωρώ ότι είναι το πιο απαραίτητο σε όποια δισκοθήκη θέλει να φιλοξενεί κάτι από το dub techno είδος. Η CD έκδοση αυτού του άλμπουμ είναι μια συλλογή υλικού που είχε αρχικά κυκλοφορήσει από τον Maurizio στην ετικέτα M, κάτω από τη μητρική ετικέτα της Basic Channel. Είναι μια από τις πιο μοναδικές και “απορροφητικές” προσεγγίσεις στην παραγωγή ηλεκτρονικής μουσικής που έχει ακούσει ο οποιοσδήποτε.Ο Μaurizio (κατά κόσμον Moritz von Oswald) λειτουργεί σε εγκεφαλικό επίπεδο, αρκετά αποτελεσματικό σε χαμηλή ένταση, αρκετά θεραπευτικό σε περιόδους άγχους, πραγματικά τόσο ένδοξο με όλες τις έννοιες της λέξης.

Gas – Zauberberg (1997)
Ο Wolfgang Voigt παραδίδει ένα σύγχρονο αριστούργημα με το “Zauberberg”, το οποίο πριν λίγα χρόνια αναγνωρίστηκε από τον μουσικό Τύπο ως ένα αξιόλογο μουσικό δείγμα που μπλέκει στοιχεία της κλασικής μουσικής με το ηλεκτρονικό περιβάλλον. Ακόμα πιο σημαντικά είναι τα σταθερά beats στην πλειοψηφία των κομματιών, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα επαναλαμβανόμενα beats θεωρούνταν τυπικά συστατικά της “επικίνδυνης” rave κουλτούρας (η οποία υποδήλωνε και τη χρήση ναρκωτικών για να την απολαύσει κανείς πλήρως). Ο Voigt δημιούργησε τον δικό του μικρόκοσμο με το ψευδώνυμο Gas, και με το “Zauberberg”, βρήκε τη φωνή και τον συγκεκριμένο βαθύ techno ambient ήχο του. O ακροατής δεν μπορεί παρά να θαυμάσει με δέος το συνεχώς εξελισσόμενο παιχνίδι των πολυεπίπεδων υφών, την υπνωτική διάθεση που προκαλεί και τους γιγαντιαίους ρυθμούς που πάντα υπονοούν την ιδέα της κίνησης και του ταξιδιού.

Experimental Audio Research – The Köner Experiment (1997)
Για το τέταρτο άλμπουμ του ως Experimental Audio Research, ο πρώην κοσμοναύτης των Spacemen 3 Pete ‘Sonic Boom’ Kember συγκέντρωσε τρεις μουσικούς με πολύ διαφορετικό υπόβαθρο –Kevin Shields (My Bloody Valentine), Eddie Prévost (AMM) και Kevin Martin (Techno Animal, The Bug)- για να τον βοηθήσουν να ηχογραφήσει ακατέργαστο υλικό, το οποίο στη συνέχεια παρέδωσε στους Thomas Köner και Andy Mellwig των Porter Ricks για να το εφοδιάσουν με «ρυθμούς και παλμούς» και να το αναμείξουν σε στοιχειωτική, dubwise αφαίρεση. Το “The Köner Experiment” των EAR είναι ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής, καθώς είναι ένα από τα πιο βαριά drone-rock, shoegaze, techno, dub και freeform άλμπουμ που υπάρχουν. Από την αρχική του κυκλοφορία έχει γίνει σημείο αναφοράς για πολλαπλά ρεύματα της πειραματικής μουσικής, φημισμένο για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της διαδικασίας ηχογράφησης στο στούντιο ως όργανο και της ζωντανής εκτέλεσης (μέσω της εκλεκτής ομάδας συνεργατών του Sonic Boom.

Plastikman – Consumed (1998)
Για τις κομψές ενορχηστρώσεις του στο “Consumed”, ο Richie Hawtin εμπνεύστηκε από τα άλμπουμ των Kraftwerk, Pink Floyd και Tangerine Dream που έπαιζε ο πατέρας του, (παθιασμένος με την ηλεκτρονική μουσική) στο σπίτι όταν μεγάλωνε, και όχι από την techno του Detroit που τροφοδότησε τη δημιουργικότητά του ως έφηβος. Στο “Consumed”, τα κομμάτια ηχογραφήθηκαν με την ίδια σειρά με την οποία εμφανίζονται και στο άλμπουμ, και όλα ηχογραφήθηκαν σε μία μόνο μέρα το καθένα. Η μόνη εξαίρεση, λέει η ιστορία, ήταν το ομώνυμο κομμάτι. Ανησυχητικό και αυστηρό αλλά στενά συναισθηματικά δεμένο με όλες τις μηχανές που το χτίζουν, το τρίτο άλμπουμ του Richie Hawtin με το ψευδώνυμο Plastikman παραμένει μέχρι τις μέρες μας ένα μινιμαλιστικό αριστούργημα.

Underground Resistance – Interstellar Fugitives (1998)
Ένα όνομα με συναρπαστική ιστορία. Πολιτικά σκεπτόμενοι ακτιβιστές με μια προκλητικά αντι-mainstream άποψη (περισσότερο πολιτιστικά παρά μουσικά), που λειτουργούν κάτω από τον μανδύα μιας έντονα φυλασσόμενης ανωνυμίας και μιας σταθερής εχθρότητας απέναντι στον mainstream μουσικό οχετό. Αυτό το άλμπουμ είναι μια συλλογή από τα καλύτερα δωδεκάϊντσα που είχε βγάλει μέχρι τότε το label  με καλλιτέχνες από το Detroit. Mια αισθητική ταινίας τρόμου χτίζεται από αρμονίες στα μικρά πλήκτρα, αλλαγές ημιτονίων και έντονα παραμορφωμένα φωνητικά. Οι Kraftwerk τους έχουν δείξει μεγάλη εκτίμηση όλα αυτά τα χρόνια, και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί -σίγουρα δεν είναι η πολιτική, είναι η ποιότητα του ήχου. Δεν είναι κάτι που θα μπορούσατε να αποκαλέσετε lo-fi, αλλά με τα συνήθως παρθένα πρότυπα της techno, φτάνει τελικά να βγαίνει στα ηχεία κάπως έτσι. Αλλά, όσο πιο στοιχειωμένο τόσο καλύτερο γίνεται, με τα δύο κομμάτια του The Infiltrator να είναι ένα βήμα μπροστά από τα υπόλοιπα, φιλικό προς το dancefloor και σταθερά μια διαχρονική techno κυκλοφορία.

Swayzak – Snowboarding In Argentina (1998)
Aυτό που παγιώνει τη θέση του “Snowboarding in Argentina” σε αυτήν εδώ την λίστα ως μια πολύ σημαντική κυκλοφορία είναι ότι από το 1998 που κυκλοφόρησε ο συνδυασμός ψυχρής ακρίβειας και των ζεστών synth παραμένει παράξενα ελκυστικός και ακλόνητα συναρπαστικός. Τα περισσότερα στοιχεία που το χτίζουν, ακόμα και αυτό το κλινικό hi-hat που σκίζει τα πάντα, ακούγονται πολύ φρέσκα, ενώ όλα τα κομμάτια χτίζονται αργά, έρχονται σιγά-σιγά στο επίκεντρο σαν πλοία που εμφανίζονται σε έναν θολό ορίζοντα, πριν απομακρυνθούν αργά στον ωκεανό του ήχου. 

Jeff Mills – Purpose Maker Compilation (1998)
Παρά το γεγονός ότι είναι υπερβολικά παιγμένα όλα τα tracks, το υλικό του Jeff Mills για τη θυγατρική Purpose Maker της Axis (δικά του labels και τα δύο) εξακολουθεί να είναι, κατά τη γνώμη μου, το καλύτερό του άλμπουμ μέχρι τώρα κι ας πρόκειται για μια συλλογή από δωδεκάιντσα. Στιβαρό, funky και όμορφα επεξεργασμένο όλο αυτό το άλμπουμ, η επιρροή αυτών των κομματιών στη σύγχρονη techno είναι αναμφισβήτητη, αφού πρόκειται για αυτές τις θρυλικές κυκλοφορίες που ξεκίνησαν τον minimal tribal ήχο, ο οποίος εξακολουθεί να είναι δυνατός μέχρι σήμερα. Αν έχετε πικάπ, τότε αναζητήστε τις κυκλοφορίες βινυλίου. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το να σβήνεις τα φώτα, να ανεβάζεις την ένταση και να ξεπλένεις λίγο την καθημερινότητα με τα beats του Purpose Maker. (*Για τις streaming ανάγκες της λίστας, μιας και το “Purpose Maker Compilation” δεν είναι διαθέσιμο στο σύνολό του σε καμία πλατφόρμα, επιλέξαμε τη συλλογή “Sight Sound And Space” η οποία περιλαμβάνει το θρυλικό “The Bells” που κάποτε έσπερνε χάος σε όλες τις techno πίστες).

Drexciya – Neptune’s Lair (1999)
Παρά την πρώτη εντύπωση που δημιουργούν οι τίτλοι των κομματιών – “Organic Hydropoly Spores”, “Polymono Plexusgel”, “Triangular Hydrogen Strain”, “Oxyplasmic Gyration Beam” – που φαίνεται να παραπέμπουν σε μια ακόμη περιπέτεια της Drexciyan μουσικής παράδοσης, γεμάτη υποθαλάσσια θέματα επιστημονικής φαντασίας, το “Neptune’s Lair” αποκαλύπτει μια αληθινά συμπαγή μουσική δημιουργία. Αν και η μουσική διατηρεί μια αστρική αύρα, το άλμπουμ ξεπερνά τα βατραχοειδή neo-retro φωνητικά δείγματα που συχνά αποσπούσαν την προσοχή στα παλαιότερα EP των Drexciya. Αντίθετα, πηγαίνει σε μια κατεύθυνση με midtempo, παρανοϊκά electro διαμάντια, προσφέροντας μια συνεχή και ακαταμάχητη ροή. Παρά την πληθώρα των 20 κομματιών, το “Neptune’s Lair” αναδύεται ως ένα ακόμα φωτεινό αστέρι στην αναγέννηση της electro-techno του Detroit, με ένα όνειρο που αιωρείται μέσα από κάθε κομμάτι, ανοίγοντας δρόμους σε νέες ηχητικές περιπέτειες.

Aril Brikha – Departure In Time (1999)
Tόσα χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το κομμάτι που έκανε τον Aril Brikha γνωστό, το “Groove La Chord”, δεν έχει χάσει τίποτα από τη λάμψη του και εξακολουθεί να εμφανίζεται τακτικά στα κλαμπ και στις ψαγμένες μίξεις. Ένας Ιρανός μετανάστης στη Στοκχόλμη που έχει εμμονή με την techno του Ντιτρόιτ, η μουσική του Brikha έχει συχνά μια αβαρή, αιθέρια ποιότητα: οι εξαιρετικά λεπτοδουλεμένες συνθετικές μελωδίες που πετάγονται σαν μεθυσμένα chords πάνω από βαθιές μπασογραμμές είναι τα θεμέλια του “Departure In Time”. Αυτό το πρότυπο αλλάζει ελάχιστα κατά τη διάρκεια του άλμπουμ, αλλά το αθροιστικό αποτέλεσμα είναι υπέροχα υποβλητικό, σαν να ξεκλειδώνει τη φαντασία του ακροατή. Υπάρχει επίσης μια υπέροχη αίσθηση αέναης κίνησης, σαν να βλέπεις το τοπίο να περνάει από ένα τρένο. Το “Headhunter”, με το ατσάλινο, μηχανικό tribal groove του, αποτελεί κορυφαίο σημείο, όπως και το “Bytes”, ένα πιο ήσυχο και πανέμορφο 7λεπτο αιθέριο techno που ανεβοκατεβαίνει και πετάει σαν να απολαμβάνει την απόλυτη ελευθερία του.

Luomo – Vocalcity (2000)
Το “Vocalcity” είναι ο ήχος ενός αξέχαστου πάρτι στην αλλαγή της χιλιετίας. Αυτός ο εμβληματικός δίσκος ανακάτεψε μια συναισθηματική εξέλιξη στην tech(micro)house μουσική, η οποία έδινε έμφαση στις λακωνικές, αλλά παθιασμένες φωνητικές αφηγήσεις («music sounds better with you…» και πάει λέγοντας. Σε αυτό το άλμπουμ οι φωνές λένε τα ίδια αγαπησιάρικα κλισέ με τις Sugababes και τις Spice Girls, αλλά, όλο το υπόλοιπο, αγκαλιάζει τους ακροατές με τόσο παγωμένα beats και μικρο-λεπτομέρειες που σκάνε δεξιά κι αριστερά, και σε ζαλίζουν μέχρι να μην έχει καμία σημασία τι σου λένε οι φωνές, αλλά πόσο καλά σε κουνάει ο υπέροχος μηχανικός ρυθμός.  Ο Φινλανδός Sasu Ripatti δεν κόβει τις ανάσες και τους αναστεναγμούς από τις φωνές των καλεσμένων του, και κάπως έτσι φτάνει σε μια ηχητική ειλικρίνεια που (τελικά) υπονομεύει όλη την υπόλοιπη ποπ λάμψη του. Το “Vocalcity” συνδυάζει αστραφτερές μελωδίες με ιστορίες αγάπης και αυτό το μοναδικό κράμα ακούγεται τόσο σαγηνευτικό, μέσα στο γεμάτο έκσταση, κομψό tech-house του.

Isolée – Rest (2000)
Αυτό είναι ένα συμπαγές άλμπουμ, συνεπές από την αρχή μέχρι το τέλος. Η προσοχή στη λεπτομέρεια είναι απίστευτη, και τα κομμάτια αφήνονται να αναπτυχθούν σε όλο τους το μεγαλείο μέχρι την τελευταία τους ανάσα. Βέβαια, πρόκειται για ένα άλμπουμ που πιθανώς θα εκτιμηθεί μόνο από ανθρώπους που είναι ήδη εξοικειωμένοι με αυτό το micro-house στέλεχος της techno. Είναι πολύ μίνιμαλ, και γεμάτο μικρές χειρονομίες, που όμως εκτελούνται καλά και με τέλειο συγχρονισμό. Το “Beau Mot Plage” είναι το μεγάλο κομμάτι του άλμπουμ, ένα ορόσημο στην club μουσική του τέλους των 90s. Tο “Rest” καλύπτει ένα μεγάλο έδαφος στα techno εδάφη (και παρακλάδια) και το καλύπτει υπέροχα, αποδεικνύοντας ότι η φήμη του Rajko Müller (Isolée) ως παραγωγού πρώτης τάξεως δεν είναι τυχαία.

Jan Jelinek – Loop-Finding-Jazz-Records (2001)
Ο Jan Jelinek προσεγγίζει την techno με μια βαθιά, περίεργη, επιστημονική προσοχή στη λεπτομέρεια και τη δομή, επιλέγοντας τις επιρροές του για να ξεχωρίσει μετά ό,τι του αρέσει, δημιουργώντας ριζικά προσωπικά κομμάτια από πανέμορφους τόνους και υφές. Έχει κυκλοφορήσει άλμπουμ χτισμένα από τις αναμνήσεις του krautrock και μιας σκονισμένης ραδιοφωνικής ποπ, ακόμα και ραδιοφωνικά πιο χιτ κομμάτια, αλλά στο ολοκληρωμένο ντεμπούτο του με το πραγματικό του όνομα, αντλεί από ένα κουτί παιχνιδιών γεμάτο από ζεστούς στατικούς θορύβους από σκονισμένους τζαζ δίσκους. Αυτό δεν σημαίνει ότι το “Loop-Finding-Jazz-Records” μοιάζει σε καμία περίπτωση με τζαζ μουσική -ο Jelinek απλώς χρησιμοποιεί τα χρώματα των πηγών των δειγμάτων του για να ζωγραφίσει κάτι εντελώς καινούργιο. Σε όλο το άλμπουμ συνδυάζει αυτά τα αφηρημένα δείγματα με πρωτοποριακές (για εκείνη την εποχή) glitch δομές, οι οποίες σαν ψηφιακά «λάθη» συνθέτουν μέρος του συνδετικού ιστού της μουσικής. Ο ήχος που προκύπτει, παραμένει εκπληκτικά φρέσκος μέχρι σήμερα, κυρίως χάρη στην ανοιχτή, βαθιά αισθησιακή ενορχήστρωσή του. Οι αιωρούμενες, απρόβλεπτες δομές των κομματιών τείνουν να μετατρέπονται σε μικρά κατακερματισμένα αποσπάσματα από αναμνήσεις, κάθε στοιχείο κλειδώνει στη θέση του σε κάποιο σημείο κατά μήκος των χαλαρών χρόνων εκτέλεσης και πριν το καταλάβετε, κουνιέστε σε έναν ρυθμό που στην αρχή φαινόταν τόσο αφηρημένος όσο κι ένας σχηματισμός σύννεφων στον ουρανό.

Dub Taylor – Detect (2001)
Είναι δύσκολο να μιλήσουμε για τo “Detect” χωρίς να αναφέρουμε την Force Tracks, την εταιρεία που κυκλοφόρησε αρχικά αυτή τη συλλογή με τις παραγωγές του Dub Taylor (ή αν προτιμάτε, του παραγωγού Alex Krüger). Παρόλο που η Force Tracks έβγαζε 12’s με γοργό παραγωγικό ρυθμό από το 1999 μέχρι το 2001, τα χρόνια που προηγήθηκαν της κυκλοφορίας αυτού του άλμπουμ, σπάνια έμπαινε στην παραγωγή ολοκληρωμένων άλμπουμ. Ωστόσο, όταν κυκλοφόρησαν περιστασιακά ολοκληρωμένα άλμπουμ, όπως για παράδειγμα το “Vocalcity” του Luomo, οι κυκλοφορίες αυτές έτυχαν σημαντικής αποδοχής και ενθουσιασμού. Το “Detect” δεν βγαίνει από αυτόν τον κανόνα -πρόκειται για ένα αξιόλογο full-length που αξίζει να ακουστεί με προσοχή. Ο Krüger εδώ αποδεικνύει ότι δεν είναι άσχετος με την ποικιλομορφία και τη δημιουργικότητα. Μπορεί να παράγει dance-pop ύμνους όπως το «I Can’t (…You Know)», μαζί με straight-up minimal house κομμάτια όπως το “Sweet Lips” ή το “Newmen”. Και με τα μισά από αυτά τα κομμάτια να διαθέτουν κάποιου είδους φωνητική ενορχήστρωση, το άλμπουμ ταλαντεύεται μπρος-πίσω με την ποπ προσβασιμότητά του. Είναι αυτή η επιβεβαίωση της σύνδεσης της χορευτικής μουσικής με την ποπ μουσική αλλά και με την πίστα που κάνει τον Dub Taylor τόσο συναρπαστικό.

Bandulu – Redemption (2002)
Οι Βρετανοί Bandulu για μια στιγμή φάνηκε να πέρασαν ήσυχα στη νύχτα της δεκαετίας του ’90, με το κλασικό τους tribal dub techno να ακούγεται όλο και λιγότερο σχετικό, καθώς οι bangin’ σουηδικοί ήχοι και ο γερμανικός μινιμαλισμός έγιναν ο κανόνας στη νέα χιλιετία. Και μετά από μια δεκαετία σιωπής επέστρεψαν με το Redemption, ένα άλμπουμ που απέδειξε ότι street grit τους δεν ακούστηκε ποτέ καλύτερα, με όλα τα dubby εφέ που εκτίμησαν οι οπαδοί τους και μια σταθερή ηχητική ιδεολογία που εδώ ακούγεται σύγχρονη και μονότονη και μελαγχολική και τόσο γερά δεμένη με τις reggae ρίζες της χορευτικής μουσικής.

The Black Dog – Silenced (2005)
Όταν το ντουέτο των Plaid ξεπήδησε από τη διάλυση των Black Dog στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με μια σειρά από κυκλοφορίες προκλητικής electro-techno, το μέλος που άφησαν πίσω τους, ο Ken Downie, φάνηκε για μια στιγμή να χάνεται στο παρασκήνιο. Εμφανιζόταν πολύ περιστασιακά για να κυκλοφορήσει εξαιρετικό υλικό, αλλά για κάποιον λόγο, φαινόταν ότι τον θυμόντουσαν μόνο για όσα είχαν καταφέρει οι Black Dog ως τρίο. Το “Silenced”, αν και μόλις δεύτερο κανονικό άλμπουμ από το 1997, είναι άλλο ένα εξαιρετικό άλμπουμ ακουστικής techno -φέρει όλα τα χαρακτηριστικά των κλασικών του Black Dog χωρίς να στηρίζεται υπερβολικά σε αυτά, και επιβάλει μια αναπροσαρμογή στον τρόπο με τον οποίο οι κριτικοί τον αντιμετωπίζουν ως ένα παλιό κεφάλαιο της βρετανικής electronica. Ο δίσκος κινείται περισσότερο από τη διάθεση παρά από την τεχνολογία -τα beats δεν είναι πολύπλοκα, αλλά ο Downie έχει έναν τρόπο να μαγεύει με τις παραγωγές του το παρελθόν που ούτε οι Boards of Canada δεν μπορούν να αγγίξουν.

The Field – From Here We Go Sublime (2007)
Το “From Here We Go Sublime” του The Field είναι ένα άλμπουμ που μας ταξιδεύει πέρα από τα όρια του χώρου και του χρόνου, βυθίζοντάς μας σε έναν ονειρικό κόσμο ήχων. Ο Axel Willner, ο δημιουργός πίσω από το όνομα The Field, μας προσκαλεί να τον ακολουθήσουμε σε ένα μουσικό ταξίδι που διαρκεί πάνω από μία ώρα, όπου τα drones και οι συνθετικοί ήχοι συγχωνεύονται σε μια αέναη επέκταση. Τα κομμάτια του άλμπουμ αρνούνται να περιοριστούν σε συμβατικές διάρκειες, καθώς ο Willner παίζει με τις παραμέτρους και τα φίλτρα, επιτρέποντας στη μουσική να ανθίσει σε μια σύνθετη, υπνωτική ατμόσφαιρα. Κάθε ήχος, κάθε επανάληψη, κάθε μικρή αλλαγή, συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου ηχητικού τοπίου που μας παρασύρει σε άλλες διαστάσεις.

Καθώς βυθιζόμαστε στα κύματα των ήχων, χάνουμε την αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Το “From Here We Go Sublime” είναι ένα άλμπουμ που μας προσκαλεί να εγκαταλείψουμε τις καθημερινές μας ανησυχίες και να αφεθούμε στην απεραντοσύνη της μουσικής. Είναι ένα ταξίδι στο άπειρο, όπου το μυαλό μας ελευθερώνεται και η φαντασία μας ανθίζει. Ο Axel Willner, με την ικανότητά του να χειρίζεται τους ήχους σαν ένας μάγος, μας οδηγεί σε έναν κόσμο όπου το υλικό και το άυλο συναντιούνται, δημιουργώντας μια μουσική εμπειρία που αγγίζει τις βαθύτερες χορδές της ψυχής μας. Ένα άλμπουμ που μας υπενθυμίζει ότι η μουσική έχει την δύναμη να μας ταξιδέψει σε άλλες πραγματικότητες, να μας απελευθερώσει από τα δεσμά του υλικού κόσμου και να μας οδηγήσει σε ένα ταξίδι στο άπειρο.

Sweet Exorcist – RetroActivity (2011)
Θεμελιώδες bleep techno από τον Richard Barrett (DJ Parrot) και τον Richard H. Kirk των Cabaret Voltaire. Καθοριστικό ρόλο στην πρώιμη επιτυχία της Warp Records, τα θρυλικά δωδεκάϊντσα των Sweet Exorcist (ήδη από το 1989) έκαναν επίσης σαφή τη σύνδεση μεταξύ της βιομηχανικής μουσικής και της νέας αυγής της acid house, χτίζοντας πάνω στην dancefloor αισθητική, σαν την μάντρα κατεύθυνση που οι Cabs είχαν πάρει στη δική τους μουσική από τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Αυτές οι εκπομπές από τα μυαλό χτυπάνε σαν σφυριά σε εργοστάσιο και φτιάχνουν bleep ‘n bass μουσική στην πιο δυναμική και πρωτόγονη μορφή της. Το “RetroActivity” είναι μια επετειακή συλλογή που περιέχει όλα τα παλιά 12″ EPs και περιλαμβάνει και “CCEP/CCCD” (1991), την πρώτη μεγάλης διάρκειας κυκλοφορία της Warp, συγκεντρώνοντας όλα τα κλασικά κομμάτια συν πολυάριθμες εναλλακτικές εκδόσεις, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο σετ σε διπλό CD που θα εξυπηρετήσει εξίσου καλά τους οπαδούς, τους φανατικούς και τους νεοεισερχόμενους στο bleep techno διάστημα.

Surgeon – Breaking the Frame (2011)
Σε μια εποχή που η techno μοιάζει να έχει εξαντληθεί από άποψη μουσικής εξέλιξης, ο Anthony Childs, ο Βρετανός techno παραγωγός που κρύβεται πίσω από το όνομα Surgeon, κατάφερε να ωθήσει το είδος προς τα εμπρός με αριστουργηματικά άλμπουμ όπως το “Force & Form” και το “Body Request”. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, τα κομμάτια της techno ξεκινούν να εξελίσσονται σε πιο ειλικρινείς συνθέσεις, γεμάτα πάντα από looped ρυθμούς που χαρακτηρίζονται από την επανάληψη και την έλλειψη εξέλιξης. Ο λόγος για τον οποίο το “Breaking the Frame” μπορεί να θεωρηθεί ως μια ακόμη ηχητική επανάσταση Βρετανού παραγωγού του έγκειται στο ότι είναι ένας δίσκος εξίσου ελκυστικός τόσο για τους οικιακούς ακροατές όσο και για τους DJs. Υπάρχουν τέσσερις πλευρές βινυλίου προς εξερεύνηση, πράγμα που σημαίνει πως αρκεί να ρίξετε τη βελόνα στην αρχή μιας πλευράς και η σπείρα θα σας τυλίξει στην πιο ώριμη φάση ενός κορυφαίου techno παραγωγού, μέσα από περιπέτειες με κυκλικούς tribal techno ρυθμούς και βαρύ κρουστό μπάσο.

Terrence Dixon – From the Far Future Pt. 2 (2012)
Η μελωδία εδώ είναι συχνά ζαλισμένη, μοιάζει να γέρνει πλάγια, ή ακόμα και να αυθαδιάζει θρασύτατα ως δυσαρμονική, αλλά πάνω απ’ όλα στέκει γενναία, εκεί σε όλη τη διάρκεια του άλμπουμ, τόσο σαγηνευτικά υπνωτική. Αυτή η αλχημεία του μεγάλου Terrence Dixon από το Detroit, αυτή η ικανότητα να λυγίζει όλη αυτή την αφαίρεση, την απλότητα και την μελαγχολία σε μουσική που απαιτεί κίνηση είναι συγκινητική. Μπορεί τα ντραμς αυτού του άλμπουμ να είναι βουβά και οι ρυθμοί του πιο θολοί, πιο διακριτικοί, αλλά το “From the Far Future Pt. 2” αντιπροσωπεύει ένα από τα καλύτερα σύγχρονα άλμπουμ που συνεχίζουν την παράδοση του Ντιτρόιτ στην όμορφη χορευτική μουσική.

Voices From The Lake – Voices From The Lake (2012)
Το “Voices From The Lake” είναι ένας ατελείωτος καταρράκτης από υπνωτικές λούπες, που κινούνται σαν αστέρια στον ουρανό, σχηματίζοντας και σπάζοντας και ανασχηματίζοντας νέους αστερισμούς κάθε λίγα λεπτά σε μια συνεχή ροή. Ακούγεται σαν την πιο νατουραλιστική techno εμπειρία που μπορεί να υπάρξει, τόσο εύκολη όσο η αναπνοή, τόσο αβίαστη όσο η βαρύτητα. Όμως η κατασκευή του κάθε άλλο παρά αβίαστη ήταν -αυτό το άλμπουμ δημιουργήθηκε με επίπονο ηχητικό σχεδιασμό και την προσεκτική τοποθέτηση χιλίων διαφορετικών στοιχείων, τα οποία αλληλοεμπλέκονται όπως τα μόρια του νερού στο κύμα. Το δίδυμο των Ιταλών Donato Dozzy και Neel τελειοποίησε αυτό το υλικό μέσα από ζωντανές εμφανίσεις και σχολαστική δουλειά στο στούντιο σε σημείο που να μοιάζει με κάτι που γεννήθηκε σε ένα μυστικιστικό δάσος, σαν μουσική που βγήκε μέσα από την ίδια τη γη.

Shinichi Adobe – Butterfly Effect (2014)
Κάποια από τα κομμάτια εδώ έχουν την άμορφη ενέργεια καλλιτεχνών όπως o Actress, o οποίος άρχισε να δημιουργεί γοητευτική, βαθιά πειραματική μουσική πολύ μετά την κυκλοφορία του “Butterfly Effect”. Το άλμπουμ αυτό περιφέρεται στις παρυφές της techno, χρησιμοποιώντας μερικά από τα κλασικά εργαλεία της για πραγματικά ανορθόδοξους σκοπούς. Άλλα μέρη σκίζουν σαν οδοντωτή, σκισμένη στις ραφές deep house, πολύ αργή για την πίστα, αλλά πολύ θορυβώδης και παράξενη για το chillout δωμάτιο. Όλα είναι δεμένα μεταξύ τους με drone ακολουθίες και κάθε υποψία ρυθμού αιωρείται ακριβώς εκτός εμβέλειας, ως μια απλή νύξη ή υπόδειξη, παρά ως βασικό μέρος της μουσικής. Το όλο πράγμα κορυφώνεται, ωστόσο, με το ομώνυμο κομμάτι που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο ευαίσθητο άκρο της dub techno και στην καπνισμένη, σκοτεινή, ονειρική, και γεμάτη μπάσο καρδιά της πίστας. Μπορεί να είναι υπερβολικά πειραματικό για τους σκληροπυρηνικούς του είδους, αλλά για μένα είναι ένα σπουδαίο παράδειγμα του πόσο μακριά μπορεί να τεντωθούν τα όρια ή ακόμα και να σπάσει μια καλά καθορισμένη φόρμα, διατηρώντας το αρχικό της πνεύμα.

Paranoid London – PL (2019)
Οι Paranoid London είναι οι Hardfloor του σήμερα, που σημαίνει ότι είναι το πιο γαμάτο acid όνομα αυτή τη στιγμή στην techno σκηνή. Η μαγεία των κομματιών τους, είτε στις προηγούμενες παραγωγές τους είτε στο “PL”, κρύβεται στην εκκεντρική επιλογή των αντι-τραγουδιστών τους, των οποίων οι φωνές αμφισβητούν τα καθιερωμένα πρότυπα της house μουσικής με τις gospel divas. Αντί να ακολουθούν την εύκολη πορεία των γυναικείων φωνητικών της δεκαετίας του ’90, οι φωνές που επιλέγουν για τα κομμάτια τους αναβλύζουν μια αίσθηση από την no-wave και post-punk εποχή της αρχής της δεκαετίας του ’80, δημιουργώντας ένα ηχητικό σύμπαν πιο κοντά στην ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής. Αυτή η ιδιαίτερη σύνδεση με το παρελθόν βρίσκει την πλήρη έκφρασή της στο “Angel of Hell”, ένα κομμάτι που φανερώνει επιρροές από το μουσικό τοπίο της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’80 με καλεσμένους τον απόλυτο electro-punk καλλιτέχνη Alan Vega και τον μάγο των στούντιο Arthur Baker. Στο κομμάτι αυτό, ο Baker προσφέρει μια λάμψη και στιλβωσιά στο απειλητικό acid μπάσο, ενώ ο Vega παραπαίει και γρυλίζει στον υπόκωφο ήχο του παρασκηνίου, δημιουργώντας ένα ανεπανάληπτα ανατρεπτικό ηχητικό τοπίο. Κάπου αλλού, ο πρώην τραγουδιστής των A Certain Ratio, Simon Topping, δημιουργεί μια παρόμοια αίσθηση στο καταπληκτικό “Cult Hero (Do You Wanna Touch Me)”, καθώς το TB-303 παρέχει μια ψυχρή, οξειδωμένη αντίθεση στην προωθητική θερμότητα του κομματιού. 

 

Διαβάστε ακόμα: 50 σπουδαία άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής από τα 80s