Η δεκαετία του ’80 υπήρξε μια εποχή μεγάλων αλλαγών και πειραματισμών στην ηλεκτρονική μουσική, όπου η τεχνολογία άρχισε να επηρεάζει καθοριστικά τη δημιουργική διαδικασία. Τα συνθεσάιζερ, τα drum machines και τα ψηφιακά sequencers έδωσαν στους καλλιτέχνες τη δυνατότητα να δημιουργήσουν ήχους που δεν είχαν ποτέ ακουστεί, διευρύνοντας τα όρια της μουσικής έκφρασης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, γεννήθηκαν ορισμένα από τα πιο επιδραστικά άλμπουμ όλων των εποχών, τα οποία όχι μόνο καθόρισαν τον ήχο της εποχής τους, αλλά άνοιξαν και νέους δρόμους για τη μετέπειτα εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής.

Ωστόσο, όπως έχουμε ξαναπεί, με τόσες αμέτρητες αξιόλογες κυκλοφορίες, είναι αδύνατο να συμπεριληφθούν όλα τα σπουδαία έργα σε μια μόνο λίστα. Αυτή που ακολουθεί είναι μια επιλογή 50 άλμπουμ από τη δεκαετία του ’80, που όχι μόνο αντιπροσωπεύουν το πνεύμα της εποχής, αλλά και ξεχώρισαν για τη συμβολή τους στη διαμόρφωση της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής. Αυτά τα άλμπουμ δεν περιορίζονται σε ένα μόνο στυλ ή είδος, αλλά καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα εκφραστικών τρόπων, από τη synth-pop και το industrial μέχρι την ambient και την techno.

Κάθε ένα από αυτά τα έργα αποτελεί ένα σημείο αναφοράς που επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει μουσικούς, παραγωγούς και ακροατές. Είναι τα άλμπουμ που τόλμησαν να σπάσουν τα όρια της τότε συμβατικής μουσικής και να εισαγάγουν νέες ιδέες και τεχνικές, διαμορφώνοντας ένα νέο συνθετικό ηχητικό τοπίο. Είτε μέσα από τις συναισθηματικά φορτισμένες μελωδίες τους είτε μέσα από τα ψυχρά, μηχανικά τους ρυθμικά μοτίβα, τα άλμπουμ αυτά κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν το πνεύμα της εποχής τους και να δημιουργήσουν μια διαρκή κληρονομιά.

Ενώ ορισμένα από αυτά τα έργα απέκτησαν άμεση αναγνώριση, άλλα χρειάστηκε να περάσει χρόνος για να εκτιμηθούν πλήρως. Παρ’ όλα αυτά, όλα έχουν έναν κοινό παρονομαστή: τη δύναμή τους να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της μουσικής δημιουργίας και να εμπνεύσουν νέες γενιές καλλιτεχνών. Αυτή η λίστα δεν είναι απλά μια αναδρομή στο παρελθόν, αλλά μια αναγνώριση του ρόλου που έπαιξε η δεκαετία του ’80 στην εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής, φέρνοντας στο προσκήνιο άλμπουμ που άνοιξαν τον δρόμο για όλα όσα ακολούθησαν.

Laurie Spiegel – The Expanding Universe (1980)
Το “The Expanding Universe” είναι το ντεμπούτο άλμπουμ της Αμερικανίδας συνθέτριας και πρωτοπόρου της μουσικής υπολογιστών Laurie Spiegel. Τα κομμάτια που το απαρτίζουν συνδυάζουν αργά εξελισσόμενες υφές με τον συναισθηματικό πλούτο της περίπλοκης αντίστιξης, της αρμονίας και των πολύπλοκων ρυθμών (ο John Fahey και ο J. S. Bach αναφέρονται ως σημαντικές επιρροές στις σημειώσεις του αρχικού εξωφύλλου), όλα χτισμένα από ηλεκτρονικούς ήχους. Κάθε ένα από τα έργα άνοιξε νέους δρόμους σε εντελώς νέες μεθόδους ζωντανής αλληλεπίδρασης με τη λογική του ηλεκτρονικού υπολογιστή με πρωτοποριακούς τρόπους δημιουργίας που τώρα φτάνουν στο απόγειο της δημοτικότητάς τους με διαδραστικά μουσικά λογισμικά που εισέρχονται στην mainstream μουσική παραγωγή. Ένα αποκαλυπτικά μαγικό άλμπουμ, ιδανικός σύντροφος για όλες τις ώρες της ημέρας.

Tangerine Dream – Tangram (1980)
Το “Tangram” σηματοδοτεί μια νέα εποχή για το συγκρότημα, καθώς αποτελεί την αρχή της “Virgin” περιόδου τους. Με αυτό το έργο, οι Tangerine Dream καταφέρνουν να ισορροπήσουν μεταξύ της ατμοσφαιρικής ηλεκτρονικής μουσικής που τους έκανε γνωστούς και μιας πιο δομημένης, μελωδικής προσέγγισης. Αποτελείται από δύο μακροσκελή κομμάτια, που χωρίζονται σε διάφορα μέρη, τα οποία ρέουν αρμονικά το ένα στο άλλο. Η χρήση των synthesizers και των sequencers δημιουργεί ηχητικά τοπία που είναι ταυτόχρονα ονειρικά και δυναμικά, με μια συνεχή αίσθηση κίνησης και εξέλιξης. Η συνθετική δεξιοτεχνία του συγκροτήματος λάμπει μέσα από περίπλοκες υφές και μελωδικά μοτίβα, κάνοντας το άλμπουμ προσβάσιμο τόσο στους παλιούς όσο και σε νέους ακροατές. Ένα σημαντικό έργο που αποδεικνύει την ικανότητα των Tangerine Dream να προσαρμόζονται και να εξελίσσονται, χωρίς να χάνουν την ουσία της μουσικής τους ταυτότητας.

The Residents – The Commercial Album (1980)
Το “The Commercial Album” των Residents είναι ένα από τα πιο πρωτοποριακά και εμβληματικά έργα της αντισυμβατικής μουσικής. Το άλμπουμ περιέχει 40 κομμάτια, το καθένα με διάρκεια μόλις 60 δευτερολέπτων, τα οποία παρωδούν τη δομή των εμπορικών jingles και αμφισβητούν τα όρια της pop μουσικής. Αποτελεί μια ιδιοφυή ανατομία της εμπορικής μουσικής κουλτούρας, μετατρέποντας τη μινιμαλιστική απλότητα σε εργαλείο καυστικής κριτικής. Κάθε κομμάτι είναι μια μικρή, ολοκληρωμένη σύνθεση, αλλά η διάρκειά τους παραπέμπει σκόπιμα στην επιφανειακή και εφήμερη φύση των ραδιοφωνικών επιτυχιών. Οι Residents διατηρούν την ανώνυμη και μυστηριώδη προσέγγισή τους, χρησιμοποιώντας απλά αλλά παράξενα μελωδικά μοτίβα, που ακούγονται ταυτόχρονα οικεία και ξένα. Το άλμπουμ είναι εξίσου μια μορφή τέχνης και μια φιλοσοφική δήλωση, προσεγγίζοντας τη μουσική βιομηχανία με μια σαρκαστική και ειρωνική ματιά. Παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά και προκλητικά έργα των Residents, ένα ευφυές, ειρωνικό αριστούργημα που διαταράσσει τις συμβάσεις της pop μουσικής, μετατρέποντας την ίδια τη μορφή του άλμπουμ σε μια τολμηρή καλλιτεχνική δήλωση.

John Foxx – Metamatic (1980)
Ένα άλμπουμ που έχει αναγνωριστεί για την καινοτομία του στον τομέα της ηλεκτρονικής μουσικής. Η σκοτεινή θεματολογία του άλμπουμ, βαθιά επηρεασμένη από τα γραπτά του J.G. Ballard, περιλαμβάνει αναφορές στην αποξένωση της αστικής ζωής. Βέβαια, αν και σήμερα θεωρείται πρωτοποριακό για την εποχή του, ορισμένοι κριτικοί το έθαψαν όταν κυκλοφόρησε, τονίζοντας ότι οι επιρροές από άλλους καλλιτέχνες, όπως οι Kraftwerk και Joy Division, είναι τόσο εμφανείς, που δίνουν την αίσθηση ότι το άλμπουμ δεν είναι εντελώς αυθεντικό. Παρά τις κριτικές εκείνες, το “Metamatic” άντεξε (και αντέχει) στον χρόνο, και παραμένει ένα σημαντικό έργο στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής που έχει επηρεάσει πολλούς καλλιτέχνες της εποχής του, προσφέροντας μια μοναδική ατμόσφαιρα και μια ξεχωριστή οπτική για τη μουσική του μέλλοντος.

The Human League – Travelogue (1980)
Για μένα, οι Human League ήταν ένα από εκείνα τα συγκροτήματα που στεκόταν πάντα σε μια εξωπραγματική θέση, πάνω από κάθε πιθανή αντίληψη μου για την ηλεκτρονική μουσική. Όσο καλό κι αν είναι το επόμενο νούμερο 1 “Dare” (και είναι αντικειμενικά πολύ καλό) πάντα συνδεόμουν περισσότερο με το “Travelogue” και το ντεμπούτο τους “Reproduction”. Όπως αποδείχθηκε, το “Travelogue” ήταν το δεύτερο και τελευταίο άλμπουμ με την αρχική σύνθεση του συγκροτήματος – οι Ian Craig Marsh και Martyn Ware έφυγαν για να σχηματίσουν τους Heaven 17, ενώ ο Philip Oakey βρήκε μια νέα ομάδα μουσικών και δύο πανέμορφα κορίτσια, για να παίξει μαζί τους, και κράτησε και το όνομα The Human League. Μια πραγματική ακουστική εμπειρία για να χαθεί κανείς μέσα της ξανά και ξανά.

Harald Grosskopf – Synthesist (1980)
Το καλοκαίρι του 1979, ο Harald Grosskopf -ένας ντράμερ που ζούσε στο Βερολίνο και είχε συμμετάσχει σε ηχογραφήσεις των Klaus Schulze, Ash Ra Tempel, Cosmic Jokers και άλλων – αποσύρθηκε στο διαμέρισμα ενός φίλου του στο Krefeld της Γερμανίας για να ηχογραφήσει το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ. Στο διαμέρισμα είχε στη διάθεσή του ένα Minimoog, ένα πρωτόγονο sequencer, ένα οκτακάναλο μαγνητόφωνο και άφθονο χρόνο μόνος του. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, ο Grosskopf συνέθεσε και ηχογράφησε το υλικό που κατέληξε στο “Synthesist”, το οποίο τελικά κυκλοφόρησε από τη σεβαστή “kosmische” εταιρεία Sky, που είχε έδρα το Αμβούργο. Η πανέμορφη μουσική του “Synthesist” αιωρείται σε μια ενδιαφέρουσα γκρίζα ζώνη μεταξύ του πρώιμου instrumental ύφους των Kraftwerk και των πιο ελεύθερων διαστημικών εξερευνήσεων που έγιναν δημοφιλείς από τον Schulze και τους Tangerine Dream. Τα κομμάτια είναι ως επί το πλείστον συμπαγή και τείνουν να σε μεταφέρουν με τον ηλεκτρονικό παλμό τους. Η μουσική του Grosskopf έχει μια αιωρούμενη, αέρινη ποιότητα, πάντα σε κίνηση και χωρίς κανένα ίχνος φωνής, γεγονός που δίνει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στις υπέροχες αναλογικές υφές της.

Brian Eno – David Byrne – My Life In The Bush Of Ghosts (1981)
Aποτελεί ένα πρωτοποριακό και καινοτόμο έργο στον (πρωτόγονο ακόμα) τομέα της δειγματοληψίας (sampling) και της χρήσης φωνητικών αποσπασμάτων στην ποπ μουσική. Ωστόσο, για αυτούς τους ίδους λόγους έχει δεχθεί και έντονη κριτική για ορισμένες πτυχές του: Ένα από τα κύρια επιχειρήματα κατά του άλμπουμ είναι το ζήτημα της πολιτισμικής ιδιοποίησης. Οι Eno και Byrne χρησιμοποίησαν φωνητικά αποσπάσματα από καλλιτέχνες του αραβικού κόσμου, όπως η Λιβανέζα τραγουδίστρια Dunya Yusin, χωρίς την άδειά τους. Αυτό θεωρήθηκε από μερικούς ως ένα είδος “ιμπεριαλιστικής παγκόσμιας ποπ”, όπου οι δυτικοί μουσικοί χρησιμοποιούν την κληρονομιά άλλων πολιτισμών για τους δικούς τους σκοπούς.

Επιπλέον, υπήρξε κριτική για τον τρόπο που ορισμένα φωνητικά αποσπάσματα, όπως αυτό από την περιβόητη τελετή εξορκισμού, χρησιμοποιήθηκαν. Οι Eno και Byrne έκοψαν τα λόγια πριν ολοκληρωθεί ο εξορκισμός, χάνοντας έτσι το πλαίσιο και την ουσία του. Αυτό θεωρήθηκε από μερικούς ως μια τετριμμένη χρήση των ηχητικών πηγών. Επίσης, στην πρώτη του μορφή, το άλμπουμ περιλάμβανε το “Qu’ran” που περιείχε ηχογραφήσεις από την ανάγνωση του Κορανίου. Αυτό το κομμάτι αφαιρέθηκε σε επόμενες εκδόσεις λόγω πολιτισμικών και θρησκευτικών προβλημάτων (και όχι μόνο πνευματικών δικαιωμάτων). Παρά τις κριτικές, το “My Life in the Bush of Ghosts” παραμένει ένα τεράστιο, σημαντικό και επιδραστικό άλμπουμ που άνοιξε νέους δρόμους στην ποπ μουσική και επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους καλλιτέχνες. Η καινοτόμος χρήση της δειγματοληψίας και των φωνητικών αποσπασμάτων δημιούργησε ένα μοναδικό και ατμοσφαιρικό ηχητικό αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, οι ανησυχίες σχετικά με την πολιτισμική ιδιοποίηση και τον σεβασμό στα πνευματικά δικαιώματα παραμένουν μέχρι σήμερα σημαντικά ζητήματα προς συζήτηση.

Tuxedomoon – Desire (1981)
Σε μια εποχή όπου οι ηλεκτρονικοί (και πιο πειραματικοί) μουσικοί έτειναν όλο και περισσότερο προς το σκληρό και το συνθετικό, το “Desire” τυλίγεται με τις ζεστές, φιλόξενες κουρτίνες του θεάτρου. Οι Tuxedomoon σπαταλούν όλη την πολυτέλεια (και ομορφιά) της μουσική τους ευφυίας, ρίχνοντας το ένα στρώμα κινηματογραφικής μουσικής μετά το άλλο, μέχρι τα τραγούδια να γείρουν προς μια απίστευτα καθηλωτική ψυχεδέλεια και να καταλήξουν να γίνουν αξέχαστες θεατρικές πράξεις σε ένα από τα σπουδαιότερα post-punk άλμπουμ που υπήρξαν ποτέ.

Η ενορχήστρωση δεν είναι το μόνο εξαίσιο πράγμα στο “Desire”: στο πιο λιτό κομμάτι, το “Incubus (Blue Suit)”, οι Tuxedomoon χρησιμοποιούν έγχορδα, e-bow κιθάρες, synths και ένα motorik beat και πάλι εξακολουθούν να δημιουργούν μια απόλυτα οργανική ατμόσφαιρα χάρη σε μεγάλες νότες που κάνουν λούπες, κλαίγοντας πάνω από τον κοφτερό ρυθμό. Είναι καταπληκτικό το πόσο γενναία γεννούν μια νέα, μη-κατηγοριοποιημένη μουσική, από δίχορδα μοιρολόγια όπως το “In the Name of Talent”, ξεδιπλώνοντας όλο και περισσότερα επίπεδα στο τραγούδι, μέχρι να φτάσει να ακούγεται σαν να τζαμάρουν οι Kraftwerk με τους Residents, εκθέτοντας έτσι τους σύγχρονους μουσικούς τους, και δείχνοντας ότι κάνουν (σχεδόν) ημιτελή μουσική, κατά κάποιο τρόπο. Κάθε κομμάτι του άλμπουμ είναι δημιουργικά ενορχηστρωμένο και γεμάτο παραλλαγές, μετατρέποντας το ταπεινό ξεκίνημα κάθε βασικού τραγουδιού σε έναν απίστευτο μουσικό πίνακα συναισθηματικής δύναμης.

Kraftwerk – Computer World (1981)
Το “Computer World” των Kraftwerk είναι ένα άλμπουμ-ορόσημο στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής, προσφέροντας μια διορατική και προφητική ματιά στον ρόλο της τεχνολογίας στην κοινωνία. Οι Kraftwerk, ως πρωτοπόροι της ηλεκτρονικής σκηνής, καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα έργο που όχι μόνο αποτυπώνει τον τεχνολογικό παλμό της εποχής τους, αλλά και προβλέπει με αξιοσημείωτη ακρίβεια το μέλλον της ψηφιακής εποχής. Από κριτική άποψη, το “Computer World” είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα της ικανότητας του συγκροτήματος να συνδυάζει τη μινιμαλιστική σύνθεση με σαρκαστικά κοινωνικά σχόλια. Κομμάτια όπως το “Computer World” και το “Numbers” εξερευνούν τη σύγκλιση της τεχνολογίας με την καθημερινή ζωή, ενώ το “Home Computer” και το “It’s More Fun to Compute” τονίζουν τη μεταβαλλόμενη σχέση του ανθρώπου με τις μηχανές. Η παραγωγή του άλμπουμ είναι εξαιρετικά κρυστάλλινη και ακριβής, με κάθε ήχο να έχει τη δική του ξεχωριστή θέση στο ηχητικό τοπίο.

Παρά την κλινική ψυχρότητα που αποπνέει, το άλμπουμ διαθέτει μια υπόγεια μελωδικότητα και μια αίσθηση χιούμορ που το καθιστούν απρόσμενα προσιτό. Η απλότητα και η επαναληπτικότητα των συνθέσεων μπορεί να φαίνεται ψυχρή σε κάποιους ακροατές, αλλά για εκείνους που κατανοούν το όραμα των Kraftwerk, το “Computer World” είναι μια καθηλωτική και εντυπωσιακή εμπειρία. Βλέπετε δεν είναι απλώς ένα άλμπουμ για την τεχνολογία· είναι μια στοχαστική ανατομία της σχέσης ανθρώπου και μηχανής, και παραμένει μια διαχρονική επιρροή για τη σύγχρονη μουσική, από τη synthpop μέχρι την techno.

Cabaret Voltaire – Red Mecca (1981)
Έχουν ήδη προηγηθεί δύο αριστουργηματικά άλμπουμ, το γκρουπ είναι ακόμα τρίο, και οι πρώτες funk νότες αρχίζουν να παίρνουν σώμα και ιστό στην ιστορία των Cabs. Το “Red Mecca” είναι το άλμπουμ που αποτυπώνει καλύτερα την απομόνωση της περιόδου της Μάργκαρετ Θάτσερ. Τα σκοτεινά ηχοτοπία του φέρνουν στο νου μια οικονομία που ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, τις έντονες ταξικές ανισότητες και το μαζικό κλείσιμο των βιομηχανιών στον Βορρά. Ήταν μια εποχή όπου οι κάτοικοι οποιασδήποτε περιοχής βόρεια της Ουαλίας μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι ο Βορράς είναι “απειλή”. Από αυτό το χάος, την πικρία και την απέχθεια αναδύθηκε ένα μουσικό κίνημα, που όπως και οι πανκ πριν από αυτούς, δεν ήξεραν πώς να παίξουν όργανα, αλλά ήταν αρκετά οργισμένοι για να προσπαθήσουν, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας φθηνά εισαγόμενα συνθεσάιζερ. Ο ήχος αυτής της δουλειάς των Cabaret Voltaire είναι εξίσου διαχρονικός όσο και αξιοθαύμαστα αιώνιος. Ενώ άλλα συγκροτήματα που χρησιμοποιούσαν συνθεσάιζερ εμφανίστηκαν και χάθηκαν, οι Cabs παραμένουν το ίδιο οργισμένοι, αυτοκαταστροφικοί και αδιάφοροι όσο ποτέ, με τη μουσική τους να μην έχει χάσει τίποτα από τη φρεσκάδα της. Το άλμπουμ στηρίζεται στο 10λεπτο έπος, “A Thousand Ways”, όπου το επίπεδο έντασης και μίσους φτάνει στο αποκορύφωμά του. Κάθε δευτερόλεπτο του κομματιού γεμίζει με μια απεγνωσμένη κραυγή για έλεος, μια άδεια και μάταιη έκκληση που μένει αναπάντητη, αφήνοντας τον ακροατή στο έλεος του συγκροτήματος από εκεί και πέρα.

Conrad Schnitzler – Con 3 (1981)
Το “Con 3” πιθανότατα ανησύχησε τους ακροατές του Schnitzler την εποχή της κυκλοφορίας του. Έχοντας ήδη ενσωματώσει τα μουσικά του ηχοχρώματα στον ευρύτερο καλλιτεχνικό ιστό (όπως το κίνημα Fluxus, ο Beuys, και το performance art), ο Conrad Schnitzler τολμούσε να ισορροπήσει μεταξύ των υψηλών καλλιτεχνικών του φιλοδοξιών και της πιο ψυχαγωγικής φύσης της ποπ μουσικής. Ίσως δεν ήταν η πρώτη φορά που το επιχειρούσε, αλλά στο συγκεκριμένο άλμπουμ το έκανε με ιδιαίτερα έντονο τρόπο. Πολλοί είχαν επιχειρήσει κάτι παρόμοιο και απέτυχαν, και όχι μόνο λόγω έλλειψης αξιοπιστίας. Όμως, ο Schnitzler παρέμεινε πιστός στον εαυτό του, διατηρώντας την αξιοπιστία του και ενσωματώνοντας νέες εμπειρίες και πληροφορίες στη μοναδική και χαρακτηριστική μουσική του με σύνεση και δημιουργικότητα.

Asmus Tietchens – Biotop (1981)
Το “Biotop” είναι το δεύτερο άλμπουμ του Γερμανού ηλεκτρονικού μουσικού Asmus Tietchens, που κυκλοφόρησε το 1981 από την Sky Records. Ο Tietchens ηχογράφησε το άλμπουμ στα Audiplex Studios με παραγωγό (και μέντορα) τον μαέστρο του σιτάρ και των συνθ, Okko Bekker, ο οποίος στο άλμπουμ αναφέρεται ως Rokko Ekbek. Ξεφεύγοντας από το μουσικό ύφος του ντεμπούτο άλμπουμ “Nachtstucke” (1980) του μουσικού, το “Biotop” περιέχει δεκαέξι σύντομα ηλεκτρονικά ποπ κομμάτια που χαρακτηρίζονται από την αμεσότητα αλλά και τις ασυνήθιστες συνθετικές γραμμές, ήχους και μελωδίες. Ο Bekker συνέκρινε τη μουσική με ραδιοφωνικά σήματα χρόνου. Πράγματι, στις συνοδευτικές σημειώσεις αναφέρεται ότι το άλμπουμ εκτελέστηκε από το/ν “Das Zeitzeichenorchester”, το οποίο μπορεί να μεταφραστεί ως “The Time-Signal Orchestra”, αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για ψευδώνυμο του Tietchens, του μοναδικού ερμηνευτή αυτού του θρυλικού άλμπουμ.

John Carpenter & Alan Howarth – Halloween II (Original Motion Picture Soundtrack) (1981)
Μετά την τεράστια εμπορική (και κριτική) επιτυχία του “Halloween” του 1978, το κοινό διψούσε για την συνέχεια, γεγονός που οδήγησε τον John Carpenter και την Debra Hill στο να γράψουν και να κάνουν την παραγωγή αυτού που θα γινόταν το “Halloween II”. Ο Κάρπεντερ επέλεξε να μην σκηνοθετήσει, αρχικά ήθελε τον Tommy Lee Wallace, αλλά τελικά επέλεξε τον Rick Rosenthal, αφού ο Wallace αρνήθηκε την προσφορά. Μουσικά, στο μεγαλύτερο μέρος του, ο Carpenter μαζί με τον πολυτάλαντο Alan Howarth, απλώς συνεχίζει το θεματικό υλικό του “Halloween” στο “Halloween II”. Δεδομένου ότι το sequel είναι στην πραγματικότητα απλώς μια συνέχεια των γεγονότων της πρώτης ταινίας, αυτό είναι απόλυτα λογικό, αλλά ίσως για κάποιους να είναι περιττό όταν ακούν τη μουσική εκτός κινηματογραφικού πλαισίου. Είναι σαφές ότι υποφέρει από την προσπάθεια να αντιγράψει και να ξεπεράσει τον προκάτοχό του, αλλά παραμένει αρκετά ενδιαφέρον ώστε να δικαιολογεί τη συμπερίληψή του σε κάθε λίστα με τα καλύτερα slasher-soundtrack όλων των εποχών.

Soft Cell – Non-Stop Erotic Cabaret (1981)
Έπος, από την αρχή μέχρι το τέλος, ένα εξαιρετικό παράδειγμα της synth pop των αρχών της δεκαετίας του 1980, το οποίο επισκιάζεται μαζικά από το μεγάλο εμβληματικό hit. Λιτό, αλήτικο και πολυαγαπημένο. Κλασικό με όλη τη σημασία της λέξης, αλλά ταυτόχρονα τόσο ξεδιάντροπα λερωμένο από όλη τη διαφθορά, τη βρομιά και την αρρώστια των 80s. To “Frustration” που ανοίγει το άλμπουμ καθορίζει καλά την εικόνα τρέλας, δηλώνοντας ότι οι Soft Cell δεν είναι απλά απλοί synth-poppers αλλά μάλλον, αμαρτωλοί δραματουργοί καθώς ο Marc Almond, σχεδόν κλαίγοντας πάνω στο beat του Dave Ball, μας λέει ότι θέλει να «πειραματιστεί με κοκαΐνη, LSD και να δώσει ένα κακό, πολύ κακό παράδειγμα σαν τον John Wayne και τον Εlvis Presley». Είτε ερωτευτείτε ολόκληρη την παράσταση είτε μείνετε άναυδοι από την αλλόκοτη φύση της, το σίγουρο είναι ότι θα σας συνεπάρει και θα σας καθηλώσει μέχρι το μεταδοτικό και βρώμικο τέλος της.

Jean Michel Jarre – Les Chants Magnétiques (1981)
Το “Magnetic Fields” (Les Chants Magnétiques), που κυκλοφόρησε το 1981, αποτελεί ένα από τα πιο επιδραστικά άλμπουμ του Jean Michel Jarre στα ’80s και ένα κομβικό έργο στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής. Αντλώντας έμπνευση από τα φυσικά φαινόμενα των μαγνητικών πεδίων, ο Jarre δημιουργεί ένα ηχητικό τοπίο που συνδυάζει μελωδική ευαισθησία με σταθερή πρωτοποριακή τεχνολογική καινοτομία. Το άλμπουμ ανοίγει με το εκτενές και δυναμικό “Magnetic Fields Part 1”, όπου οι πολυεπίπεδες αρμονίες και οι αναδυόμενοι ήχοι διαμορφώνουν μια συναρπαστική ατμόσφαιρα. Το κομμάτι αυτό παρουσιάζει την ικανότητα του Jarre να πειραματίζεται με τον ήχο, χωρίς να θυσιάζει την αίσθηση του ρυθμού και της δομής. Οι διαδοχικές μεταβάσεις μέσα στο κομμάτι διατηρούν το ενδιαφέρον του ακροατή, ενώ παράλληλα προσδίδουν μια αίσθηση εξερεύνησης και προόδου. Τα υπόλοιπα μέρη του άλμπουμ, ειδικά τα “Magnetic Fields Part 2” και “Part 3”, αποκαλύπτουν μια πιο μινιμαλιστική προσέγγιση, με λιγότερο περίπλοκα μοτίβα που όμως διατηρούν μια υπνωτική ποιότητα. Εδώ, ο Jarre αξιοποιεί την επανάληψη και την αργή εξέλιξη των ηχοτοπίων για να δημιουργήσει κομμάτια που είναι ταυτόχρονα καθηλωτικά και στοχαστικά. Το “Magnetic Fields” ξεχωρίζει επίσης για την παραγωγή του, με τον Jarre να εκμεταλλεύεται πλήρως τις δυνατότητες των συνθεσάιζερ και των sequencers της εποχής του. Το άλμπουμ συνδυάζει αναλογικά και ψηφιακά στοιχεία με έναν μοναδικό τρόπο που εξακολουθεί να ακούγεται φρέσκος και καινοτόμος, ακόμα και σήμερα.

Deutsch Amerikanische Freundschaft – Alles Ist Gut (1981)
Οι D.A.F., όπως είναι ευρύτερα γνωστοί οι Deutsch Amerikanische Freundschaft, σχηματίστηκαν ως πενταμελής μπάντα το 1978, αλλά η φθορά σύντομα μείωσε το συγκρότημα σε ένα ντουέτο που αποτελείται από τον τραγουδιστή Gabi Delgado-Lopez και τον Robert Görl στα τύμπανα, τα κρουστά και τα ηλεκτρονικά όργανα. Οι D.A.F. κυκλοφόρησαν επτά LPs κατά τη διάρκεια της καριέρας τους. To συγκεκριμένο άλμπουμ δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας μόνο τρία όργανα. Ο Görl έπαιζε αληθινά ντραμς, μαζί με το αναλογικά συνθεσάιζερ Korg MS-20 και ARP Odyssey, τα οποία συνήθως καθοδηγούνταν από ένα αναλογικό sequencer, το Korg SQ-10. Ο Delgado-López τραγουδούσε στα γερμανικά, για λόγους που έχουν να κάνουν με τον αμερικανικό πολιτισμικό ιμπεριαλισμό. Ναι, σε αυτό το άλμπουμ υπάρχει και το κομμάτι που μας παροτρύνει να χορέψουμε με τον Αδόλφο!

Holger Czukay, Jah Wobble, Jaki Liebezeit – Full Circle (1982)
Αν θέλετε να καταλάβετε την πιο ουσιαστική, και αντικειμενικά όμορφη, έννοια του ηχητικού μοντάζ πρέπει να ακούσετε το πρώτο κομμάτι που ανοίγει αυτό το άλμπουμ. Αυτό το πανέμορφο χάος που ονομάζεται “How Much Are They?” όταν κυκλοφόρησε (αρχικά ως δωδεκάιντσo) έγραφε στο oπισθόφυλλο «This record is dedicated to Ian Curtis» και ιστορικά μιλώντας πρέπει να είναι ο πρώτος δίσκος που αφιερώθηκε ποτέ στον αδικοχαμένο τραγουδιστή των Joy Division. Ακούγοντάς το, θα νιώσετε, επίσης, τι σημαίνει να μπορεί να πετάει η μουσική μέσα σε ένα δωμάτιο, να το γεμίζει σε κάθε μεριά του, να το απλώνει, σαν να το κάνει να χορεύει σε μια άλλη εξωπραγματική διάσταση. Στην πραγματικότητα το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για όλα τα κομμάτια σε αυτό το LP. Ταινίες που παίζουν ανάποδα και ενορχηστρώνονται με μοναδικό τρόπο από τον Holger Czukay, όργανα που ακούγονται σαν να παίζουν εκτός μέτρου, μπάσα (πολλά μπάσα, και τι μπάσα, από δύο μεγάλους μαέστρους του οργάνου!!!), τα βαρεμένα φωνητικά του Wobble, πάνω στον στακάτο motorik ρυθμό του Jaki Liebezeit και μια γλυκιά υπέροχη παραφωνία παντού. Πικάντικες κιθάρες, γαλλικό κόρνο, πλήκτρα και ταινίες που μπαίνουν και βγαίνουν, χωρίς άμεσα εμφανή λογική. Αυτό το άλμπουμ είναι μια από τις καλύτερες δουλειές μοντάζ που έχουν γίνει ποτέ στη μουσική.

Laurie Anderson – Big Science (1982)
Το άλμπουμ “Big Science” της Laurie Anderson, κυκλοφόρησε το 1982, και πρόκειται για ένα έργο που αψηφά τις συμβατικές μουσικές κατηγορίες, παντρεύοντας την avant-garde τέχνη με τη ποπ κουλτούρα. Ως το ντεμπούτο άλμπουμ της, ήταν εκείνο που καθιέρωσε την Anderson ως μια από τις πιο καινοτόμες και επιδραστικές καλλιτέχνιδες της εποχής της. Από κριτική άποψη, το άλμπουμ ξεχωρίζει για την πρωτοποριακή χρήση της τεχνολογίας και της αφήγησης. Η Anderson συνδυάζει spoken word, ηλεκτρονικούς ήχους, προετοιμασμένα βιολιά και βιόλες, μαγνητοταινίες και vocoder, και μια τεχνοτροπίες της μινιμαλιστικής σχολής για να δημιουργήσει ένα ηχητικό τοπίο που είναι ταυτόχρονα οικείο και απόκοσμο. Θα μπορούσε κανείς να πει πώς κομμάτια όπως το “O Superman” αποτελούν όχι μόνο μουσικές συνθέσεις, αλλά και πολιτικά και κοινωνικά σχόλια, που εξετάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις, την τεχνολογία, και την εξουσία με τρόπο που ήταν μπροστά από την εποχή του.

Ωστόσο, η καλλιτεχνική προσέγγιση της Anderson μπορεί να θεωρηθεί απαιτητική για κάποιους ακροατές. Η έλλειψη παραδοσιακής δομής και η χρήση ασυνήθιστων ήχων μπορεί να ξενίσει εκείνους που αναζητούν πιο συμβατικές μουσικές φόρμες. Το “Big Science” είναι περισσότερο μια εμπειρία ακρόασης που προκαλεί σκέψη παρά ένα άλμπουμ που αποσκοπεί απλώς στην ψυχαγωγία. Ένα εμβληματικό έργο που καθόρισε το πνεύμα της εποχής του και συνεχίζει να εμπνέει καλλιτέχνες και ακροατές. Παρά το γεγονός ότι μπορεί να μην είναι προσιτό σε όλους, η δύναμη του έργου της Anderson έγκειται στην ικανότητά του να παραμένει συναφές και προκλητικό ακόμα και σήμερα, στον κόσμο του 2024.

Robert Schröder – Galaxie Cygnus-A (1982)
Ο Schröder, ο οποίος συνεργάστηκε με πολλούς καλλιτέχνες, συμπεριλαμβανομένου του Klaus Schulze, εφευρίσκοντας συνεχώς νέους ήχους και μοντάροντας νέες modular συσκευές, έβγαλε μια σειρά από σημαντικά άλμπουμ καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, αλλά προσωπικά θεωρώ ότι αυτό είναι το καλύτερο του. Πρόκειται για μια συγχώνευση του καθαρού στυλ της Βερολινέζικης Σχολής με πιο σύγχρονα συνθεσάιζερ, και προφανώς με μπόλικο λευκό θόρυβο από τον εν λόγω γαλαξία. Υπάρχουν μερικοί από τους πιο ενδιαφέροντες κρουστούς ήχους που γέννησαν ποτέ τα αναλογικά συνθς, μερικά σπουδαία χορωδιακά ηχοχρώματα, αλλά και μερικά πιο γενναία πειραματικά, avant garde περάσματα. Βασικά, ναι, ακούγεται σαν ένα άλμπουμ των Tangerine Dream, πράγμα που δεν μπορεί παρά να είναι υπέροχο!

Giorgio Moroder – Cat People (Original Soundtrack) (1982)
Εκείνη την εποχή, όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ (πριν την κανονική έξοδο της ταινίας στις αίθουσες) όπου και να βρισκόσουν θα άκουγες το μεγάλο σουξέ του Bowie. Αυτό είναι το δεύτερο soundtrack που ανέλαβε ο Moroder για ταινία του Paul Schrader (το πρώτο ήταν το “Αmerican Gigolo” με το “Call Me” που έγραψε μαζί με τους Blondie). Το LP ανοίγει με το “Cat People (Putting Out Fire)” που κυριολεκτικά αποτυπώνει τον David Bowie στα καλύτερά του, μετά τη σκοτεινή, θυμωμένη λάμψη του “Scary Monsters” αλλά ακριβώς μια στιγμή πριν τη διάσημη έκρηξη (και λάμψη) “Let’s Dance”. Ο Bowie αναγνώρισε ότι έβγαλε μια καλή πολύ μελωδία και θέλησε να βάλει αυτή την εκδοχή του τραγουδιού στο “Let’s Dance”. Η δισκογραφική εταιρεία (βλακωδώς) δεν τον άφησε να το κάνει και έτσι αναγκάστηκε να ξαναγράψει το τραγούδι σε μια πιο ροκ εκδοχή με τον Nile Rodgers και τον Stevie Ray Vaughan να αντικαθιστούν τον Moroder. Όμως, η εκδοχή του τραγουδιού στο soundtrack είναι μεγαλειώδης και δεν μπορεί να ξεπεραστεί, και μάλλον ήταν καλύτερα έτσι, γιατί δεν θα ταίριαζε καθόλου ηχητικά με την παραγωγή του υπόλοιπου “Let’s Dance”. Το υπόλοιπο ορχηστικό soundtrack της ταινίας βρίσκει τον Ιταλό συνθέτη να γράφει ανατριχιαστική μοντέρνα μουσική τρόμου στο “The Autopsy” και ένα αξέχαστο “Paul’s Theme (Jogging Chase)” φόρο τιμής στις αξέχαστες νύχτες κοκαίνης του John Heard που έπαιζε τον Paul στην ταινία.

Front 242 – Geography (1982)
Ως σημείο εκκίνησης του συγκροτήματος που στα τέλη της δεκαετίας θα πάρει τα μυαλά του MTV με το κλασικό “Ηeadhunter” το Geography απέχει σημαντικά από αυτόν τον ήχο και, ίσως παραδόξως, δεν έχει καθόλου ευαισθησίες για το dancefloor. Το “Geography” είναι πολιορκημένο από ορχηστρικά κομμάτια. Αν και τα ορχηστρικά ιντερλούδια σε μεγάλα άλμπουμ δεν είναι κάτι καινούργιο, αυτό που μοιάζει τόσο μοναδικό εδώ, είναι πως το “Geography” αντιμετωπίζει τόσο τα ορχηστρικά όσο και τα κομμάτια με φωνή ως εξίσου σημαντικά. Αλλά αρκεί να ακούσει κανείς το stomp του “U-Men” με το κραυγαλέο (proto-Nitzer Ebb) hook του, και νομίζω ότι είναι εύκολο να καταλάβει πόσο μεγάλο αντίκτυπο είχε, όχι μόνο στη συνέχεια των Front 242, αλλά και σε μια ολόκληρη σκηνή που αργότερα ντύθηκε στην φόρμα της Electronic Body Music.

Chris And Cosey / The Creative Technology Institute – Trance (1982)
Αναδυόμενοι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 από το πτώμα των Throbbing Gristle, ο Chris Carter και η Cosey Fanni Tutti (γνωστοί και ως CTI / Creative Technology Institute) εμπλουτίζουν τις ηλεκτρονικές τους mantras με εργοστασιακούς ρυθμούς για να δημιουργήσουν ένα έρημο βιομηχανικό όραμα. Μεγάλο μέρος της δουλειάς στο “Trance”, το δεύτερο άλμπουμ τους, ακολουθεί σταθερά τα χνάρια των Throbbing Gristle, με found voices να παίζουν πάνω σε παλλόμενους ήχους συνθεσάιζερ, ενώ το υπόλοιπο έργο προσπαθεί να έρθει πιο κοντά προς την κατεύθυνση μιας ελαφριάς Kraftwerkian μεταλλικής pop.

Cybotron – Enter (1983)
Αν ξεχάσεις για λίγο τα παλιομοδίτικα κιθαριστικά σόλο* στο “Enter” (που ανοίγει το άλμπουμ) ή στο “Industrial Lines” (διαβάστε παρακάτω για τις κιθαριστικές αναφορές), και εστιάσεις στα claps που χρησιμοποιούνται αντί για snare, και από εκεί στην υπόλοιπη ηχολογία αυτού του ηλεκτρονικού μανιφέστο, θα καταλάβεις ότι πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό, αξιόλογο και ουσιαστικό κομμάτι της ηλεκτρονικής μουσικής ιστορίας: από εδώ ξεκινάει η ιστορία της Detroit techno μουσικής. Και από εδώ και πέρα, η σύνδεση των Cybotron με όλες τις επόμενες γενιές της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής θα είναι πάντα προφανής. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε το 1980 από τον νεαρό Juan Atkins και τον βετεράνο του Βιετνάμ Richard “3070” Davis στο μάθημα μουσικής στο Washtenaw Community College του Ντιτρόιτ. Το 1981 ο Davis χρησιμοποίησε το επίδομα αναπηρίας του στρατού για να χρηματοδοτήσει ένα επτάιντσο single στην ετικέτα Deep Space του Atkins, το “Alleys Of Your Mind”, το οποίο ακολούθησαν το “Cosmic Cars” το 1982 και το κλασικό “Clear” το 1983. Τα έξι τραγούδια αυτών των τριών κυκλοφοριών θα αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του “Enter”, του ντεμπούτου άλμπουμ του συγκροτήματος, που κυκλοφόρησε επίσης το 1983. Δυστυχώς, το δίδυμο Atkins/Davis δεν θα διαρκούσε πολύ: όπως είχε εξηγήσει ο Davis, ο Atkins εγκατέλειψε το συγκρότημα περίπου την εποχή της ηχογράφησης του single “Techno City” του 1984, ενοχλημένος από την απόφαση του Davis να φέρει τον John Houseley (γνωστός και ως Jon-5) να παίξει κιθάρα. «Αυτός (ο Davis) ήταν έντονα επηρεασμένος από τον Jimi Hendrix», είχε δηλώσει ο Atkins στο Red Bull Music Academy. «Θα μπορούσες να τον λες και Jimi Hendrix στα συνθεσάιζερ. Νομίζω ότι εκεί ήθελε να είναι, σε μια πιο ροκ κατάσταση, και όχι τόσο στην πιο ηλεκτρονική πλευρά της μουσικής».

Οι μουσικές εντάσεις μπορεί να οδήγησαν το συγκρότημα σε διάλυση, αλλά βοήθησαν επίσης στο να γίνει το “Enter” μια τόσο μοναδική κυκλοφορία, καθώς η χορευτική εξυπνάδα του Atkins και η αγάπη του για το funk συγκρούστηκαν με την αναζήτηση του Davis για μελωδία και ψυχή. Το “Clear”, ένα κλασικό techno κομμάτι που έχει σαμπλαριστεί από τους πάντες, από τη Missy Elliot μέχρι τη Ciara, είναι το κομμάτι που έθεσε τα θεμάλια της χορευτικής electro μουσικής.

Sparks – Angst In My Pants (1983)
Με έναν από τους καλύτερους τίτλους όλων των εποχών, αυτό το άλμπουμ (από τα επτά που κυκλοφόρησαν στα 80s) συνοψίζει τόσο τέλεια την προσέγγιση των Sparks απέναντι στον νεοκυματικό-ηλεκτρονικό-ποπ-ροκ ήχο. Αλλά όσο σπουδαίο κι αν είναι το ομότιτλο τραγούδι του τίτλου, το “Sherlock Holmes” είναι εκείνο το κομμάτι που ξεχωρίζει. Είναι μια τόσο απολαυστικά κυκλοθυμική και παράξενη απόκλιση από την ενέργεια ολόκληρου του άλμπουμ και είναι ίσως ένα από τα πιο συναισθηματικά τραγούδια των Sparks. Οι αδερφοί Mael παίρνουν πολλά εύσημα για την παραξενιά και το κυνικό χιούμορ τους, αλλά αυτά τα παιδιά μπορούν επίσης να ερμηνεύσουν αρκετά καλά την αγάπη, τον πόνο της καρδιάς και τη σύγχυση. Το εύρος των συναισθηματικών εμπειριών που μπορεί να βρει κανείς σε αυτόν τον δίσκο είναι μεγάλο και αυτό αμέσως τον βάζει στην λίστα με τα δέκα καλύτερά τους, παρά το γεγονός ότι πολλά από τα τραγούδια θέλουν να είναι απλά περίεργα πιασάρικα ραδιοφωνικά χιτάκια.

Post Industrial Noise – The Official Anthology (1983)
Οι Post Industrial Noise ήταν ένα “audio artsemble” που δημιουργήθηκε το 1982 στο Κολόμπους του Οχάιο από τους Robert Crise Jr, Gerald F. Nelson και Dana Riashi Ritchey. Ξεκίνησαν με ένα drum machine, κιθάρες και φωνητικά, αλλά γρήγορα εξελίχθηκαν με ένα μέλος στα synths και δύο κιθαρίστες σε περιστασιακά synths. Ο Robert Crise Jr διατηρούσε ένα στούντιο που είχε ονομάσει “The Center for Contemporary Realism” όπου ηχογράφησε τους περισσότερους στίχους για τους PIN. Η παραγωγή τους θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα πιο πειραματικό/μινιμαλιστικό παρακλάδι του new wave με ευχάριστες συνθετικές γραμμές καλυμμένες με πλούσιους συνθετικούς τόνους. Η συνολική αίσθηση αυτού του άλμπουμ (πίσω στο 1983 κυκλοφόρησε αρχικά μόνο σε κασέτα), είναι σκοτεινή και ενδεχομένως πολύ lo-fi από όλες τις απόψεις. Το εναρκτήριο “Sketch” έχει μια ξεκάθαρη cold wave ατμόσφαιρα με ελαφρώς ηχογραφημένα φωνητικά πάνω από ένα λεπτό ρυθμό drum machine και μονότονες γραμμές synth. Το “Prelude” είναι ένα βαθύ ορχηστρικό κομμάτι με την αλληλεπίδραση synth και tapes που καταλήγει σε ένα υπνωτικό στρώμα που σε τυλίγει, ενώ το “Symphony of The Mind” είναι μια αριστουργηματική ηλεκτρονική ελεγεία. Τα κομμάτια αυτής της σύγχρονης κυκλοφορίας έχουν αποκατασταθεί από το αρχικό αναλογικό καρούλι μαγνητοταινίας για την επανέκδοση που παίζει στο Spotify.

The Legendary Pink Dots – Curse (1983)
Η ευφυΐα του Edward Ka-Spel με τους The Legendary Pink Dots έγκειται στο πώς μας παρουσιάζει απομονωμένους χαρακτήρες και στη συνέχεια μας βυθίζει στον τρόπο σκέψης τους μέσα από εκτενείς και μυστηριώδεις ηχητικούς κόσμους. Ξεκινά από το πιο μικρό, το πιο περιορισμένο σημείο της συνείδησης και σταδιακά το διευρύνει προς μια κατάσταση “κοσμικής συνείδησης”. Μουσικά, ακολουθεί συχνά αυτό το μοτίβο διεύρυνσης, με απλές μελωδικές γραμμές να επαναλαμβάνονται και να στρώνονται σε αυξανόμενα σύνθετες υφές. Μεγάλο μέρος της μουσικής των LPD αποτελεί μια προσπάθεια να βοηθήσει τον ακροατή να ξεφύγει από τους περιορισμούς του νου. Οι λυρικές φράσεις, τα μουσικά μοτίβα, οι τίτλοι και τα θέματα των άλμπουμ επανέρχονται σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών, ενώ οι τονικές αλλαγές μεταξύ των άλμπουμ συμβαίνουν με αργό και διακριτικό τρόπο. Αυτό εδώ είναι το πρώτο σπουδαίο βήμα τους στην ηλεκτρονική ψυχεδέλεια και παραμένει ατόφιο, τολμηρό και ευρηματικό σε κάθε σύγχρονη ακρόαση.

Ryuichi Sakamoto – Merry Christmas Mr. Lawrence (1983)
Ο σπουδαίος Ιάπωνας συνθέτης θα ξεκινήσει μια εντυπωσιακή καριέρα στην κινηματογραφική βιομηχανία στα μέσα της δεκαετίας του ’80, και στη συνέχεια θα επενδύσει ταινίες για σκηνοθέτες όπως ο Brian de Palma (“Snake Eyes”), ο Luca Guadagnino (“The Staggering Girl”) και ο Pedro Almodóvar (“High Heels”). Στην πορεία θα αποσπάσει σημαντικά βραβεία – συμπεριλαμβανομένου ενός Grammy και του Όσκαρ Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής για τη δουλειά του στο ιστορικό έπος του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι “Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας” (1987). Αλλά ήταν εκείνη η πρώτη κινηματογραφική μουσική του Sakamoto που αναμφισβήτητα παραμένει η πιο εμβληματική.

Kate Bush – Hounds of Love (1984)
Το “Hounds of Love” θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της Kate Bush και ένα από τα πιο επιδραστικά άλμπουμ της δεκαετίας του ’80. Με αυτό το έργο, η Bush κατέστησε τον εαυτό της όχι μόνο ως μια από τις πιο καινοτόμες και δημιουργικές φωνές της pop μουσικής, αλλά και ως μια εξαιρετική αφηγήτρια και συνθέτρια. Το άλμπουμ χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο μέρος, με τίτλο “Hounds of Love”, περιλαμβάνει πέντε κλασικά τραγούδια, όπως το εμβληματικό “Running Up That Hill” και το “Cloudbusting”. Και τα δύο ξεχωρίζουν για την εκλεπτυσμένη παραγωγή, την έντονη συναισθηματική τους φόρτιση, και τη μοναδική φωνητική ερμηνεία της Bush. Το δεύτερο μέρος, με τίτλο “The Ninth Wave”, είναι ένα θεματικό και ατμοσφαιρικό ταξίδι, που αφηγείται την ιστορία ενός ατόμου που προσπαθεί να επιβιώσει στη θάλασσα. Αυτή η πλευρά του άλμπουμ είναι πιο πειραματική, με έντονες κινηματογραφικές επιρροές και πολύπλοκες μουσικές δομές που δείχνουν τη δημιουργική φιλοδοξία της Bush.

Πρόκειται για ένα άλμπουμ που αψηφά τις συμβάσεις, ισορροπώντας αριστοτεχνικά μεταξύ της όμορφης pop και της πειραματικής τέχνης. Η χρήση των αναλογικών και των ψηφιακών ήχων, η φωνητική της ευελιξία, και η ποιητική της γραφή συνδυάζονται για να δημιουργήσουν ένα ηχητικό τοπίο που είναι ταυτόχρονα γνώριμο και μυστηριώδες. Παρά την εμπορική επιτυχία του άλμπουμ, η Bush δεν θυσίασε ποτέ την καλλιτεχνική της ακεραιότητα. Κάθε τραγούδι, κάθε στίχος, και κάθε ήχος έχει τοποθετηθεί προσεκτικά για να εξυπηρετήσει την αφήγηση και τη διάθεση του άλμπουμ, καθιστώντας το “Hounds of Love” ένα έργο που απαιτεί και αξίζει πολλαπλές ακροάσεις.

The Egyptian Lover – On the Nile (1984)
Πριν ακούσεε σήμερα το “On the Nile”, αξίζει να σκεφθείτε τους τεχνικούς περιορισμούς κάτω από τους οποίους δούλευε ο Egyptian Lover. Αυτό που έκανε το 1984 ήταν πρωτοποριακό και ο εξοπλισμός ήταν ακόμα πολύ δύσκολος στη χρήση. Αυτό συν το γεγονός ότι οι πρώτοι DJs και παραγωγοί του hip hop εφεύρισκαν ουσιαστικά μια νέα μουσική γλώσσα. Επομένως, δεν πρόκειται να ακούσετε κάτι τόσο γυαλισμένο όσο αυτά που βγαίνουν σήμερα με πολύ καλύτερο εξοπλισμό. Τα beats είναι αρκετά βασικά, ίσως αποτέλεσμα τόσο των μη ανεπτυγμένων δεξιοτήτων προγραμματισμού όσο και του κοινού που δεν ήταν έτοιμο για οτιδήποτε απείχε πολύ από την ντίσκο.

Ο Greg “Egyptian Lover” Broussard ήταν DJ και ως μέλος των Uncle Jamms Army έγινε αναπόσπαστο κεφάλαιο της ανερχόμενης hip hop σκηνής του Λος Άντζελες. Το “On the Nile” ήταν ο πρώτος και μεγαλύτερος σόλο δίσκος του, μετά από μια σειρά δωδεκάιντσων singles. Το παρελθόν του στο χιπ χοπ και ως DJ είναι σαφές από το στιλ της ρίμας του. Το “What is A DJ If He Can’t Scratch” δανείζεται σε μεγάλο βαθμό από το ραπ στυλ του Kurtis Blow, μέχρι και αυτό το “baby” στο τέλος των στίχων που μοιάζει να έχει σαμπλαριστεί από κάποιο αρχαίο sampler. Πρόκειται για ένα απλό party-rocking rap, το είδος που δούλευε τέλεια στα πάρτι αλλά δεν μπορούσε να αντέξει τόσο καλά (ακόμα) εκτός των club. Ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο της πρώιμης hip hop, που όσο και αν ακούγεται απαρχαιωμένο, μπορεί ακόμα να σε κουνάει, σαράντα χρόνια αργότερα.

Doris Norton – Personal Computer (1984)
Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί η συνθέτρια/μουσικός Doris Norton έχει περάσει απαρατήρητη ως μια πολύ σημαντική προσωπικότητα στον κόσμο μιας ηλεκτρονικής μουσικής που βασίζεται αποκλειστικά σε υπολογιστές. Πριν από τη σόλο καριέρα της, η Norton έπαιζε στο gothic prog-rock συγκρότημα Jacula. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 χρηματοδοτήθηκε από την Apple Computer και δημιούργησε ένα μουσικό πρόγραμμα για την IBM USA, οπότε ο τίτλος δεν είναι απλώς ένα τυχαίο επιφανειακό σημάδι. Το “Personal Computer” είναι ένα εξαιρετικό άλμπουμ και ένα πολύ καλό σημείο για να μπει κάποιος στον υπέροχο κόσμο της. Ναι, πολλά από τα sequences θα θυμίσουν “kraftwerkian” τεχνοτροπίες, με την μόνη διαφορά ότι η Norton σολάρει τόσο λυσσασμένα πάνω από τα αυτοματοποιημένα της ηχοχρώματα, που οι Kraftwerk δεν θα το τολμούσαν ποτέ. Ο δίσκος είναι ένα σπάνιο μείγμα μεθυστικής ακαδημαϊκότητας και της παρακμής του dance-floor, με μια πινελιά από neon synth-pop ενθουσιασμό. Ευτυχώς, το 2018, η Mannequin Records επανακυκλοφόρησε τρία από τα άλμπουμ της Norton που κυκλοφόρησαν τη δεκαετία του ’80: το “Norton Computer For Peace” του 1983, το “Personal Computer” του 1984 και το “Artificial Intelligence” του 1985. Το συγκεκριμένο άλμπουμ δεν υπάρχει στο Spotify, αλλά είναι διαθέσιμο στο Bandcamp.

Anne Clark – Joined Up Writing (1984)
Αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της μοναδικής ικανότητας της ποιήτριας να συνδυάζει spoken word ποίηση με ηλεκτρονική μουσική. Η Anne Clark ξεφεύγει από τις παραδοσιακές φόρμες του new wave και της post-punk σκηνής, δημιουργώντας έναν σκοτεινό, αλλά συνάμα μελωδικό ηχητικό κόσμο, όπου οι λέξεις της λειτουργούν ως όργανα που επικοινωνούν βαθιά συναισθήματα και κοινωνικά σχόλια. Το άλμπουμ είναι στιχουργικά έντονο και διαποτισμένο με μια αίσθηση υπαρξιακής ανησυχίας και αποξένωσης. Η Virginia Astley αναλαμβάνει τα ηχοχρώματα της πρώτης πλευράς και ο εξαιρετικός πολυοργανίστας David Harrow στοιχειώνει για πάντα την νιότη μας με μια δυναμική παραγωγή, και τρεις διατριβές πάνω στη μοναξιά και την αποξένωση της σύγχρονης ζωής. Το “Joined Up Writing” ξεχωρίζει για την τόλμη του να πειραματιστεί με τις φόρμες και να συνδυάσει φαινομενικά αντίθετα στοιχεία, όπως η σκληρή ηλεκτρονική μουσική με την ευαισθησία της ποίησης. Παρά την ασυμβίβαστη φύση του, το άλμπουμ διατηρεί μια μελωδικότητα που το καθιστά ανοιχτό, φιλικό, αλλά ποτέ παραδομένο στον εφησυχασμό του. Κάθε κομμάτι προσφέρει μια διαφορετική πτυχή της δημιουργικότητας της Clark και των συνεργατών της, καθιστώντας το άλμπουμ όχι μόνο σημαντικό για την εποχή του, αλλά και διαχρονικό στην έκφραση των ανθρώπινων συναισθημάτων και της κοινωνικής κριτικής.

Manuel Göttsching – E2-E4 (1984)
Ένα αυτοσχεδιαστικό άλμπουμ, με ένα μόνο κομμάτι, που προέβλεψε τον ερχομό της minimal techno ήδη από το 1981. Το ίδιο το κομμάτι (ένα ενιαίο, συνεχές μουσικό ταξίδι, διάρκειας 58:40) ηχογραφήθηκε σχεδόν τρία χρόνια πριν από την κυκλοφορία του στο τέλος μιας μεγάλης περιοδείας, σε μια ωριαία ηχογράφηση με τρεις ταπεινές προθέσεις του συνθέτη, καμία από τις οποίες δεν σχετιζόταν με την κυκλοφορία μουσικής: εξάσκηση, ηρεμία μετά από μια τρελή περιοδεία που έπαιζε κάθε βράδυ, και δημιουργία μουσικής για να ακούει ο ίδιος ο Göttsching στα επόμενα ταξίδια του. επερχόμενο ταξίδι. Όπως είχε πει και ο ίδιος, το έκανε συχνά αυτό, αλλά εκείνη τη φορά το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό. Ένα άλμπουμ που αν δεν το έχετε ακούσει ακόμα, να είστε προετοιμασμένοι να σας παγιδέψει για πάντα στην απόλυτη ομορφιά του.

This Mortal Coil – It’ll End In Tears (1984)
Υπό τη χαλαρή κηδεμονία του ιδρυτή της δισκογραφικής 4AD, Ivo Watts-Russell, διάφοροι καλλιτέχνες από αυτό το τεράστιας επιρροής label συνεργάστηκαν για να διασκευάσουν μελαγχολικές μελωδίες από σπουδαίους τραγουδοποιούς όπως ο Tim Buckley, ο Roy Harper και ο Alex Chilton των Big Star και να τις μετατρέψουν σε μερικά από τις πιο καθαρά δείγματα απόγνωσης που έχουν καταγραφεί ποτέ σε δίσκο, κασέτα και (αργότερα) σε CD. Το “Holocaust” του Chilton γίνεται τελικά ένας τρομακτικός μονόλογος αντάξιος του ονόματός του, ερμηνευμένο από τον frontman των Magazine, Howard Devoto, σαν κάποιος που παίζει ένα τελευταίο τραγούδι στο πιάνο σε μια αποκαλυπτική, βροχερή ερημιά, μαζί με ένα μπουκάλι ουίσκι και ένα πιστόλι, έτοιμα για τη μόνη δυνατή αντίδραση σε μια τέτοια δυστυχία. Ναι, εδώ υπάρχει η εκτέλεση του “Song To The Siren”, με την αιθέρια φωνή της Elizabeth Fraser, εδώ υπάρχει αυτή η μοναδικά πανέμορφη επανάληψη του κινηματογραφικού “Fyt”, το “Fond Affections” των Rema Rema με την τρομερή φωνή του Gordon Sharp και το “Not Me” του Colin Newman με την φωνή του Robbie Grey των Modern English. Πρόκειται για το άλμπουμ που έθεσε τον θεμέλιο λίθο του αιθέριου γοτθικού μεγαλείου.

Eyeless In Gaza – Pale Hands I Loved So Well (1984)
To άλμπουμ αυτό κυκλοφόρησε από την νορβηγική εταιρεία Uniton (δεν ήταν η επίσημη Cherry Red που κανονικά τους εκπροσωπούσε) και προηγήθηκε του επίσης αριστουργηματικού “Drumming the Beating Heart” -και τα δύο είναι μαζί στην streaming εκδοχή του Spotify για τον λόγο ότι ηχογραφήθηκαν την ίδια εποχή περίπου. Από το κομμάτι “Pale Saints” πήραν το όνομά τους ξέρετε ποιοι, το “Blue Distance” είναι ένα ambient διαμάντι στα ίχνη των Popol Vuh, το “Sheer Cliffs” ακούγεται σαν να βρίσκεσαι σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, έτοιμος να τσακιστείς στα απόρθητα βράχια μιας άγνωστης παραλίας, και το μεγαλειώδες “To Ellen” θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κάποιος μια πρώιμη γοτθική προσευχή. Το “πρόβλημα” είναι ότι αυτό το όμορφο (αλλά τόσο σύντομο) κομμάτι για εκκλησιαστικό όργανο είναι πιο ελαφρύ, πιο ανεβαστικό, περισσότερο “ανοιχτόμυαλο”… Στέκεται μέχρι σήμερα τόσο μόνο του στην εύθραυστη φύση του, τόσο μοναδικό στο είδος του. Ένα υπέροχο και πρωτοποριακό άλμπουμ!

Scraping Foetus Off The Wheel – Hole (1984)
Υπάρχει ένας εντυπωσιακός αριθμός ειδών που μπορεί να μετρήσει κανείς σε αυτό το θριαμβευτικό συνονθύλευμα αστικής παράνοιας. Το “Clothes Hoist” είναι βασικά psychobilly. Το “Lust for Death” έχει μια τζαζ post-punk αίσθηση. Το “I’ll Meet You in Poland Baby” είναι πολεμικό industrial. Τα “Hot Horse” και “Sick Man” μοιάζουν με δραματικά punk blues αποπαίδια. Ολόκληρη η δεύτερη πλευρά εξερευνά το industrial μέσα από την οπτική γωνία ειδών όπως το swing, το psychobilly, το surf rock, το doo wop, το post-punk, ακόμα και το prog των 80s. Ναι, δεν είναι εύκολο να το χωνέψεις άνετα, ίσως όλοι αυτοί οι πειραματισμοί να μην ακούγονται τόσο επιτυχημένοι στην τεχνολογικά περιορισμένη παραγωγή της εποχής, αλλά πρόκειται για μια διαχρονικά προφητική και εμπνευσμένη γκάμα ήχων που σημάδεψε όλα τα επόμενα βιομηχανικά παρακλάδια που ακολούθησαν.

The Art Of Noise – Who’s Afraid Of The Art Of Noise (1984)
Η κυκλοφορία του σηματοδότησε ένα σημαντικό σημείο καμπής στην ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής. Οι Art of Noise (πνευματικό παιδί του σπουδαίου μουσικού και παραγωγού Trevor Horn, του Lol Creme των 10cc, του δημοσιογράφου του NME, Paul Morley και πρώτη μπάντα της Anne Dudley), με την πρωτοποριακή τους προσέγγιση, αψήφησαν τα συμβατικά όρια μεταξύ μουσικής και ηχητικών πειραμάτων, δημιουργώντας ένα αριστουργηματικό και μοναδικό ηχητικό κολλάζ που συνδυάζει samples, θορύβους και πολλά συνθεσάιζερ. Το άλμπουμ είναι γεμάτο με κομμάτια που δεν ακολουθούν τις παραδοσιακές μουσικές δομές, αναδεικνύοντας την αισθητική της αποδόμησης και της επανασύνθεσης. Τραγούδια όπως το “Close (to the Edit)” και “Moments in Love” είναι εμβληματικά παραδείγματα της ικανότητας του συγκροτήματος να συνδυάζει το avant-garde πνεύμα με την (πιο εμπορική) pop κουλτούρα, δημιουργώντας ήχους που είναι ταυτόχρονα πρωτοποριακοί και θερμοί και γνώριμοι και πειραματικοί. Το “Who’s Afraid of the Art of Noise” είναι ένα άλμπουμ που προκάλεσε και ενέπνευσε, έπαιξε σε δεκάδες διαφημίσεις και έθεσε βάσεις για την εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής. Η τολμηρή του φύση και η καινοτομία του συνεχίζουν να ασκούν επιρροή μέχρι και σήμερα, καθιστώντας το έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους των 80s.

Yello – Stella (1985)
Οι Yello, το ελβετικό συγκρότημα που δημιουργήθηκε από τους Dieter Meier και Boris Blank, είναι ένα από τα πιο πρωτοποριακά και μοναδικά μουσικά σχήματα της ηλεκτρονικής μουσικής σκηνής. Η μουσική τους, αν και συχνά κατατάσσεται υπό την ευρύτερη ταμπέλα της ηλεκτρονικής ή synthpop, υπερβαίνει τις καθιερωμένες κατηγορίες λόγω του ιδιαίτερου ηχητικού τους στίγματος και της δημιουργικής τους προσέγγισης. Αυτό εδώ είναι ένα συναρπαστικό ηχογράφημα με τεράστια λεπτομέρεια. Το μπάσο παραμένει παντού συγκλονιστικό, σφιχτό, καθόλου πλαδαρό, με πραγματικό πάτημα σε όλα τα μουσικά αυλάκια αυτής της ρυθμικής (ή και πιο ατμοσφαιρικής) δομής του. Η δυναμική μίξη αυτού του άλμπουμ είναι τόσο εξαιρετική και μοιάζει σαν να αναπηδά μέσα από το σύνολο των καναλιών. Τα πολλαπλά στρώματα διατηρούν τη σαφήνειά τους σε όλη τη διάρκεια επιτρέποντας στον ακροατή να εντρυφήσει στα μουσικά βάθη αυτού του.

Το στυλ των Yello είναι γνωστό για την πολυσυλλεκτική του φύση, συνδυάζοντας στοιχεία από διάφορα είδη όπως το new wave, την jazz, τη funk, την dub, και την avant-garde. Ο ήχος τους χαρακτηρίζεται από την έντονη χρήση των ηλεκτρονικών εφέ, των συναρπαστικών beats, των πρωτοποριακών sampling και των συχνά σαρκαστικών ή παράδοξων στίχων. Όλα αυτά δημιουργούν έναν ήχο που είναι ταυτόχρονα γεμάτος ενέργεια, αλλά και έντονα κινηματογραφικός, συχνά αναγνωρίσιμος με την πρώτη ακρόαση. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η μουσική των Yello αξίζει να έχει τη δική της κατηγορία ή όνομα – ένας πιθανός όρος θα μπορούσε να είναι “Yellotronica”, συνδυάζοντας το όνομα του συγκροτήματος με την ηλεκτρονική βάση της μουσικής τους.

Skinny Puppy – Bites (1985)
Σκοτεινό, ρυθμικό, ημίτρελος άντρας τραγουδιστής, παραμόρφωση, δειγματοληψία, δυσοίωνο, ατμοσφαιρικό, νυχτερινό, μηχανικό, κυβερνητική, μισανθρωπία, φουτουρισμός, αστικό, ψυχρό, επιθετικό, ανήσυχο, παθιασμένο, επαναλαμβανόμενο, πολιτικό, θορυβώδες, επικό.

Fad Gadget – The Fad Gadget Singles (1986)
Είναι 1986 και οι ανεξάρτητες δισκογραφικές έχουν ξεκινήσει να ρίχνουν όλο το βάρος στην επερχόμενη κυριαρχία των CD’s με αποτέλεσμα πολλές κυκλοφορίες να βγαίνουν πρώτα σε ψηφιακή μορφή. Το συγκεκριμένο άλμπουμ, αν και πρόκειται για συλλογή του ανυπέρβλητου ταλέντου του Frank Tovey, ήταν μια από εκείνες τις πρώτες CD κυκλοφορίες που είχαν το πλεονέκτημα των έξτρα κομματιών, και επίσης φιλοξενούσαν κομμάτια από τα δύο πρώτα αριστουργηματικά άλμπουμ, που η Mute δεν είχε επανακυκλοφορήσει από το 1983. Επιπλέον, περιέχει το εμβληματικό “Lady Shave”, το οποίο ήταν flip-side στο σινγκλ “Make Room” (δεν περιέχεται σε αυτήν τη συλλογή) του 1981. Ο αινιγματικός Frank Tovey ήταν είναι ένας δημιουργικός και απρόβλεπτος συνθέτης, τραγουδιστής και ερμηνευτής του οποίου οι δίσκοι διαφέρουν σημαντικά ο ένας από τον άλλο, και γι’ αυτόν τον λόγο, η συλλογή αυτή έχει αξία, αφού ανοίγει μια πύλη στο μοναδικό ταλέντο ενός σπουδαίου Βρετανού μουσικού, που έφυγε νωρίς από τη ζωή, σε ηλικία 45 ετών.

Afrika Bambaataa & Soulsonic Force – Planet Rock – The Album (1986)
Όταν κοιτάζεις πίσω στην εκκολαπτόμενη hip hop σκηνή του Μπρόνξ στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ένα από τα στοιχεία που θα διακρίνεις και που τελικά χαρακτηρίζει όλη τη σκηνή είναι ο πειραματισμός. Η ίδια η φόρμα μόλις είχε αρχίσει να δημιουργείται, δεν είχε ακόμα σχηματιστεί αλλά οι ηχητικές δυνατότητες που προέκυπταν πάντα από το remixing μιας συλλογής δίσκων, ήταν ένα ισχυρό όπλα στα χέρια ενός έξυπνου DJ, ο οποίος άνοιγε την φαντασία των rappers και των break-dancers. Αυτό που είναι αποκαλυπτικό με μια βουτιά στο παρελθόν, απ΄ όπου προέρχεται αυτή η κλασική κυκλοφορία, είναι το πόσο ενημερωμένη ήταν η γκάμα των ήχων τους από την underground/avant-garde μουσική, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να κάνουν τους Kraftwerk να ακούγονται περισσότερο funky από ποτέ. Επίσης, υπάρχουν τόσα πολλά που μπορεί να ειπωθούν για τον άνθρωπο Afrika Bambaataa, έναν από τους γενάρχες του hip hop και έναν από τους πρώτους υποστηρικτές της συγχώνευσης της ηλεκτρονικής μουσικής και του hip hop. Γεννημένος ως Kevin Donovan, μετά από ένα ταξίδι στην Αφρική που του άνοιξε τα μάτια, άλλαξε το όνομά του σε Afrika Bambaataa Aasim, εγκατέλειψε τη βία ως μέσο κοινωνικής δικαιοσύνης και ίδρυσε την “Bronx River Association” ως εναλλακτική λύση στη ζωή των συμμοριών. Τα υπόλοιπα είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία.

Depeche Mode – Music For The Masses (1987)
Είναι το άλμπουμ που ιστορικά μοιάζει να στέκεται αβέβαιο ανάμεσα σε δύο γίγαντες (“Black Celebration” και “Violator”) και προσπαθεί να λάμψει. Βέβαια, η απόφαση να συμπεριληφθεί εδώ, αντί του προηγούμενου -εξίσου αριστουργηματικού που θεωρείται, μάλιστα, και το καλύτερο όλων των εποχών τους- μπορεί να δημιουργήσει εκρήξεις διαμαρτυρίας από τους οπαδούς τους, αλλά δυστυχώς θα πρέπει όλοι να παραδεχθούμε ότι αυτό είναι το άλμπουμ στο οποίο οι Depeche Mode κάνουν τα πρώτα τους σίγουρα και σταθερά βήματα προς τον μεγαλύτερο θρίαμβό τους.

Suicide – A Way of Life (1988)
Κυκλοφόρησε το 1988 και αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα της αδιάλλακτης και καινοτόμου προσέγγισης του ντουέτου στη μουσική. Ο Alan Vega και ο Martin Rev επανέρχονται σε αυτό το άλμπουμ με τον ίδιο πρωτοποριακό ζήλο που χαρακτήρισε τις προηγούμενες δουλειές τους, αλλά με έναν ήχο που γίνεται ηθελημένα πιο σκοτεινός και πιο επιθετικός. Το A Way of Life συνεχίζει την αισθητική της μινιμαλιστικής σύνθεσης που χαρακτηρίζει τους Suicide, συνδυάζοντας την ψυχρότητα των αναλογικών συνθεσάιζερ του Rev με την ωμή, κατακερματισμένη φωνή του Vega. Κομμάτια όπως το “Wild in Blue”, “Surrender” και “Dominic Christ” μεταδίδουν μια αίσθηση αποξένωσης και έντασης, αντικατοπτρίζοντας την ατμόσφαιρα της αστικής παρακμής και της κοινωνικής ανησυχίας που διαπερνά το άλμπουμ.

Tο “A Way of Life” μπορεί να θεωρηθεί λιγότερο άμεσο και πιο δυσπρόσιτο σε σύγκριση με τα προηγούμενα άλμπουμ τους, όπως το κλασικό ντεμπούτο τους. Η επαναληπτικότητα των συνθέσεων και η σχεδόν υπνωτιστική μονοτονία του ήχου μπορεί να αποξενώσει ορισμένους ακροατές, καθιστώντας το άλμπουμ δύσκολο στην πρόσβαση και αφομοίωση. Παρά τις προκλήσεις του, το A Way of Life παραμένει ένα έργο με έντονη καλλιτεχνική ακεραιότητα, που αποτυπώνει το αδιαπραγμάτευτο όραμα των Suicide. Είναι ένα άλμπουμ που απαιτεί προσοχή και υπομονή, αλλά ανταμείβει όσους το εξερευνήσουν σε βάθος με μια ανησυχητική αλλά και συναρπαστική ματιά στη σκοτεινή πλευρά της ηλεκτρονικής μουσικής.

Pet Shop Boys – Introspective (1988)
Είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα και καινοτόμα άλμπουμ της καριέρας τους. Για εμένα ένα από τρία καλύτερά τους. Σε αυτό το άλμπουμ, το ντουέτο εξερευνά τη χορευτική μουσική με έναν μοναδικό τρόπο, παρουσιάζοντας έξι κομμάτια μεγάλης διάρκειας, που αποτελούν έναν πανέμορφο συνδυασμό pop, house, και techno ήχων. Κάθε τραγούδι στο “Introspective” διακρίνεται για την ευφυή του σύνθεση και την κομψή παραγωγή, συνδυάζοντας εμπορικές μελωδίες με πιο πειραματικές δομές. Κομμάτια όπως το “Left to My Own Devices” και “Domino Dancing” αναδεικνύουν τη δεξιοτεχνία των Pet Shop Boys στο να δημιουργούν χορευτική μουσική με ευφυή και πλούσια στιχουργικά θέματα, ενώ το “It’s Alright” προσφέρει έναν τόσο όμορφο και αισιόδοξο επίλογο σε ένα άλμπουμ γεμάτο συναισθηματικές αντιθέσεις. Είναι ένα άλμπουμ που όχι μόνο διασκέδασε τα πλήθη της εποχής του, αλλά παραμένει φρέσκο, ενισχύοντας τη φήμη του ντουέτου ως πρωτοπόρων της σύγχρονης pop μουσικής.

Ministry – The Land of Rape and Honey (1988)
Ενώ το “Twitch” των Ministry από το 1986 σηματοδότησε τη μεταμόρφωση του γκρουπ από ένα ελαφρύ new wave outfit σε μια σκοτεινή, διαβρωτική industrial δύναμη, ήταν το “The Land of Rape and Honey” του 1988 που περιείχε την πρώτη χρήση παραμορφωμένων κιθαριστικών ήχων από το συγκρότημα και που οδήγησε τους Ministry στην πιο βαριά, πιο headbanging κατεύθυνση μέσα από την οποία τους έμαθαν οι περισσότεροι. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου βασίστηκε σε ηλεκτρονικά όπλα μαζικής καταστροφής, το “Rape and Honey” ήταν ένα σημαντικό βήμα προς το ολοκληρωμένο industrial metal των μετέπειτα κλασικών LPs (“The Mind Is a Terrible Thing to Taste” και “Psalm 69”). Οι παλλόμενοι ρυθμοί, το μελαγχολικό μπάσο, τα κινηματογραφικά δείγματα, τα τρομακτικά πλήκτρα και οι στίχοι ενός μισάνθρωπου καθιστούν το “The Land of Rape and Honey” ένα από τα κορυφαία σημεία του τεράστιου καταλόγου των Ministry από μόνο του.

Clock DVA – Buried Dreams (1989)
Το “Buried Dreams” είναι λίγο πιο δύσκολο να το χωνέψεις σε σχέση με τα δύο πρώτα άλμπουμ του σχήματος. Ίσως γιατί είναι πιο διεστραμμένο, πιο σκοτεινό και (ακουστικά μιλώντας) μάλλον το πιο ψυχρό άλμπουμ των Clock DVA. Τα ηλεκτρονικά είναι τόσο τέλεια προγραμματισμένα, γεννούν συνεχώς δυσοίωνους ήχους ενώ τα μονότονα φωνητικά του Adi Newton ταιριάζουν απόλυτα με την ψυχρή ηχολογία αυτού του άλμπουμ. Αν η μουσική ήταν (λίγο) πιο μελωδική ή χορευτική, τότε αυτά τα φωνητικά δεν θα ταίριαζαν καθόλου. Ωστόσο, δεδομένης της βίαιης εικόνας και του ήχου του άλμπουμ, όλα τα συστατικά του δένουν υπέροχα σε ένα τρομακτικό μανιφέστο, μελαγχολικό και σκυθρωπό. Ένα άλμπουμ γεμάτο με σκοτεινά synths και εθιστικά beats, που σίγουρα δεν αφορά κανέναν λιγόψυχο.

New Order – Technique (1989)
Το εξώφυλλο του “Technique” απεικονίζει ένα πολύχρωμο χερουβείμ σε μια ροζ και μωβ χρωματική παλέτα. Ο σχεδιαστής και μόνιμος συνεργάτης της μπάντας, Peter Saville, είχε πει τότε πως με αυτόν τον τρόπο ήθελε να αποδώσει τον ηδονισμό της εποχής και τη δίψα μιας ολόκληρης γενιάς για ecstasy, αλλά όλοι οι φίλοι των New Order ξέρουν πολύ καλά ότι αυτό το εξώφυλλο είναι ένα πολύχρωμο διάλειμμα από όλη την μελαγχολία του παρελθόντος. Το “Technique” είναι διαχρονικό, όχι τόσο για την μουσική του (αυτή θα μπορούσε να είχε γραφτεί και σε οποιοδήποτε από τα δύο-τρία προηγούμενα άλμπουμ), αλλά παραμένει ατόφιο και κρυστάλλινο στον χρόνο γιατί διαιωνίζει με τον καλύτερο τρόπο την μελαγχολία τους. Η ειλικρίνεια παίζει ένα αγωνιώδες παιχνίδι με τον θυμό σε όλα τα κομμάτια και αυτός ο συνδυασμός γεννά με τη σειρά του μια πρωτόγνωρη συναισθηματική παλέτα, από το θλιμμένο “Guilty Partner” στο αισιόδοξο “Run” και από εκεί στο απόλυτα ηδονικό “Fine Time”.

Peter Gabriel – Passion (1989)
Το άλμπουμ “Passion” του Peter Gabriel, κυκλοφόρησε το 1989 ως το soundtrack της ταινίας “The Last Temptation of Christ” του Martin Scorsese. Ωστόσο, το έργο ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της τυπικής κινηματογραφικής μουσικής, καθιστώντας το ένα από τα πιο πολυσύνθετα και επιδραστικά έργα της καριέρας του Gabriel. Συνδυάζει μια ποικιλία μουσικών παραδόσεων από όλο τον κόσμο, με έμφαση σε μεσανατολικές, αφρικανικές και ασιατικές επιρροές. Η χρήση παραδοσιακών οργάνων, όπως τα νάι και το duduk, μαζί με ηλεκτρονικές υφές, δημιουργεί ένα ατμοσφαιρικό και πολυδιάστατο ηχητικό τοπίο. Το αποτέλεσμα είναι μια μαγευτική εμπειρία ακρόασης, που μεταφέρει τον ακροατή σε πνευματικά και συναισθηματικά βάθη. Το “Passion” είναι ένα αριστούργημα που επιβεβαιώνει την καλλιτεχνική φιλοδοξία και την πολιτιστική ευαισθησία του Peter Gabriel. Η πρωτοποριακή του προσέγγιση στη “world music” και η ικανότητά του να γεφυρώνει διαφορετικές μουσικές παραδόσεις, το καθιστούν ένα έργο διαχρονικό, που συνεχίζει να εμπνέει, να εντυπωσιάζει και να προκαλεί.

Nine Inch Nails – Pretty Hate Machine (1989)
Ένα ορόσημο στην ιστορία της βιομηχανικής μουσικής, ένα άλμπουμ που συνδυάζει ηλεκτρονικά στοιχεία με σκληρούς ήχους ροκ, δημιουργώντας μια μοναδική ατμόσφαιρα που αποπνέει ένταση και συναισθηματική φόρτιση. Η θεματολογία του άλμπουμ περιστρέφεται γύρω από την απογοήτευση, την αποξένωση και την αναζήτηση της ταυτότητας, με κομμάτια όπως το “Head Like a Hole” να εκφράζουν έντονα συναισθήματα και κοινωνική κριτική. Ο ήχος του “Pretty Hate Machine” είναι χαρακτηριστικός για την εποχή του, με την εκτενή χρήση ηλεκτρονικών ρυθμών, συνθεσάιζερ που πνίγονται από τις σκληρές κιθάρες και δημιουργούν μια αίσθηση ενορχηστρωμένης τρέλας. Ο Trent Reznor έπαιξε με όλες τις καινοτόμες τεχνικές παραγωγής και δειγματοληψίας της εποχής, έφτιαξε αυτό το εκρηκτικό ντεμπούτο, επηρεάζοντας έτσι αμέτρητους καλλιτέχνες και συγκροτήματα που ακολούθησαν.

808 State – 90 (1989)
Το πρώτο μεγάλο βήμα για την επόμενη δεκαετία που θα λάμψει η techno κουλτούρα το έκανε ένα σχήμα από το Μάντσεστερ. Οι Graham Massey, Martin Price, Andrew Barker, Darren Partington και Gerald Simpson των 808 State παραμένουν κάπως αφανείς καινοτόμοι, παρόλο που δημιούργησαν τον καθοριστικό ύμνο της club σκηνής στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η μουσική house, όπως ονομάστηκε, ήταν ηλεκτρονική χορευτική μουσική υψηλών ρυθμικών εντάσεων, συχνά φτιαγμένη σε φτηνά, γερασμένα αναλογικά συνθεσάιζερ και πρώιμα samplers, και μαστεραρισμένη σε ένα DAT. Με απλούς στίχους και φτηνή συσκευασία, ήταν lo-fi αλλά κολλητική και αποτέλεσε το soundtrack μιας σημαντικής περιόδου. Το “90” κυκλοφόρησε ακριβώς όταν έγινε φανερό ότι ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωνε. Η λιτότητα των αρχών της δεκαετίας του 1980 είχε αρχίσει να υποχωρεί και οι δυτικές οικονομίες άρχισαν να ανθίζουν ξανά. Καθώς το σιδηρούν παραπέτασμα έπεφτε και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αποχωρίζονταν την τυρρανία της καταρρέουσας Σοβιετική Ένωσης, υπήρχε μια αίσθηση ευφορίας στον αέρα -ιδίως μεταξύ των νέων. Το house -όρος δανεισμένος από το λεγόμενο “Chicago house” στα μέσα της δεκαετίας του 1980- έπιασε την πληθωρικότητα και τον ηδονισμό της εποχής. Οι 808 State, με τη σειρά τους, κυκλοφόρησαν έναν δίσκο που το ενσάρκωνε αυτό, αιχμαλωτίζοντας το πολιτιστικό και μουσικό zeitgeist.

A Guy Called Gerald – Hot Lemonade (1989)

Σήμερα, το “Hot Lemonade” δεν καμαρώνει μόνο ως ένα σημαντικό τεχνούργημα της ιστορίας της βρετανικής χορευτικής μουσικής, αλλά είναι και ένα άλμπουμ που παραμένει μια απολαυστική εμπειρία ακρόασης. Η ενέργεια, η καινοτομία και το ατμοσφαιρικό βάθος που έφερε ο Gerald σε αυτό το άλμπουμ έχουν εξασφαλίσει τη θέση του στο πάνθεον των κλασικών της ηλεκτρονικής μουσικής. Αποτελεί απόδειξη της εφευρετικότητας του A Guy Called Gerald, αποδεικνύοντας ότι η ηλεκτρονική μουσική μπορεί να είναι τόσο συναισθηματική και σύνθετη όσο και κάθε παραδοσιακό είδος. Περισσότερα από τριάντα χρόνια μετά, το “Hot Lemonade” συνεχίζει να εμπνέει και να ενθουσιάζει, μια απόδειξη του διαχρονικού ταλέντου του δημιουργού του.

Φυσικά, το απόλυτο στολίδι του άλμπουμ είναι το θεμελιώδες “Voodoo Ray”. Αυτό το κομμάτι αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της βρετανικής house μουσικής, φημισμένο για την κολλητική (και μεταδοτική) μπασογραμμή του και το αιθέριο, ηχηρό φωνητικό δείγμα του. Σε αυτό το κομμάτι, ο Gerald Simpson πετυχαίνει την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στη μινιμαλιστική ενορχήστρωση και τον πυκνό, ατμοσφαιρικό ηχητικό σχεδιασμό, με αποτέλεσμα έναν διαχρονικό ύμνο του dancefloor που εξακολουθεί να μοιάζει σύγχρονος περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του.

Διαβάστε επίσης: Τα 50 καλύτερα ambient άλμπουμ όλων των εποχών