Είναι άνοιξη του 1974.

Οι Αμερικανοί Sparks εμφανίζονται για πρώτη τους φορά στο Βρετανικό Top Of The Pops, ερμηνεύοντας το «This Town Ain’t Big Enough For The Both Of Us», την πρώτη τους πραγματικά μεγάλη επιτυχία.

Η εικονιστική αντίθεση μεταξύ των δύο αδελφών Mael είναι εντυπωσιακή. Φορώντας ένα πουκάμισο και μια γραβάτα, κυρίως όμως φέροντας περήφανα κάτω από την μύτη του το χαρακτηριστικό του μουστάκι α λα-Τσάρλι Τσάπλιν, ο ακίνητος Ron κοιτάζει απλανώς το κοινό καθισμένος πίσω από το ηλεκτρικό του πιάνο.

Εν τω μεταξύ, ο μικρός αδελφός του, ο α(ει)κίνητος Russell, χοροπηδάει πάνω στην σκηνή φορώντας ένα σκούρο κοστούμι και ένα σατέν κασκόλ, με το κεφάλι του να έχει γίνει ένα κουβάρι από τις πυκνές του μπούκλες που πέφτουν μέσα στα μάτια του.

Ο μύθος λέει ότι εκείνο το ίδιο βράδυ, ο Τζον Λένον είναι ανάμεσα στα 15 εκατομμύρια τηλεθεατές που παρακολουθούν το live των Sparks. Έκπληκτος από το θέαμα, τηλεφωνεί στον Ringo Starr και του λέει την εξής ατάκα: «Ρίτσι [σ.σ: το πραγματικό όνομα του Ρίνγκο είναι Ρίτσαρντ Στάρκι], μόλις είδα στην τηλεόραση τον Marc Bolan να τραγουδάει μαζί με τον Χίτλερ».

Ένα απλό τραγούδι ήταν το «This Town Ain’t Big Enough For The Both Of Us», θα πει κάποιος αφελώς.

Αλλά τι τραγούδι! «Χτισμένο» γύρω από ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο riff στα πλήκτρα, με ένα… πυροβολισμό κάπου στη μέση του, το κομμάτι εξυψώνεται και μένει στο μνημονικό από το υπερδιογκωμένο φαλτσέτο του Russell.

Στιχουργικά μιλώντας δε, είναι ένας ντανταϊστικός χείμαρρος εικόνων από διάφορα ζώα να κονταροχτυπιούνται μέσα σε έναν ζωολογικό κήπο. Σε μια χρονιά που το glam rock ζει και βασιλεύει, οι Sparks μοιάζουν με ένα παράξενο, εξωτικό ζώο που παίζει μια μουσική που διαχέεται από ένα άλλο σύμπαν.

Το «This Town…» έφτασε στο νούμερο 2 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η ξαφνική δημοτικότητα των Sparks ενισχύθηκε γρήγορα από ένα άλλο Top 10 hit, το «Amateur Hour», και ένα άλμπουμ, το «Kimono My House», γεμάτο με εκθαμβωτικά art-pop τραγούδια σπάνιας ομορφιάς που ναι μεν αμφισβητούσαν τις όποιες μουσικές συμβάσεις της εποχής, αλλά ήταν επίσης υπέροχα προσιτά και catchy για το μέσο αυτί.

Οι Sparks ήταν αιχμηροί, έξυπνοι, πνευματώδεις και κυρίως… Βρετανοί. Ακούγονταν δηλαδή σαν βρετανική μπάντα ενώ στην πραγματικότητα ήταν Καλιφορνέζοι.

«Πάντα είχαμε ως είδωλο τα βρετανικά συγκροτήματα. Πάντα προσπαθούσαμε να μοιάσουμε στους Who ή στους Kinks», εξηγεί σήμερα ο Ron Mael. «Ο Ron και εγώ ήμασταν πολύ αγγλόφιλοι, ως προς την μουσική που ακούγαμε», επιβεβαιώνει ο Russell.

Από εκείνη την πρώτη έξαρση της «Sparksmania» στη Βρετανία στα μέσα του 1974, οι δυο Maels δεν έχουν σταματήσει καθόλου να συνθέτουν πολλή μουσική, καλή μουσική, μέχρι και ενδεχομένως κακή μουσική. Ποτέ όμως οι Sparks, στα 50 χρόνια της καριέρας τους, δεν ακούστηκαν αδιάφοροι.

Και πώς να συμβεί αυτό, άλλωστε, όταν τα δυο αδέλφια έχουν συνηθίσει εδώ και πολλές δεκαετίες να ανατρέπουν διαρκώς και κατά το δοκούν τις καθεστηκυίες συμβάσεις της ποπ μουσικής.

Οι Sparks έχουν αλλάξει πολλάκις πορεία και στυλ με την πάροδο των 50 αυτών χρόνων: έχουν παίξει από hard rock μέχρι electronica, χορευτική μουσική μέχρι νεοκλασική pop -αλλά η ίδια η ποιότητα της μουσικής τους παραγωγής δεν έχει υποχωρήσει ούτε ένα εκατοστό.

Ακόμη μια απόδειξη του πόσο τολμηροί μουσικοί προβοκάτορες είναι οι Sparks σε έναν κόσμο που αποφεύγει όλο και περισσότερο το ρίσκο είναι το «The Girl Is Crying In Her Latte», το 26ο στούντιο άλμπουμ τους το οποίο κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2023. Ένα άκρως τολμηρό και περιπετειώδες άλμπουμ σαν μια μεταμοντέρνα ποπ όπερα.

Τι και αν βρίσκονται ήδη στην έκτη δεκαετία της καριέρας τους και της δισκογραφίας τους; Οι Sparks βρίσκονται (ξανά) στο κατώφλι μιας από τις πιο συναρπαστικές φάσεις της μουσικής και δημιουργικής ζωής τους. Και έπεται συνέχεια φυσικά για τον 74χρονο Russell και τον 77χρονο Ron.

Οι δύσκολες μουσικές απαρχές των Sparks

Μεγαλώνοντας στο Λος Άντζελες τη δεκαετία του ’60, τα αδέλφια Ron και Russell Mael είχαν μια πραγματική εμμονή με το ροκ εν ρολ και την ποπ κουλτούρα. Το 1967-68 τα δυο αδέλφια έφτιαξαν ένα συγκρότημα, τους Halfnelson με επιρροές από τους Who και τους Move μέχρι το Broadway και την κλασική μουσική. Ηχογράφησαν ένα demo 12 τραγουδιών που τους οδήγησε να υπογράψουν με τη νεοσύστατη εταιρεία Bearsville και αμέσως ξεκίνησαν να ηχογραφούν το πρώτο τους άλμπουμ.

Ο Todd Rundgren διετέλεσε παραγωγός στο ομώνυμο ντεμπούτο των Halfnelson, το οποίο ωστόσο πήγε άπατο. Ο Todd είπε ότι το πρόβλημα ήταν το όνομά τους. Η εταιρεία τους τούς πρότεινε το όνομα Sparks Brothers. Οι δυο Maels ξεφορτώθηκαν το «Brothers» και έγιναν απλά οι Sparks.

Το ντεμπούτο τους επανακυκλοφόρησε και πούλησε περίπου το ίδιο, αν και το single «Wonder Girl» έτυχε αρκετού ραδιοφωνικού airplay στο «σπίτι» τους, το Λος Άντζελες. Ακολούθησε ένα δεύτερο άλμπουμ που πήγε εξίσου άπατο. Η επιτυχία έμοιαζε δύσκολη για τα δυο αδέλφια. Εκεί ήταν που χρειάστηκε να πάρουν μια μεγάλη απόφαση.

Σε αυτό το χρονικό σημείο ο Ron και ο Russell πακετάρισαν τις βαλίτσες τους και μετακόμισαν στην αγαπημένη τους Αγγλία. Συναντήθηκαν με τον παραγωγό Muff Winwood, υπέγραψαν στην Island Records και δημιούργησαν μια νέα εκδοχή των Sparks με Βρετανούς session μουσικούς.

Η αλλαγή αυτή αποδείχτηκε ότι ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν. Από το 1974 έως το 1975, οι Sparks κυκλοφόρησαν τα τρία βασικά άλμπουμ που οι περισσότεροι οπαδοί τους εξακολουθούν μέχρι σήμερα να θεωρούν ως ένα είδος… αγίας τριάδας. Το single «This Town Ain’t Big Enough for Both of Us» κυκλοφόρησε το 1974 και έφτασε στο Νο. 2 των βρετανικών charts. Ήταν η πρώτη από τις οκτώ συνεχόμενες επιτυχίες τους στο Top 40 του Ηνωμένου Βασιλείου.

Μετακομίζοντας μόνιμα στο Λονδίνο, οι Maels κατέληξαν σε μια σταθερή πενταμελή σύνθεση και οι Sparks ξεκίνησαν την ηχογράφηση του άλμπουμ «Kimono My House».

«Η Island είχε αυτή τη φιλοσοφία να προτιμά και να προκρίνει έναν ήχο που είχε έντονη την αίσθηση της πρωτοτυπίας και της καινοτομίας», θυμάται ο Russell. «Δεν είχε σημασία αν επρόκειτο για ένα συγκρότημα reggae από την Τζαμάικα ή για ένα στυλιζαρισμένο ροκ συγκρότημα όπως οι Free. Όλα μπορούσαν να ισχύουν, αρκεί ο ήχος να ήταν ξεχωριστός».

«Ο Ron και εγώ αρχικά θέλαμε να κάνει την παραγωγή του «Kimono My House» ο Roy Wood. Αγαπούσαμε και οι δύο τους The Move. Αλλά ο Roy επέλεξε να μην εμπλακεί με την παραγωγή. Τότε ήταν που ανέλαβε ο Muff Winwood. Είχε υπάρξει μπασίστας στους Spencer Davis Group, κάτι που ήταν άλλο ένα πλεονέκτημα – και σκεφτόμουν ότι ίσως έφερνε τον αδελφό του [τον Stevie] για να με βοηθήσει με τα φωνητικά μου», θυμάται ο Russell.

Πέρα από την σχεδόν… ακροβατική μουσική, τις περίεργες συγχορδίες, τα ανατρεπτικά ακόρντα και τα οπερατικά φωνητικά, οι Sparks έγραψαν στο άλμπουμ αυτό πραγματικά μερικούς από τους καλύτερους «ανατρεπτικούς» και μη-αναμενόμενους στίχους της δεκαετίας του ‘70, από τραγικωμικές συμφωνίες αυτοκτονίας ανάμεσα στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα (το συγκλονιστικά εκθαμβωτικό έπος του «Here In Heaven») μέχρι κομμάτια για τον Άλμπερτ Αϊνστάιν και για ακυρωμένα ραντεβού κάπου… στον ισημερινό.

«Το να έχεις χιούμορ στην ποπ μουσική θεωρείται μερικές φορές κάπως παιδικό», λέει σήμερα ο στιχουργός Ron. «Αλλά πάντα νιώθαμε, λόγω των συγκροτημάτων που αρχικά αγαπήσαμε, ότι οι στίχοι μπορούν να λειτουργήσουν σε δύο επίπεδα. Ένα τραγούδι μπορεί να είναι χιουμοριστικό και ταυτόχρονα να λειτουργεί σε ένα άλλο, βαθύτερο συναισθηματικό επίπεδο. Ακόμα και σήμερα θαυμάζω τα πρώιμα τραγούδια των Who. Μερικές φορές νιώθω ότι είναι κρίμα που ο Pete Townshend έχει μεγαλώσει – σε συναισθηματικό επίπεδο – γιατί εμείς τουλάχιστον δεν έχουμε μεγαλώσει».

Από την Propaganda στον Giorgio Moroder

Το επόμενο άλμπουμ τους, το «Propaganda» είναι, κατά τον γράφοντα, το δεύτερο απόλυτο αριστούργημά τους μετά το Kimono My House. Ένα καθαρό «10άρι» και αυτό, τόσο σε μουσικό, όσο και σε εκτελεστικό, όσο και σε στιχουργικό επίπεδο.

Μετά ήρθε το «Indiscreet» του 1975, ένα μουσικοθεατρικό πείραμα υπό την επίβλεψη του σπουδαίου Tony Visconti, το οποίο παλαντζάριζε εύσχημα και επιτυχημένα μεταξύ glam, swing jazz, ορχηστρικής pop, μέχρι και παλιού τύπου vaudeville.

Ένας άλλος παλιός συνεργάτης του Bowie, ο κιθαρίστας του, ο Mick Ronson, (ψιλο)χαντάκωσε, ηθελημένα ή όχι, το επόμενο τους άλμπουμ, το βαρυ κιθαριστικό «Big Beat» του 1976, στο οποίο υποτίθεται ότι θα έκανε την παραγωγή.

«Κάναμε πρόβες μαζί του για μία ή δύο εβδομάδες και έχουμε ακόμη και μια πρόχειρη κασέτα πρόβας με αυτόν να παίζει αυτά τα τραγούδια του Big Beat», λέει σήμερα ο Russell. «Του άρεσε πραγματικά αυτό που κάναμε, και το παίξιμό του ακούγεται απολύτως καταπληκτικό. Αλλά μετά του έγινε μια πρόταση να συμμετάσχει στην περιοδεία Rolling Thunder με τον Μπομπ Ντίλαν και άφησε το πρότζεκτ μας για να πάει εκεί».

Το «Big Beat» πούλησε ελάχιστα, ενώ σηματοδότησε και το τέλος της θητείας των Sparks στην Island. Η αλλαγή ήταν… στη γωνία, που λέμε και την έφερνε μια από τις μεγαλύτερες μορφές του 20ου αιώνα στην ποπ μουσική.

Ο Giorgio Moroder εμφανίστηκε στο… ραντάρ των Sparks γύρω στο 1977. Ο γερμανοϊταλός τραγουδοποιός και παραγωγός ήταν ο άνθρωπος πίσω από το πιο ευπώλητο βρετανικό Νο.1 εκείνης της χρονιάς, το «I Feel Love» της Donna Summer -ένα κλασσικό τραγούδι με «οδηγό» του το sequencer των σινθεσάιζερ του Μορόντερ, που έφερε την ηλεκτρονική χορευτική μουσική στο μουσικό mainstream.

Μαζί του έκαναν το εκπληκτικό άλμπουμ «No.1 In Heaven» το 1979, με το οποίο οι Sparks επαναπροσδιορίστηκαν ως οι πρώτοι electro-pop «σκαπανείς» της δεκαετίας του ’80. Το άλμπουμ έβγαλε επίσης μερικές μεγάλες επιτυχίες, όπως το «Beat The Block» και το «The Number One Song In Heaven».

«Ο Giorgio ήταν ένας τεράστιος μάστορας του ήχου και ικανότατος στο να μπορεί να ενσωματώνει τα καλύτερα ηλεκτρονικά στοιχεία στη ποπ μουσική», λέει ο Ron. «Και όσον αφορά στη σύνθεση τραγουδιών, ήταν πραγματικά ανελέητος ως προς τον τρόπο που είχε να κρίνει και να κριτικάρει τα τραγούδια μας, αλλά στο 90% των περιπτώσεων, τολμώ να πω ότι ο Τζόρτζιο είχε δίκιο».

Φυσικά και είχε δίκιο: ακούστε π.χ. το Tryouts For The Human Race του 1979 (η ιστορία ενός σπέρματος που προσπαθεί να παραβγεί τα υπόλοιπα προκειμένου να φτάσει πρώτο στο ωάριο και να το γονιμοποιήσει) και μετά ακούστε το progressive house ύμνο Muzak από το 2001.

Η «άνιση» δεκαετία του ‘80

Καθώς οι μουσικοί καιροί άλλαζαν, το ίδιο έκαναν και οι Sparks. Η αίσθηση της «περιπέτειας», το συναίσθημα ότι κάθε τραγούδι πρέπει να είναι σαν μια δίωρη ταινία δράσης, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, θα τους οδηγούσε από το glam στην pop μέσω της big band και του hard rock, πριν συναντήσουν το New Wave και το electro-pop.

Καθώς όμως περνούσε ο καιρός και η δεκαετία του ’70 έδινε την θέση της στη δεκαετία του ’80, ο Ron και ο Russell άρχισαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τα σινθεσάιζερ και τους συνθετητές και να βασίζονται πάνω σε αυτά, κάνοντας μια σειρά από πιο synth-pop άλμπουμ.

Από πολλές απόψεις λοιπόν – και αυτή είναι μια ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη κατάκτησή τους – οι Sparks προηγήθηκαν της synth-pop έκρηξης της δεκαετίας του ’80, ανοίγοντας το δρόμο για το οπτικοακουστικό δίπολο «ο σκυθρωπός και ασάλευτος «πληκτράς» και ο πιο παιχνιδιάρης και χαμογελαστός τραγουδιστής», που αποτέλεσε κατόπιν το πρότυπο για πολλά επόμενα σχήματα –Soft Cell, Yazoo, Eurythmics, Erasure, Pet Shop Boys.

Με την άφιξη των ‘80s, οι Sparks εξερεύνησαν τη δική τους, sui generis, εκδοχή του new wave στο άλμπουμ «Terminal Jive» πριν επιστρέψουν στο glossy-rock του άλμπουμ «Whomp That Sucker» και το έξοχο avant-pop του άλμπουμ «Angst In My Pants» του 1982.

Και εκεί που φαινόταν ότι οι Sparks είχαν επιτέλους καταφέρει να κατακτήσουν, δισκογραφικά, την ίδια τους την πατρίδα με το άλμπουμ «In Outer Space» του 1983 (με τη μεγαλύτερη επιτυχία τους μέχρι σήμερα, το «Cool Places»), οι Maels επέλεξαν να το ακολουθήσουν με το ηθελημένα αντιεμπορικό flop του «Pulling Rabbits Out Of A Hat». Γιατί οι Sparks δεν έπαιζαν ποτέ με βάση τους κανόνες.

«Οι περισσότεροι άνθρωποι στην δισκογραφική βιομηχανία ακολουθούν τον τρόπο που θα έπρεπε να είναι τα πράγματα ή τουλάχιστον αυτό που τους λέει η βιομηχανία να κάνουν», λέει ο Ron, «αλλά εμείς ήμασταν πάντα λίγο πιο επαναστατικοί από τη φύση μας».

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 λοιπόν, ήταν ξεκάθαρα αποφασισμένοι να αυτο-σαμποτάρουν τον εαυτό τους και την ίδια τους την μπάντα.

Και όταν η δισκογραφική τους εταιρεία τούς γκρίνιαξε πολύ έντονα για την έλλειψη ευδιάκριτων ποπ τραγουδιών και ραδιοφωνικών hits, αρνούμενη στη συνέχεια μέχρι και να χρηματοδοτήσει ένα βιντεοκλίπ, ο Ron και ο Russell εμφανίστηκαν σε μια πρωινή εκπομπή στην αμερικανική καλωδιακή τηλεόραση και ξεκίνησαν να φτιάχνουν… ένα βιντεοκλίπ μόνοι τους, στον «αέρα».

Και ως μια τελική πράξη εκδίκησης, ονόμασαν το επόμενο άλμπουμ τους «Music That You Can Dance To».

Sparks

Αυτή η στάση τους τούς στοίχισε καθώς στα τέλη της δεκαετίας του ’80 κανείς δεν αγόραζε τους δίσκους τους. Αλλά παρά το γεγονός ότι δεν είχαν δισκογραφική εταιρεία, άρα και μόνιμη «στέγη», τα δυο αδέρφια συνέχισαν να γράφουν ακούραστα μουσική, στρέφοντας την προσοχή τους σε ένα κινηματογραφικό μιούζικαλ της ιαπωνικής σειράς manga «Mai The Psychic Girl», σε συνεργασία με τον τότε «καυτό» σκηνοθέτη Tim Burton.

Ο Burton όμως εγκατέλειψε το πρότζεκτ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αφήνοντας τους Maels εντελώς «ξεκρέμαστους». Η απογοήτευσή τους ήταν μεγάλη και έκαναν χρόνια να ξεπεράσουν το σοκ αυτής της απόρριψης.

Η ολική «αναγέννηση» της δεκαετίας του ‘90

Η ολική επαναφορά και η μουσική τους ανάκαμψη ήρθε τελικά με το εκπληκτικό άλμπουμ «Gratuitous Sax & Senseless Violins» του 1994.

Το αποκορύφωμα του άλμπουμ ήταν το έξοχο τραγούδι «When Do I Get To Sing My Way», ένας σατιρικός electro-pop ύμνος στα πρότυπα των Pet Shop Boys που έγινε τεράστια επιτυχία σε όλη την Ευρώπη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία των Sparks μετά το «Beat The Clock» του 1979.

Το 1997 κυκλοφόρησαν το άλμπουμ «Plagiarism», το οποίο περιείχε επαναηχογραφήσεις παλιών τραγουδιών τους με τη βοήθεια φιλικών προς εκείνους συγκροτημάτων όπως οι Faith No More και οι Erasure.

Το πραγματικά πρωτοποριακό και ηχητικά καινοτόμο άλμπουμ «Lil’ Beethoven» κυκλοφόρησε το 2002 και οι περισσότεροι οπαδοί – αλλά και πολλοί σημαντικοί μουσικοκριτικοί – το χαρακτήρισαν ως την καλύτερη δουλειά τους από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και τις εποχές του «Propaganda».

Η ανάκαμψή τους ήταν, την ίδια στιγμή, και μια τολμηρή επανεφεύρεση του ίδιου του ήχου των Sparks, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα ηλεκτρονικά beats για χάρη των εντυπωσιακών ενορχηστρώσεων των εγχόρδων.

Οι Maels είχαν πραγματικά επιστρέψει και όχι μόνο αυτό: στα 55 τους χρόνια, ήταν πιο ζωντανοί μουσικά και δημιουργικά από ποτέ. Ανάμεσα στους διάφορους ανθρώπους που ήρθαν ξανά σε επαφή μαζί τους ήταν και ένας παλιός τους φίλος και σύμμαχος, ο ιδρυτής της Island Records, ο Chris Blackwell.

«Είχε μόλις ακούσει το «Lil’ Beethoven» και το λάτρεψε. Και καταλήξαμε να αναζωπυρώσουμε τη σχέση μας. Όχι, δεν ήταν κάτι που είχε να κάνει με νοσταλγία. Του άρεσε πολύ το «The Rhythm Thief», συγκεκριμένα. Είπε ότι ήταν το είδος του τραγουδιού που θα έπρεπε να έχει γίνει επιτυχία. Όταν το άκουσε για πρώτη φορά στο αυτοκίνητό του, σταμάτησε στην άκρη του δρόμου για να το ακούσει: “Θεέ μου, τι είναι αυτό;”, είπε από μέσα του”», θυμάται σήμερα ο Russell.

Η επιτυχία του άλμπουμ οδήγησε τους Sparks σε ένα είδος μουσικής «αναγέννησης» με αποκορύφωμα την θρυλική σειρά συναυλιών του 2008 στο Λονδίνο, όπου το συγκρότημα, σε έναν πραγματικό μουσικό άθλο που όμοιό του δεν είχε δει μέχρι τότε ο κόσμος της ποπ και ροκ μουσικής, ερμήνευσε όλα τα στούντιο άλμπουμ τους στο σύνολό τους για συνολικά 21 βραδιές, οδηγώντας στην κυκλοφορία του 21ου άλμπουμ τους, του επίσης εκπληκτικού «Exotic Creatures of the Deep».

Ντοκιμαντέρ, ταινίες και σενάρια

Ξέρεις ότι είσαι πολιτιστικά σημαντικός όταν οι δημιουργοί ντοκιμαντέρ αρχίζουν να σε καλούν και σου ζητούν να αφηγηθούν αυτοί την ιστορία σου. Οι Sparks είχαν απορρίψει διάφορες προτάσεις για να αφηγηθούν την δική τους ιστορία όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ο βρετανός σκηνοθέτης Edgar Wright τούς έκανε μια διαφορετική πρόταση.

Ήθελε να σκιαγραφήσει λεπτομερώς και ενδελεχώς όλη την πορεία των Maels, από τα νεανικά τους χρόνια στο Pacific Palisades του Λος Άντζελες -όπου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 γοητεύτηκαν από τη μουσική και τον κινηματογράφο του Χόλιγουντ- μέχρι την αναγέννηση της όψιμης καριέρας τους σήμερα.

Το πέραν πάσης αμφιβολίας εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «The Sparks Brothers» (2021) ήταν ένα συγκινητικό πορτρέτο των ζενίθ και των ναδίρ, των θριάμβων και των αποτυχιών, των θετικών και των αρνητικών μιας πραγματικά σπουδαίας καριέρας.

Εξίσου σημαντικοί μουσικοί δέχτηκαν την πρόσκληση να μιλήσουν οι ίδιοι για τους Sparks: New Order, Steve Jones, Beck, Sonic Youth, Red Hot Chili Peppers, Björk, αλλά και πρώην μουσικοί, παραγωγοί και συνεργάτες της αμερικανικής μπάντας, καθώς και μια πληθώρα διάσημων θαυμαστών τους από τον κόσμο της λογοτεχνίας, της τηλεόρασης και του κινηματογράφου.

Για ένα συγκρότημα που συχνά θεωρείται ως (το λιγότερο) ελαφρώς μπλαζέ και απόμακρο, το ντοκιμαντέρ ήταν μια ασυνήθιστα συγκινητική εμπειρία. «Μας έκανε να δούμε τους εαυτούς μας διαφορετικά», λέει ο Russell.

«Νομίζω ότι ο Edgar έκανε καταπληκτική δουλειά παρουσιάζοντας αυτή τη συναισθηματική πλευρά του όλου saga των Sparks. Διηγήθηκε την ιστορία του συγκροτήματος με τρόπο που αντιμετώπισε όλες τις περιόδους της καριέρα μας ισότιμα. Έτσι, μας άρεσε, λόγου χάρη, ότι δεν υπάρχει μία «χρυσή εποχή», καθώς όλα είναι μέρος μιας μακράς δημιουργικής διαδικασίας που περάσαμε ο Ron και εγώ. Το κεντρικό μότο της ταινίας πιστεύω ότι είναι το να είσαι πιστός στις δικές σου δημιουργικές παρορμήσεις, όπου κι αν αυτές σε οδηγούν».

«Μετά το ντοκιμαντέρ, συνειδητοποιήσαμε επίσης ότι πολλοί άνθρωποι από διαφορετικούς τομείς – συγγραφείς, άνθρωποι του κινηματογράφου, μουσικοί – εμπνέονταν πραγματικά από αυτό που κάναμε όλα αυτά τα χρόνια. Σκεφτήκαμε: “Θεέ μου, τελικά πρέπει να είμαστε πραγματικά πολύ γαμάτοι!”», προσθέτει ο Ron.

Η κυκλοφορία του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ συνέπεσε επίσης με το πρώτο soundtrack για μια κινηματογραφική ταινία στην ιστορία των Sparks, για λογαριασμό του «Annette», ενός ρομαντικού μιούζικαλ με πρωταγωνιστές τη Marion Cotillard και τον Adam Driver. Για τον Russell και τον Ron – πραγματικοί και φανατικοί λάτρεις του κινηματογράφου από τα παιδικά τους χρόνια – ήταν η πραγματοποίηση μιας μακρόχρονης φιλοδοξίας και ενός πολυετούς ονείρου και στόχου.

Αυτή την στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, οι Sparks γράφουν το δικό τους κινηματογραφικό μιούζικαλ, με τίτλο «X-Crucior», «κάτι πραγματικά μοναδικό για το είδος των κινηματογραφικών μιούζικαλ», όπως λένε οι ίδιοι οι Sparks.

«Αυτό που μας εμπνέει πραγματικά είναι ότι προσεγγίζουμε περισσότερους νέους ανθρώπους τώρα. Οπότε νιώθουμε ότι είναι μια πολύ καλή περίοδος για εμάς, όπου μπορούμε να είμαστε δημιουργικοί σε τομείς πέρα από το να ηχογραφούμε απλά τα άλμπουμ των Sparks», τονίζει ο Ron.

Λίγο πριν τα 80 τους χρόνια και με μια εντυπωσιακή δισκογραφία να τους ακολουθεί, οι Sparks μπορούν να επαίρονται ότι έχουν επηρεάσει (σχεδόν) τους πάντες από διαφορετικά είδη μουσικής, από τους Queen και τον Paul McCartney (δείτε π.χ. το βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Coming Up» και δείτε ποιον μιμείται ο Paul παίζοντας πλήκτρα) μέχρι τους Depeche Mode και τον Morrissey, τους Darkness και τους Franz Ferdinand, οι οποίοι μάλιστα προ δεκαετίας συνεργάστηκαν με τους Sparks.

Οι Sparks δεν ήταν ποτέ, δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ μια εύκολη ακρόαση για τους περισσότερους μουσικόφιλους εκεί έξω. Το φωνητικό ύφος τους, ιδιαίτερα αυτό του τραγουδιστή Russell Mael, έχει συχνά αποτελέσει την κόκκινη διαχωριστική γραμμή που πολλοί μουσικόφιλοι αποκαλούν «love or hate», δηλαδή «ή το αγαπάς ή το μισείς», αλλά αυτό ακριβώς το στοιχείο (μαζί με τους παιγνιώδεις, αυτοσαρκαστικούς και ειρωνικούς στίχους τους) αποτελεί και ένα αναπόσπαστο μέρος αυτού που τους έχει κάνει τόσο ξεχωριστούς και μοναδικούς τα τελευταία 50 χρόνια.

Κυρίως δε, οι Sparks δεν ακούγονταν ποτέ μα ποτέ σαν «κάποιοι άλλοι»: ακούγονταν πάντα «σαν τους Sparks». Σαν τους εαυτούς τους δηλαδή.

Γι’ αυτό και θα είναι πάντα, όπως λέει και το tagline του ντοκιμαντέρ του Wright, «Your Favorite Band’s Favorite Band»: δηλαδή «η αγαπημένη μπάντα του αγαπημένου σας συγκροτήματος».

Αφανώς σημαντικοί και σημαντικώς αφανείς.