Η ambient μουσική κατέχει μια ξεχωριστή θέση στη σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική σκηνή, αποτελώντας σήμερα ένα σημαντικό θεμέλιο για πολλούς καλλιτέχνες και παραγωγούς. Εμπνευσμένη από το περιβάλλον και σχεδιασμένη για να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που επηρεάζει την ψυχολογία του ακροατή, η ambient μουσική χρησιμοποιεί ηχητικά τοπία που αγγίζουν τα όρια της αίσθησης και της αντίληψης. Η αξία της έγκειται στην ικανότητά της να προσφέρει ένα ηχητικό καταφύγιο σε έναν κόσμο γεμάτο θόρυβο και ένταση. Μέσω των διακριτικών ηχοχρωμάτων και των μακρόσυρτων μελωδικών γραμμών της, επιτρέπει στον ακροατή να βυθιστεί σε ένα χώρο χαλάρωσης και διαλογισμού. Ειδικότερα, στην υπηρεσία της σύγχρονης ηλεκτρονικής μουσικής, η ambient αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία πολυεπίπεδων συνθέσεων που συνδυάζουν την ακουστική λεπτότητα με την τεχνολογική καινοτομία.

Πέρα από την λειτουργική συμβολή της στην ηρεμία και την ψυχική ευεξία, η ambient μουσική έχει συμβάλλει σημαντικά και στην εξελικτική πορεία της σύγχρονης μουσικής. Η χρήση της σε διάφορα είδη, από τη χορευτική μουσική μέχρι τα soundtracks κινηματογραφικών ταινιών, αποδεικνύει τη διαχρονική της επίδραση και την προσαρμοστικότητά της στις ανάγκες των δημιουργών και των ακροατών. Με την ικανότητά της να ενσωματώνει ποικίλα ηχητικά στοιχεία και να διαμορφώνει μακρόσυρτα ηχητικά τοπία, η ambient συνεχίζει να επηρεάζει και να εμπνέει νέες γενιές μουσικών, διατηρώντας σταθερή την πειραματική και πρωτοποριακή της φύση.

Μια λίστα με τα 50 καλύτερα ambient άλμπουμ όλων των εποχών προσφέρει απαραίτητες προτάσεις, βασισμένες σε μια υποκειμενική αλλά δικαιολογημένη άποψη. Αυτή η συλλογή επιδιώκει να καθοδηγήσει τόσο τους νέους όσο και τους πιο έμπειρους ακροατές μέσω της ποικιλομορφίας και της πλούσιας ιστορίας του είδους. Κάθε άλμπουμ έχει επιλεγεί προσεκτικά, λαμβάνοντας υπόψη την καινοτομία, την επιρροή και την καλλιτεχνική του αξία, προσφέροντας έτσι μια ισορροπημένη και πλούσια αναφορά που αντικατοπτρίζει την εξέλιξη και τις διάφορες πτυχές της ambient μουσικής.

Ωστόσο, για τους σκοπούς αυτής της λίστας θα πρέπει να σκεφτούμε:

1. Δεν υπάρχουν διπλές καταχωρήσεις ονομάτων, συνθετών, συγκροτημάτων. Ναι, υπάρχουν ΠΟΛΛΑ άλμπουμ του Brian Eno για να διαλέξει κανείς -αρκετά, με μεγάλη επιρροή στην διεθνή σκηνή της περιβαλλοντικής μουσικής πράγματι- αλλά η ιδέα είναι να περιοριστεί αυτή τη λίστα σε εκείνα που είναι τα πιο ουσιώδη και σημαντικά. Τα ονόματα που αναφέρονται είναι μια καλή αρχή για περαιτέρω ψάξιμο.

2. Δεν υπάρχει αξιολογική κατάταξη, οπότε ακολουθείται μια χρονολογική σειρά κυκλοφορίας κάθε άλμπουμ. Δυστυχώς, όπως και να το κάνουμε, δεν υπάρχει κάτι τέτοιο όπως το «καλύτερο» σε ό,τι αφορά την τέχνη, παρά μόνο διαφορετικοί βαθμοί αναγνωρισιμότητας.

3. Ακούω ambient μουσική εδώ και σχεδόν 40 χρόνια και ακόμα νιώθω πως δεν ξέρω τίποτα. Είμαι σίγουρος ότι απουσιάζουν καταπληκτικά άλμπουμ από αυτόν τον κατάλογο, οπότε ο καθένας μπορεί να προσθέσει τα δικά του, να αλλάξει ή να τροποποιήσει αυτήν την λίστα ανάλογα με τις δικές του ηχητικές εμπειρίες, να την εμπλουτίσει ή να ανακαλύψει εκ νέου διαμάντια τα οποία μπορεί να έχουν ξεχαστεί εδώ και καιρό.

Terry Riley – A Rainbow In Curved Air (1969)
Σε αυτόν τον δίσκο, ο Αμερικανός συνθέτης έθεσε τα θεμέλια για την τεχνική των αυτοσχεδιαστικών μοτίβων του, παίζοντας σε συνεχείς μετατοπίσεις στα κλειδιά του κλαβιέ, ενώ παράλληλα στρίβει τα κουμπάκια για να φανερώσει νέα ηχοχρώματα από τα συνθεσάιζερ και τα όργανα του, αντιπαραβάλλοντας την τάξη και το φαινομενικό χάος, ξεσπώντας σε μικρές στιγμές ευδαιμονίας και μεγάλες εκτάσεις ιλιγγιώδους, παράφωνης μελωδίας. Είναι τόσο διαχρονικό όσο και η ίδια η μουσική.

Popol Vuh – In Den Gärten Pharaos (1971)
To δεύτερο άλμπουμ του θρυλικού krautrock σχήματος του Florian Fricke, και ένα από τα καλύτερά τους. Ακολουθεί την ίδια χαρτογραφημένη πορεία με την πρώτη τους προσπάθεια, πολύ πνευματικό, υπνωτικό και ομιχλώδες, αλλά λιγότερο παράξενο και χαοτικό. Το ομώνυμο κομμάτι είναι αυτό που θα δείξει τον δρόμο όπου η κοσμική μουσική συναντά την κληρονομιά της παγκόσμιας μουσικής ενώ τα drones του “Vuh” προφητεύουν την μετέπειτα ιεροτελεστική μαγεία της μουσικής τους.

Tangerine Dream – Zeit (1972)
Συχνά (και πολύ σωστά) αναφέρεται ως μια κυκλοφορία-ορόσημο, αφού το “Zeit” παραμένει ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για δύο συγκεκριμένους λόγους. Ήταν το πρώτο LP των Tangerine Dream που περιείχε την «κλασική» σύνθεση του συγκροτήματος της δεκαετίας του 1970 με τους Edgar Froese, Chris Franke και Peter Baumann, όσο και την ευρεία χρήση του μελλοντικού τους βασικού εργαλείου, του Moog συνθεσάιζερ. Θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί (αντικειμενικά) ότι το “Zeit” ήταν το πρώτο πλήρως υλοποιημένο άλμπουμ ambient μουσικής στον κόσμο, καθώς έφτασε στα καταστήματα έναν ολόκληρο χρόνο πριν από το επίσης πρωτοποριακό “No Pussyfooting” των Robert Fripp και Brian Eno.

Brian Eno – Discreet Music (1975)
Ενώ οι προηγούμενες συνεργασίες του με τον Robert Fripp και αρκετές επιλογές από το φανταστικό (και ανεπανάληπτο) “Another Green World” του 1975 χαρακτηρίζονται από παρόμοιες ιδέες, το “Discreet Music” σηματοδότησε το πρώτο σαφές και βέβαιο βήμα προς την ambient αισθητική που ο Eno θα κωδικοποιούσε αργότερα με το “Ambient 1: Music for Airports” του 1978. Πρόκειται για ένα υπέροχο άλμπουμ εξαιρετικής ομορφιάς και απλότητας. Το κομμάτι “Discreet Music” είναι βασικά μια πολύ αργή λούπα από mellotron φλάουτα, που σταδιακά ο συνθέτης χειρίζεται με φίλτρα και EQ σε όλη την χρονική πορεία της διάρκειάς του. Προορίζεται να παίζεται σε πολύ χαμηλές εντάσεις και να κρέμεται, κάπου στο βάθος του δωματίου, σαν αόρατη ταπετσαρία.

Ash Ra Tempel VI / Manuel Göttsching – Inventions For Electric Guitar (1975)
To θρυλικό τρίο των Klaus Schulze, Manuel Göttsching και Hartmut Enke, που μέσω των θρυλικών “cosmic courriers” sessions ηχογράφησε μερικά από τα διάσημα άλμπουμ της βερολινέζικης κοσμικής μουσικής, διαλύθηκε το 1973. Αργότερα, μόνο ο κιθαρίστας Manuel Göttsching διατήρησε το όνομα της μπάντας και το συνέχισε μέχρι που κατέληξε να είναι απλά, Ashra. Εδώ, στο πρώτο του ουσιαστικά σόλο άλμπουμ, υπάρχουν τρία κομμάτια μουσικής, που διαρκούν περίπου 46 λεπτά συνολικά, και που δημιουργήθηκαν μόνο με μια ηλεκτρική κιθάρα, μερικά εφέ και ένα τετρακάναλο κασετόφωνο. Αυτό είναι όλο. Ο  Göttsching δεν χάνει χρόνο για να αποδείξει τις δυνατότητές του, καθώς το “Echo Waves” ξεκινά με δύο φωνές κιθάρας σε στερεοφωνικό πάνελ που επαναλαμβάνουν υπνωτιστικά μικρά μουσικά κομμάτια με τον ίδιο μινιμαλιστικό τρόπο, που εννέα χρόνια αργότερα θα λάμψει και στο αξεπέραστο “Ε2-Ε4”.

Cluster & Eno – Cluster & Eno (1977)
O Brian Eno, o Dieter Moebius και o Hans-Joachim Roedelius θα συναντηθούν ξανά έναν χρόνο αργότερα για να ηχογραφήσουν ένα ακόμη αριστούργημα, το “After the Heat”. Αλλά η συνέχεια, αν και εξαιρετική και απόλυτα διαχρονική με τον τρόπο της, δεν είχε αυτήν την εκπληκτική καινοτομία του πρωτότυπου. Ένα από τα ambient-krautrock κλειδιά της δεκαετίας του ’70, χωρίς φωνητικά, με τον ρυθμό να κυλά αργά, γεμάτο παράξενες ηχητικές υφές και μια πολυεπίπεδη ενορχήστρωση, η οποία παραμένει αποφασιστικά συναρπαστική καθ’ όλη τη διάρκεια, με κάθε κομμάτι να παρασύρεται αργά, αλλά στοχαστικά, μέσα στις αφηρημένες ηχοκατασκευές του.

Klaus Schulze – Body Love Original Soundtrack (1977)
Το “Body Love” είναι ένα σπουδαίο άλμπουμ κοσμικής ambient μουσικής που ταιριάζει τέλεια με όλα τα (πολυαγαπημένα) άλμπουμ της κλασικής εποχής του Schulze. Ωστόσο, ως soundtrack της διαβόητης πορνό ταινίας του Lasse Braun, έτυχε να γίνει και μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του Klaus Schulze. Τρία τεράστια κομμάτια, με τελευταίο το “P.T.O.” να διαφέρει αισθητά από τη συναισθηματική ατμόσφαιρα των δύο πρώτων, αλλά να παραμένει σταθερά μέχρι σήμερα ένα από τα πιο αγαπημένα κομμάτια του συνθέτη.

Roedelius – Jardin Au Fou (1979)
Στο σημείο τομής μεταξύ της ψυχεδελικής κόλασης του Krautrock και των αθώων αρωματικών κεριών της new age, βρίσκονται μερικές από τις σπουδαιότερες μουσικές που έχουν ηχογραφηθεί ποτέ. Για τον Hans-Joachim Roedelius και τον Dieter Moebius των Cluster, η τονική αλλαγή ήταν σημαντικά έντονη. Κατά τη διάρκεια των λίγων ετών που το όνομά τους γράφτηκε με Κ, η μπάντα ηχογράφησε μερικούς από τους πιο δυνατούς και θορυβώδεις βιομηχανικούς ήχους από την εφεύρεση του κομπρεσέρ. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εξερευνούσε την ευαίσθητη πλευρά των μηχανών με μια σειρά από εκπληκτικά άλμπουμ άλμπουμ που μοιράστηκαν μεταξύ της πρωτοποριακής ποπ των ίδιων των Cluster, του supergroup Harmonia και κάνα δυό άλμπουμ με τον θείο Brian (Eno). Αυτό είναι το δεύτερο προσωπικό άλμπουμ του Roedelius, ένας πανέμορφος (μερικώς ιδιόρρυθμος) συνδυασμός από spacy ηλεκτρονικά, ακουστικά όργανα, musique concrete και ακόμη και λίγη ηλεκτρική κιθάρα, όλα με το μοναδικό στυλ του πολυτάλαντου συνθέτη. Ένα πανέμορφο έργο στο οποίο είναι τόσο εύκολο να βυθιστείς όσο και να παρασυρθείς. Ένα ambient διαμάντι.

David Lynch & Alan R. Splet – Eraserhead Original Soundtrack (1982)
Η χρήση του θορύβου από τον David Lynch και τον Alan R. Splet είναι αξιοσημείωτα προηγμένη, προμηνύοντας τα μονοπάτια που θα ακολουθούσαν η industrial και η (dark) ambient μουσική αργότερα. Ακόμα και χωρίς εικόνες της ταινίας να συνοδεύουν το θόρυβο, τους ήχους και την περιστασιακή μουσική που συνθέτουν το soundtrack της ταινίας, το σύνολο μοιάζει με μια αναμετάδοση από ένα πολύ επιβλητικό μέρος, μια μορφή τυφλού σινεμά μόνο για τα αυτιά.

Suzanne Ciani – Seven Waves (1982)
Η Suzanne Ciani (πέντε φορές υποψήφια για βραβείο Grammy) είναι μια πρωτοπόρος της ηλεκτρονικής μουσικής και συνθέτρια νεοκλασικής μουσικής, η δουλειά της οποίας έχει εμφανιστεί σε αμέτρητες διαφημίσεις, βιντεοπαιχνίδια και ταινίες μεγάλου μήκους. Κατά τη διάρκεια της 40χρονης και πλέον καριέρας της, έχει κυκλοφορήσει 16 σόλο άλμπουμ. Αυτό το άλμπουμ θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα ψυχοδραστικό εργαλείο για να ρίξει τους παλμούς όποιας δύσκολης μέρας, όχι τόσο με την έννοια της new-age υπέρβασης, όσο με την χρησιμότητα και την απλότητα των μελωδιών που κεντάνε οι μηχανές της Ciani. Ένα πραγματικό concept άλμπουμ που αποκαλύπτει μια ηλεκτρονική μουσική λεπτή, ντελικάτη, αποχρωματισμένη, μελωδική και ταυτόχρονα παθιασμένη.

Harold Budd – Lovely Thunder (1986)
Το “Lovely Thunder” χρησιμοποιεί το ίδιο κυρίως ηλεκτρονικό στυλ δημιουργίας ambient μουσικής, δημιουργώντας πυκνά ηχοτοπία που ρέουν ομαλά και αργά προς τα τελικά τους σημεία και αφήνοντας κυρίως το πιάνο πίσω, ή το πολύ-πολύ χρησιμοποιώντας το για ενίσχυση της υφής (συχνά καλύπτοντας τον φυσικό του ήχο με διάφορα εφέ). Το 20λεπτο έπος, “Gypsy Violin”, που κλείνει το άλμπουμ εκτός του ότι δεν έχει καμία σχέση με τσιγγάνικη μουσική, είναι κλασική ambient που χτίζεται πάνω σε ένα πολύ αργό θρηνώδες drone με μελωδίες βιολιών που δημιουργούν μια καταπραϋντική αλλά και προειδοποιητική, υποβόσκουσα, ένταση, στο παγωμένο τοπίο που μαγικά σε έχει μεταφέρει.

Gigi Masin – Wind (1986)
Ο Βενετσιάνος συνθέτης, μουσικός, παραγωγός και πολυπράγμων Gigi Masin ήταν πάντα καινοτόμος, τα πρώτα του πειράματα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν ηχητικά κολάζ που έκανε ενώ δούλευε για θέατρα στη Βενετία, δουλεύοντας με tape loops, field recordings και πικ-απ. Οι πειραματισμοί του με τις μαγνητοταινίες κορυφώθηκαν σε αυτό το πρώτο του άλμπουμ. Ο ίδιος ο συνθέτης μοιάζει να λειτουργεί πίσω από ένα πέπλο, ένα σάβανο που όχι μόνο καλύπτει το άλμπουμ με μια χλιαρή απαλότητα, αλλά σκεπάζει και τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Τα λόγια μοιάζουν να μην ενοχλούν, δεν παρουσιάζουν καμιά αφηγηματική καμπύλη. Η μουσική περιπλανιέται και βαδίζει κάτω από κύματα πουπουλένιων ήχων, που μερικές φορές μπορεί να γίνουν και ασφυκτικοί.

Steve Roach – Quiet Music 1 (1986)
Η μουσικής από τη σειρά “Quiet Music” είναι η ουσία της καθαρής, ηχητικής διαλογιστικής ατμόσφαιρας. Ο Steve Roach ήταν πάντα ένας οραματιστής συνθέτης -το έργο του ορίζει τον «κομψό φουτουρισμό». Αυτό το άλμπουμ κυκλοφόρησε πρώτη φορά σε κασέτα το 1986, και μαζί με τα υπόλοιπα μέρη της σειράς, παραμένει στην πρώτη γραμμή του ενδοσκοπικού μινιμαλισμού.

SPK – Zamia Lehmanni (Songs Of Byzantine Flowers) (1986)
Αν θεωρήσουμε ότι η ambient μουσική έχει σχεδιαστεί, όπως θα έλεγε ο Brian Eno, για να «είναι τόσο άγνωστη όσο και ενδιαφέρουσα», τα πιο σκοτεινά ξαδέρφια της είναι πιο έντονα, λίγο πιο πρόθυμα να δημιουργήσουν μια διάθεση ή ένα συναίσθημα. Το (υπό)είδος της dark ambient μουσικής προέκυψε μέσα από τα βιομηχανικά τοπία των πρώτων industrial σχημάτων στη δεκαετία του ’80 και έλαμψε ως αυτόνομο πλέον είδος την επόμενη δεκαετία. Οι αναδυόμενες τεχνολογικές εξελίξεις στην μουσική (υπολογιστές, samplers) μπορούσαν να παρέχουν μεγαλύτερη συνθετική λεπτότητα στη διαχείριση των ηχητικών πηγών με αποτέλεσμα πολλοί μουσικοί να ασχοληθούν με το πως θα μπορούσαν να συνδυάσουν τα ενδιαφέροντα, τις επιρροές και την έκδηλη επιθυμία να επηρεάσουν το κοινό μέσα σε μια συγκεκριμένη μουσική πρακτική. Μια από τις πιο επιδραστικές, και για πολύ καιρό μη διαθέσιμες, ηχογραφήσεις σε αυτόν τον τομέα είναι αυτό εδώ το άλμπουμ που κυκλοφόρησε αρχικά το 1986. Παραμένει μέχρι σήμερα μια συναρπαστική, αινιγματική και, ενίοτε, προβληματική συνάντηση.

Eliane Radigue – Jetsun Mila (1987)
Η Γαλλίδα συνθέτρια ηλεκτρονικής μουσικής Eliane Radigue, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ένιωθε τα εξελισσόμενα drones ως το βασικό υλικό του έργου της ζωής της, αλλά δεν ασχολήθηκε αμέσως με τις πνευματικές προεκτάσεις της μουσικής της. Σύμφωνα με μια συνέντευξη στον Dan Warburton του περιοδικού The Wire, τρεις φοιτητές μουσικής την πλησίασαν μετά από μια συναυλία στο Mills College και της είπαν: «Αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είσαι εσύ που δημιουργείς τη μουσική σου». Αυτό είχε νόημα τόσο μουσικά όσο και βιωματικά -η μουσική της είναι ένα απόσταγμα μιας διαλογιστικής κατάστασης του μυαλού, και η ίδια ένιωθε ήδη πριν από τη συνάντηση ότι ακολουθούσε τον ήχο και προσπαθούσε να υπηρετήσει τις εντολές του αντί να του λέει εκείνη τι να κάνει. Η συνάντηση την οδήγησε σε μια εκτεταμένη μελέτη των βουδιστικών γραφών, η οποία στη συνέχεια ενέπνευσε όλες τις συνθέσεις της. Το “Jetsun Mila”, το οποίο ηχογραφήθηκε το 1986, ήταν το δεύτερο έργο της στο οποίο ασχολήθηκε άμεσα με τέτοια θέματα. Πήρε το όνομά του από έναν Θιβετιανό γιόγκι του 11ου αιώνα, οι εννέα ενότητές του εκτυλίσσονται σε 84 λεπτά, τα οποία είναι τοποθετημένα σε δύο CD (αρχικά δύο πλευρές μιας κασέτας) και αντιπροσωπεύουν την ιστορία της ζωής του.

Pieter Nooten & Michael Brook – Sleeps With the Fishes (1987)
Ένα ονειρικό άλμπουμ γεμάτο μελαγχολικά, σκοτεινά, στοιχειωμένα κομμάτια. Το “Sleeps with the Fishes” γεννάει από τα αυλάκια του μια μουσική που θα έπρεπε να είναι θλιβερή και τη μετατρέπει σε κάτι τόσο λαμπερό. Και διατηρεί αυτή τη θλιβερή, όμορφη αίσθηση σε όλη τη διάρκειά του. Δεν υπάρχουν πολλά άλμπουμ που να έχουν μια τόσο τέλεια υλοποιημένη διάθεση και ατμόσφαιρα, μια ατμόσφαιρα που σε παρασύρει στον στοιχειωμένο κόσμο της και μένει μαζί σου πολύ μετά το τέλος του τελευταίου κομματιού.

David Sylvian + Holger Czukay – Plight & Premonition (1988)
Oι δύο μουσικοί κυκλοφόρησαν 2 ambient άλμπουμ στα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Στην περίπτωση του Plight & Premonition, της πρώτης τους συνεργασίας, ο Sylvian επισκέφθηκε αρχικά το στούντιο των Can στην Κολωνία γιατί υποτίθεται ότι θα έγραφε φωνητικά στο σόλο άλμπουμ του Czukay Rome Remains Rome. Αντ’ αυτού, οι δύο άντρες πέρασαν δύο ολόκληρες νύχτες αυτοσχεδιάζοντας. Ο Sylvian κρατούσε σταθερή την μονοτονία στον πρωταγωνιστικό χώρο της ηχογράφησης, βγάζοντας μελωδίες και drones από το αρμόνιο, το συνθεσάιζερ, το πιάνο ή την κιθάρα, ενώ ο Czukay έπαιζε λούπες και samples για να του απαντήσει. Κάθε φορά που ο Sylvian άρχιζε να πέφτει σε ένα πιο μελωδικό μοτίβο, ο Czukay τον ενθάρρυνε να δοκιμάσει κάτι άλλο. Όπως θυμάται ο Sylvian στις σημειώσεις του David Toop για το άλμπουμ: «Ο Czukay ήθελε μόνο τη διαδικασία, την αβεβαιότητα, την ασάφεια της αναζήτησης ιδεών».

Pauline Oliveros / Stuart Dempster / Panaiotis – Deep Listening (1989)
Ένα τρίο που αποτελείται από τρεις Αμερικανούς μουσικούς, με ηγετικό όνομα αυτό της σπουδαίας συνθέτριας ηλεκτρονικής μουσικής, επινόησε έναν τρόπο για την εκτέλεση φυσικής drone μουσικής, φυσικοποιώντας έτσι με φαντασία (δηλ. κάνοντας ακουστική) μουσική περιβάλλοντος. Αυτή η μουσική, γαλήνια, που μοιάζει με τραγούδι φάλαινας, είναι το επισφράγισμα μιας επιθυμίας να συνυπάρχουν εξασθενημένοι τόνοι σε ένα διαλογιστικό σύνολο. Το τρομπόνι του Dempster, όσο περίεργο κι αν φαίνεται στην αρχή, συμβάλλει εξαιρετικά στην παλέτα των ήχων αυτού του ταξιδιού. Πρόκειται για αυθεντική μουσική στην υπηρεσία του στοχασμού.

The KLF – Chill Out (1990)
Αναμφίβολα, ένα από τα καλύτερα άλμπουμ ηλεκτρονικής μουσικής που έχουν ηχογραφηθεί ποτέ. Προσπαθεί να πει στον ακροατή ότι ο ήχος του κόσμου γύρω του όχι μόνο επηρεάζει τη μουσική, αλλά είναι και μουσική. Ορισμένα ψυχεδελικά ναρκωτικά μπορούν να δημιουργήσουν την αίσθηση ότι ο εγκέφαλός δίνει μεγαλύτερη προσοχή σε κάθε ήχο στο παρασκήνιο και στον «λευκό θόρυβο» μέσα στο περιβάλλον που παίζει. Οι KLF συλλαμβάνουν αυτή την αίσθηση και τη μεταφέρουν στον ακροατή είτε έχει πάρει ουσίες είτε όχι. Θα σκέφτομαι και θα λέω πάντα ότι οι KLF είναι ένα από τα πιο υποτιμημένα συγκροτήματα όλων των εποχών και αποτελούν την τέλεια γέφυρα μεταξύ των Pink Floyd και των σύγχρονων ηλεκτρονικών. Το “Chill Out” φιλοξενείται σε μια ακόμη λίστα του Olafaq.

Lustmord – Heresy (1990)
Υπόγειo και υποχθόνιο, χαμένο σ’ ένα μόνιμο σκοτάδι, χωρίς το παραμικρό φως. Είναι μια καλή ακρόαση για αργά το βράδυ, πράγμα που σημαίνει ότι όσο δυνατά κι αν το παίξετε, θα είναι μάλλον απίθανο να ενοχλήσετε τους γείτονες. Δεν χρησιμοποιούνται καθόλου συμβατικά όργανα -έτσι δεν θα ακούσετε τύμπανα, μπάσο ή κιθάρα. Ένα από εκείνα τα moody ambient άλμπουμ που βρήκαν χώρο να κυκλοφορήσουν στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ένα από τα ανώτερα (ίσως και το καλύτερο) του Lustmord σε ολόκληρο τον κατάλογό του.

Rapoon – Raising Earthly Spirits (1993)
Η μουσική του Robin Storey, ο οποίος μετά την απομάκρυνσή του από τους Soviet France ηχογραφεί πίσω από το όνομα Rapoon δεν είναι ακριβώς μουσική… πηγαίνει πέρα από αυτό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι soundtracks για διαφορετικά μέρη του πλανήτη. Μέρη που έχουν υπάρξει στην πραγματικότητα ή βρίσκονται μόνο στις φαντασιώσεις και τους εφιάλτες σας. Αυτό, το δεύτερο άλμπουμ του, μπορεί να λειτουργήσει σαν βότανο: διεγείρει τη δημιουργικότητα, είναι ιδανικό για περισυλλογή και είναι αδύνατο να πάρει κανείς υπερβολική δόση. Οι βαθιές υφές και οι υποχθόνιοι παλμοί του Raising Earthly Spirits» ενεργοποιούν κρυμμένους διακόπτες στον εγκέφαλό, και μπορούν να μεταφέροντας τις σκέψεις σας σε ένα πολύ ήρεμο και ταυτόχρονα ζωντανό μέρος.

Seefeel – Quique (1993)
Aπό την αρχή της καριέρας τους βρέθηκαν στο σταυροδρόμι που ενώνει τη βρετανική indie rock και την πειραματική techno, οι βρετανοί Seefeel συνέχισαν την ιλιγγιώδη εξερεύνηση των κιθαριστικών εφέ, ενώ εδραίωσαν το καλλιτεχνικό τους μεγαλείο πάνω σε ένα πλαίσιο από ηλεκτρονικά beats και λούπες, σφυρηλατώντας έναν πιο καυστικό ήχο λουσμένο στον στατικό θόρυβο. Μέχρι σήμερα παραμένει ένα από εκείνα τα άλμπουμ που δύσκολα μπορείς να κατηγοριοποιήσεις ή ακόμα και να συνοψίσεις με λέξεις. Το “Quique” παραμένει μέχρι σήμερα ένα υπέροχο άλμπουμ.

Vangelis – Blade Runner Original Soundtrack (1994)
Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα soundtracks ταινιών που έχουν γραφτεί ποτέ. Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου δημιούργησε κάτι σαν την “Mona Lisa” των συνθεσάιζερ με την μουσική που έντυσε την ταινία Blade Runner, ένα απόλυτο αριστούργημα τόσο στη μουσική όσο και στο ύφος, το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει απαράμιλλο.

Aphex Twin – Selected Ambient Works Volume II (1994)
Ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ ηχογραφημένης μουσικής όλων των εποχών, το οποίο, βέβαια, απαιτεί από εσάς χρόνο. Χρειάζεται υπομονή για να το ακούσετε. Μην το εγκαταλείψετε μετά από μία, δύο ή ακόμα και τρεις ακροάσεις. Επίσης, βεβαιωθείτε ότι έχετε αρκετό χρόνο να σκοτώσετε για να το ακούσετε και κατά προτίμηση με ακουστικά. Αν είστε καινούργιοι στον ήχο του Aphex Twin, δεν θα συνιστούσα αυτό το άλμπουμ -ωστόσο, αν σας αρέσει η μουσική του Richard James, τότε θα πρέπει να βάλετε αυτό το άλμπουμ κάποια στιγμή στη δισκοθήκη σας. Και δεν θα το μετανιώσετε που το κάνατε.

Global Communication – 76:14 (1994)
Tο δεύτερο στούντιο άλμπουμ των Tom Middleton και Mark Pritchard. Προσέγγισαν το άλμπουμ με μια όμορφη ιδέα: να εγκαταλείψουν το όνομά του και τα ονόματα όλων των κομματιών. “76:14” είναι η συνολική διάρκεια όλων των κομματιών και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το εξώφυλλο του άλμπουμ απεικονίζει το ανθρώπινο αυτί. Γιατί κανείς να χρειάζεται λόγια και τίτλους πριν πατήσει το play; Χρειάζεται απλώς να ακούσει. «Χρησιμοποιήστε τη φαντασία σας. Οι αριθμοί επιλέγονται για την ταυτοποίηση ξεχωριστών κομματιών, επειδή τα “ονόματα” τείνουν να προκαθορίζουν τον ακροατή με τον προκαθορισμό εικόνων, τόπων και συναισθημάτων. Αυτό δίνει στον ακροατή την ελευθερία της φαντασίας να αντλήσει ό,τι επιθυμεί από τη μουσική».

Oval – 94diskont. (1995)
Σε μια εποχή που οι περισσότεροι μουσικοί κοιτούσαν πίσω στα θησαυροφυλάκια των κλασικών για έμπνευση, το “94diskont.” βγαίνει ως ένα αναζωογονητικά προοδευτικό άλμπουμ που δεν εγκαταλείπει εντελώς την ηλεκτρονική μουσική του χθες, αλλά μάλλον την ανατρέπει με πρωτόγνωρους τρόπους. Η μέθοδος του ηγετικού μυαλού των Oval, Markus Popp, για τη δημιουργία μουσικής περιλαμβάνει το χειροκίνητο χάλασμα των compact discs (με μπογιές, μαρκαδόρους, καρφιά…) και τη συναρμολόγηση των κατεστραμμένων ήχων, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι μια ιλιγγιώδης ηχητική οδύσσεια από κλικ, γρατζουνιές και κατακερματισμένες μελωδίες.

Labradford – Mi Media Naranja (1995)
Αποτελούμενοι από τον μπασίστα Robert Donne, τον κιθαρίστα και τραγουδιστή Mark Nelson και τον Carter Brown στα πλήκτρα, οι Labradford είναι ένα πειραματικό ambient/post-rock συγκρότημα από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Το τέταρτο άλμπουμ τους είναι ένα διαχρονικό πανέμορφο διαμάντι που καταφέρνει να είναι λιτό και ελάχιστο, ενώ παραμένει συναισθηματικό και άκρως συγκινητικό.

Microstoria – Init Ding (1995)
Οι Microstoria ήταν ένα side-project του Markus Popp (Oval) και του Jan St. Werner των Mouse on Mars. Συνδυάζοντας την μανία του Popp να γρατζουνάει τα CD για να φτιάχνει σκρατσαρισμένα samples με την ιδιόρρυθμη ηχολογία του Werner , η μουσική των Microstoria είναι περισσότερο αφηρημένη παρά ambient, με την έννοια ότι δεν πρόκειται για ήχο που έχει σχεδιαστεί ώστε να αναμειχθεί στο παρασκήνιο ή να βελτιώσει τις ψυχρότερες πτυχές των δημόσιων χώρων. Ωστόσο, παραμένει ένα κρυφό διαμάντι για την εξέλιξη της μινιμαλιστικής glitch mucic των 90s που μέχρι σήμερα αντηχεί την υπέροχη πρωτοπορία του.

Ø / Mika Vainio – Olento (1996)
Ο Φινλανδός Mika Vainio γνώριζε πολύ καλά πώς να δίνει έναν πανέμορφο χαρακτήρα στον θόρυβο. Δουλεύοντας με μια παλέτα τροποποιημένων ηλεκτρονικών ταλαντωτών, ο Vainio έδωσε υπομονετικά σχήμα σε καθαρά ημιτονοειδή κύματα, πειράζοντας και σμιλεύοντάς τα σε μια σειρά από παχύρευστα μπάσα, ακριβή κλικ, συνεχόμενα drones και μια ζοφερή ατμοσφαιρική παρουσία που δύσκολα μπορεί να βρει κανείς στη σύγχρονη ηλεκτρονική παλέτα. Αν και το άλμπουμ σε περνάει αρκετές βόλτες μέσα από ρυθμικά techno μονοπάτια, η πειραματική του (μονολιθική) ατμόσφαιρα και η απόκοσμη αισθητική του μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν πλήρως με μια καλοκαιρινή και απογευματινή βόλτα στο Turku, όπου ηχογραφήθηκε.

Stars of the Lid – The Ballasted Orchestra (1997)
Το “The Ballasted Orchestra” είναι ένα διπλό άλμπουμ με ταξιδιάρικα κιθαριστικά drones, και υφές που κυμαίνονται από έντονες και απειλητικές έως λεπτές και αιθέριες. Για όσους είναι πιο εξοικειωμένοι με τη δουλειά των SOTL από τις τελευταίες δεκαετίες (τα μετέτειτα κλασικά “And Their Refinement of the Decline” και “The Tired Sounds of…”) αυτό που είναι πιο εντυπωσιακό σε αυτό το άλμπουμ, είναι το πόσο ωμό και (σχεδόν) φτωχό ακούγεται, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κάπου εδώ ξεκινάει το απέραντο ταξίδι του ντουέτου από το Τέξας στον ωκεανό του ήχου, ψυχεδελικό, αποπροσανατολιστικό, κινηματογραφικό, με απερίγραπτες συγχορδίες που μοιάζουν να παγώνουν στον χρόνο, όταν το μπάσο ακούγεται σαν μια υπόγεια έκρηξη σε ένα άδειο δωμάτιο.

Coil – Time Machines (1998)
Οι Coil ανέκαθεν ήταν παθιασμένοι με τα drones, κάτι που μπορεί να διακρίνει κανείς εύκολα και στο πρώτο τους άλμπουμ. Το 1998, ο Peter Christopherson και ο John Balance, σε συνεργασία με το άλλο μέλος της μπάντας, τον Drew McDowall, κυκλοφόρησαν έναν δίσκο με το ψευδώνυμο Time Machines, θεωρώντας ότι η εν λόγω δουλειά έπαιζε πολύ έξω από το πειραματικό τους πεδίο και ως εκ τούτου αποφάσισαν να μην την κυκλοφορήσουν με το όνομα Coil. Στα επόμενα χρόνια, και τα δύο ηγετικά μέλη άρχισαν να αγκαλιάζουν με περισσότερο πάθος αυτό το μοναδικό κομμάτι της ιστορίας τους, και έτσι το Time Machines έγινε μέρος της επίσημης δισκογραφίας των Coil. Ένα μοναδικό ηχητικό ντοκουμέντο, που πιθανόν να χρωστάει περισσότερο στον McDowall, αλλά αν αφήσει κανείς την ιστορία απ’ έξω και βυθιστεί στην μονοτονία του, θα γίνει μάρτυρας μιας μοναδικής ψυχεδελικής εμπειρίας.

Sosumu Yokota – Sakura (1999)
Ένα από τα πιο λυρικά άλμπουμ αυτής της λίστας. Διαμορφωμένος από την ιαπωνική κλασική μουσική όσο και από άλλους πρωτοπόρους της ηλεκτρονικής μουσικής, ο Yokota παρασύρθηκε σε ριζικές αλλαγές ύφους σε άλλες κυκλοφορίες του, αλλά σε αυτό το άλμπουμ, βρήκε μια τέλεια, ήρεμη ισορροπία μεταξύ της παραδοσιακής μελωδικής κατασκευής και των ψυχεδελικών ηλεκτρονικών ονειρικών τοπίων. Πιστέψτε με, αυτό το άλμπουμ δεν αποτυγχάνει ποτέ να βελτιώσει τις προοπτικές για μια πανέμορφη ημέρα.

Gas – Pop (2000)
Ο Wolfgang Voigt βοήθησε στη μετατροπή της techno σε ambient ως πρωτοπόρος της minimal σκηνής της Γερμανίας, και συνιδρυτής της δισκογραφικής Kompakt. Στη συνέχεια ανακάτεψε πάλι την συνταγή, παράγοντας μια νέα ουσία (Pop Ambient) που γεφύρωσε τα δύο είδη. Με το Gas, το πιο διάσημο από τα πολλά δισκογραφικά ψευδώνυμά του, ο Voigt βύθισε τα house beats βαθιά μέσα σε πλούσια υφή μουντών drones, δημιουργώντας ένα σκοτεινό, πυκνό αντίποδα στη σχετικά φωτεινή και αέρινη ambient house που γεννιόταν στα τέλη των 90s. Ενώ ξεκινάει εύκολα, η ανησυχία αρχίζει να τρυπώνει στο «Pop» αμέσως μετά τα μισά της διαδρομής. Μέχρι το έκτο κομμάτι, η διάθεση γίνεται εντελώς απόκοσμη. Είναι το μοναδικό Gas άλμπουμ από το οποίο απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό το χαρακτηριστικό kick drum που πάλλεται κάτω από τη μουσική. Είναι ιδανικό να το ακούτε με ακουστικά.

Vladislav Delay – Entain (2000)
Αυτή η μουσική του Φινλανδού techno μαέστρου Sasu Ripatti μοιάζει περισσότερο με ένα δωμάτιο στο οποίο μπορείς να καθίσεις μέσα του και να βολευτείς παρά με μια χρονομετρημένη μουσική εμπειρία. Ακούγοντάς την, έχεις την αίσθηση ότι τα κομμάτια έχουν μόνο μια αρχή και ένα τέλος λόγω των φυσικών ορίων του ίδιου του CD. Ο ήχος, ονειρικός και λασπώδης, μπουρδουκλωμένος, σε τυλίγει σε μια μαγευτική ατμόσφαιρα. Το μυαλό σου νανουρίζεται αβίαστα, οδηγώντας σε σε μια κατάσταση ημί-συνείδησης. Αναθεωρώντας κάθε προηγούμενη σκέψη, με κάθε νέο μικρο-θόρυβο που σκάει πάνω από τα drones, σκέφτεσαι τελικά ότι αυτή η μουσική δεν είναι απλά ένας χώρος για να καθίσεις και να βολευτείς –είναι ένα κρεβάτι για να κοιμηθείς έναν υπέροχο ύπνο.

Silence – Silence V (2001)
Πίσω από το όνομα Silence βρίσκεται ο Pete Namlook που ξεκίνησε τη σειρά των άλμπουμ “Silence” από το 1992 στη δική του εταιρεία Fax. Αυτό είναι το πέμπτο άλμπουμ της εξαιρετικής σειράς. Η δημιουργική του γκάμα στα πέντε άλμπουμ είναι εντυπωσιακή: από επιβλητικές εξελίξεις ζεστών, οργανικών συνθετικών τοπίων μέχρι καθαρά ατμοσφαιρικά κομμάτια καθαρής ηλεκτρονικής υφής και αξεπέραστης αισθητικής.

Fennesz – Endless Summer (2001)
Το ηχητικό περιβάλλον του “Endless Summer” δεν είναι καθόλου φιλικό προς τα αθώα αυτιά, είναι σκληρό, ακανθώδες, πειραματικό και έχει πολύ θόρυβο, αλλά είναι εμπνευσμένο τόσο από τα φυσικά ηχοχρώματα της θάλασσας όσο και από το κλασικό surf-pop λεξιλόγιο των Beach Boys. Μπορεί να θεωρηθεί και ως αστείο, πριν κάποιος καταλήξει να το ονομάσει «μουσική» ή τουλάχιστον ένα ακαταλαβίστικο μείγμα ηχογραφημένων τοπίων και ψηφιακών τεχνασμάτων, που αγγίζει τα όρια της ηχητικής επιστήμης. Οπότε είναι μάλλον καλύτερα να αφεθείτε στην μαγεία του παρά να προσπαθείτε να δώσετε απάντηση στο ερώτημα «πόσοι απλοί άνθρωποι μπορούν να καταλάβουν την μαγεία των μαθηματικών (και να εξηγήσουν μετά τι κατάλαβαν;)»

William Basinski: The Disintegration Loops I-IV (2002)
Ένας αδυσώπητος πειραματιστής, ένας σύγχρονος κλασικός συνθέτης, που έχει εμμονή με τις μαγνητοταινίες και τα πομπινόφωνα. Η μουσική του υπογραφή αποτελείται από βαθιά συναισθηματικούς ήχους γεμάτους με πολλαπλούς τόνους, drones, υφές, παραμορφωμένες από τον καιρό ταινίες και απόκοσμα στρώματα ήχων που είναι τόσο στοιχειωμένα όμορφοι, όσο και σκοτεινοί. Με λίγη έρευνα θα μπορέσετε να ανακαλύψετε την τρομερή ιστορία που συνδέει την ιστορία αυτού του μαγικού άλμπουμ με την επίθεση στο World Trade Center τον Σεπτέμβριο του 2001.

Alva Noto + Ryuichi Sakamoto – Vrioon (2002)
Κάθε νότα αναδεικνύει την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στις μελωδικές γραμμές και τις δομικές λύσεις τους, προσφέροντας μια αίσθηση βαθιάς ικανοποίησης. Η μουσική ρέει αβίαστα, συγχωνεύοντας τον κινηματογραφικό ρομαντισμό με την διαλογιστική λεπτότητα, δημιουργώντας ένα μαγευτικό και πολυδιάστατο ακουστικό ταξίδι. Ο Ryuichi Sakamoto -ιδρυτής των Yellow Magic Orchestra, μουσικός χαμαιλέων της post-punk-synth-pop, βραβευμένος με Όσκαρ για την μουσική της ταινίας του Bernardo Bertolucci “The Last Emperor”, μεταξύ άλλων -έχει τελειοποιήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του μια μουσική γλώσσα στην οποία η νοσταλγική μελαγχολία του δυτικού ρομαντισμού μετριάζεται και τελειοποιείται όσο δεν πάει άλλο, από την ανατολίτικη λεπτότητα (και λιτότητα). Εδώ συντροφιά με τον Αlva Noto χτίζουν την πρώτη τους συνεργασία, που καταλήγει σε μια συναρπαστική, αρχιτεκτονικά σίγουρη, συνύπαρξη αντιθέτων: ένα σχεδόν υποηχητικό μπάσο κάτω από τις παγωμένες λάμψεις των χορδών του πιάνου -τα χτυπήματα, τα κλικ και οι παλμοί του λευκού θορύβου, υποστηρίζουν αυτό που θα μπορούσε να είναι κομματιασμένες νότες σε μια αποδομημένη μελέτη σε ωδείο και τόσο έντεχνα προβάλλουν μια ακουστική αντήχηση και μια ψηφιακή επιτακτικότητα.

Boards of Canada – Geogaddi (2002)
Η συνολική διάρκεια του άλμπουμ είναι 66 λεπτά και 6 δευτερόλεπτα. Είναι το δεύτερο άλμπουμ των σκωτσέζων αδερφών Michael και Marcus Eoin Sandison. Αν το πρώτο τους “Music Has The Right To Children” έμοιαζε με ένα αιθέριο, αβαρές φάρμακο που σε άφηνε να ταξιδέψεις πάνω στην απαλή αύρα του, το “Geogaddi” είναι ένα κακό ταξίδι, ένα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ κακό ταξίδι, μια μαύρη τρύπα από εφιάλτες που σε ρουφάει όλο και πιο βαθιά στην αγκαλιά της μέχρι οι κραυγές σου να σταματήσουν όταν συναντήσεις τον ορίζοντα γεγονότων που συμβαίνουν στα 23 ηχητικά κεφάλαια του.

Biosphere – Dropsonde (2005)
Αυτό το Magnus Opus του Νορβηγού συνθέτη Geir Jenssen είναι ικανό να σας οδηγήσει σε εξωσωματικές εμπειρίες και να σας οδηγήσει έξω από τον εαυτό σας. Μη φοβάστε, η συνείδησή σας θα εξακολουθεί να έχει επίγνωση της ύπαρξής σας και των ηλίθιων μικρών ανησυχιών της ζωής, αλλά αυτή η μουσική θα σας ανοίξει ένα μονοπάτι προς μια κατάσταση συνείδησης που θα μπορούσε εύκολα να ονομαστεί κοσμική. Και ίσως έτσι, μέσω αυτής, να μπορέσετε να αισθανθείτε και τη γη στο απέραντο σύνολό της.

Markus Guentner – 1981 (2005)
H καλλιτεχνική ζωή του Guentner δεν αποτελείται αποκλειστικά από ambient μουσική, αλλά το “1981” είναι μια έκθεση των ικανοτήτων του γερμανού παραγωγού πάνω στον πιο μελωδικό χαρακτήρα του είδους. Πυκνά πολυεπίπεδα συνθετικά σύννεφα σκεπάζουν 8 διαχρονικά pop ambient κομμάτια που κάνουν αυτό που πρέπει να κάνει η καλή ambient μουσική: να σε ταξιδεύει σε μαγικά μέρη.

Tim Hecker – Harmony in Ultraviolet (2006)
Θα μπορούσε κανείς να πει πολύ εύκολα ότι με αυτό το άλμπουμ ο Tim Hecker εδραίωσε τα θεμέλια της noise ambient. Μια υποβόσκουσα αίσθηση απειλής επικρατεί καθώς η μουσική μαίνεται, φτάνοντας σε τέτοια ένταση που νομίζεις ότι ηχεία σου έχουν καεί και θα φουντώσουν φλόγες ανά πάσα στιγμή μέσα τους. Στο σύνολό του μπορεί να είναι υπερβολικό (έως ακραίο) για κάποια αυτιά, ταλαντεύεται μεταξύ υπαρξιακού τρόμου και ακραίας βίας, αλλά με λίγη υπομονή (και καλή θέληση) αφήστε το να παίξει, γιατί στο τέλος γίνεται κάτι τρομακτικά πολύ όμορφο.

Loscil – Plume (2006)
Ως Loscil, ο Καναδός συνθέτης/παραγωγός Scott Morgan δημιουργεί ambient μουσική που κινείται μεταξύ του διαισθητικού και του εγκεφαλικού με απατηλά εύκολη χάρη. Τα κύρια συστατικά στις συνθέσεις του είναι τα πορώδη samples και τα grainy beats που επίσης σχετίζονται και με την “glitch music”. Σε αυτό εδώ το πέμπτο άλμπουμ του, αυτά τα συστατικά συνδυάζονται περίτεχνα, τα μοτίβα αλληλοπλέκονται, προσθέτονται vibes, ebow κιθάρες και ηλεκτρικό πιάνο, ενώ ένας μηχανικός περίπλοκος ρυθμός περιστρέφει τον κάθε ήχο σε διαφορετικές αναλογίες. Φυσικό υποπροϊόν μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας,  η οποία συμβολίζει την αιωνιότητα ως κύκλο, αντλεί από αυτήν, και προσθέτει στην αιώνια σπείρα της ύπαρξης.

Belong – October Language (2006)
Δημιουργώντας ηχητικά τοπία από πυκνό κιθαριστικό θόρυβο, οι Belong είναι μια συνεργασία μεταξύ του κιθαρίστα Michael Jones και του παραγωγού Turk Dietrich από την Νέα Ορλεάνη. Το October Language είναι ένα αξιοσημείωτο άλμπουμ, ένα συγκινητικό πορτρέτο μελαγχολίας και θλίψης μέσα από ποικίλα και ουσιαστικά ορχηστρικά κομμάτια. Οι Belong δεν αφήνουν ποτέ αυτά τα κομμάτια να γίνουν υπερβολικά ατελείωτα, τεμαχίζοντας τα σε μικρά μεγέθη, που είναι εύκολα καταναλώσιμα ακόμα και για τους πιο παρθένους ακροατές της πειραματικής μουσικής.

DeepChord presents Echospace: The Coldest Season (2007)
Εδώ υπάρχουν όλα τα στοιχεία που μαρτυρούν την καταγωγή (και την μεγάλη επιρροή) τόσο της Basic Channel παρέας όσο και της Detroit techno μουσικής, αλλά αυτοί οι τύποι κατάφεραν να ξεφύγουν από κάθε είδους τέτοιες συγκρίσεις δημιουργώντας έναν ήχο που καταφέρνει να ακούγεται μοναδικά δικός τους. Αν και πολλά από τα κλασικά άλμπουμ της βερολινέζικης παρέας απουσιάζουν από την λίστα (όπως και του Pole, ίσως επειδή παίζουν πιο πολύ στο dub-techno πεδίο), οι DeepChord/Echospace βρίσκονται εδώ επειδή υιοθετούν την μακρόσυρτη εννιαία αφήγηση της ambient ιδεολογίας, και παρουσιάζουν ένα παγωμένο concept που μπορεί να παίζει στο παρασκήνιο, στο repeat, για πάντα.

Hildur Gudnadóttir – Without Sinking (2009)
Μια ματιά στη δισκογραφία της Hildur Gudnadóttir είναι αρκετή για να αποκαλύψει το εύρος και την ευελιξία της μουσικής ικανότητας της Ισλανδής τσελίστριας και συνθέτριας. Μεταξύ των πιο προβεβλημένων έργων της περιλαμβάνονται συνεργασίες με τους Angel και Pan Sonic, guest εμφανίσεις στους συμπατριώτες της Ισλανδούς múm και Jóhann Jóhannsson, και φυσικά δύο ανυπέρβλητα soundtracks για το “Chernobyl” και το “Joker”. Tα κομμάτια του “Without Sinking” κυριαρχούνται από τους πολυεπίπεδους ήχους του βιολοντσέλου της Gudnadóttir, καθώς συνδυάζονται για να δημιουργήσουν μια γενικά αυστηρή και μελαγχολική ατμόσφαιρα. Αυτό που κάνει αυτό το άλμπουμ να ξεχωρίζει στη δισκογραφία της είναι η συνεχής χρήση κλασικών μεθόδων και οργάνων από μια συνθέτρια που ανοίγει το δρόμο της για να τονίσει την πειραματική έννοια του «ήχου» έναντι του «τραγουδιού».

Grouper – A | A : Alien Observer (2011)
Είναι πυκνό, θολό, θορυβώδες με έναν ήσυχο τρόπο, και τα τραγούδια του χρειάζονται το χρόνο τους για να καθίσουν αναπαυτικά στο μυαλό σας. Η ηχογράφηση είναι τόσο lo-fi που ορίζει αυτό το απαλό φύσημα στην επιφάνεια της μουσικής ως αναπόσπαστο στοιχείο του έργου, γεγονός που αφήνει περιθώρια να προστεθούν και άλλες ωραίες δόσεις δυσοίωνου στατικού θορύβου σε μεγάλο μέρος του δίσκου. Βασικά, αυτά είναι δύο άλμπουμ σε μια κυκλοφορία, με το A I A να φέρνει στο προσκήνιο το ασυνείδητο, όλες αυτές τις σιωπές ενός κόσμου που αποκαλύπτεται τώρα τόσο εύθραυστος όσο μια στιγμιαία σύναψη που λαχταρά να ζωντανέψει για πάντα το τώρα.

Windy & Carl – We Will Always Be (2012)
To άλμπουμ ξεκινάει με μια φολκ μπαλάντα με τη γλυκιά φωνή της Windy, συνεχίζει με το υπέροχο “Remember” το οποίο φιλοξενεί μερικά ακόμα αφηρημένα φωνητικά της, και μετά εξελίσσεται σε ένα μοναδικό ταξίδι στο άπειρο, που σε απογειώνει με το μνημειώδες 12λεπτο drone του “Looking Glass” και σε προσγειώνει με το εξαιρετικό “Fainting in the Prescence of the Lord”. Ένα ακόμη διαχρονικό και απαραίτητο απόκτημα για τους όλους λάτρεις αυτού του είδους.

Max Richter – Sleep (2015)
Το “Sleep” είναι ένα έργο που αποτελείται από 204 κομμάτια, διαρκεί περίπου 8μιση ώρες, και ρίχνει μια ερευνητική, σοβαρή ματιά στον ύπνο και στην επιθυμία για ύπνο. Όσοι βρέθηκαν σε συναυλίες αυτού του έργου είχαν να κάνουν μια σημαντική επιλογή: ή θα προσπαθούσαν να μείνουν ξύπνιοι για 8 ώρες ή θα επέτρεπαν στην ορχήστρα να τους κοιμίσει. Είναι όντως αλήθεια, ότι αυτό το άλμπουμ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ένα πολύ βοήθημα για τον ύπνο. Αλλά ενώ στο σύνολό του είναι λειτουργικά ambient, είναι επίσης και τόσο έντονα μουσικό, φιλοξενώντας στιγμιότυπα όπως το “Return 2” και το “nor earth, nor boundless sea” που αξίζουν να τα ακούσει κανείς με όλες τις αισθήσεις του ξύπνιες. Μια φιλόδοξη (και φιλότιμη) προσπάθεια, που τελικά πέρασε στην ιστορία της ambient δισκογραφίας ως μια κλασική σύνθεση μεγάλης διάρκειας.

Τhe Orb – COW / Chill Out, World! (2016)
Περισσότερο συμβολική η ένταξη αυτού του άλμπουμ σε αυτήν τη θέση της λίστας. Οι Orb ήταν εκείνοι που στις αρχές των 90s μας έμαθαν τι σημαίνει ambient-house. Κατάφεραν να συνδυάσουν τις ονειρικές ατμόσφαιρες της ambient μουσικής με τους ρυθμούς της house, δημιουργώντας έναν μοναδικό ηχητικό κόσμο που πρόσφερε μια νέα εμπειρία ακρόασης. Οι Orb αρχικά ήταν Dr. Alex Patterson και ο Jimmy Cauty των KLF (κρυμμένος πίσω από το ψευδώνυμο Space). Οι πειραματισμοί τους με τα αμέτρητα samples, η χρήση αναλογικών συνθεσάιζερ και η ενσωμάτωση φυσικών ήχων έφεραν μια φρέσκια προσέγγιση στη χορευτική μουσική, καθιστώντας τους πρωτοπόρους ενός νέου είδους που επηρέασε βαθιά τη μετέπειτα εξέλιξη της ηλεκτρονικής μουσικής. Από το 1991 που πρωτοακούσαμε το “Little Fluffy Clouds” μέχρι τις επόμενες (και πιο πρόσφατες) κυκλοφορίες τους στην Kompakt οι Dr. Alex Patterson και Thomas Fehlmann (καθώς και όλοι οι συνεργάτες που πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια από το όχημα των Orb) κρατούν στα χέρια τους έναν τεράστιο όγκο μουσικής, που θριαμβευτικά άφησε το πιο ambient απόσταγμά του σε αυτόν εδώ το δίσκο, που τόσο χαρισματικά κλείνει το μάτι στον Cauty και σε όλους όσους καταλαβαίνουν.