«Μου άρεσε το όνομα Nine Inch Nails γιατί ακουγόταν εξαιρετικά τρομακτικό και αυτή ήταν η κατεύθυνση που ήθελα να δώσω στη μουσική μου».
Με αυτά τα λόγια εξηγούσε ο ίδιος ο Trent Reznor την επιλογή του ονόματος της μπάντας – ή του σόλο πρότζεκτ, αν προτιμάτε – που θα αποτελούσε το Μέλλον του, από εκείνο το πρωινό του Απριλίου του 1988 που, ως ένας 23χρονος «Μάικλ» μπήκε στο γκαράζ του σπιτιού των γονιών του, στο Κλίβελαντ του Οχάιο, αναμόχλευσε πρόχειρα ό,τι μουσικό όργανο βρήκε μπροστά του εύκαιρο και βγήκε από εκεί μέσα, εντελώς αλλαγμένος, προσωπικά αλλά και μουσικά, ως «Τρεντ».
Έφτιαξε τους ΝΙΝ γύρω από το προσωπικό του μότο ότι «ο θόρυβος κρύβει μέσα του πολλή μουσική». Και κατέληξε, προϊόντος του χρόνου, να γίνει ο ίδιος trendsetter του Βιομηχανικού Θορύβου ως «Ο Άνθρωπος Που Έβαλε Το Industrial Στο Μουσικό Χάρτη», μια ταμπέλα που του κόλλησαν οι μουσικοί δημοσιογράφοι (κυρίως) των ΗΠΑ.
«Πριν είκοσι χρόνια η μοναδική μουσική που πλησίαζε στην δική μου αντίληψη περί “industrial” ήταν οι Throbbing Gristle και οι Test Dept. Αμφότεροι είχαν το ίδιο ποσοστό θορύβου στη μουσική τους, όση και στη δική μου. Και όμως εγώ, όταν άρχισα να γράφω μουσική, είχα πει ότι θα χρησιμοποιήσω αυστηρά ποπ δομές και θα προσπαθήσω να φέρω τα δυο αυτά είδη, την industrial και την ποπ, όσο πιο κοντά γίνεται», δήλωνε το 2005 ο ίδιος ο Reznor.
Στην πορεία, βέβαια, ο Ρέζνορ αποδείχθηκε πραγματικά ευφυής καθώς κατάφερε να γεφυρώσει όχι μόνο δυο, αλλά… 22 διαφορετικά genres και μουσικά είδη, που καλύπτουν από το drum ‘n’ bass του “The Perfect Drug” μέχρι το rap του “Down Ιn It” και από το industrial metal του “Happiness in Slavery” μέχρι τη σκοτεινή synth pop του παρθενικού άλμπουμ των ΝΙΝ, του «Pretty Hate Machine».
Γιατί ο, γεννημένος στις 17 Μαΐου του 1965, Michael Trent Reznor φάνηκε από μικρός ότι θα κατέληγε μουσικός. Ξεκίνησε το πιάνο στα πέντε του χρόνια, μετά έμαθε σαξόφωνο και, λίγο πριν μπει στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Μουσική Παραγωγή και Τεχνολογία, ξεκίνησε το πρώτο του συγκρότημα με τον φίλο του, τον Chris Vrenna.
Οι συμφοιτητές του θυμούνται έναν κοντούλη νεαρό να ξημεροβραδιάζεται, το χειμώνα του 1983 και την άνοιξη του 1984, στα στούντιο του πανεπιστήμιου και να προσπαθεί να μάθει όλες εκείνες τις τεχνικές εφαρμογές που θα τον έκαναν μετέπειτα διάσημο.
Και εγένοντο Nine Inch Nails
Οι ΝΙΝ φτιάχνονται τον Απρίλιο του 1988 και επτά μήνες μετά, το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς, κάνουν το πρώτο τους live, ενώ ταυτόχρονα ηχογραφούν και το παρθενικό τους άλμπουμ.
Το «Pretty Hate Machine» (του οποίου o αρχικός τίτλος ήταν «Industrial Nation») κυκλοφόρησε το 1989, μια χρονιά πολύ περίεργη για την διεθνή μουσική σκηνή, καθώς τότε είχαν κυκλοφορήσει άλμπουμ όπως το The Miracle των Queen, το Full Moon Fever του Tom Petty, το Like A Prayer της Madonna, το ομώνυμο άλμπουμ των Stone Roses, το A New Flame των Simply Red και το Sowing The Seeds Of Love των Tears For Fears.
Η πλειοψηφία των τραγουδιών του «Pretty Hate Machine» κινούνται σε ηλεκτρονικό επίπεδο, ελέω Mark Ellis a.k.a. Flood. Τραγικά υποτιμημένο την εποχή που κυκλοφόρησε, θεωρείται ότι με κομμάτια όπως “Head Like a Hole,” “Down in It” και “Sin”, άνοιξε το δρόμο για άλλα σύνολα, όπως τους Type O Negative. Ωστόσο, κανείς, ούτε καν η ίδια του η δισκογραφική εταιρεία, πίστεψε στον Ρέζνορ.
Και όμως… το θαύμα έγινε: η «Μηχανή Μίσους» των ΝΙΝ ανέβηκε μέχρι το #75 των αμερικανικών chart, έκανε πολυεκατομμυριούχο τον ιδιοκτήτη της δισκογραφικής TVT, στην οποία ανήκε ο Reznor, ενώ οι θρησκευτικές και μεταφυσικές αναφορές πολλών τραγουδιών του άλμπουμ, ανάγκασαν τότε πολλά περιοδικά να αναρωτηθούν για τη σχέση του παράξενου εκείνου 24χρονου με τον Θεό.
«Πιστεύω στον Θεό», είχε δηλώσει εκείνη την περίοδο, «και μεγάλωσα πηγαίνοντας στο κατηχητικό, αλλά μεγαλώνοντας και βλέποντας πράγματα γύρω μου που με ενοχλούσαν, άρχισα να αμφισβητώ τον ρόλο της θρησκείας στη ζωή μου. Τώρα πια πιστεύω ότι υπάρχει Θεός, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο ασχολείται με τις γήινες υποθέσεις».
«Η Ευτυχία είναι Σκλαβιά»
Ένα νέο συμβόλαιο με την Interscope, λίγο μετά, τού εξασφαλίζει την πολυπόθητη καλλιτεχνική του ελευθερία, μια ελευθερία που μετουσιώνεται στην κυκλοφορία του ΕΡ Broken, καθώς και του remix άλμπουμ που το ακολούθησε με τίτλο Fixed.
Στο «Broken» ο ήχος δυναμώνει αισθητά, θυμίζοντας ξεκάθαρα Ministry, οι thrashy και παραμορφωμένες κιθάρες βγαίνουν μπροστά, τα σίνθια υποχρεώνονται σε άτακτη υποχώρηση και η λέξη “fuck” αναφέρεται – ή τουλάχιστον υπονοείται – σε όλα τα τραγούδια. Στο «Fixed» πάλι ξεχωρίζει η σπινταριστή, κοντά στα 140BPM, hardcore techno διασκευή του “Gave Up”, τα στρατιωτικά ντραμς του Foetus στο “Wish”, ένα νέο “Happiness In Slavery” made by Reznor/Vrenna/Kendall καθώς και ένα σκοτεινά ατμοσφαιρικό “Throw This Away”.
Την ίδια περίπου εποχή είναι που (επαν)ανακαλύπτει νέους τρόπους χρήσης των κίμπορντ και των πάσης φύσεως συνθετητών. «Ίσως τα keyboards να μην θεωρούνται cool τα τελευταία χρόνια, αλλά στ’ αρχίδια μου. Πιστεύω ότι ο ήχος των keyboards των ‘80s έκαναν κακό στη ροκ μουσική. Καλοί είναι και οι Pearl Jam αυτού του κόσμου, αλλά εμένα με συναρπάζει η χρήση της τεχνολογίας μαζί με τις κιθάρες και όχι οι κιθάρες από μόνες τους», λέει το 1992, όταν αρχίζει τον πειραματισμό του με την ηχητική τεχνολογία έχοντας στο πλευρό του τους συναδέλφους του, John Fryer και Flood.
Τότε είναι που το εμβληματικό industrial single “Wish” μπαίνει στο Top10 και κερδίζει το Grammy for Best Heavy Metal Performance, ενώ ταυτόχρονα κυκλοφορεί το, ασφαλώς απαγορευμένο στην εποχή του, βιντεοκλίπ του “Happiness in Slavery”, με τις σαδομαζοχιστικές του αναφορές και την εικόνα του avant-garde καλλιτέχνη Bob Flanagan να γίνεται κομμάτια από μια μηχανή.
Οι Nine Inch Nails «παίρνουν την κατηφόρα»
Ακολουθεί, το 1994, ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ της δεκαετίας του ’90, το «The Downward Spiral», το οποίο έφτασε στο Νο2 του chart και καθόρισε το είδος της industrial μουσικής, με τον Reznor να κάνει μια αξέχαστης έντασης εμφάνιση στο Mudstock II, το καλοκαίρι του 1994.
Η απόσταση από τις ασήκωτες κιθάρες του «Broken» μέχρι τις ατμοσφαιρικές στρώσεις μιζέριας, αυτολύπησης και (αυτο)μίσους του «Downward Spiral» έμοιαζε χαοτική για να γίνει μέσα σε δυόμιση-τρία μόλις χρόνια, αλλά ο «Phil Spector του Industrial» (σύμφωνα με το allmusic.com, τότε) δεν «μάσησε».
Έκανε τον προσωπικό του νιχιλισμό να μοιάζει με μια ιδεατή κατάσταση, μέσα από τραγούδια όπως το “Hurt” (που διασκεύασε ιδανικά μετά από περίπου μια δεκαετία και ο ίδιος ο Johnny Cash), το αλά-Ιππότης της Ασφάλτου “Ruiner”, το σοβινιστικό “Big Man With A Gun”, καθώς και τα “Piggy” και “March Of The Pigs”, αμφότερα εμπνευσμένα από την διαμονή του Ρέζνορ στο Le Pig, το σπίτι όπου ο Manson και η «Οικογένειά» του έσφαξαν τη Sharon Tate και τους υπόλοιπους καλεσμένους της.
Λίγο μετά ακολούθησε το «Further Down The Spiral», μια συλλογή με 11 remix στα πρότυπα των Broken/Fixed, καθώς και το «Closer Τo God» ΕΡ, εκεί όπου ο Jack Dangers των Meat Beat Manifesto, ο Bill Kennedy, ο Peter Christopherson των Coil και μια ορδή εκλεκτών remixers αλλάζουν… εξάκις τα φώτα στο “Closer”, με το Deviation remix να ξεχωρίζει έναντι όλων.
Δεδομένων δε, των new wave εμμονών του Reznor, δεν προξενεί απολύτως καμία εντύπωση η διασκευή στο “Memorabilia” των Soft Cell, καθώς και η ηλεκτρονική μεταμόρφωση του “March Of The Pigs” (εκ νέου τιτλοφορημένου “March Of The Fuckheads”) και ένα εκπληκτικό “Heresy” που θα έκανε όλους τους VNV Nation, τους Mesh και τους Covenant της εποχής εκείνης να ψάξουν μια τρύπα να κρυφτούν.
Οι Νine Inch Nails και τα soundtracks
Το προσωπικό όραμα του Trent στη συνέχεια περιελάμβανε την ανάμειξη του σε soundtracks φίλων σκηνοθετών του: αρχή είχε το «Natural Born Killers» του Oliver Stone και ακολούθησε το «Lost Highway» του David Lynch, στα οποία συνεισέφερε όχι μόνο μερικά τραγούδια υπό το όνομα των NIN (ή αυστηρά δικά του), αλλά ανέλαβε και την παραγωγή/επιμέλεια των.
Κατόπιν, ο Ρέζνορ εισέρχεται σε μια μακρά περίοδο κατάθλιψης από το θάνατο της γιαγιάς του (η οποία τον είχε μεγαλώσει μετά το χωρισμό των γονιών του), χώρια το ότι καταπιάστηκε με τις διάφορες παραγωγές και τα remix, αφήνοντας για λίγο το όχημα ΝΙΝ ανενεργό.
Π.χ. ανέδειξε τον Marilyn Manson, αναλαμβάνοντας το δεύτερο άλμπουμ του, «Antichrist Superstar», έκανε remix στα “The Heart’s Filthy Lesson” και “I’m Afraid of Americans” του David Bowie, το “Victory” του Puff Daddy και το «Symphony of Destruction» των Megadeth μεταξύ άλλων, ενώ έβαλε και τον Ice Cube να ραπάρει σε ένα από τα πέντε remix του “I’m Afraid of Americans”, δηλώνοντας στο εμβληματικό περιοδικό Ray Gun, κάπου στα τέλη των ’90s, ότι «ο Dr. Dre είναι μεγαλοφυΐα και ο Ice Cube είναι ο καλύτερος ράπερ που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου». Καλά, δίκιο έχει, προφανώς.
«Εύθραυστος» από το 1999 μέχρι και σήμερα
Το επόμενο άλμπουμ των ΝΙΝ, με τίτλο «The Fragile» έρχεται το 1999 και είναι διπλό με τα 100 και βάλε λεπτά της συνολικής διάρκειάς του να ηχούν σαν το «The Downward Spiral» εις στον κύβο: πιο βαριές κιθάρες, πιο «γεμάτα» keyboards, όλο και περισσότερα «fuckoff’s» και σχεδόν 17 παραλλαγές πάνω σε ένα και μόνο industrial θέμα, με τον Ρέζνορ να ακούγεται πιο «κατεστραμμένος» και εύθραυστος από ποτέ.
Το ζωντανά ηχογραφημένο «And All That Could Have Been – Live 2002» δεν ικανοποίησε τους φίλους του συγκροτήματος επειδή οι ζωντανές εκτελέσεις των τραγουδιών ομοιάζουν τόσο πολύ με τις αντίστοιχες στουντιακές, που πολλοί ενδεχομένως και να μπορούσαν να υποπτευθούν διάφορα σχετικά με την… playback εγκυρότητα του όλου εγχειρήματος.
Στο «With_Teeth» του 2005 πάλι, ο Ρέζνορ μεγαλουργεί ξανά μετά από μια περίπου δεκαετία, παραδίδοντας ένα έργο αντάξιο του ειδικού του βάρους ως καλλιτέχνη. Χωρίς να έχει απαλείψει εντελώς το στοιχείο της επανάληψης και της ανακύκλωσης του «The Fragile», δείχνει ότι έχει απορροφήσει τον (από)ηχο του «The Downward Spiral», έστω και με μια δεκάχρονη καθυστέρηση. Κάνει την καλύτερη παραγωγή του 2005 και γράφει τραγούδια όπως το ‘’The Hand That Feeds’’ που δεν γράφονται κάθε μέρα.
Μπορούμε να αναλωθούμε αρκετά στα επόμενα άλμπουμ των ΝΙΝ, τα, κατά χρονολογική σειρά, Year Zero (2007), Ghosts I–IV (2008), The Slip (2008), Hesitation Marks (2013), Not the Actual Events – EP (2016), Add Violence – EP (2017), Bad Witch (2018), Ghosts V: Together (2020) και Ghosts VI: Locusts (2020), όμως η αλήθεια είναι ότι ο Ρέζνορ πλέον έχει μπει για τα καλά, από το 2007 και μετά, σε mode… σαουντρακικό και μαζί με τον φίλο, κολλητό και μουσικό του συνοδοιπόρο Ατικους Ρος, περνάει πολύ πιο δημιουργικά τον μουσικό του χρόνο, παρά με το πρότζεκτ των ΝΙΝ.
«Η μουσική στα ’90s ήταν καλύτερη από τις σημερινές βλακείες»
Ισως η ελαφρώς μειωμένη ενασχόλησή του με τους ΝΙΝ και η βαθιά πιο προβεβλημένη εμπλοκή του στον τομέα των κινηματογραφικών σάουντρακ να οφείλεται και στην εικόνα που έχει σχηματίσει πλέον ο ίδιος για την σύγχρονη ποπ και industrial μουσική.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε τον Σεπτέμβριο του 2017 ο Trent Reznor στο μουσικό περιοδικό Kerrang!, έκανε μια αναδρομή στο παρελθόν, τότε που ξεκινούσε με τους Nine Inch Nails και μίλησε για τα ’90s.
«Στα ’90s έμοιαζε όντως επικίνδυνο [να γράφεις και να συνθέτεις μουσική], όντως ένιωθες ως ένας καλλιτέχνης που έπαιρνες ένα ρίσκο. Η δύναμη που είχες ως άτομο που επηρεάζει την κουλτούρα έμοιαζε έως και “εύφλεκτη” μερικές φορές. Δεν λέω πως πλέον τα τραγούδια δεν έχουν απήχηση, αλλά είναι το ίδιο ως πολιτιστική δύναμη ή αίσθηση επανάστασης; Η Αμερική δεν σείεται αυτή τη στιγμή, δεν το ακούω αυτό στη μουσική. Αυτό που παρατήρησα όσο μεγαλώνω, αυτό που μου είναι πιο δύσκολο να ξεχωρίσω, είναι το κατά πόσο όλο αυτό έχει να κάνει με εμένα που αλλάζω και μεγαλώνω, βλέποντας τα πράγματα διαφορετικά ή κατά πόσο όντως είναι χάλια [η σημερινή μουσική]. Ως καλλιτέχνης, είναι εκνευριστικό να δουλεύεις για πολύ καιρό για έναν δίσκο στον σημερινό υπερκαταναλωτικό κόσμο. Θα διαρρεύσει, θα σχολιαστεί, θα ξεχαστεί σε μια μέρα ή ένα σαββατοκύριακο ή τουλάχιστον σε μία βδομάδα».
Κάπως έτσι, ο Reznor μαζί με τον Ross αρχικά συνεργάστηκαν με τον Ντέιβιντ Φίντσερ. Μάλιστα, είχαν κερδίσει Οσκαρ, καθώς η μουσική του «The Social Network» είχε αποσπάσει το 2011 το χρυσό αγαλματάκι.
Στη συνέχεια έγραψαν και επιμελήθηκαν τη μουσική για ταινίες όπως το «The Girl With the Dragon Tattoo», το «Waves» και το «Watchmen». Ακούστε, π.χ., παρακάτω τι κάνουν στην διασκευή του «Immigrant Song» των Led Zeppelin και πόσο πολύ (και καλά) την αποδομούν και την φέρνουν στο σήμερα.
Από το «Gone Girl» μέχρι το «Bones and All»
Στην τρίτη συνεργασία τους, οι δυο τους έγραψαν το εκπληκτικό soundtrack του «Gone Girl».
Ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο Ντέιβιντ Φίντσερ, έλεγε τότε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «The Wall Street Journal» ότι «η μόνη οδηγία που τους έδωσα ήταν ότι ήθελα το soundtrack να θυμίζει την μουσική που ακούς σ’ ένα spa. Άκουγα αυτή τη χαλαρωτική μουσική που σου βάζουν για να ηρεμήσεις στο spa και σκέφτηκα ότι πάνω σε κάτι τέτοιο πρέπει να πατήσουμε [για το σάουντρακ]».
«Μας είπε απλά “σκεφτείτε αυτές τις απαίσιες μουσικές που ακούς όταν κάνεις μασάζ. Πάρ’τε κάτι τέτοιο και διεστραβλώστε το, κάντε το ακόμη πιο τρομαχτικό”», συμπλήρωσε ο Τρεντ.
Πρόσφατα, ο Ρέζνορ δήλωσε ανερυθρίαστα ότι δεν του άρεσε καθόλου το πώς χρησιμοποίησαν την μουσική του οι υπεύθυνοι της ταινίας «Bird Box», το δυστοπικό θρίλερ του 2018 που έγινε η πιο δημοφιλής ταινία στο Netflix εκείνη την χρονιά.
«Όταν ξεκινήσαμε την παραγωγή, είχαμε την αίσθηση ότι κάποιοι δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Επιπλέον, είχαμε κι έναν μοντέρ με πολύ άσχημο γούστο. Αυτό είναι μεγάλο εμπόδιο για την δημιουργική διαδικασία και σαν να μην έφταναν όλα αυτά το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι εκείνη την περίοδο βρισκόμασταν σε περιοδεία. Έκαναν το μιξαζ τόσο χαμηλά που η μουσική δεν ακούγεται καν. Ήταν σαν χάσιμο χρόνου. Κατόπιν σκεφτήκαμε ότι δεν έχει σημασία γιατί κανείς δεν πρόκειται να δει αυτή τη γαμημένη ταινία. Και, φυσικά, έγινε η πιο δημοφιλής ταινία στο Netflix», είπε κατόπιν ο ίδιος σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Revolver».
Ο Ρέζνορ ως εξέχον μέλος της μουσικής κοινότητας του Χόλιγουντ
Εντωμεταξύ, πρόπερσι, ο Ρος με τον Ρέζνορ – o οποίος πρόσφατα μάλιστα ήρθε και σε μια άτυπη ιντερνετική κόντρα με τον Ελον Μασκ – ήταν υποψήφιοι για Όσκαρ Πρωτότυπης Μουσικής για τα σάουντρακ των ταινιών «Mank» και «Soul».
Μια διπλή υποψηφιότητα για Όσκαρ που βάζει τον Τρεντ εντελώς μέσα στην μουσική «ιντελιγκέντσια» του Χόλιγουντ, δίπλα σε συνθέτες όπως ο Τζον Ουίλιαμς και ο Χανς Τσίμερ.
«Είναι σουρεαλιστικό και μεγάλη τιμή και απίστευτα κολακευτικό – ένα ακόμη πράγμα που δεν φαίνεται να είναι πραγματικό, σε μια χρονιά που όλα αρχίζουν να θολώνουν μαζί. Αλλά είμαστε πολύ ευγνώμονες», δήλωνε τότε ο Ρέζνορ, προσθέτοντας εμφατικά ότι «δεν είχαμε χρόνο να επεξεργαστούμε πλήρως αυτό που συμβαίνει. Γιατί όταν δουλεύουμε σε ένα πρότζεκτ, όπως όταν καθόμαστε για να γράψουμε ένα τραγούδι για τους NIN, δεν σκεφτόμαστε πραγματικά να γράψουμε κάτι που πραγματικά θα φτάσει στα charts».
Σήμερα, την πρωτότυπη μουσική των Τρεντ Ρέζνορ και Ατικους Ρος μπορείτε να την ακούσετε στο σάουντρακ του πρόσφατου «Bones and All» του Λούκα Γκουαντανίνο.
Στην ταινία, η οποία βασίζεται στο ομότιτλο νεανικό βιβλίο της Καμίλ ΝτεΑντζέλις, πρωταγωνιστεί η Τέιλορ Ράσελ στον ρόλο μιας ηρωίδας η οποία προσπαθεί να καταλάβει γιατί έχει την επιθυμία να (κυριολεκτικά) τρώει τους ανθρώπους που την αγαπούν. Ξεκινά λοιπόν ένα road trip μέσα στις ΗΠΑ με σκοπό ψάξει τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, πέφτοντας πάνω σε έναν νεαρό τυχοδιώκτη, τον οποίο ερμηνεύει ο Τιμοτέ Σαλαμέ, που και εκείνος ψάχνει να βρει τον πραγματικό εαυτό του μέσα στην ερειπωμένη ενδοχώρα των ΗΠΑ.