«Κάθε άνδρας είναι “φλώρος”, συγκρινόμενος με τον Johnny Cash».
Bono
Ιούλιος 1954: ένας λιπόσαρκος 22χρονος από το Κίνγκσλαντ του Άρκανσο περνάει το κατώφλι της διάσημης δισκογραφικής εταιρίας Sun με σκοπό να μιλήσει με τον ιδιοκτήτη της, Σαμ Φίλιπς (τον άνθρωπο που ανακάλυψε και έκλεισε το πρώτο συμβόλαιο του Ελβις Πρίσλει) και να του ζητήσει να ηχογραφήσει κάποια κομμάτια που είχε γράψει όσο ήταν φαντάρος στη Γερμανία.
Η ιστορία λέει ότι όταν ο νεαρός συστήθηκε στον Φίλιπς σαν τραγουδιστής των γκόσπελ (των νέγρικων θρησκευτικών τραγουδιών), ο έμπειρος παραγωγός του απάντησε ‘’αγόρι μου, πήγαινε να αμαρτήσεις λίγο πρώτα και μετά έλα να τα ξαναπούμε’’. Ο Φίλιπς δεν ήξερε ότι απέναντι του είχε τον Τζόνι Κας, έναν άνθρωπο που όχι απλά θα έκανε την αμαρτία… σημαία για το υπόλοιπο της ζωής του, αλλά επιπλέον είχε την ατυχία να γεννηθεί “αμαρτωλός”.
Η πρώτη και σοβαρή «αμαρτία» του Τζον Κας ήταν ότι είχε γεννηθεί φτωχός, πράγμα συνηθισμένο στον αμερικανικό Νότο της εποχής εκείνης. Το 1932 η χώρα έχει μπει για τα καλά στην περίοδο της «Μεγάλης Ύφεσης» κι ο πατέρας Κας έβλεπε τη βαμβακοφυτεία του να μην αποδίδει όσο παλιότερα, οπότε αναγκάστηκε να βάλει και τους δυο γιους του, Τζακ και Τζον, να δουλεύουν στα χωράφια.
Ο Τζακ ήταν ο μεγάλος γιος, με φόντα να γίνει σπουδαίος, όπως έδειχνε η αγάπη του για το διάβασμα και το σχολείο, ενώ ήταν συγκαταβατικός και πράος χαρακτήρας. Αντίθετα, ο δευτερότοκος Τζον ήταν πιο ανήσυχη φύση, σκράπας στα μαθήματα, με μοναδικό του μέλημα να ακούει νέγρικα μπλουζ στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό πριν πέσει για ύπνο κάθε βράδυ. «Καταραμένος» από τα γεννοφάσκια του, στα 12 του χρόνια ο Τζον χάνει τον αγαπημένο του αδελφό από ένα ατύχημα με πριόνι στο οικιακό ξυλουργείο.
Ο μέθυσος και αδικαιολόγητα αυστηρός πατέρας που είχε αδυναμία στον πρωτότοκο γιο του κι όχι στον Τζον, αποδίδει το θάνατο του σε αμέλεια του μικρού του γιου που την ώρα εκείνη ψάρευε αντί να βρίσκεται κοντά τον αδελφό του. Οι φωνές και οι τσακωμοί μπαίνουν σε καθημερινή διάταξη μέσα στο σπίτι των Κας, μια γαλήνη που αποκαταστάθηκε μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν τελικά ο πατέρας κι ο γιος Κας συμφιλιώθηκαν μετά από μια εικοσαετία συνεχόμενων διενέξεων.
«Η ζωή μου άλλαξε ένα απόγευμα όταν ήμουν 16 ετών», εξομολογήθηκε το 1997 σε μια συνέντευξη του στην εφημερίδα USA TODAY. «’Γυρνώντας σπίτι άρχισα να τραγουδώ ένα γκόσπελ κομμάτι πίσω από την πλάτη της μητέρας μου. Εκείνη γύρισε ξαφνικά και με ρώτησε από πού βγαίνει αυτή η φωνή. Όταν της είπα ότι βγαίνει από το δικό μου λαρύγγι, γονάτισε, με αγκάλιασε και μου είπε “Γιε μου, αυτό που διαθέτεις είναι ένα δώρο από το Θεό. Μην το αφήσεις με τίποτα να πάει χαμένο”».
Μόλις απολύθηκε από τη στρατιωτική του θητεία, ο Τζον παντρεύτηκε τη σχολική του αγάπη, Βίβιαν Λιμπέρτο, έπιασε ένα σπίτι στο Μέμφις και δούλεψε ως πλασιέ ηλεκτρικών συσκευών, ενώ τα βράδια πήγαινε, κρυφά απ’ τη γυναίκα του και τη νεογέννητη κόρη τους, Ροζάν, σε μια σχολή με σκοπό να γίνει ραδιοφωνικός εκφωνητής. Και μέσα σε όλα αυτά, τελικά ο Σαμ Φίλιπς δέχτηκε να προσφέρει στον ίδιο και τη πρώτη του μπάντα, τους «Johnny Cash and the Tennessee Two», ένα φτωχό, πλην τίμιο δισκογραφικό συμβόλαιο.
Τα στοιχεία που, ακόμη και σήμερα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής του μυθολογίας είναι τρία: η βαθιά, γεμάτη γρέντζο φωνή του, η κιθάρα που κουβαλούσε συνεχώς μαζί του, όπου κι αν πήγαινε (έλεγε ότι ένιωθε ανασφαλής χωρίς αυτήν) και φυσικά η εμμονή του στη μαυροντυμένη του εικόνα, την οποία εξήγησε στο τραγούδι του “Man in Black”: «φοράω μαύρα για όλους τους φτωχούς και τους ταλαιπωρημένους που ζουν στις πιο πεινασμένες γωνιές της πόλης / τα φοράω για τον κατάδικο που έχει πληρώσει το τίμημα της πράξης του, αλλά παραμένει στη φυλακή, θύμα των καιρών».
Ο ίδιος ο Κας έλεγε ότι είχε δύο ξεχωριστές προσωπικότητες, αλά-Τζέκιλ και Χάιντ: από τη μια ήταν ο άντρας ‘Τζον’ και από την άλλη το μουσικό alter ego του που ονόμαζε ‘Κας’, δημιούργημα της χημείας που ελάμβανε κάθε βράδυ χώρα στο ταραγμένο του μυαλό, ως αποτέλεσμα της υπερβολικής χρήσης αμφεταμινών (σπιντ), που στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ήταν το πιο trendy ναρκωτικό. Κάθε βράδυ, πριν βγει στη σκηνή μαζί με τον Τζέρι Λι Λούις και τον Έλβις, κατέβαζε πέντε πέντε τις χούφτες με τα χάπια προκειμένου να ‘βγάλει’ τη νύχτα και να μην καταρρεύσει από το αδιάκοπο touring και τις συνεχείς στάσεις που τους άφηνε με μόλις ελάχιστες ώρες ύπνου και διαρκείς παραστάσεις στο ενδιάμεσο.
Ο «προβληματικός» Johnny Cash
Οι φίλοι του Κας παραπονιόντουσαν συχνά για τη συμπεριφορά του Τζον. Τον αποκαλούσαν ‘’νευρόσπαστο’’, ‘’κυκλοθυμικό’’ και ‘’οξύθυμο’’, αν κι οι πιο κοντινοί του, όπως ο Μονρόε Πέρκινς και ο Μάρσαλ Γκραντ, οι άλλοι δυο των «Tennessee Two», παραδέχονταν ότι ο Τζον ήταν ανέκαθεν έτσι, αποδίδοντας την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του στα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Στο αποκορύφωμα της τεταμένης του ψυχολογίας, τον Οκτώβριο του 1967, ο Κας αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει μπαίνοντας στο σπήλαιο Nickajack στο Τενεσί με σκοπό να πεθάνει μέσα εκεί από τις κακουχίες και την πείνα, αλλά τελικά εντοπίστηκε μερικές μέρες μετά και σώθηκε.
Η σχέση του με την γυναίκα του σταδιακά επιδεινώθηκε, αφού την έβλεπε ελάχιστα, τα καθημερινά τηλεφωνήματα άρχισαν να μειώνονται και στο τέλος σταμάτησαν εντελώς. Ίσως σε αυτό να έπαιξε ρόλο και ο παράγοντας Τζουν Κάρτερ, η τραγουδίστρια της κάντρι που κυριολεκτικά έδωσε χέρι σωτηρίας στο παραπαίοντα Κας λίγο πριν αυτός βρεθεί στο χείλος του γκρεμού. Ο Κας είχε γνωρίσει τη Τζουν όταν κι οι δυο τους ήταν έφηβοι και της είχε πει ότι κάποια μέρα θα την παντρευόταν. Έκτοτε της είχε κάνει πρόταση γάμου πολλές φορές μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
Η ίδια δεν ήταν ότι δεν ήθελε, απεναντίας, τον θεωρούσε ως τον μεγάλο έρωτα της ζωής της. Απλά, όπως κάθε γυναίκα που βλέπει σοβαρότερα από τον άντρα κάποια πράγματα, περίμενε τον Κας να μεγαλώσει, να αφήσει πίσω του το «παιδί» που έκρυβε μέσα του για να μπορέσει να του αφοσιωθεί. Του είχε πει ότι αν δεν σταματούσε τα χάπια, δεν θα γινόταν ποτέ «κυρία Κας».
Τελικά, προς έκπληξη όλων, ο Τζον της έκανε την τελευταία –και αποφασιστική, όπως αποδείχτηκε- πρόταση γάμου κατά τη διάρκεια μιας κοινής τους συναυλίας στο Οντάριο στις 22 Φεβρουαρίου 1968.
Λίγο η ‘αγοραφοβική’ ντροπή, λίγο η απονενοημένη πράξη του Τζον, λίγο κι η δική της ψυχολογία, την έκαναν να πει το «ναι». Ο Κας έκοψε τις αμφεταμίνες, το ζευγάρι παντρεύτηκε μια εβδομάδα μετά κι από τότε έμεινε αχώριστο μέχρι το θάνατο του.
Αντιλαλούν οι φυλακές
Και τότε ήταν που καρφώθηκε στο νου του Κας μια ιδέα πρωτόγνωρη όχι μόνο για τα δεδομένα του σκληρού και συντηρητικού αμερικανικού Νότου, αλλά και της εποχής γενικότερα: μια σειρά συναυλιών μέσα σε φυλακές, προς τιμήν των έγκλειστων. Αν κι ο Κας δεν καταφέρθηκε ποτέ του ευθέως εναντίον των ίδιων των ιδρυμάτων, κατηγορούσε τις σωφρονιστικές αρχές για καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων μέσα σε αυτά, περνώντας για τον εαυτό του την εικόνα ‘’είμαι κι εγώ ένας από εσάς’’, παρόλο που ποτέ του δεν είχε περάσει παραπάνω από ένα μερόνυχτο πίσω από τα σίδερα.
Τις συνολικά επτά φορές που συνελήφθη ήταν για πλημμελήματα (ανάμεσα στα οποία και μια κατηγορία για καταπάτηση περιούσιας, όταν μπήκε σε ένα ξένο κήπο για να κόψει… λουλούδια για την Κάρτερ, γεγονός που απαθανάτισε αργότερα στο τραγούδι του ”Starkville City Jail’’).
Έχοντας καταφέρει να παραμείνει σχετικά ‘καθαρός’ μεταξύ 1969-72, το κανάλι ABC, εκμεταλλευόμενο το ντόρο που είχε γίνει με τους δυο δίσκους που ηχογράφησε στις φυλακές Φόλσομ και Σαν Κουέντιν (1968 και 1969 αντίστοιχα), τού έδωσε τη δική του εκπομπή.
Και αυτή όμως κόπηκε μετά από λίγο καιρό, όταν ο Κας αρνήθηκε να αλλάξει τους στίχους του “Sunday Morning Coming Down” (οι οποίοι αναφέρονταν στη μαριχουάνα) σε κάτι λιγότερο προσβλητικό για το ευαίσθητο αμερικανικό τηλεοπτικό κοινό. Όταν μετά την εκπομπή, ο υπεύθυνος του καναλιού τον ζήτησε στο γραφείο του για να του ανακοινώσει την απόλυση του, ο Τζον είπε στη γραμματέα του ‘’Πες σε αυτό τον παλιάτσο χαρτογιακά να χώσει το χαρτί της απόλυσης μου στον χοντρό του πισινό’’.
Ο Κας ήταν εν μέρει Ινδιάνος στην καταγωγή (στις φλέβες του έτρεχε, κατά το ¼, αίμα της φυλής Τσερόκι) και η εμμονή του με την ινδιάνικη καταγωγή του αποτυπώνεται καλύτερα στο κομμάτι “Trail of Tears”. Ίσως εκεί να οφείλεται εν μέρει η –έμπρακτη- συμπάθεια του Κας για τα περιθωριακά μέλη της κοινωνίας: τα Χριστούγεννα του 1982 τρεις ληστές εισέβαλαν στο σπίτι του στο Κίνγκστον της Τζαμάικα και απαίτησαν ένα εκατομμύριο δολάρια απειλώντας ακόμη και τη ζωή του.
Μετά την επιτυχημένη επέμβαση της αστυνομίας, ο Κας όχι μόνο δεν έκανε μήνυση στους φτωχούς νεαρούς, αλλά τους πρόσφερε κι ένα συμβολικό χρηματικό πόσο δηλώνοντας ‘’όποτε έρχομαι σε επαφή με άτομα αδικημένα από την κοινωνία, δεν μπορώ παρά να πενθώ στο πλευρό τους’’.
Η αναγέννηση του Johnny Cash
Τη δεκαετία του ’80, μετά από μια μακρά περίοδο ύφεσης, η δημοτικότητα του άρχισε πάλι να μεγαλώνει με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια δεύτερη καριέρα ως ηθοποιός: πρώτα εμφανίστηκε σε ένα από τα επεισόδια της σειράς ‘’Το Μικρό Σπίτι Στο Λιβάδι’’, μετά υποδύθηκε τον John Brown στους ‘’Βόρειους και Νότιους’’ (τη σειρά που για ένα φεγγάρι ήταν εξαιρετικά δημοφιλής και στη χώρα μας), κατόπιν εμφανίστηκε σε ένα επεισόδιο της σειράς ‘’Δρ. Κουίν, μόνη στην Άγρια Δύση’’, μέχρι και στους ‘’Simpsons’’ δάνεισε τη φωνή του, σε ένα από τα επεισόδια του όγδοου κύκλου.
Μετά τη κυκλοφορία του άλμπουμ ‘’Unchained’’, το 1996, ο Κας φωτογραφήθηκε για το εξώφυλλο του μουσικού περιοδικού Billboard με το μεσαίο δάχτυλο του χεριού του σηκωμένο, ως απάντηση στη μουσική βιομηχανία που τον είχε ξεγραμμένο τόσα χρόνια.
Η συντηρητική Αμερική ξεσηκώθηκε ξανά, αποκαλώντας τον ‘’ξεμωραμένο γερο που θέλει να προκαλεί παρά τα χρόνια του’’ και το επόμενο έτος διαγνώστηκε ότι πάσχει από το Σύνδρομο Shy-Drager, μια ασθένεια του νευρικού συστήματος, εμπορευόμενη από το χρόνιο πρόβλημα με το διαβήτη που τον ταλαιπωρούσε. Η μεγαλύτερη έκπληξη για τον ίδιο ήταν όταν ανακηρύχθηκε από σχεδόν σύσσωμη την ραπ κοινότητα ως “Ο Νονός της Gangsta Rap”.
Πολλοί ράπερ έσπευσαν να τον παραδεχτούν ως τον «πρώτο αυθεντικό ράπερ» ενώ ένας απ’ αυτούς δήλωσε χαρακτηριστικά «λέμε εμείς ότι είμαστε σκληροί και κακοί, αλλά τι να πούμε για αυτόν που πριν 40 χρόνια έγραψε τους στίχους «Σκότωσα έναν άνθρωπο στο Reno, μόνο και μόνο για να τον δω να πεθαίνει;»
Mετά τον πήρε από το χεράκι ο σπουδαίος παραγωγός Rick Rubin και ηχογράφησε μαζί του τα καταπληκτικά American Recordings, η τελευταία μουσική παρακαταθήκη του Κας.
Σαν το Ρέι Τσαρλς, τους Beatles, το Μπομπ Ντίλαν και τον Έλβις, ο Κας υπήρξε ένας μουσικός που η μουσική του υπερέβη Χρόνο, Τόπο, Θρησκεία κι Εθνικότητα. Αρνούμενος πεισματικά να ενταχθεί σε ένα και μόνο μουσικό στυλ, ηχογράφησε τραγούδια που θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν rock ‘n’ roll, blues, rock, folk και gospel, και τα οποία με τη σειρά τους επηρέασαν όλα τα παραπάνω είδη. Στην πολυσυλλεκτικότητα του αυτή οφείλεται και το μοναδικό ‘ρεκόρ’ που κατέχει: είναι ταυτόχρονα μέλος του Rock and Roll Hall of Fame, του Country Music Hall of Fame και του Songwriters Hall of Fame, κατόρθωμα που μόνο ο Χανκ Ουίλιαμς μοιράζεται μαζί του.
Παραγωγικός όσο κανένας άλλος της εποχής του (κυκλοφόρησε πάνω από τριακόσια άλμπουμ, αν συμπεριλάβουμε συλλογές και live), με την ίδια γυναίκα για πάνω από 35 χρόνια και μουσικός φάρος για πολλούς από τους σύγχρονους και μεταγενέστερους του, ο Τζόνι Κας έβαλε το μαύρο του πανωφόρι και πήγε ο ίδιος να συναντήσει τη Τζουν τέσσερις μήνες μετά το θάνατο της, στις 12 Σεπτέμβρη του 2003, πριν από ακριβώς 20 χρόνια.
Πάνω από το νεκρικό κρεβάτι, εκμυστηρεύτηκε στην κόρη του Ροζάν ‘’σιγά μην περιμένω εγώ το Θάνατο! Να περιμένει αυτός εμένα!’’
*Παρακάτω, η τελευταία φωτογραφία του Τζόνι Κας στο σπίτι του στο Hendersonville του Τένεσι, στις 9 / 9 / 2003. Πέθανε 72 ώρες μετά.
Φωτό του Marty Stuart.