Στον κόσμο του κινηματογράφου, λίγα είδη έχουν τη δύναμη να συγκινούν το κοινό και να το αφήνουν να τρέμει στις θέσεις του όπως τα θρίλερ. Τι είναι όμως αυτό που κάνει τα ψυχολογικά επίπεδα του φόβου να ανεβαίνουν όταν παρακολουθούμε μια ταινία τρόμου; Πέρα από τις σκηνοθετημένες σασπένς σκηνές και τις ανατροπές της πλοκής, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή την εμπειρία. Ένα στοιχείο που συχνά παραβλέπεται αλλά είναι απαραίτητο είναι η μουσική.

Η ψυχολογία του φόβου είναι ένα περίπλοκο πεδίο, όπου οι σκηνοθέτες και οι συνθέτες της μουσικής συνεργάζονται για να δημιουργήσουν συναισθηματική ένταση. Ο φόβος είναι μια φυσιολογική αντίδραση που μας προετοιμάζει για την αποφυγή κινδύνων και στις ταινίες τρόμου, οι σκηνοθέτες επιδιώκουν να εντείνουν αυτή την αντίδραση μέσω διάφορων τεχνικών, όπως η εναλλαγή του ρυθμού και των ήχων. Η μουσική έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει άμεσα την ψυχολογία μας και γι’ αυτό στις ταινίες τρόμου, η μουσική παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας. Οι ήχοι που παράγονται από τις συνθέσεις μπορούν να προκαλέσουν άμεσες συναισθηματικές αντιδράσεις, προετοιμάζοντας το κοινό για τα απρόσμενα και τρομακτικά στοιχεία της ιστορίας. Ειδικότερα, οι συνθέτες χρησιμοποιούν διαφόρους ήχους και μουσικά μοτίβα για να προκαλέσουν ανησυχία και αναστάτωση. Για παράδειγμα, οι απότομοι ήχοι ή οι αργές, ενορχηστρωμένες μελωδίες μπορούν να δημιουργήσουν μια αίσθηση αγωνίας, υποδεικνύοντας ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί.

Η μουσική είναι εκείνη που παίζει κι αυτή έναν καθοριστικό ρόλο στη χειραγώγηση της ψυχολογίας του φόβου στις ταινίες τρόμου. Όταν η μουσική διογκώνεται με προσμονή ή πέφτει σε μια απόκοσμη σιωπή λίγο πριν από έναν ανελέητο τρόμο, αντικατοπτρίζει τις φυσιολογικές αντιδράσεις του κοινού, αυξάνει τη συνολική εμπειρία. Ακόμα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σε πολλές από τις κλασικές ταινίες τρόμου, η μουσική χρησιμεύει ως ισχυρό εργαλείο για την ενίσχυση της ενσυναίσθησης. Ευθυγραμμίζοντας το soundtrack με το συναισθηματικό ταξίδι των χαρακτήρων, εμβαθύνει τη σύνδεσή μας με το φόβο και την ευπάθειά των ηρώων. Αυτός ο συγχρονισμός κάνει τον τρόμο πιο προσωπικό και έντονο, προσθέτοντας επίπεδα στον ψυχολογικό αντίκτυπο της ταινίας. Στην ουσία, η μουσική στις ταινίες τρόμου γίνεται μια γέφυρα μεταξύ των συναισθημάτων του κοινού και του τρόμου επί της οθόνης, εντείνοντας έτσι στο έπακρο την ψυχολογική εμπειρία του φόβου.

Τα επόμενα 10 soundtrack που ακολουθούν παραμένουν, από την εποχή τους μέχρι σήμερα, εμβληματικά παραδείγματα κορυφαίας μουσικής (και τρομακτικής) σύνθεσης αλλά και σοφά πρωτοποριακά έργα που άλλαξαν για πάντα την όποια μόδα του κινηματογραφικού τρόμου, ενσωματώνοντας ήχους και μελωδίες που έχουν μείνει αξέχαστες, και στιγμάτισαν τη μνήμη των θεατών για πάντα, μετά το τέλος της ταινίας.


Bernard Herrman – Psycho (1960)
Η μουσική του Bernard Hermann για το “Psycho” είναι ένα αριστούργημα που άλλαξε για πάντα το μοτίβο της κινηματογραφικής μουσικής τρόμου. Έχοντας τελειοποιήσει την τέχνη του σε ταινίες όπως το “North by Northwest” και το “Vertigo”, ο Hermann ανέλαβε το “Psycho” με σκοτεινή ακρίβεια, διαμορφώνοντας την ψυχολογική ένταση της ταινίας. Η μινιμαλιστική αλλά στοιχειωτική χρήση εγχόρδων της μουσικής εισχωρεί στα νεύρα των θεατών από την αρχή.

Οι χαρακτηριστικές, υψηλές, διαπεραστικές νότες των βιολιών κατά τη διαβόητη σκηνή του ντους είναι εμβληματικές, δημιουργώντας μια ωμή, σπλαχνική ατμόσφαιρα που έχει γίνει συνώνυμη με τον τρόμο. Αυτά τα τσιριχτά βιολιά όχι μόνο ενισχύουν τη βία της στιγμής αλλά έχουν γίνει και σύμβολο του κινηματογραφικού τρόμου. Ωστόσο, το soundtrack δεν λειτουργεί μόνο ως σοκαριστικό εφέ· ο Hermann ενσωματώνει στιγμές αινιγματικής ομορφιάς, αυξάνοντας το ψυχολογικό βάθος των χαρακτήρων και της σκηνής. Αυτό το άψογο μείγμα φόβου και κομψότητας, που χτίζεται μόνο με εγχόρδα, μετατρέπει το έργο του Hermann σε μια ανεξάρτητη δύναμη—ικανή να προκαλεί ανατριχίλες ακόμα και όταν αποσυνδέεται από την εικόνα της ταινίας. Ως ένα ψυχολογικό εργαλείο και ταυτόχρονα μια ακουστική εμπειρία, η μουσική του Hermann στο “Psycho” παραμένει ως το πρότυπο για τη σκοτεινή, ατμοσφαιρική σύνθεση στον κινηματογράφο.

Krzysztof Komeda – Rosemary’s Baby (1967)
Ο Πολωνός συνθέτης Krzysztof Komeda άφησε ανεξίτηλο στίγμα στην παγκόσμια μουσική σκηνή, ιδίως με τη μουσική του για την ταινία “Rosemary’s Baby” (1968) του Roman Polanski. Αν και η ζωή του τερματίστηκε τραγικά σε ηλικία μόλις 38 ετών λόγω ενός δυστυχήματος, το έργο του αναγνωρίζεται ως κορυφαίο παράδειγμα σύζευξης κινηματογραφικής μουσικής με jazz επιρροές σε ένα κομμουνιστικό καθεστώς που απέφευγε αμερικανικές καλλιτεχνικές φόρμες.

Η μουσική του για το “Rosemary’s Baby” θεωρείται το magnum opus του Komeda, επιτυγχάνοντας έναν μοναδικό συνδυασμό τρόμου και τζαζ στοιχείων. Η ατμοσφαιρική ποιητικότητα του έργου του και ο «σλαβικός λυρισμός» που εισήγαγε, τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του. Ο Polanski, ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του, συνεργάστηκε μαζί του και δημιούργησαν ένα soundtrack που επηρέασε μελλοντικούς καλλιτέχνες, όπως τον Jerry Goldsmith. Αυτή η σύνθεση του Komeda εξακολουθεί να επηρεάζει την κινηματογραφική μουσική, θυμίζοντας το avant-garde ύφος συνθετών όπως ο Krzysztof Penderecki.

Goblin – Suspiria (1977)
Η μουσική υπήρξε ένα ισχυρό στοιχείο στις κλασικές ταινίες του Dario Argento, και τόσο η ταινία όσο και το soundtrack του “Suspiria” αποτελούν σίγουρα το μεγαλύτερο highlight τόσο για τον σκηνοθέτη όσο και για το συγκρότημα Goblin. Η μπάντα δημιουργεί αρκετά αφηρημένα και πολύ καταπιεστικά ηχητικά τείχη με ωμά στοιχεία. Το κύριο θέμα κυλιέται στην υστερία ψαλμών, αναστεναγμών και κρουστών όπου η αθωότητα συναντά το Κακό και αλληλοσυμπληρώνονται με έναν παράδοξο τρόπο. Το soundtrack του “Suspiria”, με τη μαγευτική υπογραφή των Goblin, ενσωματώνει αυτή τη διττή φύση στην καρδιά του. Η μελωδία πλανιέται σε ονειρικά μονοπάτια, όπου οι ανατριχιαστικές νότες και οι παραμορφωμένες φωνές αντανακλούν την αγωνία και τον τρόμο που παραμονεύουν.

Οι ρυθμοί παρασύρονται ανάμεσα σε industrial ατμόσφαιρες ενώ το progressive μεγαλείο της μουσικής, με τις αλλαγές της διάθεσης και την αισθητική τόλμη, μοιάζει με το ίδιο το σύμπαν του ιταλικού τρόμου της δεκαετίας του ’70: ανεξέλεγκτο, θρασύ και διασκεδαστικά παρανοϊκό. Σαν ένα όνειρο που μετατρέπεται σε εφιάλτη, το soundtrack του Suspiria στέκεται ως αξεπέραστη απόδειξη του πόσο κοντά βρίσκονται το υπερβατικό και το σκοτεινό.

John Carpenter – Halloween (1978)
Ο John Carpenter είναι ένας μεγάλος ήρωας του τρόμου, ένας δημιουργός που με την τέχνη του έχει καταφέρει να μας βυθίσει σε σκοτεινές γωνιές της ανθρώπινης ψυχής. Δημιούργησε το πρώτο “Halloween” με έναν ελάχιστο προϋπολογισμό, αλλά η επιρροή του μέχρι σήμερα είναι ανυπολόγιστη. Στη διάρκεια της διαδικασίας, όχι μόνο συνέγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε τους ηθοποιούς, αλλά συνέθεσε και το εμβληματικό soundtrack της ταινίας. Το “Halloween” είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πώς ένα συνθεσάιζερ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δημιουργήσει έναν αποκλίνοντα τόνο που ανατριχιάζει. Ο Carpenter αντλεί έμπνευση από τα soundtrack των ιταλικών Giallo, που είχαν δημιουργηθεί από τους Goblin, και αυτό το τεχνικό κόλπο αποδεικνύεται καθοριστικό για την ατμόσφαιρα της ταινίας. Το θέμα του “Halloween” έχει γίνει σχεδόν συνώνυμο με τον τρόμο, καθώς το παγωμένο μοτίβο του πιάνου σέρνεται μπροστά σαν ένας ασταμάτητος Michael Myers, έτοιμος να επιτεθεί.

Καθώς οι ήχοι των δυσοίωνων εγχόρδων ανεβάζουν την ένταση σε τρομακτικά ύψη, ο θεατής νιώθει μια αίσθηση απειλής να πλανάται στην ατμόσφαιρα. Ο μασκοφόρος δολοφόνος δεν είναι απλώς μια φιγούρα τρόμου· είναι η ενσάρκωση των πιο βαθιών φόβων μας. Αναμφισβήτητα, η επιτυχία του “Halloween” δεν οφείλεται μόνο στην πλοκή ή στους χαρακτήρες του. Είναι και η μουσική που δίνει ζωή στο σκοτάδι και αναδεικνύει την αγωνία. Ο Carpenter έχει δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από τον Michael Myers, και μεγάλο μέρος αυτού του μύθου οφείλεται στη μουσική που τον συνοδεύει. Η ικανότητά του να συνδυάζει εικόνα και ήχο έχει επηρεάσει τη βιομηχανία του τρόμου και έχει εμπνεύσει πολλούς καλλιτέχνες.

Various – The Shining (1980)
Ως γνωστόν, μεγάλο μέρος της μουσικής που δημιούργησαν οι πρωτοπόροι συνθέτες Wendy Carlos και Rachel Elkind για την ταινία “The Shining” παρέμεινε ανεκμετάλλευτο. Ωστόσο, οι επιλογές του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, όπως το “Main Title (The Shining)” και το “Rocky Mountains”, είναι αριστουργηματικές και προσθέτουν μια μοναδική διάσταση στην ατμόσφαιρα της ταινίας. Το επιβλητικό κομμάτι που συνοδεύει την οικογένεια καθώς διασχίζει τα βραχώδη βουνά προϊδεάζει τον θεατή για το σκοτεινό παρελθόν του τεράστιου, άδειου Overlook Hotel. Η μουσική λειτουργεί ως μια προειδοποίηση, μια αναγγελία του τρόμου που θα ακολουθήσει. Κάθε νότα φαίνεται να ανακαλεί τις σκιές του παρελθόντος, δημιουργώντας μια αίσθηση αγωνίας και αναμονής.

Για το υπόλοιπο της ταινίας, ο Κιούμπρικ στράφηκε σε ήδη υπάρχοντα έργα, κυρίως από Ευρωπαίους συνθέτες όπως ο Krzysztof Penderecki και ο György Ligeti. Οι περισσότερες επιλογές του είναι ατονικές και ορχηστρικές, γεμάτες από συμφωνικά συμπλέγματα ήχων που ταιριάζουν απόλυτα στα κενά και πιο ευρύχωρα σκηνικά. Αυτές οι μουσικές συνθέσεις προσδίδουν μια αίσθηση απομόνωσης και ψυχικής έντασης, ενισχύοντας την ατμόσφαιρα της ταινίας.

Είναι αλήθεια ότι η μουσική στο “The Shining” λειτουργεί ως ένας δεύτερος χαρακτήρας, που καθοδηγεί τις συναισθηματικές αντιδράσεις του θεατή. Οι ήχοι που επιλέγει ο Κιούμπρικ οι φωνές των χαρακτήρων, οι κραυγές του τρόμου και οι ψίθυροι του παρελθόντος. Με αυτόν τον τρόπο, η μουσική γίνεται ένα εργαλείο που ενισχύει την αφήγηση και δημιουργεί μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Η επιλογή της μουσικής στο “The Shining” αποδεικνύει τη σημασία της σύνθεσης στην κινηματογραφική τέχνη. Οι αποφάσεις του Κιούμπρικ να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένα κομμάτια και να αφήσει άλλα ανεκμετάλλευτα αποδεικνύουν την ικανότητά του να δημιουργεί μια μοναδική ατμόσφαιρα τρόμου και αγωνίας. Έτσι η μουσική γίνεται η καρδιά της ταινίας, που χτυπά με ρυθμούς φόβου και αγωνίας, οδηγώντας τον θεατή σε ένα ταξίδι μέσα στις σκιές και τα μυστικά του Overlook Hotel.

Riz Ortolani – Cannibal Holocaust (1980)
Βλέποντας την ταινία και ακούγοντας την μουσική, η δεύτερη είναι σαν να σε κοροϊδεύει λίγο, παίζοντας ξεκούρδιστα πάνω στο μακελειό των ανθρώπινων σφαχτών που θέλει να ντύσει. Το soundtrack του “Cannibal Holocaust” είναι μια ακραία αντίθεση μεταξύ του ωραίου και του αποτρόπαιου, μια σκόπιμη παγίδα που δημιουργεί μια αδιάκοπη ψυχολογική σύγκρουση. Ο Riz Ortolani συνέθεσε ένα soundtrack που μοιάζει με μια χαλασμένη λυρική ψευδαίσθηση. Οι γλυκές, φαινομενικά αισιόδοξες νότες λειτουργούν ως ένα εφιαλτικό παραπέτασμα που καλύπτει τη φρίκη και τον θάνατο που ξετυλίγονται στην οθόνη, δημιουργώντας ένα ανυπόφορο κενό ανάμεσα στο άκουσμα και στην εικόνα.

Η λεπτή αυτή ειρωνεία της μουσικής δεν περιορίζεται μόνο στη θεματική της αντιπαράθεση. Υπάρχει μια ενοχλητική απόσταση ανάμεσα στη «γαλήνια» μουσική και το ακραίο μακελειό. Η μουσική λειτουργεί σαν να καλύπτει την πραγματικότητα, κάνοντας τον θεατή να αναρωτιέται αν αυτό που βλέπει είναι μια παραμόρφωση ή ένας καθρέφτης της σάπιας ανθρώπινης φύσης. Οι απαλές, ρευστές μελωδίες μοιάζουν να παραβιάζουν τη φύση τους, γίνονται φορείς μιας ατμόσφαιρας που κουβαλάει μια βαθιά, υπόγεια παράνοια. Οι ασαφείς συνθετικοί ήχοι και οι μελωδίες που ακούγονται σχεδόν ονειρικές δεν είναι απλά παράφωνες – είναι σαν ένας εφιάλτης που αρνείται να αφήσει τον ακροατή να χαλαρώσει. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια εμπειρία ακρόασης που κατακλύζει με τρόμο και δυσφορία, καθώς η μουσική του Ortolani μας ωθεί να αμφισβητήσουμε αυτό που βλέπουμε, προσθέτοντας ένα νέο επίπεδο ψυχολογικής αναστάτωσης.

Harry Manfrendini – Friday the 13th (1980)
To soundtrack του Friday the 13th, σύνθεση του Harry Manfredini, μοιάζει με μια εφιαλτική ατμόσφαιρα που ξυπνάει από τα βάθη του δάσους. Σαν ένα παλιό, ξεχασμένο παραμύθι, κάθε νότα του είναι γεμάτη ένταση και σκοτεινή μαγεία. Οι ψιθυριστοί ήχοι «ki ki ki, ma ma ma» γλιστρούν σαν ομίχλη μέσα από τα δέντρα, χτίζοντας μια αίσθηση παραλυτικού φόβου, αφήνοντας για πάντα στο μυαλό μια σταθερή ανάμνηση από αυτο το κινηματογραφικό λουτρό αίματος.

Με κάθε διακύμανση της μουσικής, ακόμα και με αυτές τις disco-country νότες που σκάνε για να σε κάνουν να ξεχαστείς από την αιματηρή και απειλητική ατμόσφαιρα, νιώθεις τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια σου, σαν να πλησιάζει κάτι αρχέγονο και αόρατο. Αλλά αυτές οι δυναμικές εναλλαγές και συχνά βίαιες συρραφές των εγχόρδων σε στιγμές απροσδόκητης σιωπής σε κάνουν να κρατάς την ανάσα, σαν να περιμένεις την αποκάλυψη ενός τρομερού μυστικού.

Ο Manfredini δημιούργησε έναν απίστευτο ακουστικό λαβύρινθο, μια ονειρική πύλη που σε οδηγεί στο άγνωστο, με κάθε νότα να μοιάζει με έναν αχνό ψίθυρο της νύχτας (και του τρόμου) που πλησιάζει. Το soundtrack του Friday the 13th είναι κάτι παραπάνω από μια μουσική επένδυση· είναι μια τελετουργία φόβου, ένας ζωντανός εφιάλτης που μας τραβάει βαθιά μέσα στην ψυχή του σκοταδιού.

Ennio Morricone – The Thing (1982)
Για το “The Thing”, το πιο αναγνωρισμένο από τους κριτικούς έργο του, ο John Carpenter άφησε ηλεκτρονικά και συνθετικά ηνία. Αντ’ αυτού τα παρέδωσε στον Ennio Morricone, ο οποίος έφερε μαζί του την ψυχή της ορχήστρας. Ο Morricone ζωγράφισε έναν παγωμένο ακουστικό καμβά, τόσο ζωντανό όσο τα απέραντα και έρημα τοπία της ταινίας. Κάθε νότα μοιάζει σαν παγωμένος άνεμος που σφυρίζει μέσα από τις ατελείωτες εκτάσεις της Ανταρκτικής, με τον ήχο να αντανακλά τον φόβο που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια του πάγου.

Οι μελωδίες των εγχόρδων μοιάζουν να τραβιούνται αργά, σαν να σέρνουν το κρύο μέσα στην ψυχή σου, γεμίζοντας τον αέρα με μια αίσθηση αποξένωσης και μοναξιάς. Όταν φτάνεις στο κομμάτι “Contamination”, τα έγχορδα φτάνουν σε μια φρενίτιδα, ταλαντεύονται όπως μια αράχνη που τρέχει να κρυφτεί, ένας ήχος τόσο αιχμηρός και επιθετικός όσο το ίδιο το τέρας που κρύβεται στο σκοτάδι. Είναι σαν κάθε ηχητικό κύμα να εισχωρεί μέσα στο βαθύ παγωμένο χάος, δημιουργώντας μια αίσθηση αβεβαιότητας, ένα αιωρούμενο πέπλο, που σε τραβάει βαθιά στο άγνωστο. Αυτό το soundtrack είναι περισσότερο μια έκφραση των στοιχείων της φύσης παρά μια συμβατική σύνθεση. Η αιθερική αίσθηση που φέρνει ο Morricone σε αυτό το έργο είναι τόσο αόρατη και απόκοσμη, σαν ένα ανήσυχο πνεύμα που παραμονεύει στη σιωπή. Το soundtrack του “The Thing” είναι σαν ένας ζωντανός εφιάλτης όπου η μουσική είναι η ψυχή του τρόμου που ανασαίνει.

Christopher Young – Hellraiser (1987)
Η απόρριψη της αρχικής μουσικής των Coil για το “Hellraiser” από τους παραγωγούς γέννησε έναν πιο ζοφερό ηχητικό εφιάλτη στα χέρια του Christopher Young. Ενώ οι Coil δημιούργησαν κάτι βαθιά ανατριχιαστικό και πιο πειραματικό, ο Young ανέλαβε το σκοτεινό κάλεσμα με μια πιο κλασική ορχηστρική προσέγγιση, υφαίνοντας νότες τρόμου και μεγαλοπρέπειας. Οι συνθετικές υφές που διαπλέκονται στις ορχηστρικές του συνθέσεις, προσδίδουν μια δυσοίωνη, απειλητική ατμόσφαιρα που αναδύεται από το βάθος της κόλασης.

Ο Young κατάφερε να συλλάβει την ουσία της αναζήτησης της ταινίας για την οριακή σχέση μεταξύ ηδονής και πόνου. Η παραφωνία και οι σαρωτικές αρμονίες δημιουργούν ένα σκηνικό ατελείωτης έντασης, όπως τα βασανιστικά οράματα των Cenobites. Η μουσική του είναι σαν ένας σκοτεινός καθρέφτης που αντανακλά την εμμονή των χαρακτήρων με το άγνωστο και το απαγορευμένο. Όταν ξεκινάει να παίζει το άλμπουμ, το μυαλό του ακροατή βυθίζεται στα σκοτάδια που κρύβονται πίσω από κάθε πτυχή του σύμπαντος του “Hellraiser”. Αυτό το μουσικό επίτευγμα του Young ακούγεται σαν ένα φρικιαστικό μουσικό ταξίδι που σε τραβά σε έναν κόσμο όπου η απόλαυση και ο τρόμος γίνονται ένα, μια συμφωνία του απόκοσμου που ηχεί μέχρι τα βάθη της κόλασης.

Philip Glass – Candyman (1992)
Το συγκεκριμένο soundtrack του Phillip Glass είναι μια στοιχειωμένη συμφωνία, πλεγμένη από μινιμαλιστικές μελωδίες που αναδίδουν μια αίσθηση αρχαίας, υπερφυσικής θλίψης. Στηρίζεται σε φωνητικά που μοιάζουν με ψιθύρους νεκρών ψυχών και χασμένα μουσικά κουτιά που ηχούν σαν απομακρυσμένες καμπάνες, καλώντας κάτι απροσδιόριστο και αρχέγονο από τις σκιές. Αυτή η σκοτεινή πολυφωνία περικλείεται από ένα διαρκές αίσθημα αγωνίας, καθώς το πιάνο επαναλαμβάνει ασταμάτητα, σαν έναν καταραμένο ψαλμό, ακολουθώντας το αστικό τοπίο της ταινίας, όπου οι φόβοι της κοινωνίας σιγοκαίνε στις γωνιές των παραμελημένων δρόμων.

Η χορωδία που συνοδεύει την υποβλητική μουσική μοιάζει με στοιχειωμένο απόηχο, που σιγά-σιγά εισχωρεί στην ψυχή και τη γεμίζει με αόρατο φόβο. Στο κομμάτι “Cabrini Green”, η μουσική και οι χορωδιακές φωνές σέρνονται σαν μια ομίχλη, αναδύοντας μια σκοτεινή ένταση που διαπερνά τη σπονδυλική στήλη. Είναι σαν οι φωνές των καταραμένων να αφηγούνται ιστορίες που δεν πρέπει να ακουστούν, κάνοντας το soundtrack αναπόσπαστο μέρος της ατμόσφαιρας τρόμου της ταινίας. Σε σημεία, η μελαγχολική μουσική του Glass δεν είναι απλώς ένα συμπλήρωμα, ούτε αφήνει περιθώρια ανακούφισης – κάθε στιγμή της είναι βουτηγμένη στο σκοτάδι, με τα απλά μουσικά μοτίβα να γίνονται αβυσσαλέα και να διεισδύουν, χτίζοντας ένα αίσθημα απομόνωσης και ανατριχίλας που κυριεύει την ψυχή του ακροατή. Βάλτε το να παίζει, κοιτάξτε τον εαυτό σας στον καθρέφτη και αν είστε τολμηροί πείτε τρεις φορές «Candyman».