Από όλα τα μουσικά ρεύματα που έχουν κατά καιρούς προκύψει (ή, ενσκήψει) στην ποπ κουλτούρα των τελευταίων 70 ετών, το post punk είναι μάλλον το πιο ενδιαφέρον (προσοχή: όχι, το πιο σημαντικό. Το πιο ενδιαφέρον).
Αυτό που το καθιστά ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι αλλιώς και υπό άλλες συνθήκες ξεκίνησε και αλλού το έβγαλε ο δρόμος -κάπου απείρως πιο ωραία και ηχητικά γοητευτικά σε σχέση με εκεί που το οραματίζονταν όλοι εκείνοι οι σημαντικοί και λιγότερο σπουδαίοι μουσικοί που έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμά του, το 1978.
Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει σθεναρά το σπουδαίο βιβλίο «Rip It Up and Start Again» του εξαιρετικού βρετανού δημοσιογράφου Simon Reynolds, ο οποίος ξετυλίγει το κουβάρι της ιστορίας του κινήματος από τις αρχές του 1978, με την (απότομη, αλλά εν μέρει, απολύτως αναμενόμενη) αυτοκαταστροφή των Sex Pistols το 1978. Ο Johnny Rotten μετατράπηκε σε John Lydon, ο Sid Vicious πήρε υπερβολική δόση ναρκωτικών και πέθανε και όλοι οι υπόλοιποι μουσικοί έβγαλαν τις παραμάνες τους από την μύτη και τα μάγουλά τους. Ήταν το τέλος του punk και η αρχή του post punk.
Ο Reynolds εκτός από εξαιρετικός γραφιάς, είναι και ένας βαθύτατα γενναίος μουσικόφιλος, καθώς, στις 500 σελίδες του πονήματός του, βάζει πάνω στο χειρουργικό τραπέζι της γραφίδας του πάνω από 200 συγκροτήματα και άλλους τόσους μουσικούς και παραδίδει μαθήματα μουσικής ανατομίας και ιστορίας, από το χρονικό σημείο όπου η λέξη rock θεωρήθηκε «μιαρή» και «βρώμικη», μέχρι το σημείο που η φήμη της αποκαταστάθηκε, μπολιασμένης με ισόποσες δόσεις ποπ αισθητικής.
Το σημείο καμπής, κατά τον βρετανό δημοσιογράφο, ήταν όταν η ηγεμονία της punk αισθητικής (που πρώτη αμφισβήτησε τους «δεινόσαυρους» Pink Floyd, Rolling Stones και Led Zeppelin) κούρασε και αμφισβητήθηκε από τα post punk συγκροτήματα που έφτιαξαν και άρχισαν να παίζουν με δικά τους συνθεσάιζερ, ενώ η (μέχρι πρότινος «απαγορευμένη») μαύρη ή reggae μουσική πλέον μπήκαν και αυτές στις άμεσες επιρροές τους.
Οι Public Image Ltd. ήταν το πιο αρχετυπικό γκρουπ απ’ όλα, καθώς άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για πλείστες άλλες μπάντες, όπως Joy Division, Τhe Fall, Gang of Four, Talking Heads, Devo, Pere Ubu, The Specials και Human League, να «απενεχοποιηθούνε» μουσικά και να εντάξουν στην μουσική τους στοιχεία που, ενώ στην αρχή έμοιαζαν ετερόκλητα, στην πορεία όλα αυτά «έδεσαν» άψογα μεταξύ τους, δημιουργώντας, εν αγνοία τους, την πραγματικά σημαντική παρακαταθήκη του post punk: ένα ανοιχτό μυαλό για όλους τους, γοητευτικούς ή ενοχλητικούς θορύβους που προκύπτουν από τον παγκόσμιο «ωκεανό του ήχου».
Εμβόλιμα, ο Reynolds αναφέρει και μερικές ενδιαφέρουσες ιστορίες: π.χ. διηγείται πώς ο Mark Mothersbaugh ήταν στο Πανεπιστήμιο του Κεντ το 1970 όταν η Εθνική Φρουρά των ΗΠΑ άνοιξε πυρ εναντίον φοιτητών διαδηλωτών. Το συγκρότημά του, οι Devo, ιδρύθηκε τις ημέρες αμέσως μετά, ως αντίδραση στις πολιτικές αυτές εξελίξεις. Ή, όταν το 1978, ο Richard Branson της Virgin Records πέταξε τους Devo στην Τζαμάικα για να τους προτείνει να πάρουν τον… Johnny Rotten για τραγουδιστή τους! Φυσικά, αρνήθηκαν, αλλά η ιστορία είναι εξαιρετικά αστεία.
Eπιπλέον, ο Reynolds είναι αρκετά εμβριθής ώστε να αναλύει διεξοδικά τις καριέρες όλων αυτών των συγκροτημάτων και να σημειώνει τις (ορατές ή αδιόρατες) συνδέσεις και τις αντιστοιχίες μεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα κάνει ένα σχεδόν εξουθενωτικό genre dropping όλων των υπο-ειδών της post punk, προς ικανοποίηση ακόμη και του πιο… «άρρωστου» μουσικόφιλου: «funk punk», «punk funk», «folk punk», «anarcho-punk», «psychobilly», «angst rock», «trad rock», «death disco», «mutant disco», «Teutonica», «proto-Goth», «post-Goth», «Oi!», «New Romanticism», «electropop», «synthpop», «synthpop noir», «synthfunk», «avant-funk».
Η κατακλείδα του Reynolds περιστρέφεται γύρω από την πεποίθηση ότι η πλειονότητα των συγκροτημάτων που εντέλει έμειναν στην ιστορία, τα κατάφεραν επειδή εγκατέλειψαν το ερασιτεχνικό ή πειραματικό ξεκίνημά τους, ωρίμασαν, και συνέχισαν να αναπτύσσουν έναν πιο περίεργο ή ακόμη και πιο χορευτικό ήχο, δημιουργώντας μερικούς εξαιρετικά εκλεπτυσμένους δίσκους. Αντίστοιχα, τοποθετεί το άτυπο κύκνειο άσμα του post punk στην μεγάλη επιτυχία του 1984, το «Relax» των Frankie Goes to Hollywood.
Ωστόσο, η πραγματική δύναμη του κειμένου του Reynolds είναι η διάθεση του συγγραφέα να αναλύσει μουσικά είδη και ιδιώματα, περασμένα μέσα από το κοινωνικοπολιτικό φίλτρο της εποχής, αναλύοντας τραγούδια και άλμπουμ δίπλα σε ατάκες των φιλοσόφων Ρολάν Μπαρτ ή του Ζακ Ντεριντά, χωρίς διάθεση επιδειξιμανίας, αλλά με απώτερο στόχο την φιλομάθεια και την ικανοποίηση της περιέργειας του αναγνώστη του.