Η ρύπανση του αέρα, του νερού και του εδάφους έχουν πια αναγνωριστεί και μελετούνται εκτενώς σε παγκόσμιο επίπεδο, διαπολιτισμικά και διεπιστημονικά επίσης.

Έχουμε πλήρη επίγνωση της ζημιάς που έχει προκαλέσει η εκθετική ανάπτυξη της ανθρωπότητας τους τελευταίους αιώνες στο φυσικό περιβάλλον και των συνεπειών για το μέλλον μας, σε περίπτωση που δεν αντιδράσουμε άμεσα. Όμως, όπως υποστήριξε πρόσφατα μια ομάδα επιστημόνων σε επιστολή που δημοσιεύθηκε στο Nature Human Behavior, ίσως πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε και να μετριάσουμε τη ρύπανση σε ένα διαφορετικό περιβάλλον: τον χώρο της πληροφορίας.

Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια και μόνο, έχουμε δημιουργήσει περισσότερα δεδομένα από ό,τι σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, κάθε μέρα δημιουργούνται περίπου 2,5 πεντάκις εκατομμύρια bytes δεδομένων – ένας αριθμός που δυσκολευόμαστε ακόμη και να κατανοήσουμε.

Οι περισσότεροι από εμάς βυθιζόμαστε σε έναν άνευ προηγουμένου όγκο δεδομένων. Από τη στιγμή που πιάνουμε στο χέρι το τηλέφωνό μας το πρωί που ξυπνάμε, δεχόμαστε σχεδόν αμέσως επίθεση από έναν καταιγισμό πληροφοριών. Ηλεκτρονικά μηνύματα. SMS. Ειδοποιήσεις από εφαρμογές ενημέρωσης. Ειδοποιήσεις από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πρόγνωση καιρού. Γενέθλια. Ζώδια. Προτεινόμενα τραγούδια. Ραντεβού ημερολογίου. Νέα επεισόδια podcast.

Κάποια από αυτά πιθανόν να κάνουν τη ζωή μας ευκολότερη. Κάποια άλλα, όμως, όχι και τόσο.

Μας έχουν όντως βοηθήσει αυτές οι πληροφορίες στο να παίρνουμε πιο ενημερωμένες και λογικές αποφάσεις, όπως κάποιοι είχαν προβλέψει στο παρελθόν; Μας έχουν όντως καταστήσει πιο έξυπνους ή πιο ευτυχισμένους;

Υπάρχει μια έννοια στην εξελικτική βιολογία που ονομάζεται «εξελικτική αναντιστοιχία». Στην ουσία, πρόκειται για μια προσαρμοστική υστέρηση που προκύπτει όταν το περιβάλλον ενός οργανισμού αλλάζει ταχύτερα από ό,τι αυτός μπορεί να προσαρμοστεί.

Ένα κλασικό παράδειγμα για τον άνθρωπο είναι η εξάρτησή μας από τα γλυκά.

Οι πρόγονοί μας κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες χρειάζονταν μπόλικες τροφές και πλούσιες σε θερμίδες για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους στις περιόδους επισιτιστικής ανασφάλειας. Και επειδή η γλυκύτητα στη φύση σηματοδοτεί την παρουσία σακχάρων, μιας μεγάλης πηγής θερμίδων, έτσι εξελίχθηκε η λαχτάρα μας για γλυκά. Αλλά ενώ το περιβάλλον μας έχει μεταλλαχθεί ριζικά από τους προϊστορικούς χρόνους, διατηρήσαμε ως επί το πλείστον τις σωματικές και εγκεφαλικές μας ιδιότητες από την εποχή του Λίθου. Οι κληρονομημένες στρατηγικές αναζήτησης τροφής δεν εξυπηρετούν πλέον τον μέχρι τώρα σκοπό τους. Ως αποτέλεσμα, ένα χρήσιμο κατά τα άλλα χαρακτηριστικό έχει αποδειχθεί αρκετά προβληματικό στον σύγχρονο κόσμο, όπως αποδεικνύεται από τα υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας, διαβήτη και τερηδόνας.

Αλλά αυτό αποτελεί μόνο ένα από τα πολλά παραδείγματα που υποδηλώνουν ότι ο κόσμος μας μάλλον αλλάζει πολύ γρήγορα ώστε να είναι σε θέση να μπορέσει να συμβαδίσει με την εξέλιξη.

Ο ραγδαίος ρυθμός της τεχνολογικής προόδου και του εκσυγχρονισμού, συμπεριλαμβανομένου του αυξανόμενου όγκου πληροφοριών που επεξεργαζόμαστε – ή, έστω, προσπαθούμε να επεξεργαστούμε κάθε μέρα, αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα.

Στην πραγματικότητα, οι νέες πληροφορίες είναι περίπου σαν καραμέλες για τον εγκέφαλο. Ο προμετωπιαίος φλοιός μας – το τμήμα του εγκεφάλου μας που ρυθμίζει τις σκέψεις, τις πράξεις και τα συναισθήματά μας – έχει μια «προκατάληψη για την καινοτομία», πράγμα που σημαίνει ότι η προσοχή του εύκολα αποσπάται από κάτι νέο, είτε πρόκειται για ένα πουλί που προσγειώνεται στο κάγκελο του μπαλκονιού σας για να ξαποστάσει (αυτό έκανα καθώς έγραφα αυτή τη φράση), είτε για ένα μήνυμα από έναν φίλο ή μια ειδοποίηση για μια έκτακτη είδηση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, ακόμη και όταν προσπαθούμε να παραμείνουμε συγκεντρωμένοι, μπορεί να δυσκολευόμαστε να μην αναζητήσουμε από μόνοι μας νέα ερεθίσματα. Όπως το εξήγησε ο νευροεπιστήμονας Daniel J. Levitin σε ένα άρθρο του στον Guardian:

«…αναζητούμε κάτι στο Ίντερνετ, τσεκάρουμε το ηλεκτρονικό μας ταχυδρομείο, στέλνουμε ένα SMS, και κάθε ένα από αυτές τις πράξεις τσιτώνει τα κέντρα του εγκεφάλου που αναζητούν την καινοτομία και την ανταμοιβή, προκαλώντας μια έκρηξη των ενδογενών οπιοειδών».

Ορισμένοι ειδικοί έχουν επίσης παρομοιάσει τα εισερχόμενά μας e-mails, τις ειδήσεις και τα social media κ.λπ. με τους κουλοχέρηδες ή τα φρουτάκια. Και ενώ αυτό μπορεί να μην ακούγεται και τόσο κακό – ειδικά αν σας αρέσουν τα τυχερά παιχνίδια – δεν είναι κρυφό ότι το Λας Βέγκας δεν χτίστηκε για τους νικητές, σωστά;

Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν η προσοχή σας έχει αποσπαστεί επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της ημέρας; Ή όταν αφήνεστε να στροβιλιστείτε στη δίνη του διαδικτύου για ώρες ολόκληρες;

Μια συστηματική ανασκόπηση σχεδόν εκατό ερευνών σχετικά με το θέμα αυτό, που δημοσιεύθηκε πέρυσι στο Frontiers in Psychology, διαπίστωσε ότι η υπερφόρτωση με πληροφορίες μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική και σωματική εξάντληση, επαγγελματική εξουθένωση, χαμηλή επαγγελματική ικανοποίηση, κακή λήψη αποφάσεων, καθώς και σε αλλαγή των γνωστικών επιδόσεων, μερικές φορές μάλιστα σε σημαντικό βαθμό. Με άλλα λόγια, το να δίνετε συνεχώς στο τμήμα του εγκεφάλου σας που αναζητά το καινούργιο, αυτό που αποζητά, έχει ως αποτέλεσμα κάτι παρόμοιο με την υπερκινητικότητα που βιώνουν μερικοί άνθρωποι μετά την κατανάλωση γλυκών.

Αλλά στο τέλος δεν καταρρέετε και δεν αισθάνεστε χειρότερα από πριν. Μπορεί επίσης να μην είστε σε θέση να αξιολογήσετε και να επεξεργαστείτε πληροφορίες και να λάβετε αξιόπιστες αποφάσεις, αναγκάζοντάς σας να επιλέγετε τα συναισθήματα και όχι τα πραγματικά στοιχεία.

Συν τοις άλλοις, αρκετές μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι ακόμη και το γεγονός ότι γνωρίζουμε ότι υπάρχει πληθώρα (φαινομενικά) αξιόπιστων πληροφοριών που είναι διαθέσιμες 24 ώρες το 24ωρο, έχει ως αποτέλεσμα να είναι λιγότερο πιθανό να αποθηκεύσουμε νέες γνώσεις στη μνήμη μας, αφού μπορούμε απλώς να τις «ψάξουμε» αν χρειαστεί. Αυτό είναι το λεγόμενο «φαινόμενο Google».

Όλα αυτά δεν θα ήταν και τόσο τραγικά αν το πρόβλημα ήταν μόνο η ποσότητα των πληροφοριών και η τάση του εγκεφάλου μας να αποσπάται εύκολα από το καινούργιο. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν ισχύει.

Ακόμη και τα παιδιά σήμερα έχουν μια ονομασία γι’ αυτό: “brain rot” (‘εγκεφαλική σαπίλα’).

Ο όρος που επινοήθηκε αρχικά στο TikTok, αναφέρεται στην ιδέα ότι το διαδίκτυο «σαπίζει» τους εγκεφάλους των ανθρώπων που το χρησιμοποιούν υπερβολικά. Υποδηλώνει επίσης το περιεχόμενο «σαπίζει» περαιτέρω τον εγκέφαλο λόγω της επανάληψης ή της κακής του ποιότητας.

Δεν χρειάζεται να είστε στο TikTok ή σε οποιαδήποτε άλλη πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης, ωστόσο, για να παρατηρήσετε ότι η ποιότητα των πληροφοριών στο διαδίκτυο μειώνεται ραγδαία. Αρκεί να χρησιμοποιήσετε τη μηχανή αναζήτησης της Google. Ή οποιαδήποτε άλλη mainstream μηχανή αναζήτησης, για την ακρίβεια. Αυτό επιβεβαιώνει και μια μελέτη ερευνητών από τη Γερμανία, που δημοσιεύτηκε στις αρχές του τρέχοντος έτους. Αφού ανέλυσε τις σελίδες με την υψηλότερη κατάταξη για διάφορους όρους αναζήτησης αξιολόγησης προϊόντων στη Google, το Bing και το DuckDuckGo, η ομάδα διαπίστωσε ότι πολλά κορυφαία αποτελέσματα δεν είναι μόνο χαμηλής ποιότητας, μαζικής παραγωγής πληροφορίες – αλλά συχνά αποτελούν και spam.

Αν ελπίζατε ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα επιλύσει το πρόβλημα, σας έχω δυσάρεστα νέα. Λίγο αφότου η Google παρουσίασε το νέο εργαλείο αναζήτησης τεχνητής νοημοσύνης, αρκετές από τις εισηγήσεις της έγιναν viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το πόσο απίστευτα ανόητες ή επικίνδυνες ήταν. Σε αυτές περιλαμβάνονταν οδηγίες όπως το να λένε στους ανθρώπους να τρώνε μια πέτρα την ημέρα, να χρησιμοποιούν κόλλα για να κολλήσει το τυρί στην πίτσα και να πίνουν ούρα για να απαλλαγούν γρήγορα τις πέτρες από τα νεφρά.

Η Γενετική Τεχνητή Νοημοσύνη συμβάλλει ουσιαστικά στην αυξανόμενη ρύπανση των πληροφοριακών μας περιβαλλόντων. Ορισμένες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι το AI παράγει ήδη έως και το 10% όλου του διαδικτυακού περιεχομένου και ότι μέχρι το 2026, το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να αυξηθεί στο εντυπωσιακό 90%. Πόσο από αυτό θα είναι ποιοτικά αξιόλογο; Κατά πόσο θα είναι διαφωτιστικό και χρήσιμο;

Εικονογράφηση: Γιάννης Παπαϊωάννου / Olafaq

Και κατά πόσο θα καταντήσει απλώς να “σαπίζει” τον εγκέφαλό μας;

Εκτός από τις κακής ποιότητας πληροφορίες και τα spam, το διαδίκτυο είναι επίσης γεμάτο με λάθος πληροφορίες και, ίσως το πιο ανησυχητικό, με παραπληροφόρηση. Μια πρόσφατη μελέτη στο περιοδικό Nature διαπίστωσε ότι η παραπληροφόρηση που συναντά κανείς στο διαδίκτυο, ιδίως σε επίμαχα ζητήματα, μπορεί συχνά να οδηγήσει τους ανθρώπους σε χώρους πληροφοριών -που ονομάστηκαν “Data voids”- οι οποίοι περιέχουν επιβεβαιωτικά στοιχεία από χαμηλής ποιότητας, ανεπιβεβαίωτες πηγές.

Ακόμα και η αναζήτηση για όρους που σχετίζονται με την αυτοεικόνα του σώματος μπορεί να οδηγήσει νέους άνδρες και αγόρια σε ιστότοπους της «ανδρόσφαιρας», οι οποίοι είναι γεμάτοι μισογύνικες ψευδο-επιστημονικές απόψεις, ενώ η ενασχόληση με το φαινομενικά αθώο περιεχόμενο της “tradwife” θα σας εκθέσει σε μια πληθώρα θεωριών συνωμοσίας, συμπεριλαμβανομένων ακροδεξιών εξτρεμιστικών θέσεων.

Οι έρευνες δείχνουν επίσης ότι το να πέφτεις σε αυτές τις παγίδες παραπληροφόρησης – οι οποίες δυστυχώς πληθαίνουν – μπορεί να αποδειχθεί επιζήμιο στη σωματική και ψυχική ευεξία των ανθρώπων.

Είναι σαφές λοιπόν ότι κάποιες από τις προηγούμενες ενημερωτικές καμπάνιες που ενθάρρυναν τους ανθρώπους να «αναζητούν» απλώς πληροφορίες στο διαδίκτυο για να επαληθεύουν τις πληροφορίες και να γίνονται πιο εύστροφοι δεν ήταν ακριβώς σωστές.

Αυτό είναι ακόμη πιο επικίνδυνο, αν αναλογιστεί κανείς τις υπόλοιπες τάσεις του εγκεφάλου μας, όπως η προκατάληψη της επιβεβαίωσης (confirmation bias), η οποία μας οδηγεί στο να δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή σε πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τις υπάρχουσες πεποιθήσεις μας, ενώ αγνοούμε τις αντίθετες πληροφορίες, και το «εσφαλμένη αναγνώριση της αλήθειας» (illusory truth effect), το οποίο σημαίνει ότι όσο περισσότερο εκτιθέμεθα σε μια συγκεκριμένη πληροφορία, τόσο περισσότερο την αντιλαμβανόμαστε ως αληθινή, ανεξάρτητα από την αληθοφάνειά της.

Έχω γίνει όλο και πιο επιλεκτική ως προς το ποιες πληροφορίες καταναλώνω, πού τις καταναλώνω και πόσο χρόνο αφιερώνω σε αυτές. Επίσης, αποφεύγω να τις παίρνω όλες από τις οθόνες- ο τρόπος που προτιμώ εξακολουθεί να είναι ο παλιός καλός τρόπος των παππούδων μας, δηλαδή χαρτί και μελάνι. Πρόσφατα, αγόρασα αρκετά μεταχειρισμένα βιβλία για τη μαγειρική, τα φυτά και την κηπουρική, έτσι ώστε όποτε έχω μια ερώτηση ή ένα οποιοδήποτε ερώτημα, να μπορώ να τα συμβουλευτώ πρώτα πριν δοκιμάσω την τύχη μου στις μηχανές αναζήτησης.

Παραδόξως, η εύρεση αξιόπιστων πληροφοριών στην εποχή της πληροφορίας έχει γίνει πρόκληση και, σε κάποιο βαθμό, προνόμιο.

Σε αρκετές αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης έχεις πρόσβαση μόνο επί πληρωμή και μερικές φορές σε αρκετά υψηλές τιμές. Ακόμα και το να έχει κανείς το χρόνο και την πνευματική ενέργεια να φιλτράρει τις ασήμαντες ή κακής ποιότητας πληροφορίες και να βρίσκει καλύτερες πηγές είναι ένα προνόμιο που δεν μπορούν όλοι να αντέξουν. Δεν ζούμε μόνο σε μια εποχή πρωτοφανούς έκρηξης πληροφοριών αλλά και σε μια εποχή υπερκόπωσης. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι τόσο κουρασμένοι από τον μόχθο επιβίωσης, συνδυάζοντας δουλειές πλήρους απασχόλησης και παράλληλα την ανατροφή των παιδιών, ώστε να έχουν την πολυτέλεια να προσέχουν τι καταναλώνουν στο διαδίκτυο.

Αλλά ακριβώς η επαγγελματική εξουθένωση και η εξάντληση από την ολοένα και πιο αβίωτη πραγματικότητα του κόσμου μας, σε συνδυασμό με τη ρύπανση των πληροφοριών, είναι που επιτρέπει στις πιο απλές, πιο ηχηρές και πιο συναισθηματικά φορτισμένες -ακόμη κι αν δεν είναι καθόλου ακριβείς ή δίκαιες- απόψεις να γίνονται τόσο δημοφιλείς στις μέρες μας. Εξάλλου, η ορθολογική σκέψη απαιτεί ορισμένο πνευματικό κόπο. Αλλά τα συναισθήματα προκαλούνται σχεδόν αβίαστα .

Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι καθώς υπάρχουν όλο και περισσότεροι τρόποι για την αυτοματοποίηση και την ενίσχυση της διάδοσης αυτών των αντιλήψεων – για παράδειγμα, με bot farms ή διάφορα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης – βλέπουμε μια αύξηση της δημοτικότητας των περιθωριακών εξτρεμιστικών κοινοτήτων και ιδεολογιών, οι οποίες ακόμη και σε μικρούς αριθμούς μπορούν να έχουν τεράστιο αντίκτυπο στη δημόσια γνώμη και την πολιτική.

Η υπερβολική ποσότητα είτε καλών, είτε κακών πληροφοριών, ενέχει σαφώς σημαντικούς προσωπικούς και κοινωνικούς κινδύνους.

Από τη μία πλευρά, η τεράστια ποσότητα των πληροφοριών και η συχνότητα με την οποία εκτιθέμεθα σε αυτές μπορεί να αποβεί επιζήμια για την πνευματική και συναισθηματική μας ευημερία και, σε κάποιο βαθμό, ακόμη και για τη γενικότερη νοημοσύνη μας. (Στην πραγματικότητα, ορισμένες πρόσφατες μελέτες δείχνουν μια ανησυχητική αντιστροφή της ανόδου της νοημοσύνης του 20ού αιώνα). Από την άλλη, μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε μεγαλύτερη πόλωση και, τελικά, να αποτελέσει υπαρξιακό παράγοντα για τις δημοκρατίες.

Ακόμη και το γεγονός ότι πρέπει πλέον να σπαταλάμε επιστημονικούς πόρους για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης σε θέματα για τα οποία υπάρχει εδραιωμένη επιστημονική ομοφωνία εδώ και χρόνια δείχνει πόσο αντιπαραγωγική μπορεί να είναι αυτή η έκρηξη της «γνώσης».

Η σωστή προσέγγιση θα ήταν να δημιουργούμε την τεχνολογία με γνώμονα την ανθρώπινη φύση και τους περιορισμούς της, αντί πρώτα να τη δημιουργούμε και εκ των υστέρων να ανησυχούμε για τις επιπτώσεις της – ή ακόμα χειρότερα, να τη σχεδιάζουμε συγκεκριμένα για να εκμεταλλευόμαστε πιο αποτελεσματικά τους άλλους.

Ωστόσο, είναι δυνατόν να ελπίζουμε ότι θα συμβεί το σωστό, όταν ο καπιταλιστικός εθισμός στην αδιάκοπη ανάπτυξη και η ιεράρχηση του κέρδους πάνω από οτιδήποτε άλλο παραμένει η κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο μας;

Παρόλα αυτά, όπως έχουμε αρχίσει ήδη να καθαρίζουμε τον αέρα, το νερό και το έδαφος, είναι καιρός να βρούμε τρόπους να καθαρίσουμε και τη ρύπανση που μολύνει  άμεσα το μυαλό μας.

Δείτε επίσης: Μη φοβάστε την πρόοδο και την τεχνολογία, αλλά τον καπιταλισμό