Περισσότερο από έναν αιώνα μετά τη σύγκρουση του πολυτελούς Τιτανικού με παγόβουνο κατά το παρθενικό του ταξίδι – η βύθιση του οποίου το 1912 στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 1.500 ανθρώπους και έδωσε τροφή για να γραφτούν βιβλία, τραγούδια και να γυριστούν ταινίες – σήμερα, τα διάσπαρτα συντρίμμια του, 400 ναυτικά μίλια ανοικτά των ακτών του Καναδά, βρίσκονται στο επίκεντρο μιας φιλόδοξης προσπάθειας για την προώθηση του τουρισμού βαθέων υδάτων.

Από το 2021, η OceanGate Expeditions, μια εταιρία με έδρα τις Μπαχάμες, έχει μεταφέρει πάνω από 70 άτομα συνολικά με ένα υποβρύχιο βαθιάς κατάδυσης σε απόσταση λίγων εκατοστών από ένα από τα πιο γνωστά ναυάγια στον κόσμο – αναμεσά τους και αρκετούς ερευνητές – κάτι που υποδεικνύει τον τεράστιο ρόλο που εξακολουθούν να παίζουν τα ναυάγια – είτε πρόκειται για πολυτελή μεγαθήρια όπως ο Τιτανικός είτε για πολεμικά πλοία του Οίκου των Τυδώρ – στη συλλογική μας συνείδηση. Περισσότερα από 3 εκατομμύρια πλοία πιστεύεται ότι βρίσκονται διάσπαρτα στον πυθμένα των ωκεανών, προσφέροντας συλλογικά μια ιστορία θριάμβων και καταστροφών που εκτείνεται πίσω χιλιετίες.

Δεκάδες από αυτά τα βυθισμένα πλοία συνεχίζουν να διαμορφώνουν το παρόν μας. Ορισμένα, όπως η φορτωμένη με χρυσό ισπανική γαλέρα San José, που βρέθηκε στα ανοικτά των ακτών της Κολομβίας, ανάγκασαν σε μια αναμέτρηση με την αποικιοκρατία, καθώς διάφορα μέρη διεκδικούν ένα φορτίο που θα μπορούσε να αξίζει έως και 17 δισεκατομμύρια δολάρια. Άλλα, όπως το σχεδόν άριστα διατηρημένο Endurance, που βρέθηκε φέτος στην Ανταρκτική, προσθέτουν μια συναρπαστική συνέχεια στην οδύσσεια του Sir Ernest Shackleton να σώσει το πλήρωμά του αφού το πλοίο του καταβροχθίστηκε από το παγωμένο τοπίο.

Αυτά τα ναυάγια μοιάζουν να στέκονται κάπου στο κατώφλι μεταξύ ζωής και θανάτου – οι δομές τους καθώς αποσυντίθενται μαρτυρούν την απώλεια, ακόμη και όταν κοράλλια, ψάρια και ανεμώνες συρρέουν σε αυτά και εγκαθίστανται εκεί, οικοδομώντας τις υδάτινες κοινωνίες τους, μετατρέποντάς τα σε χώρους που βρίθουν από ζωή.

Αυτή η δυαδικότητα υπήρξε το κλειδί για μια εθελοντική ομάδα με έδρα τις ΗΠΑ, της Diving With a Purpose, για να επικεντρωθεί στον εντοπισμό και την τεκμηρίωση ναυαγίων που συνδέονται με το παγκόσμιο δουλεμπόριο. Η ομάδα έχει ως στόχο της να ανακτήσει την οδυνηρή κληρονομιά αυτών των πλοίων, να τιμήσει τους προγόνους τους αφηγούμενη τις ιστορίες των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να επιβιβαστούν σε αυτά. Την τεράστια δύναμη αυτών των ναυαγίων διαπίστωσε ο Jay Haigler, μέλος του διοικητικού συμβουλίου και ένας από τους επικεφαλής εκπαιδευτές του Diving With a Purpose, τον Μάιο, όταν κλήθηκε, μεταξύ άλλων, να εξερευνήσει το Clotilda, το τελευταίο γνωστό πλοίο που μετέφερε Αφρικανούς σκλάβους στις ΗΠΑ.

Περισσότερα από 160 χρόνια μετά τη βύθιση της σκούνας σκόπιμα σε ποταμό της Αλαμπάμα, ο Haigler βούτηξε μέσα στο αμπάρι της, αναγκασμένος από τις συνθήκες μηδενικής ορατότητας να ψηλαφίσει το δρόμο του μέσα σε έναν χώρο που κάποτε φιλοξενούσε 110 άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ήταν μια γεύση του πώς μπορεί να ήταν το ταξίδι για τους αιχμαλώτους του πλοίου. Όπως δήλωσε ο Haigler μιλώντας στον Guardian, «Επειδή είχε σχεδιαστεί ειδικά για αυτούς τους αιχμάλωτους Αφρικανούς, ήταν εντελώς σκοτεινό. Φανταστείτε 110 ανθρώπους σε έναν χώρο που είναι μικρότερος από 45 τετραγωνικά μέτρα, οι οποίοι ταξίδευαν για πάνω από δυόμισι μήνες σε αυτό το αμπάρι».

Λίγο μετά την ανάδυση από το ναυάγιο, ο Haigler συνάντησε μερικούς από τους απογόνους των αιχμαλώτων του πλοίου, προσφέροντας την εμπειρία του ως απτή απόδειξη των από καιρό ξεχασμένων ιστοριών τους για την ανθεκτικότητα και την ταυτότητα, καθώς και για το ίδιο το δουλεμπόριο. «Ήταν μια πολύ σουρεαλιστική εμπειρία», είπε. «Βγήκα από εκείνο το αμπάρι διαφορετικός άνθρωπος απ’ ό,τι όταν μπήκα μέσα».

Η ιστορία του Clotilda διατηρήθηκε ζωντανή μέσω των προφορικών ιστοριών των απογόνων των αιχμαλώτων που απελευθερώθηκαν, αν και αγνοήθηκε από τους κυβερνώντες λόγω της δυσάρεστης σύνδεσής της με μια πλούσια, εξέχουσα οικογένεια. Από τότε η ιστορία έχει δώσει αφορμή για ντοκιμαντέρ, βιβλία και έργα τέχνης.

Δεν είναι περίεργο. Το ναυάγιο έχει γίνει ένα είδος «μούσας» ακριβώς επειδή έχει μια πάρα πολύ ισχυρή ιστορία να πει. Τα ναυάγια λειτουργούν σαν καθρέφτες στους οποίους, αν κοιτάξουμε, θα ανακαλύψουμε πολλά τόσο για την ιστορία όσο και για την ουσία της ανθρωπότητας. Η έλξη αυτών των ναυαγίων υπήρξε ευλογία για την επιστήμη, καθώς οι τοποθεσίες που βρίσκονται συχνά σε μεγάλα βάθη της θάλασσας βοηθούν να χυθεί φως σε ένα μέρος του πλανήτη που έχει καλυφθεί από μυστήριο.

Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές έχουν αρχίσει να κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο τα ναυάγια αλληλοεπιδρούν με το περιβάλλον, προσπαθώντας να συλλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες από τις τοποθεσίες πριν τα ναυάγια ανακτηθούν από τη θάλασσα. Ακόμη και στην περίπτωση μεγάλων πλοίων όπως ο Τιτανικός, οι ερευνητές έχουν καταγράψει τη σταθερή φθορά των ναυαγίων, με μια αποστολή να εικάζει ότι μέχρι το 2030 δεν θα έχει απομείνει τίποτα. Κατά καιρούς, οι ερευνητές έχουν βρεθεί να παρακολουθούν με αγανάκτηση την ιστορία να περνάει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην έκρηξη της θαλάσσιας ζωής σε αυτές τις τοποθεσίες.

Επιπλέον, ο αγώνας τους ενάντια στο χρόνο επιδεινώνεται από την κλιματική κρίση. Οι ισχυρότερες καταιγίδες έχουν αφήσει τα ναυάγια αντιμέτωπα με ισχυρότερα κύματα και ρεύματα, ενώ η οξίνιση των ωκεανών έχει προκαλέσει ανησυχίες ότι η διάβρωση των δομών τους θα μπορούσε να επιταχυνθεί.

Την ίδια στιγμή, στην Τουρκία, οι πληθυσμοί των χωροκατακτητικών, δηλητηριωδών λεοντόψαρων έχουν ανθίσει, καθιστώντας το έργο της καταγραφής των ναυαγίων πολύ πιο επικίνδυνο, ενώ ένα θαλάσσιο μαλάκιο που μοιάζει με σκουλήκι και καταστρέφει το ξύλο έχει μετακινηθεί βόρεια στη Βαλτική Θάλασσα. Σήμερα πιστεύεται ότι μερικά από αυτά τα απίστευτα ναυάγια μπορεί να εξαφανιστούν εξαιτίας αυτών των μικρών σκουληκιών που στοχεύουν το ξύλο κάτω από το νερό.

Καθώς η κλιματική κρίση εντείνεται, τα εκτεθειμένα ναυάγια έχουν γίνει ένα απροσδόκητο σύμβολο ενός ασθενούς πλανήτη. Το 2016, το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική οδήγησε στην ανακάλυψη δύο φαλαινοθηρικών πλοίων που είχαν βυθιστεί το 1871, ενώ η χειρότερη ξηρασία της Ιταλίας εδώ και 70 χρόνια αποκάλυψε ένα φορτηγό πλοίο 50 μέτρων που βυθίστηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στην περίπτωση του Τιτανικού, το καταδικασμένο πλοίο έχει γίνει μια ισχυρή μεταφορά εν μέσω της σταθερής άρνησης της ανθρωπότητας να λάβει υπόψη της τις προειδοποιήσεις για το κλίμα που διατυπώνονται εδώ και περισσότερες από έξι δεκαετίες. «Μέρος της παραβολής του Τιτανικού είναι η αλαζονεία, η ύβρις, η αίσθηση ότι είμαστε πολύ μεγάλοι για να αποτύχουμε», είχε δηλώσει ο James Cameron, ο σκηνοθέτης της ταινίας Τιτανικός του 1997, στο National Geographic το 2012.

«Μπορούμε να δούμε αυτό το παγόβουνο μπροστά μας αυτή τη στιγμή, αλλά δεν μπορούμε να στρίψουμε», είχε προσθέσει ο Cameron. «Δεν μπορούμε να στρίψουμε λόγω της ορμής του συστήματος, της πολιτικής ορμής, της επιχειρηματικής ορμής. Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που κερδίζουν χρήματα από το σύστημα, από τον τρόπο που λειτουργεί το σύστημα … και αυτοί οι άνθρωποι ειλικρινά έχουν τα χέρια τους στους μοχλούς της εξουσίας και δεν είναι έτοιμοι να τους αφήσουν».

Η OceanGate Expeditions οραματίζεται έναν πρωταγωνιστικό ρόλο για το ναυάγιο – και όλα όσα αντιπροσωπεύει – στην απομυθοποίηση του τρόπου με τον οποίο αλλάζει ένα από τα λιγότερο κατανοητά περιβάλλοντα του πλανήτη. Περισσότερο από το 80% του ωκεανού παραμένει ανεξερεύνητο, ακόμη και όταν ο άνθρωπος επεκτείνει την εμβέλειά του σε αυτόν μέσω δραστηριοτήτων όπως η εξόρυξη σε μεγάλα βάθη της θάλασσας και η υπεραλίευση.

«Ξοδεύουμε 1.000 φορές περισσότερα χρήματα για την εξερεύνηση του διαστήματος από όσα ξοδεύουμε για την εξερεύνηση του ωκεανού στις ΗΠΑ», επισημαίνει ο πρόεδρος της εταιρείας OceanGate Expeditions. «Το πώς θα ανταποκριθεί ο ωκεανός στην κλιματική αλλαγή θα υπαγορεύσει τα πάντα. Πρέπει να το κατανοήσουμε».