«Χώρα, Σε Βλέπω.»
Αυτός είναι ο τίτλος του προγράμματος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για τη διάσωση, ψηφιοποίηση, προβολή και μελέτη ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου του 20ού αιώνα.
Είναι περισσότερο «ποιητικός» απ’ όσο απαιτεί η πεζή, άμεση, πρακτική, επείγουσα φιλοδοξία του: να γνωρίσει στο ευρύ κοινό, σε παλιότερες και νεότερες γενιές το ελληνικό σινεμά όπως δεν φρόντισε μέχρι σήμερα να το κάνει κανείς. Είναι σίγουρα εύστοχος τουλάχιστον σε ένα σημείο του: στο γεγονός ότι το υποκείμενο του είναι το ελληνικό σινεμά.
Το ελληνικό σινεμά είναι που απευθύνεται στη «Χώρα» του τίτλου, την Ελλάδα.
Το ελληνικό σινεμά είναι που λέει στη Ελλάδα «Σε Βλέπω».
Όχι απειλητικά, Ίσως σαν μια μικρή προειδοποίηση. Όπως όταν θέλουμε να υπενθυμίσουμε σε κάποιον πως παρακολουθούμε τις κινήσεις του, πως ξέρουμε τι σκέφτεται, πως σημειώνουμε τους θριάμβους και τις αποτυχίες του, πως δεν ξεχνάμε ούτε τα σωστά του ούτε όμως τα λάθη του και πως θα βρισκόμαστε πάντα κάπου εκεί κοντά για να καθρεφτίζουμε το πραγματικό του πρόσωπο.
Αυτό το «Σε Βλέπω» κρύβει μέσα του πιο πολύ την έννοια του «κοιτά με κι εσύ».
Σαν το ελληνικό σινεμά να καλεί την Ελλάδα, τους Ελληνες, τους θεατές, δηλαδή, όλων των γενιών να δουν τον τρόπο με τον οποίο η χώρα που όλοι γνωρίζουν, αναθεματίζουν, λατρεύουν και επανεφευρίσκουν διαρκώς, αποτυπώνεται μέσα στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Όχι αυτές που ξέρουν όλοι και που θα συνεχίσουν εσαεί να προβάλλονται σε prime time (τώρα και άθλια επιχρωματισμένες) κάνοντας αμείωτα τηλεθέαση, αλλά τις άλλες που δεν είδαν παρά λίγοι και που οι νεότεροι δεν έχουν τρόπο να συναντήσουν ποτέ, αυτές που γυρίζονται τώρα και δεν βλέπει κανείς και αυτές που θα συνεχίσουν, παρά την αδιαφορία του κοινού, να γυριζονται στο μέλλον. Σαν το ελληνικό σινεμά να υπενθυμίζει στους θεατές πως αυτό είναι το «εθνικό» σινεμά του, αυτό είναι που αναφέρεται στην Ιστορία του, αυτό είναι που μιλάει τη γλώσσα του σήμερα, αυτό είναι που προοιωνίζει το από δω και στο εξής.
Πιο πολύ ακόμη, σαν με αυτό το «Σε Βλέπω», το ελληνικό σινεμά να υπενθυμίζει την ίδια του την ύπαρξη, πράγμα όχι και τόσο παράδοξο σε μια χώρα που δεν πηγαίνει σινεμά γενικά, που θέλει να έχει άποψη για κάθε ελληνική ταινία που κάνει διεθνή επιτυχία αλλά δεν τη βλέπει όταν βγαίνει στις αίθουσες, που πιστεύει ότι ο «παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος» ήταν το μόνο σινεμά που συνέβη μεταπολεμικά, που καθάρισε μια για πάντα με τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 κατηγοριοποιώντας όλο το ελληνικό σινεμά της εποχής κάτω από το κλισέ με τα «βαθιά χασμουρητά» και που πηγαίνει ελληνικό σινεμά μία ή και καμία φορά το χρόνο μόνο όταν παίζει «Ευτυχία» (στην καλή εκδοχή), «Bachelor» (στην κακή εκδοχή) ή «Ανθρωπο του Θεού» (στην μη εκδοχή)- σχεδον ούτε με αυτή τη σειρά.
Σε διαδικασία διαρκούς αναζήτησης του «άλλου» εδώ και δεκαετίες, το σύγχρονο ελληνικό σινεμά καταφέρνει να προσελκύσει θεατές μόνο περιστασιακά. Και ανεξάρτητα από μηχανισμούς ή εξωγενείς παράγοντες που εξηγούν κάθε φορά την άνοδο και την πτώση των εισιτηρίων στο σύνολο τους στην ελληνική επικράτεια (οικονομική κρίση, καιρικές συνθήκες, πανδημία…), οι ελληνικές ταινίες που γοητεύουν τους Έλληνες θεατές είναι ή δραματικές υπερπαραγωγές ή φτηνές κωμωδίες. Και τίποτα στο ενδιάμεσο. Όπου «τίποτα», σημειώστε από τριψήφιο αριθμό εισιτηρίων μέχρι μικρές καλλιτεχνικές επιτυχίες που συγκεντρώνουν με το ζόρι κάτι λίγες χιλιάδες θεατές, στις καλές περιπτώσεις, σε ιστορικά χαμηλά που με τα χρόνια κατέληξαν να θεωρούνται μέχρι και εισπρακτικοί θρίαμβοι.
Οι ταινίες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα «Χώρα Σε Βλέπω» ανήκουν στον 20ο αιώνα – χρονολογικά από τη βωβή «Αστέρω» του Δημήτρη Γαζιάδη από το 1929 μέχρι το «Από την Άκρη της Πόλης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη το 1999. Ανάμεσά τους υπάρχουν ταινίες – θρύλοι, όπως η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού και ο «Θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου), ταινίες που έκαναν επιτυχία στην εποχή τους («Λούφα και Παραλλαγή» του Νίκου Περάκη, «Το Προξενιό της Αννας» του Παντελή Βούλγαρη), αλλά και ταινίες που έχουν δει ελάχιστοι («…Λιποτάκτης» των Γιώργου Κόρρα & Χρήστου Βούπουρα, «Η 7η Μέρα της Δημιουργίας» του Βασίλη Γεωργιάδη), ντοκιμαντέρ που παίζονται από σπάνια μέχρι και καθόλου («Αθήναι» της Εύας Στεφανή, «Οικόπεδο» του Θόδωρου Μαραγκού, «Ακρόπολις των Αθηνών» του Ροβήρου Μανθούλη, το «Άλλο Γράμμα» του Λάμπρου Λιαρόπουλου, πειραματικές ταινίες («Idées Fixes/Dies Irae – Παραλλαγές στο Ιδιο Θέμα» της Αντουανέττας Αγγελίδη) που αναζητούν ένα διάλογο με το παρόν.
Πιο σημαντική και από τη μερική η ολική αποκατάσταση τους, είναι η ομαδοποίηση τους κάτω από ένα ένα ενιαίο σχήμα, με έναν τόμο με κείμενα που θα τις συνοδεύει. Ένα εργαλείο εκπαιδευτικό, δηλαδή, που με τη μορφή μιας «βαλίτσας» θα μπορεί να ταξιδεύει σε σχολεία, σε ανοιχτές προβολές ανά την Ελλάδα, θα μπορεί επιτέλους να αποτελεί αντικείμενο μελέτης για τους μελλοντικούς κινηματογραφιστές και να καλύψει τα κενά που προκαλεί η αποσπασματικότητα με την οποία γράφεται ήδη από την αρχή της η ελληνική κινηματογραφική ιστορία.
Στην Ελλάδα – ίσως γιατί κανείς δεν μας έμαθε διαφορετικά – παρεξηγούμε σχεδόν πάντα το προσωπικό γούστο με την αξία μιας ταινίας. Ό,τι δεν μας αρέσει, θεωρούμε αδύνατον να είναι καλό ή να έχει να μας προσφέρει κάτι. Είμαστε εύκολοι και στις γενικεύσεις – μια κακή ελληνική ταινία αρκεί για να είναι όλες κακές. Δεν διαθέτουμε – οι νέοι κυρίως, την αγωνία να μάθουμε τι σινεμά κάνουν οι σκηνοθέτες της γενιάς μας που διακρίνονται στο εξωτερικό. Ξέρουμε απέξω κι ανακατωτά ατάκες και σκηνές από φτηνή μυθοπλασία στην ελληνική τηλεόραση, φτιάχνουμε απανωτά hashtags για κάθε καθημερινό σίριαλ, δεν έχουμε όμως ιδέα ποιοι είναι οι άνθρωποι που κάνουν σινεμά σήμερα, δεν μας νοιάζει να δούμε καν τους ηθοποιούς που αγαπάμε όταν αυτοί παίζουν σε ταινίες.
Αγνοούμε, ακόμη κι όταν θα έπρεπε να μας αφορά, τη χαρτογράφηση της Ελλάδας κοινωνικά και γεωγραφικά μέσα από το σινεμά της με τρόπο συχνά συναρπαστικό, αποκαλυπτικό, ταυτόχρονα ιστορικό και διαχρονικό. Την άλλη όψη δηλαδή μιας «χώρας» που μέσα από το σινεμά της ξέρει να κοιτάζει βαθιά – με κριτική διάθεση αλλά και κατανόηση – στην ανθρώπινη κατάσταση, να ανοίγει πραγματικούς διαλόγους για όσα την απασχολούν, να κάνει τομές σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, να παίρνει καλλιτεχνικά ρίσκα, να τεκμηριώνει, απέχοντας από την επιφανειακή, οπαδική, συνθηματικού επιπέδου κοινωνική (α) συνείδηση των κοινωνικών δικτύων που μοιάζει πλέον να σαρώνει τα πάντα.
Ναι, καμιά φορά φταίνε και οι ταινίες, αλλά μοιάζει εύκολο, ανόητο και άδικο να ομαδοποιούνται δημιουργοί και έργα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους – κανένα εθνικό σινεμά δεν αποτελείται μόνο από αριστουργήματα. Φταίει και η κινηματογραφική διανομή που σε ένα κύκλο που στενεύει ολοένα και περισσότερο και που ξεκινάει από την ελλιπή κρατική στήριξη, δεν βρίσκει λόγο να προωθήσει την ελληνική ταινία, όπως γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αφού γνωρίζει πως δεν θα κάνει εισιτήρια. Ο φαύλος κύκλος είναι όμως μεγαλύτερος και η αφετηρία του βρίσκεται στη συνείδηση που καλλιεργείται από νωρίς και η οποία τοποθετεί την τέχνη και άρα και το σινεμά σε μια προτεραιότητα στην καθημερινότητα των παιδιών, των εφήβων, των ενηλίκων. Στην πραγματικότητα, πριν αναζητήσει κανείς τους τρόπους για να εκπαιδεύσει θεατές για να δουν ελληνικές ταινίες, πρέπει να το κάνει πριν από αυτό για το σινεμά γενικά, αφού εκτός από τα blockbusters (και αυτά όχι όλα), ο Ελληνας βλέπει ολοένα και λιγότερο «διαφορετικό» σινεμά.
Η πρωτοβουλία αυτή της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου που γύρω της συγκέντρωσε σαν χορηγούς και υποστηρικτές και το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας – ΕΚΟΜΕ και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και την Ταινιοθήκη της Ελλάδος και τη Finos Films, είναι μια καλή, αν και μόνο αρχή, προς τη σωστή κατεύθυνση, που θα έχει νόημα όταν δεν θα σταματήσει εδώ αλλά θα γίνει ένα πρότυπο για μια πιο συνολική κρατική, εκπαιδευτική δράση που θα κάνει τη χώρα να κοιτάξει κι αυτή με τη σειρά της πίσω στις ταινίες και τους Ελληνες θεατές «να σταματήσουν να φοβούνται και να αγαπήσουν το ελληνικό σινεμά».
Όσο λογικό είναι να μην θέλεις να ανοίξεις τα μάτια σου σε κάτι που μπορεί να τρομάξεις από το πόσο πολύ μπορεί να σου μοιάζει, τόσο παράλογο είναι να αποφεύγεις κάτι που είναι σίγουρο ότι θα σου μάθει μερικά χρήσιμα πράγματα για τον εαυτό σου, την ταυτότητα σου, τη χώρα σου.
Από τις 31 Μαρτίου μέχρι και τις 4 Απριλίου, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος θα προβληθούν μεγάλου και μικρού μήκους ταινίες που έχουν αποκατασταθεί στο πλαίσιο του προγράμματος «Χώρα, Σε Βλέπω». Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για τις ταινίες, τις ώρες προβολών και το πρόγραμμα στην [επίσημη σελίδα της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου] και την [επίσημη σελίδα του προγράμματος στο Facebook.]
«Χώρα, Σε Βλέπω.»
Αυτός είναι ο τίτλος του προγράμματος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για τη διάσωση, ψηφιοποίηση, προβολή και μελέτη ταινιών του ελληνικού κινηματογράφου του 20ού αιώνα.
Είναι περισσότερο «ποιητικός» απ’ όσο απαιτεί η πεζή, άμεση, πρακτική, επείγουσα φιλοδοξία του: να γνωρίσει στο ευρύ κοινό, σε παλιότερες και νεότερες γενιές το ελληνικό σινεμά όπως δεν φρόντισε μέχρι σήμερα να το κάνει κανείς. Είναι σίγουρα εύστοχος τουλάχιστον σε ένα σημείο του: στο γεγονός ότι το υποκείμενο του είναι το ελληνικό σινεμά.
Το ελληνικό σινεμά είναι που απευθύνεται στη «Χώρα» του τίτλου, την Ελλάδα.
Το ελληνικό σινεμά είναι που λέει στη Ελλάδα «Σε Βλέπω».
Όχι απειλητικά, Ίσως σαν μια μικρή προειδοποίηση. Όπως όταν θέλουμε να υπενθυμίσουμε σε κάποιον πως παρακολουθούμε τις κινήσεις του, πως ξέρουμε τι σκέφτεται, πως σημειώνουμε τους θριάμβους και τις αποτυχίες του, πως δεν ξεχνάμε ούτε τα σωστά του ούτε όμως τα λάθη του και πως θα βρισκόμαστε πάντα κάπου εκεί κοντά για να καθρεφτίζουμε το πραγματικό του πρόσωπο.
Αυτό το «Σε Βλέπω» κρύβει μέσα του πιο πολύ την έννοια του «κοιτά με κι εσύ».
Σαν το ελληνικό σινεμά να καλεί την Ελλάδα, τους Ελληνες, τους θεατές, δηλαδή, όλων των γενιών να δουν τον τρόπο με τον οποίο η χώρα που όλοι γνωρίζουν, αναθεματίζουν, λατρεύουν και επανεφευρίσκουν διαρκώς, αποτυπώνεται μέσα στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Όχι αυτές που ξέρουν όλοι και που θα συνεχίσουν εσαεί να προβάλλονται σε prime time (τώρα και άθλια επιχρωματισμένες) κάνοντας αμείωτα τηλεθέαση, αλλά τις άλλες που δεν είδαν παρά λίγοι και που οι νεότεροι δεν έχουν τρόπο να συναντήσουν ποτέ, αυτές που γυρίζονται τώρα και δεν βλέπει κανείς και αυτές που θα συνεχίσουν, παρά την αδιαφορία του κοινού, να γυριζονται στο μέλλον. Σαν το ελληνικό σινεμά να υπενθυμίζει στους θεατές πως αυτό είναι το «εθνικό» σινεμά του, αυτό είναι που αναφέρεται στην Ιστορία του, αυτό είναι που μιλάει τη γλώσσα του σήμερα, αυτό είναι που προοιωνίζει το από δω και στο εξής.
Πιο πολύ ακόμη, σαν με αυτό το «Σε Βλέπω», το ελληνικό σινεμά να υπενθυμίζει την ίδια του την ύπαρξη, πράγμα όχι και τόσο παράδοξο σε μια χώρα που δεν πηγαίνει σινεμά γενικά, που θέλει να έχει άποψη για κάθε ελληνική ταινία που κάνει διεθνή επιτυχία αλλά δεν τη βλέπει όταν βγαίνει στις αίθουσες, που πιστεύει ότι ο «παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος» ήταν το μόνο σινεμά που συνέβη μεταπολεμικά, που καθάρισε μια για πάντα με τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 κατηγοριοποιώντας όλο το ελληνικό σινεμά της εποχής κάτω από το κλισέ με τα «βαθιά χασμουρητά» και που πηγαίνει ελληνικό σινεμά μία ή και καμία φορά το χρόνο μόνο όταν παίζει «Ευτυχία» (στην καλή εκδοχή), «Bachelor» (στην κακή εκδοχή) ή «Ανθρωπο του Θεού» (στην μη εκδοχή)- σχεδον ούτε με αυτή τη σειρά.
Σε διαδικασία διαρκούς αναζήτησης του «άλλου» εδώ και δεκαετίες, το σύγχρονο ελληνικό σινεμά καταφέρνει να προσελκύσει θεατές μόνο περιστασιακά. Και ανεξάρτητα από μηχανισμούς ή εξωγενείς παράγοντες που εξηγούν κάθε φορά την άνοδο και την πτώση των εισιτηρίων στο σύνολο τους στην ελληνική επικράτεια (οικονομική κρίση, καιρικές συνθήκες, πανδημία…), οι ελληνικές ταινίες που γοητεύουν τους Έλληνες θεατές είναι ή δραματικές υπερπαραγωγές ή φτηνές κωμωδίες. Και τίποτα στο ενδιάμεσο. Όπου «τίποτα», σημειώστε από τριψήφιο αριθμό εισιτηρίων μέχρι μικρές καλλιτεχνικές επιτυχίες που συγκεντρώνουν με το ζόρι κάτι λίγες χιλιάδες θεατές, στις καλές περιπτώσεις, σε ιστορικά χαμηλά που με τα χρόνια κατέληξαν να θεωρούνται μέχρι και εισπρακτικοί θρίαμβοι.
Οι ταινίες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα «Χώρα Σε Βλέπω» ανήκουν στον 20ο αιώνα – χρονολογικά από τη βωβή «Αστέρω» του Δημήτρη Γαζιάδη από το 1929 μέχρι το «Από την Άκρη της Πόλης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη το 1999. Ανάμεσά τους υπάρχουν ταινίες – θρύλοι, όπως η «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού και ο «Θίασος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου), ταινίες που έκαναν επιτυχία στην εποχή τους («Λούφα και Παραλλαγή» του Νίκου Περάκη, «Το Προξενιό της Αννας» του Παντελή Βούλγαρη), αλλά και ταινίες που έχουν δει ελάχιστοι («…Λιποτάκτης» των Γιώργου Κόρρα & Χρήστου Βούπουρα, «Η 7η Μέρα της Δημιουργίας» του Βασίλη Γεωργιάδη), ντοκιμαντέρ που παίζονται από σπάνια μέχρι και καθόλου («Αθήναι» της Εύας Στεφανή, «Οικόπεδο» του Θόδωρου Μαραγκού, «Ακρόπολις των Αθηνών» του Ροβήρου Μανθούλη, το «Άλλο Γράμμα» του Λάμπρου Λιαρόπουλου, πειραματικές ταινίες («Idées Fixes/Dies Irae – Παραλλαγές στο Ιδιο Θέμα» της Αντουανέττας Αγγελίδη) που αναζητούν ένα διάλογο με το παρόν.
Πιο σημαντική και από τη μερική η ολική αποκατάσταση τους, είναι η ομαδοποίηση τους κάτω από ένα ένα ενιαίο σχήμα, με έναν τόμο με κείμενα που θα τις συνοδεύει. Ένα εργαλείο εκπαιδευτικό, δηλαδή, που με τη μορφή μιας «βαλίτσας» θα μπορεί να ταξιδεύει σε σχολεία, σε ανοιχτές προβολές ανά την Ελλάδα, θα μπορεί επιτέλους να αποτελεί αντικείμενο μελέτης για τους μελλοντικούς κινηματογραφιστές και να καλύψει τα κενά που προκαλεί η αποσπασματικότητα με την οποία γράφεται ήδη από την αρχή της η ελληνική κινηματογραφική ιστορία.
Στην Ελλάδα – ίσως γιατί κανείς δεν μας έμαθε διαφορετικά – παρεξηγούμε σχεδόν πάντα το προσωπικό γούστο με την αξία μιας ταινίας. Ό,τι δεν μας αρέσει, θεωρούμε αδύνατον να είναι καλό ή να έχει να μας προσφέρει κάτι. Είμαστε εύκολοι και στις γενικεύσεις – μια κακή ελληνική ταινία αρκεί για να είναι όλες κακές. Δεν διαθέτουμε – οι νέοι κυρίως, την αγωνία να μάθουμε τι σινεμά κάνουν οι σκηνοθέτες της γενιάς μας που διακρίνονται στο εξωτερικό. Ξέρουμε απέξω κι ανακατωτά ατάκες και σκηνές από φτηνή μυθοπλασία στην ελληνική τηλεόραση, φτιάχνουμε απανωτά hashtags για κάθε καθημερινό σίριαλ, δεν έχουμε όμως ιδέα ποιοι είναι οι άνθρωποι που κάνουν σινεμά σήμερα, δεν μας νοιάζει να δούμε καν τους ηθοποιούς που αγαπάμε όταν αυτοί παίζουν σε ταινίες.
Αγνοούμε, ακόμη κι όταν θα έπρεπε να μας αφορά, τη χαρτογράφηση της Ελλάδας κοινωνικά και γεωγραφικά μέσα από το σινεμά της με τρόπο συχνά συναρπαστικό, αποκαλυπτικό, ταυτόχρονα ιστορικό και διαχρονικό. Την άλλη όψη δηλαδή μιας «χώρας» που μέσα από το σινεμά της ξέρει να κοιτάζει βαθιά – με κριτική διάθεση αλλά και κατανόηση – στην ανθρώπινη κατάσταση, να ανοίγει πραγματικούς διαλόγους για όσα την απασχολούν, να κάνει τομές σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, να παίρνει καλλιτεχνικά ρίσκα, να τεκμηριώνει, απέχοντας από την επιφανειακή, οπαδική, συνθηματικού επιπέδου κοινωνική (α) συνείδηση των κοινωνικών δικτύων που μοιάζει πλέον να σαρώνει τα πάντα.
Ναι, καμιά φορά φταίνε και οι ταινίες, αλλά μοιάζει εύκολο, ανόητο και άδικο να ομαδοποιούνται δημιουργοί και έργα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους – κανένα εθνικό σινεμά δεν αποτελείται μόνο από αριστουργήματα. Φταίει και η κινηματογραφική διανομή που σε ένα κύκλο που στενεύει ολοένα και περισσότερο και που ξεκινάει από την ελλιπή κρατική στήριξη, δεν βρίσκει λόγο να προωθήσει την ελληνική ταινία, όπως γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αφού γνωρίζει πως δεν θα κάνει εισιτήρια. Ο φαύλος κύκλος είναι όμως μεγαλύτερος και η αφετηρία του βρίσκεται στη συνείδηση που καλλιεργείται από νωρίς και η οποία τοποθετεί την τέχνη και άρα και το σινεμά σε μια προτεραιότητα στην καθημερινότητα των παιδιών, των εφήβων, των ενηλίκων. Στην πραγματικότητα, πριν αναζητήσει κανείς τους τρόπους για να εκπαιδεύσει θεατές για να δουν ελληνικές ταινίες, πρέπει να το κάνει πριν από αυτό για το σινεμά γενικά, αφού εκτός από τα blockbusters (και αυτά όχι όλα), ο Ελληνας βλέπει ολοένα και λιγότερο «διαφορετικό» σινεμά.
Η πρωτοβουλία αυτή της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου που γύρω της συγκέντρωσε σαν χορηγούς και υποστηρικτές και το Εθνικό Κέντρο Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας – ΕΚΟΜΕ και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και την Ταινιοθήκη της Ελλάδος και τη Finos Films, είναι μια καλή, αν και μόνο αρχή, προς τη σωστή κατεύθυνση, που θα έχει νόημα όταν δεν θα σταματήσει εδώ αλλά θα γίνει ένα πρότυπο για μια πιο συνολική κρατική, εκπαιδευτική δράση που θα κάνει τη χώρα να κοιτάξει κι αυτή με τη σειρά της πίσω στις ταινίες και τους Ελληνες θεατές «να σταματήσουν να φοβούνται και να αγαπήσουν το ελληνικό σινεμά».
Όσο λογικό είναι να μην θέλεις να ανοίξεις τα μάτια σου σε κάτι που μπορεί να τρομάξεις από το πόσο πολύ μπορεί να σου μοιάζει, τόσο παράλογο είναι να αποφεύγεις κάτι που είναι σίγουρο ότι θα σου μάθει μερικά χρήσιμα πράγματα για τον εαυτό σου, την ταυτότητα σου, τη χώρα σου.
Από τις 31 Μαρτίου μέχρι και τις 4 Απριλίου, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος θα προβληθούν μεγάλου και μικρού μήκους ταινίες που έχουν αποκατασταθεί στο πλαίσιο του προγράμματος «Χώρα, Σε Βλέπω». Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για τις ταινίες, τις ώρες προβολών και το πρόγραμμα στην [επίσημη σελίδα της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου] και την [επίσημη σελίδα του προγράμματος στο Facebook.]