Mετά τον “Ευτυχισμένο Λάζαρο” η σπουδαία δημιουργός επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη και μας μεταφέρει στην Ιταλία και την Τοσκάνη του 1980. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στις Κάννες και διεκδίκησε τον Χρυσό Φοίνικα που τελικά κατέληξε στην “Ανατομία μίας Πτώσης”. Ο κινηματογράφος έχει τη δύναμη να αναπτύσσει έναν δικό του διάλογο κι έτσι συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με το “Αγόρι του Θεού” που αναλύσαμε πριν λίγες ημέρες, καθώς παρ΄ ότι διαδραματίζονται σε διαφορετική χρονική περίοδο είναι στην ίδια χώρα. Έκανε πανελλήνια πρεμιέρα στη Θεσσαλονίκη και έχει τη δυνατότητα να αγγίξει αρκετά ακροατήρια, καθώς ακροβατεί ανάμεσα σε κινηματογραφικά ήδη.
Την ώρα που διάφοροι αρχαιοκάπηλοι σκάβουν και πουλούν την πολιτιστική κληρονομιά μιας ολόκληρης πόλης, μιας ολόκληρης χώρας, ο Βρετανός Άρθουρ έχοντας πάρει το «πτυχίο του από το κολλέγιο» του βρίσκεται αντιμέτωπος με τη «χίμαιρα». Αναπτύσσονται δύο παράλληλες διαδρομές διαφορετικές μεταξύ τους σε όλα τα επίπεδα. Από την μία ο κυνισμός της πραγματικότητας που το χρήμα κινεί τα πάντα κι από την άλλη η σύνδεση με ένα μεταφυσικό σύμπαν και τη ζωή μετά θάνατον με τον πρωταγωνιστή να αναζητεί μάταια επανένωση με την “αγνοούμενη” Μπενιαμίνα που αρνείται να πεισθεί πως χάθηκε. Αυτή η πολυπόθητη ένωση γίνεται αυτοσκοπός.
Η Ρορβάχερ επεκτείνεται πέρα από το συνηθισμένο. Προσπαθεί να δημιουργήσει μία ατμόσφαιρα που σαγηνεύει τον θεατή και να τον ταξιδέψει σα μία σύγχρονη σειρήνα στον κόσμο της. Το τραγούδι της μπορεί να μην είναι πάντα ευχάριστο, είναι όμως καθηλωτικό. Καταφέρνει να ανάγει τη χίμαιρα από την κυριολεκτική της διάσταση σε κάτι που βλέπει ο καθένας σε προσωπικό επίπεδο με άλλη οπτική από κάθε άλλον. Ξεκινώντας από τη μυθολογία διατρέχει τον χρόνο, ταξιδεύει σε διάφορα μονοπάτια και τελικά δοκιμάζει τα όρια του κοινού και μάλλον καταφέρνει να το κερδίσει με την μοναδικότητα του εγχειρήματός της.
Το εφήμερο, με τη μορφή του ξεπουλήματος για τα προς το ζην έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με μία υπαρξιακή προσέγγιση και το ονειρικό στοιχείο. Αξίες όπως η ενσυναίσθηση και η αλληλεγγύη ανάγονται σε κύριες για την καθημερινότητά μας δίχως ίχνος διδακτισμού. Πρόκειται σαφέστατα για μία παράτολμη προσπάθεια που όμως δε χάνει τον προσανατολισμό της και μας ταξιδεύει σε μονοπάτια της δικής μας ψυχοσύνθεσης που δεν είχαμε σκεφτεί ή δε θέλαμε να εξερευνήσουμε για μία σειρά από λόγους.
Η ίδια η σκηνοθέτις τονίζει πως εκεί που μεγάλωσε ήταν συνηθισμένο να ακούει ιστορίες για μυστικές ανακαλύψεις, κρυφές ανασκαφές και μυστηριώδεις περιπέτειες. Η ζωή γύρω της αποτελούνταν από διάφορα κομμάτια: ένα γεμάτο φως, μοντέρνο, πολυσύχναστο και ένα νυκτόβιο, μυστηριώδες, μυστικό. Υπήρχαν πολλά επίπεδα αρκούσε να ανασκάψει κανείς μερικά εκατοστά στο χώμα και το κομμάτι ενός αντικειμένου που είχε φτιαχτεί από τα χέρια κάποιου άλλου θα εμφανιζόταν ανάμεσα στα βότσαλα. Η εγγύτητα μεταξύ του ιερού και του βέβηλου, θανάτου και ζωής, που χαρακτήριζε τα χρόνια που μεγάλωνε, τη συνάρπαζε και τη βοήθησε να έχει αντίληψη στον τρόπο να βλέπει τα πράγματα. Κάπως έτσι αποφάσισε να κάνει ένα φιλμ που να διηγείται αυτήν την πολύστρωτη ιστορία.
Υφαίνει μία πολυδιάστατη ιστορία που μας ταξιδεύει στον χρόνο και παράλληλα στον χώρο. Ο Άρθουρ είναι φαινομενικά ένα τραγικό πρόσωπο, όπως κι η μητέρα της Μπενιαμίνα. Η διαχείριση της απώλειας είναι πάντα δύσκολη υπόθεση. Η Ρορβάχερ δε μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων και προσπαθεί να δώσει η ίδια το νήμα στον θεατή για περαιτέρω σκέψη και ένα δικό του φινάλε. Αυτή είναι η χίμαιρα που αν αφεθείτε για λίγες ώρες θα σας ταξιδέψει και θα σας γεμίσει εμπειρίες όπως άλλωστε κάθε κινηματογραφική προβολή αυτού του επιπέδου.