Ένα καινούργιο βιβλίο, πιθανώς το καλύτερο και πληρέστερο για την ζωή και την καριέρα του, ασχολείται με τον αινιγματικό άνθρωπο και ξεχωριστό κινηματογραφιστή Stanley Kubrick, γεμίζοντας σχεδόν ιδανικά το κενό που έχει προκύψει στην λογοτεχνική αγορά μετά από το 2004-2005 αναφορικά με τις βιογραφίες του – επίσημες και ανεπίσημες.

Το «Stanley Kubrick: Kubrick: An Odyssey: An Odyssey» γεμίζει αυτό ακριβώς το κενό. Αυτό το βιβλίο βασίζεται στην σχεδόν αποκλειστική πρόσβαση των συγγραφέων του στο αρχείο του Κιούμπρικ στο University of the Arts του Λονδίνου, σε άλλα ιδιωτικά έγγραφα, καθώς και σε νέες συνεντεύξεις με μέλη της οικογένειάς του και όλους όσους συνεργάστηκαν μαζί του.

Το βιβλίο προσφέρει μια ολοκληρωμένη και σε βάθος κάλυψη της προσωπικής, ιδιωτικής, δημόσιας και επαγγελματικής ζωής του Κιούμπρικ. Το «Stanley Kubrick: An Odyssey» διερευνά όχι μόνο τη δημιουργία των ταινιών του Κιούμπρικ, αλλά και για εκείνες που ήθελε (αλλά απέτυχε) να γυρίσει, όπως τα «Burning Secret», «Napoleon», «Aryan Papers» και «A.I».

Ταυτόχρονα, ασχολείται εκτενώς και με όλους τους αμφιλεγόμενους και αληθινούς ή ψευδείς μύθους για τον σκηνοθέτη που δημιούργησε μερικά από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά έργα τέχνης του 20ου αιώνα.

Έναν κινηματογραφιστή, τον οποίο ο κριτικός κινηματογράφου Ντέιβιντ Ντένμπι κάποτε παρομοιάσε με τον «Μονόλιθο» που εικονίζεται στο «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος», δηλαδή ως «….μια υπερφυσικής ευφυΐας κινηματογραφική δύναμη που ανά τακτά χρονικά διαστήματα εμφανίζεται για να δώσει στον κόσμο μια γερή κλωτσιά στον κώλο και να τον αφυπνίσει από τον λήθαργο του…».

Ο Κούμπρικ (και όχι Κιούμπρικ όπως έχει λανθασμένα επικρατήσει) συνήθιζε να λεει ότι «το χειρότερο ανθρώπινο χαρακτηριστικό δεν είναι το ότι είμαστε ικανοί είτε για το καλύτερο, είτε για το χειρότερο, αλλά το ότι τις πιο πολλές φορές δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε μέσα στο μυαλό μας τις έννοιες “καλό” και “κακό”».

Η μανιχαϊστική αυτή θεώρηση του ότι ο κόσμος που ζούμε δεν είναι δημιούργημα κανενός Θεού, αλλά των Καλών και των Κακών δυνάμεων που συνυπάρχουν και συγκρούονται στη Φύση είναι το βασικό θέμα που διατρέχει και τις δεκατρείς ταινίες που σκηνοθέτησε από το 1951 μέχρι το 1999: Στο «Fear And Desire» υπάρχει η σύγκρουση ανάμεσα στους «καλούς» στρατιώτες που εισβάλουν στις εχθρικές γραμμές και σκοτώνουν συμβολικά τους «κακούς», οι οποίοι συμβολικά ενσαρκώνονται από τους ίδιους ηθοποιούς.

Στο «Κουρδιστό Πορτοκάλι» ο Αλεξ είναι μεν ένα παιδί με μια έμφυτη ροπή προς τη βία και τον βιασμό αλλά επίσης αρέσκεται να άκουει τις γλυκές μελωδίες του Μπετόβεν. Στο «Full Metal Jacket» ο κεντρικός ήρωας, ο Τζόκερ, φέρει στο κράνος του το σήμα της ειρήνης και από κάτω το μότο Born To Kill (Γεννημένος Να Σκοτώνει) .

Στον περίπου μισό αιώνα της καριέρας του μπορεί να μην υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός αλλά το έργο του, που πατάει με το ένα του πόδι στο Εμπορικό Σινεμά και με το άλλο στο Ανεξάρτητο, πρόσφερε στους θεατές των ταινιών του κάτι που κανείς άλλος δεν είχε δώσει μέχρι τότε: την δυνατότητα εξεύρεσης των κρυμμένων πίσω από αυτές μηνυμάτων με το δικό τους πολύ προσωπικό κριτήριο και αισθητήριο.

Έλεγε συχνά ότι «υπάρχουν τόσες ερμηνείες στις ταινίες μου, όσες και οι θεατές που θα την δουν». Τα φιλμ που σκηνοθέτησε δεν είχαν πυκνούς διαλόγους γιατί πίστευε ακράδαντα ότι «ο ανθρώπινος διάλογος είναι προϊόν ενός κοινωνικού συμβιβασμού», όπως είχε γράψει κάποτε ο κριτικός Γκίλμπερτ Αλντέιρ, εξου και οι εικόνες του είναι τόσο δυνατές που καταγράφονται αμέσως στο ανθρώπινο υποσυνείδητο.

Ίσως ρόλο σε αυτήν του την προσέγγιση να έπαιξε και το πρώτο του επάγγελμα, αυτό του φωτογράφου, που ασκούσε από τα 16 του χρόνια, παίρνοντας στα 22 του χρόνια το ρίσκο να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην σκηνοθεσία παρατώντας την σιγουριά της θέσης του στο περιοδικό Look για να γυρίσει την πρώτη του ταινία με τίτλο «Day Of The Fight».

Για την επόμενη ταινία του, «Killer’s Kiss» κινδύνεψε να συλληφθεί από την Αστυνομία, επειδή παρέβη τον Νόμο και τραβούσε με την κάμερα του έξω από το Χρηματιστήριο της Γουόλ Στρίτ. Ένα εικοσαδόλαρο στην τσέπη του κάθε αστυνομικού ήταν αρκετό ώστε να του εξασφαλίσει την ασυλία από τα όργανα της τάξεως για το υπόλοιπο των γυρισμάτων.

Την επόμενη χρονιά γύρισε το «The Killing» και το 1957 την ταινία που τον έβαλε στα μεγάλα σαλόνια του Χόλιγουντ. Τα «Μονοπάτια Της Δόξας», βασισμένα στο ομώνυμο βιβλίο του Χάμφρεϊ Κομπ, μπορεί να έκαναν το όνομα του γνωστό σε όλο τον κόσμο, όμως η ταινία προκάλεσε αντιφατικές αντιδράσεις στους κινηματογραφικούς κύκλους, αποσύρθηκε από το Φεστιβάλ Βερολίνου της επόμενης χρονιάς και απαγορεύτηκε στην Γαλλία μέχρι το 1974 εξαιτίας της παρουσίασης των στρατηγών ως στρατόκαυλων «γερακιών» που αδιαφορούσαν τόσο για την ζωή των στρατιωτών τους, όσο και για την ίδια την έκβαση του πολέμου.

Ο Κερκ Ντάγκλας που πρωταγωνίστησε τόσο στο «Paths Of Glory» όσο και στην επόμενη ταινία του, τον «Σπάρτακο», είχε πει τότε για τον 30χρονο Στάνλει ότι «θα γίνει μεγάλος σκηνοθέτης μόνο όταν μάθει την έννοια της λέξης “συμβιβασμός”». Ίσως στον «Σπάρτακο» ο Κούμπρικ να έβλεπε και ένα κομμάτι του εαυτού του: σύμβολο του ιδεαλισμού και των προσωπικών επιλογών, άτομο ελεύθερο που δεν μπορεί να υπόκειται στις θελήσεις τρίτων και που – πολύ περισσότερο – δεν μπορεί να ανεχτεί άλλους να σχεδιάζουν το δικό του μέλλον. Ακολούθησε η «Λολίτα» το 1962, το «φως των ματιών» του Ρώσου συγγραφέα Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ.

Ένα πεσιμιστικό σχόλιο για μια κοινωνία στην οποία ο ανδρικός πληθυσμός χάνει κάθε έλεγχο και οδηγεί την ανθρωπότητα στον ζόφο, ένας Πίτερ Σέλερς στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του – σε τριπλό ρόλο μάλιστα – και το μυθιστόρημα «Red Alert» του συγγραφέα Πίτερ Τζορτζ ήταν οι βασικοί παράγοντες της επιτυχίας του «Dr. Strangelove», μιας εκ των σημαντικότερων αντιμιλιταριστικών παρωδιών όλων των εποχών, η οποία οδήγησε με την σειρά της στο τεχνολογικό για την εποχή του (1968) θαύμα του «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος», χαρίζοντας στον Κούμπρικ το μοναδικό Όσκαρ που κέρδισε ποτέ το 1969 για τα καλύτερα Οπτικά Εφε.

Το διφορούμενο της ταινίας ξένισε πολλούς θεατές, αλλά η δύναμη των εικόνων είναι τόσο μεγάλη που αφήνει περιθώρια στον θεατή για πλήθος φιλοσοφικών προβληματισμών, φτάνοντας στο τέλος να εγείρει πολύ περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα τελικά καταφέρνει να απαντήσει.

Είναι η πιο παραγωγική περίοδος για τον σκηνοθέτη. Το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», το μυθιστόρημα του Άντονι Μπέρτζες, γραμμένο το 1962, βασισμένο στις ταραχώδεις συγκρούσεις των διάφορων λονδρέζικων συμμοριών μεταξύ των Mods και των Rockers, απαγορεύτηκε στην Αγγλία και βγήκε ξανά στις αίθουσες της χώρας μετά τον θάνατο του Κούμπρικ το 2000. Τα χρηστά ήθη προσεβλήθησαν προφανώς επειδή δεν έπιασαν το κεντρικό νόημα του σεναρίου: ότι η βία αποτελεί ένα απαραίτητο και φυσιολογικό πέρασμα από την ζωή του κάθε ανθρώπου ιδιαίτερα σε μια νεαρή ηλικία.

H απόλυτη ακμή του Stanley Kubrick

Το μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μέικπις Θάκερεϊ «Οι Αναμνήσεις του Μπάρι Λίντον» αποτέλεσε την επόμενη σκηνοθετική του απόπειρα, η οποία αντιμετωπίστηκε χλιαρά από το κοινό αλλά πολύ πιο δυναμικά από τον ΙΡΑ ο οποίος ανάγκασε τον Κούμπρικ να αποσύρει τους άγγλους ηθοποιούς του από τα ιρλανδικά εδάφη –η «Ματωμένη Κυριακή του Ντέρι» ήταν ακόμη πολύ νωπή της εποχή των γυρισμάτων (1974).

Για τη «Λάμψη» του 1980 ο Κούμπρικ γύρισε την ταινία χωρίς καν να διαβάσει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ, ενώ η κυκλοφορία του «Full Metal Jacket» επτά χρόνια μετά, συνέπεσε χρονικά με το «Platoon» του Oliver Stone και αγνοήθηκε τραγικά από κοινό και κριτικούς.

Στην δεκαετία του ’90 ο Κούμπρικ έγραψε το «Α.Ι. (Artificial Intelligence)» βασισμένο στο μυθιστόρημα του Μπράιαν Όλντις «Supertoys Last All Night Long», αλλά αντ’ αυτού προτίμησε να γυρίσει μια ταινία σχετικά με το Ολοκαύτωμα ονόματι «Aryan Papers». Το πάθημα του «Platoon» όμως του είχε γίνει μάθημα και βλέποντας τον Σπίλμπεργκ να έχει καταπιαστεί με την «Λίστα του Σίντλερ», άφησε την ταινία στο ράφι.

Το κύκνειο άσμα του, «Μάτια Ερμητικά Κλειστά», βασισμένο στο μυθιστόρημα του Άρθουρ Σνίτσλερ «Traumnovelle», συνεχίζει να διχάζει μέχρι σήμερα: άλλοι το θεωρούν ως ό,τι καλύτερο σκηνοθέτησε ποτέ, ενώ άλλοι ως μια κενή νοηματικά και άδεια συναισθηματικά ταινία, η οποία πραγματεύεται την σύγκρουση ανάμεσα σε ένα ζευγάρι και τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ πίστης και απιστίας διαμέσου των ερωτικών φαντασιώσεων ενός ανθρώπου.

Την ημέρα που τελείωσε την ταινία πήρε τηλέφωνο τον συνεργάτη του Τζούλιαν Σένιορ στα γραφεία της Warner Brothers στη Νέα Υόρκη για να του ανακοινώσει την ικανοποίησή του για το «Eyes Wide Shut». Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίο θα μιλούσε. Πέθανε στον ύπνο του το ίδιο βράδυ από καρδιακή προσβολή, στις 7 Μαρτίου 1999 σε ηλικία 70 ετών.

*Μπορείτε επίσης να τσεκάρετε το προ μηνών εκτενές και αναλυτικό άρθρο μας σχετικά με όλες οι ταινίες του Στάνλεϊ Κούμπρικ που άλλαξαν το παγκόσμιο σινεμά.