Υπάρχει μια ιστορία που αναφέρει πως ένας άντρας πέφτει από ένα ουρανοξύστη. Κατά τη διάρκεια της πτώσης και όσο περνάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα τους ορόφους ψιθυρίζει στον εαυτό του: ως εδώ καλά. Η πτώση, όμως, κάποτε καταλήγει στην πρόσκρουση και οι διαβεβαιώσεις ασφαλείας και ψευδεπίγραφης μακαριότητας συντρίβονται με το που αγγίζουν το έδαφος της πραγματικότητας.

Η ανεκδοτολογική παραπάνω αφήγηση επιστρατεύεται συχνά από το Μίσος για να περιγράψει τις οριακές κοινωνικές καταστάσεις που περιγράφει. Μπορεί να διαδραματίζεται στη Γαλλία στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 ο αντίκτυπός της, όμως, έχει τόσο οικουμενικό χαρακτήρα όσο και διαχρονική διάσταση. Είναι η φωνή των απόκληρων σε κάθε μεγάλο αστικό κέντρο που διεκδικούν την ορατότητά τους. Πίσω από εικόνες που εξωραΐζουν τις σύγχρονες πόλεις ως κέντρα λάμψης και έλξης τουριστών κυοφορείται ένα δράμα που εξωθεί στην εξέγερση όσους υπόκεινται τις ακατάλυτες διαχωριστικές γραμμές.

Είναι σπάνιο για μια ταινία να είναι τόσο προφητική. Το Μίσος, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι προοικονομεί το τέλος του μεγάλου εικοστού αιώνα -που με την παρέλευσή του ενταφίαζε την ιστορία στον τερματικό σταθμό και ανακήρυσσε τον θάνατο των εναλλακτικών- δεν θα ήταν μια εποχή ευτυχίας και κατασίγασης των κοινωνικών παθών. Το πρόσφατο Athena του υιού Γαβρά τείνει το χέρι προς τον προκάτοχό της για να πάρει το νήμα της εξιστόρησης των απόκληρων, των οικονομικά αποσυνάγωγων, των μεταναστών που τους αρνείται την ενσωμάτωση σε μια κοινωνία που βάσισε τον πλούτο της στην απόμυζηση του ιδρώτα των προγόνων τους. Είναι αξιοσημείωτο πως οι εικόνες της ταινίας θα αποκτούσαν έναν αντίλαλο ακριβώς στο πεδίο που διαδραματίζεται:στους δρόμους του Παρισιού. Μια ολόκληρη τοιχογραφία τριάντα ετών που αναπαριστά τις ίδιες χειρονομίες οργής και απονενοημένης αντίστασης προς τους κυβερνώντες. Από τον Σιράκ στον Ολαντ και στον Μακρόν δεν βλέπουμε μια ταύτιση που ξεπερνά τα ιδεολογικά τους διαπιστευτήρια;

Tο Μίσος ήταν η δεύτερη ταινία του Ματιέ Κασσοβίτς: επηρεασμένη από πραγματικά γεγονότα απεικόνισε συγκαιρινές του, αλλά και μέλλουσες καταστάσεις με κοινά χαρακτηριστικά. Τρεις νεαροί άντρες, απόγονοι μεταναστών, διαβιούν στα προάστια που στεγάζουν μέσα στη φτώχεια και την απόρριψη χιλιάδες νέους όπως αυτούς χωρίς προοπτικές. Μέσα στις ασπρόμαυρες εικόνες ένα σενάριο που συνδυάζει τον καθαρογραμμένο ρεαλισμό με τον σουρρεαλισμό και την κωμωδία που εμβολιάζουν τη ταινία με σταγόνες ψυχαγωγίας οι πρωταγωνιστές βουτούν στην πραγματικότητα που τους περιβάλλει προσπαθώντας να σπάσουν τα στεγανά της. Απέναντι σε δυνάμεις της καταστολής σε εδραιωμένες προκαταλήψεις και στην καθολική απόρριψη ακολουθούν το μονοπάτι της βίας ως έσχατο μέσο ενδεδειγμένο για τις έκτακτες καταστάσεις που βιώνουν.

Η ταινία καταφέρνει, χωρίς να κατεφεύγει σε διδακτισμό, ρητά ή υπόρρητα να θίξει πολλά και φλέγοντα ζητήματα της Γαλλικής κοινωνίας.

Ένα εντυπωσιακό στοιχείο έρχεται από έρευνες που αναφέρουν πως τα παιδιά των μεταναστών στη Γαλλία αισθάνονται λιγότερο ταυτισμένα με την χώρα που επέλεξαν οι  γονείς τους να ζήσουν. Στη ταινία, ο κάθε πρωταγωνιστής έχει διαφορετικές ρίζες ένα διακριτό φυλετικό υπόβαθρο που όμως συγχωνεύονται στον εναγκαλισμό μιας κουλτούρας που συνδυάζει τη βία των ταινιών και την αμεσότητα της hip hop μουσικής. Μια κουλτούρα οπλισμένη με μίσος και βιαιότητα ως απάντηση σε όσους τους θεωρούν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η ταινία καταφέρνει να θίξει το άλυτο πρόβλημα της χώρας να συμφιλιωθεί με το αποικιοκρατικό της παρελθόν και να καλωσορίσει μια νέα ταυτότητα.

Η Γαλλία είναι μια χώρα που αρνήθηκε να αντιμετωπίσει το παρελθόν της με συνέπεια αυτό να επιστρέφει κάθε φορά όλο και πιο οργισμένο. Ακόμα και η πολυδιαφημισμένη της σύμπλευση με το πνεύμα της εκκοσμίκευσης, τη περίφημη Laïcité, μια εκκοσμίκευση που τάσσεται κυρίως στην απελεύθερωση από τη θρησκεία έχει τις δικές της ρίζες διαχωρισμού την εποχή που η Γαλλική αυτοκρατορία εδραιωνόταν σαν υπερδύναμη. Η διάκριση ανάμεσα σε πολίτη με την ευρωπαϊκή αύρα να τον διαπνέει ερχόταν σε σύγκρουση με τον ιθαγενή, ένα κατάλοιπο βαρβαρότητας που όφειλε να εκπολιτιστεί πολλές φορές αναβιώνει για πολίτες των γκετο, τις γυναίκες με τις μαντίλες. Το ζήτημα δεν είναι στη βάση του τόσο θρησκευτικό, αλλά κατά βάση πολιτισμικό καθώς η έκφραση του Άλλου εκδιώκεται ως αναχρονιστική και μη συνάδουσα με τα δυτικά ήθη. Μαζί με το φυλετικό και πολιτιστικό ζήτημα συμπλέκεται πολλές φορές αλληλένδετα το κοινωνικό: οι εξοβελισμένοι στα γκέτο, κοινωνοί μιας ακατανόητης κουλτούρας, που πρέπει να μείνουν καθηλωμένοι στο μικρόκοσμο της φτώχειας.

Ο Enzo Traverso σημειώνει πως οι διακρίσεις συνδέονται με ένα νέο αντισημιτισμό μόνο που η σύγχρονη ρητορική μίσους δεν στοχοποιεί τον Εβραίο, αλλά τον μουσουλμάνο ως φορέα εκφαυλιστικών για τον ευρωπαικό τρόπο ζωής συνηθειών. Ο νέος τρόμος πολλών διανοούμενων είναι η πραγματικότητα που διαπνέει το Μίσος την ύπαρξη μεταναστών και μουσουλμάνων να απλωθεί σε όλη τη Γαλλία. Ο Μισέλ Ουελμπέκ παρατηρεί την προϊούσα ροπή της χώρας προς την παρακμή της και την απώλεια της ταυτότητας συγγράφοντας για την μέρα που η Γαλλία θα αποκτούσε μουσουλμάνο πρόεδρο.

Η άνοδος της ακροδεξιάς ήταν εκεί για μεταδώσει αυτούς τους φόβους και για να προσφέρει προστατευτικό δίχτυ για τους απογοητευμένους του συστήματος, στους οποίους έδινε μια ελπίδα αντίδρασης και μια υπόσχεση συμπόρευσης σε ένιωθαν εγκαταλελειμμένοι από τα παλιά τους ιδεολογικά λιμάνια.Η ακροδεξιά προσέφερε μια ανάσα αμφισβήτησης, ψεύτικη και με θανατηφόρο άρωμα που στοχοποιούσε τον μετανάστη, το άλλον σαν απειλή για τη χώρα: την παράδοσή της και την οικονομία της. Ο ακροδεξιός λόγος, που όμως αντιλαλεί το αποικοκρατικό παρελθόν της χώρας, βρήκε απήχηση και από τα λεγόμενα συστημικά κόμματα που υποδαυλίζουν με την πολιτική τους τους διαχωρισμούς.

Σε μια σκηνή της ταινίας ο Βενσάν Κασέλ κοιτάζει το είδωλό του στον καθρέφτη (ή έτσι μάς δίνεται η εντύπωση). Tο Μίσος είναι αυτό το κάτοπτρο προς την ίδια την Γαλλία. Φωνές που έρχονται από το περιθώριο για να διασαλεύσουν την επίσημη αφήγηση. Μια αναγκαία πρόσκρουση με τη σύγχρονη πραγματικότητα της χώρας.