Η τέταρτη σκηνοθετική απόπειρα του τουρκικής καταγωγής Ιλκέρ Σατάκ έλαχε τεράστιας αποδοχής από το γερμανικό κοινό, που σε μία χρονιά που το “Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο” κυριάρχησε σε παγκόσμια κλίμακα, επέλεξαν το “δωμάτιο” ως ταινίας της χρονιάς. Αυτή φτάνει μέχρι την τελική πεντάδα για το Βραβείο LUX κι αποτελεί την Υποψηφιότητα της χώρας για το Όσκαρ Διεθνούς ταινίας (από την Ελλάδα προκρίθηκε το “Πίσω από τις Θημωνιές” της Ασημίνας Προέδρου). Ουσιαστικά δομείται ένα ψυχολογικό θρίλερ δίχως ακρότητες, με έντονα συναισθήματα και τη διάθεση να ενεργοποιήσει την κριτική σκέψη του θεατή.

Σε ένα δημόσιο σχολείο μικρές κλοπές θα συγκλονίσουν την κοινότητα, καθώς ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρχε ανάλογο προηγούμενο. Ήδη από την πρώτη σκηνή ο σκηνοθέτης μας εισάγει στο περιεχόμενο και μας τοποθετεί στον “ιερό χώρο” των καθηγητών. Εκεί, με κάθε τρόπο, προσπαθούν να εκμαιεύσουν από τους αντιπροσώπους των μαθητών έναν (πιθανό) ένοχο. Σύντομα στο μάτι του κυκλώνα θα μπει ένα παιδί που προέρχεται από άλλη χώρα. Ένα πρώτο έμμεσο σχόλιο για τον ρατσισμό που ανθεί στην εποχή μας και όχι μόνο στην πατρίδα μας. Δε θα μείνει όμως εκεί η εξέλιξη της πλοκής του καλοδουλεμένου σεναρίου.

Σε αυτό το πρώτο διάστημα στο νέο της περιβάλλον η νεαρή καθηγήτρια κυρία Νόβακ έχει να διαχειριστεί ένα πρώτο σοκ. Επιλέγει συνειδητά να βρεθεί στο πλευρό του συνόλου της τάξης, καθώς αντιλαμβάνεται πως οι διαδικασίες που ακολουθούνται είναι επιεικώς αντιπαιδαγωγικές. Στην προσπάθειά της, όμως, να δώσει λύση στο μυστήριο, πέφτει η ίδια σε μία παγίδα. Δείγμα της ανωριμότητάς της, αφού αποφασίζει να αποδώσει δικαιοσύνη χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες. Η δική της πρωτοβουλία θα την εγκλωβίσει σε δυσμενείς εξελίξεις και μαζί ολόκληρο τον περίγυρό της.

Την ένταση επιτείνει το κλειστό φόντο που επιλέγεται συνειδητά. Δεν υπάρχει διαφυγή μέχρι τη διαλεύκανση. Αυτή η αίσθηση δίνεται. Σπάνια η Κάρλα (συνταρακτική Λεόνι Μπένες) κοιτάει από το παράθυρο κι ελάχιστες φορές βγαίνει στο προαύλιο ή λίγο πιο έξω. Η μουσική του Μάρβιν Μίλερ κι οι εικόνες της Τζούντιθ Κάουφμαν (“Kορσές”) επιτείνουν την αίσθηση του εγκλωβισμού και κάνουν ξεκάθαρα τα διλήμματα που αναπτύσσονται προοδευτικά. Κρίση πανικού, αμήχανα βλέμματα, κραυγές. Απουσιάζει κάθε πιθανό στήριγμα που θα μπορούσε να δώσει λύση στο αδιέξοδο. Η διατήρηση της ισορροπίας δυσκολεύει συνεχώς περισσότερο. Η κατάσταση εκτραχύνεται.

Η διαμορφωθείσα πραγματικότητα έχει όμως αντίκτυπο και στα ίδια τα παιδιά. Στο μάτι του κυκλώνα θα βρεθεί ο χαρισματικός στα μαθηματικά Όσκαρ. Ένα μωσαϊκό εθνικοτήτων όσον αφορά τους μαθητές. Αρκετοί εξ΄αυτών έχουν βιώσει την περιθωριοποίηση. Δεν είναι δύσκολο να συνασπιστούν προ μίας κοινής “απειλής”. Παρά τις δυσκολίες ενός ολόκληρου εκπαιδευτικού οργανισμού να διαλευκάνει μία εσωτερική υπόθεση, η δασκάλα δε χάνει την πυξίδα της. Ηθική κι αλληλεγγύη. Υποφέρει, πονάει, δακρύζει, αλλά γνωρίζει πως ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι στο πλευρό των μαθητών κι όχι απέναντι.

Το φινάλε κρύβει μέσα του δεκάδες συμβολισμούς, αρκετοί από αυτούς διττοί. Το μεγαλείο της συγχώρεσης, η αναγνώριση της προσπάθειας, ένα άστρο που δεν πρέπει να πάψει να λάμπει. Μπορεί η μεγάλη απάντηση στο αίνιγμα να μη δίνεται, μπορεί φαινομενικά η επιβεβαίωση να μην έρχεται και η ταινία να μην εξελίσσεται σε ένα αστυνομικό δράμα. Ίσως να λείπει το τέλος που σκέφτηκε ο θεατής παρακολουθώντας την αλληλουχία των γεγονότων. Ο Σατάκ αποφασίζει να κλείσει με την ουσιαστικότερη πτυχή της υπόθεσης για τον ίδιο και δικαιώνεται από τη δύναμη της κατακλείδας του που παραλύει τον θεατή λίγο πριν κληθεί να σηκωθεί από την αναπαυτική καρέκλα της σκοτεινής αίθουσας, ώστε να αποχωρήσει.